Περί Γάμου – Λαογραφικά της Ερμιόνης | Γιάννης Μ. Σπετσιώτης
«Ο Θεός ο άχραντος…
Ο εν Κανά της Γαλιλαίας τον γάμον ευλογήσας,
ίνα φανερώσης ότι σον θέλημά εστιν
η έννομος συζυγία και η εξ αυτής παιδοποιία»
Ευχή γάμου
Από το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως» του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη, δημοσιεύουμε το «Περί Γάμου» στην Ερμιόνη. Για τη συγγραφή, σημειώνει ο κ. Σπετσιώτης, στηρίχθηκα στα προσωπικά βιώματα και τις σημειώσεις της μητέρας μου, δασκάλας Αικατερίνης Βρεττού-Σπετσιώτου.
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη ο γάμος ανήκει στα επτά μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο γάμος είναι προαιρετικό μυστήριο και τελείται μέχρι τρεις φορές σύμφωνα με την επιγραμματική ρήση: η Εκκλησία «τον πρώτο (γάμο) ευλογεί, τον δεύτερο επιτρέπει, τον τρίτο ανέχεται».
Η ακολουθία του μυστηρίου περιλαμβάνει εξαιρετικής έμπνευσης κείμενα με τα οποία ζητείται η θεϊκή παρέμβαση και βοήθεια για τους νεόνυμφους για μια νέα οικογενειακή αρχή και χριστιανική ζωή.
Βέβαια, στις ημέρες μας, η ακολουθία του μυστηρίου με τους καταπληκτικούς συμβολισμούς μόνο σε επαρχιακές πόλεις και χωριά μπορείς να την παρακολουθήσεις «ολόκληρη». Η «πίεση του χρόνου» στις πόλεις αναγκάζει τους ιερείς να τις «ξεπετούν» στα γρήγορα παραλείποντας σπουδαίες ευχές προς «μεγάλη» ευχαρίστηση των περισσοτέρων… Σημάδια των καιρών…
Όμως το σπουδαίο αυτό γεγονός της ζωής του ανθρώπου άγγιξε την ψυχή του λαού και γι’ αυτό έστησε γύρω του μια σειρά από ήθη και έθιμα, όπως κάνει για καθετί που τον επηρεάζει και τον συγκινεί…
Τέλος, όπως η Εκκλησία εξετάζει τα πράγματα στο βάθος των αιώνων, κατά τον ίδιο τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών και η Λαογραφία επιχειρεί να μας δώσει την εικόνα των γεγονότων σε παλαιότερους χρόνους.
Περί Γάμου
Περασμένα… αλλά όχι ξεχασμένα
Από τις αρχές του περασμένου αιώνα όταν το αγόρι ή το κορίτσι ερχόταν σε ηλικία γάμου, που άρχιζε από τα 16 χρόνια και ακόμη νωρίτερα, όπως γράφει στις σημειώσεις της η μητέρα μου, οι γονείς, κυρίως ο πατέρας, θεωρούσαν υποχρέωσή τους να διαλέξουν τη νύφη ή τον γαμπρό για το παιδί τους. Το δικαίωμα επιλογής ήταν πολύ περιορισμένο για τους γιους ενώ για τις θυγατέρες σχεδόν ανύπαρκτο. Για να φέρεις τα …πάνω – κάτω έπρεπε να είχες πολύ «τσαγανό». Πολλές φορές, όπως γινόταν και στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, έβαζαν τους προξενητάδες, άτομα με ιδιαίτερο χάρισμα, γυναίκες και άντρες που μεσολαβούσαν για να γίνει το «συγγέσιο», το συνοικέσιο όπως λεγόταν στην Ερμιόνη, και οι οικογένειες να «τα βρουν». Μάλιστα τον προξενητή και την προξενήτρα τούς φόρτωναν με δώρα και «υποσχέσεις» πριν αλλά και μετά το επιτυχημένο προξενιό που θα είχε κατάληξη τον αρραβώνα.
Η ανακοίνωση του μεγάλου γεγονότος στην οικογένεια γινόταν κατά κανόνα από τον πατέρα την ώρα του γεύματος ή του δείπνου με κάθε επισημότητα. Στο άκουσμα της χαρμόσυνης είδησης το κορίτσι έσκυβε συνεσταλμένα το κεφάλι και αμέσως μετά με μια νέα κίνηση – πάλι του κεφαλιού – ψιθύριζε συγκαταβατικά: «Ναι, πατέρα όπως εσύ ορίζεις». Το ίδιο έκαναν αντίστοιχα και οι γονείς του αγοριού. Είναι προφανές, βέβαια, πως είχε προηγηθεί η συνεννόηση – συμφωνία των συμπεθέρων, κυρίως σε ότι αφορούσε την προίκα της νύφης!
Ο αρραβώνας στο σπίτι
Λίγες μέρες αργότερα, πάντα Σαββατόβραδο, γινόταν ο αρραβώνας στο σπίτι της νύφης, σύμφωνα με το έθιμο. Από τις δύο οικογένειες καλούσαν τους πολύ στενούς συγγενείς, αδέλφια, πρώτα ξαδέλφια και άλλαζαν τις βέρες.
Πάνω σ’ ένα τραπέζι με πεντακάθαρο κεντητό τραπεζομάντηλο έστρωναν μια πετσέτα, «μπόλια» την έλεγαν, με κουφέτα και στο κέντρο τοποθετούσαν τις βέρες, αγορασμένες από τον γαμπρό. Το νέο ζευγάρι καθόταν αμήχανο σε διπλανές καρέκλες περιμένοντας τη στιγμή που θα τους περνούσαν τις βέρες. Αν δεν παρευρισκόταν ιερέας, τις βέρες έβαζε ο πατέρας του γαμπρού, αφού πρώτα τις σταύρωνε στο εικόνισμα.
Στη συνέχεια όλοι οι καλεσμένοι, με σειρά προτεραιότητας, χαιρετούσαν τους αρραβωνιασμένους και τους κρεμούσαν για δώρα χρυσαφικά. Πρώτος ο πατέρας και η μητέρα του γαμπρού και κατόπιν όλοι οι συγγενείς τους. Μετά ο πατέρας και η μητέρα της νύφης και ύστερα οι δικοί τους συγγενείς. Δεν έλειπε βέβαια και ένας «σιωπηλός» ανταγωνισμός για το ποιο θα είναι το ωραιότερο και το ακριβότερο δώρο! Ακολουθούσε φαγοπότι και γλέντι.
Την επόμενη μέρα όλη η Ερμιόνη συζητούσε «με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα» και ακολουθούσαν πολλά παραλειπόμενα (κουτσομπολιά) ακόμα και ανέκδοτα ανάλογα με την περίπτωση.
Μετά τον αρραβώνα ο γαμπρός πήγαινε καθημερινά και εντελώς τυπικά στο σπίτι της νύφης. Τις Κυριακές το ζευγάρι με τη νύφη στολισμένη με όλα τα χρυσαφικά έβγαινε βόλτα στο Μπίστι, πάντα συνοδεία κάποιου από το σόι του κοριτσιού.
Δύο γεγονότα ξεχώριζαν κατά τη διάρκεια του αρραβώνα: Η σύνταξη του προικοσύμφωνου με γραμμένα αναλυτικά όλα τα προικιά που θα έδιναν στη νύφη καθώς και η διάρκεια του αρραβώνα, που συνήθως δεν κρατούσε πολύ. Ο γάμος έπρεπε να οριστεί το συντομότερο δυνατόν, καθώς ο γαμπρός δεν επιτρεπόταν να μπαινοβγαίνει για μεγάλο διάστημα στο σπίτι της νύφης.
Να σημειώσουμε πως για να παντρευτεί ο νέος θα έπρεπε να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και κυρίως να έχει παντρέψει τις αδελφές του είτε ήσαν μεγαλύτερες είτε μικρότερες απ’ αυτόν.
Οι προετοιμασίες του γάμου
Την επομένη των αρραβώνων άρχιζαν οι προετοιμασίες για τον γάμο στο σπίτι της νύφης. Ο δάσκαλός μας Μιχαήλ Άγγ. Παπαβασιλείου στο γνωστό βιβλίο του «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης» (σελίδες 87- 89) περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την προίκα της νύφης και το στήσιμο του «γιούκου», ενώ η μητέρα μου στις σημειώσεις της συμπληρώνει:
«Όλα τα προικιά της νύφης, ρουχισμός, έπιπλα και κουζινικά (όλα χάλκινα γι’ αυτό και τα έλεγαν χαλκώματα) τα συγκέντρωναν σ’ ένα δωμάτιο παραμονές του γάμου στο σπίτι της νύφης, αν το ζευγάρι έμενε εκεί και έφτιαχναν το γιούκο. Αν όχι, τότε λίγες μέρες νωρίτερα από τη στέψη, τα μετέφεραν στο σπίτι που θα έμενε το ζευγάρι».
Η τελετή μεταφοράς της προίκας ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Μαζεύονταν στο σπίτι της νύφης όλοι οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες, ακόμη και παιδιά στους οποίους «μοιράζονταν» τα προικιά. Με τη συνοδεία τραγουδιών και κάποιες φορές και οργάνων (βιολιών), τα μετέφεραν στο σπίτι που θα έμεναν οι νεόνυμφοι και έφτιαχναν εκεί τον «γιούκο». Ήταν τόσα πολλά τα προικιά που ο γιούκος πολλές φορές έφτανε μέχρι το ταβάνι! Τον γιούκο τον έραιναν με ρύζι και κουφέτα, τους παρευρισκόμενους τούς κέρναγαν γλυκά ενώ πάλι με τραγούδια και βιολιά επέστρεφαν στο σπίτι της νύφης, όπου με ιδιαίτερο κέφι έστηναν το γλέντι.

«Τα προικιά», Κ. Οικονόμου, Β. Γιδόπουλος, Ι. Αγγελής, 19 -12-1966. Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.
Τρεις μέρες πριν από τον γάμο, συνήθως ημέρα Πέμπτη, γινόταν το στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού από τις φίλες της νύφης συνοδεία σχετικών τραγουδιών. Στη συνέχεια περνούσαν οι καλεσμένοι, συγγενείς και φίλοι και το έραιναν με ροδοπέταλα, ρύζι, κουφέτα και χρήματα για να είναι οι μέρες του ζευγαριού γεμάτες από χαρά, πλούτη και ευτυχία! Στο τέλος έριχναν ένα μικρό αγόρι, που είχε και τους δύο γονείς «εν ζωή», επάνω στο κρεβάτι, για να είναι τυχερό και το πρώτο παιδί που θα γεννηθεί να είναι αρσενικό. Ύστερα πρόσφεραν σε όλους γλυκά κυρίως κουραμπιέδες, καλτσούνια, αχλαδάκια με το γαρυφαλλάκι στην κορφή και δίπλες, τις έλεγαν και αυγοκαλάμαρα, επειδή έχουν το σχήμα του καλαμαριού, με μπόλικο μέλι.
Την Παρασκευή, προπαραμονή του γάμου, οι φίλες της νύφης αλλά και άλλες γυναίκες που γνώριζαν το έθιμο μαζευόντουσαν στο πατρικό της σπίτι και ζύμωναν μοσχομυρωδάτες πίτες τραγουδώντας νυφιάτικα χαρούμενα τραγούδια.

«Τα προικιά, 1960», Καλομοίρα Κοντοπουλου, Θεοδότη Μαρουλά, Ρίτα Κομμά -Πάτσιου, Αργυρώ Χατζησωκράτη, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.
Την παραμονή του γάμου η νύφη με τις φίλες της χάλαγαν τον γιούκο και με πολλή χαρά τοποθετούσαν τα προικιά στη θέση τους στο σπίτι των νεόνυμφων. Την ημέρα εκείνη ο γαμπρός δεν έπρεπε να δει τη νύφη, ενώ της έστελνε με τους φίλους τα δώρα του «αραδιασμένα» σε ασημένιο δίσκο.
Η ημέρα του γάμου
Οι γάμοι γίνονταν, σχεδόν πάντα, Κυριακή ή την ημέρα μεγάλων εορτών που ήταν αργία. Ξεκινούσαν από του Ευαγγελισμού μέχρι το τέλος του Φθινοπώρου. Τότε τα Σάββατα γάμοι συνήθως δεν γίνονταν. Επίσης γάμοι δεν τελούνταν τις ημέρες των Σαρακοστών (Χριστουγέννων, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο), τον μήνα Μάιο, γιατί έλεγαν ότι «τότε παντρεύονται τα γαϊδούρια» αλλά και τις δίσεκτες χρονιές, αφού θεωρούσαν ότι τότε οι γάμοι δεν θα στέριωναν. Στο μυστήριο παρευρίσκονταν μόνο όσοι είχαν προφορική πρόσκληση.[1]
Τη μεγάλη ημέρα στο σπίτι της νύφης αλλά και του γαμπρού οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Τελετή ξεχωριστή ήταν το ξύρισμα του γαμπρού που γινόταν παρουσία των συγγενών, οι οποίοι, μετά το ξέπλυμα του γαμπρού, έριχναν στη λεκάνη με το νερό χρήματα τραγουδώντας. Τα χρήματα αυτά, μαζί εκείνα που του έδινε ο γαμπρός, ήταν η αμοιβή του κουρέα.
Ο στολισμός της νύφης στο σπίτι της ήταν ιδιαίτερος. Εκεί μαζεύονταν όλες οι νέες του τόπου, καθώς άπαντες συμμετείχαν στη χαρά και έντυναν τη νύφη τραγουδώντας. Ανάμεσα στις νέες κοπέλες βρισκόταν κι ένα μικρό αγόρι που είχε «εν ζωή» και τους δυο γονείς και φορούσε στη νύφη τις κάλτσες και τα παπούτσια. Στη σόλα του παπουτσιού οι νέες είχαν γράψει τα ονόματά τους, για να τις «τραβήξει» η νύφη και να παντρευτούν το συντομότερο.
Το νυφικό φόρεμα, λευκό και μακρύ, το είχε ράψει η καλύτερη μοδίστρα της Ερμιόνης! Την ώρα που τραβούσε την πρώτη ψαλιδιά στο ύφασμα, το έραινε με ρύζι και κουφέτα λέγοντας την ευχή «η ώρα η καλή και καλά στέφανα!». Στη συνέχεια οι γονείς μαζί με τη μοδίστρα, που έβαζε τις τελευταίες …πινελιές, βοηθούσαν τη νύφη να φορέσει το νυφικό φόρεμα και το νυφικό πέπλο. Εκείνη κοιταζόταν προσεκτικά στον καθρέφτη και αν συμφωνούσε με την εικόνα της, της κρεμούσαν μια θαλασσιά χάντρα, την «έφτυναν» και συγχρόνως τη σταύρωναν, μάτι κακό μην την πιάνει.
Όλες αυτές οι τελετουργίες συνοδεύονταν από ιδιαίτερα τραγούδια, τα οποία αναφέρουμε σε ξεχωριστό κεφάλαιο.
Η ώρα της στέψης στην εκκλησία
Πάντοτε οι γάμοι γίνονταν στην ενορία της νύφης. Αλλά και ο κουμπάρος του ζευγαριού που θα άλλαζε τις βέρες και τα στέφανα ήταν συνήθως ο νουνός του γαμπρού, αν βρισκόταν στη ζωή. Διαφορετικά κουμπάρος ήταν ένα από τα παιδιά του, μικρό ή μεγάλο, εφόσον είχε οικογένεια.
Η εκκίνηση γινόταν από το σπίτι του κουμπάρου όπου είχαν καταφθάσει τα όργανα, η ερμιονίτικη ζυγιά με βιολί και λαούτο. Στενοί συγγενείς και αδελφικοί του φίλοι συνόδευαν τον γαμπρό κάτω από τους ήχους της καθιερωμένης «πατινάδας του κουμπάρου» παιγμένη από τα όργανα.[2]
Προπορευόταν ένα μεγάλο αγόρι κρατώντας τον ασημένιο δίσκο με τα κουφέτα και τα στέφανα, ακολουθούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι με τις λευκές λαμπάδες του γάμου στολισμένες με κατάλευκες κορδέλες και τέλος ο κουμπάρος με τη μικρή του κουστωδία.

«Πριν το μυστήριο», Αργυρούλα Βλάσση, Μαρία Καρδάση, Πετρούλα Καραγιάννη, στις λαμπάδες ο Δημήτρης Βλάσσης, στον δίσκο ο Δημήτρης Κωστελένος, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.
Έτσι σχηματιζόταν το πρώτο μέρος της γαμήλιας πομπής που συνοδεία οργάνων που έπαιζαν ασταμάτητα πήγαιναν να πάρουν τον γαμπρό και τους καλεσμένους του. Εκείνος τους περίμενε στην πόρτα του σπιτιού, χαρούμενος και ανυπόμονος μέσα στο γαμπριάτικο σκουρόχρωμο κουστούμι του με το ανθάκι στο πέτο!
Ο γαμπρός έχοντας αγκαζέ τους γονείς και συνοδευόμενος από τους συγγενείς και τους καλεσμένους ακολουθούσε τη γαμήλια πομπή, που υπό τους ήχους του βιολιού και του λαούτου τραβούσε για το σπίτι της νύφης για να την πάρει, καθώς δεν είχε καθιερωθεί ακόμη το …στήσιμο του γαμπρού μπροστά στα σκαλοπάτια της εκκλησίας…
Παράλληλα στο σπίτι της νύφης κατέφθαναν τα πεθερικά και την σήκωναν από την καρέκλα που καθόταν ακίνητη και αμίλητη με τα χέρια σταυρωμένα. Η νύφη πλησίαζε τους γονείς της, έκανε μετάνοια και φιλούσε με σεβασμό το χέρι τους, ενώ εκείνοι την αγκάλιαζαν, την φιλούσαν στο μέτωπο και της έδιναν, ιδιαίτερα η μητέρα, τις τελευταίες συμβουλές πριν από τη νέα της ζωή. Την ώρα που η νύφη πρόβαλε στην πόρτα του σπιτιού στηριγμένη στο μπράτσο του πατέρα της και συνοδευόμενη από τη μητέρα που έλαμπαν από χαρά, οι συγγενείς και καλεσμένοι ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα συνοδευόμενα με ολόθερμες ευχές. Αν δεν υπήρχε πατέρας, τη νύφη συνόδευε ο μεγαλύτερος αδελφός ή κάποιος θείος και αυτό ήταν μεγάλη τιμή. Εκείνη τη στιγμή ξεκινούσαν να παίζουν «ανταγωνιστικά» και τα όργανα που είχαν καλέσει οι γονείς της νύφης «την πατινάδα της νύφης», καταγεγραμμένη και αυτή…
Σχηματιζόταν τότε μια μεγαλόπρεπη γαμήλια πομπή με τη νύφη να καμαρώνει, γνωστή άλλωστε και η φράση «περπατάει σαν νύφη» και το συγγενολόι της να ακολουθεί εκείνο του γαμπρού, την φέρνανε στην εκκλησία. Όσοι δεν είχαν πάει για διάφορους λόγους στον γάμο, αφού πάντα, είτε από το γαμπρό είτε από τη νύφη ήταν καλεσμένη όλη η Ερμιόνη, έβγαιναν από το σπίτι τους και τούς έραιναν με άνθη, ρύζι και κουφέτα.
Πρώτος έφτανε στην εκκλησία ο γαμπρός. Στεκόταν στη δυτική είσοδο του Ταξιάρχη έχοντας δίπλα του τους γονείς και τον κουμπάρο, ενώ οι καλεσμένοι πλημμύριζαν τον ναό και την πλατεία. Εκεί, στην είσοδο του ναού, ο γαμπρός μ’ ένα φιλί παραλάμβανε τη νύφη από τους δικούς της και έμπαιναν στην εκκλησία. Λίγο νωρίτερα ο ιερέας και η νεωκόρος είχαν τοποθετήσει τις λαμπάδες ακριβώς πίσω από το τραπέζι που ήταν έτοιμο για την τέλεση του μυστηρίου. Επάνω του ακουμπούσαν τον δίσκο με τα στέφανα και τα κουφέτα, τη φιάλη με το κρασί, «το κολωνάτο» ποτήρι και το ιερό ευαγγέλιο.
Μπροστά από το τραπέζι είχε στρωθεί ένα μικρό βάθρο, επάνω στο οποίο θα στεκόταν το ζευγάρι. Στο μυστήριο πάντα έπαιρναν μέρος και οι δύο εφημέριοι του τόπου με προβάδισμα στον αρχαιότερο ενώ συμμετείχαν και οι δύο ψάλτες του ναού που ως καλεσμένοι κρατούσαν μικρές άσπρες λαμπάδες.
Ο ιερέας θυμιατίζοντας παραλάμβανε το ζευγάρι μετά την είσοδό του στον ναό και το οδηγούσε στο βάθρο, στο κέντρο του ναού, ενώ ο δεξιός ψάλτης έψαλε το κοντάκιο «Κωνσταντίνος σήμερον συν τη μητρί τη Ελένη». Αφού όλοι είχαν πάρει τις θέσεις τους η νεωκόρος του ναού, με τη μητέρα της νύφης να μην την αφήνει από τα μάτια της, έκοβε τα φυτίλια από τις λαμπάδες προτού τις ανάψει και της τα έδινε, όπως «απαιτούσαν οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες», για να μην χρησιμοποιηθούν ως αντικείμενα …μαγείας! Πολλές φορές τις λαμπάδες τις κρατούσαν κατά την ώρα του μυστηρίου τα δυο παιδιά που τις είχαν φέρει στην εκκλησία ή τις στερέωναν σε ειδικές βάσεις. Εμείς, παιδιά έξι – επτά χρόνων τότε, είχαμε πάρει θέση γύρω από το τραπέζι, για να μπορέσουμε να πιάσουμε όσο δυνατόν περισσότερα κουφέτα, την ώρα που οι καλεσμένοι θα τα πετούσαν στους νεόνυμφους.
Ο νεότερος από τους δύο ιερείς, θυμάμαι πολύ καλά τον παπα-Δημήτρη (Μπαρδάκο) και τον παπα-Μιχάλη (Νάκο), ευλογούσε τον αρραβώνα και διαβάζοντας τη σχετική ευχή περνούσε τις βέρες στο δεξί δάχτυλο (παράμεσο) των νεόνυμφων και στη συνέχεια προσέρχεται ο κουμπάρος που «άλλαζε τα δακτυλίδια» σταυρωτά. Ακολουθούσε η στέψη, όπου διαβάζονταν διάφορες σπουδαιότατες ευχές για την ευλογία και το στέριωμα του γάμου. Στη τελευταία ευχή και στο σημείο που λέει «και άρμοσον τον δούλον σου (όνομα) και την δούλην σου (όνομα)» ο ιερεύς συνενώνει το δεξί χέρι των δύο ζητώντας ο ένας να κρατήσει το χέρι του άλλου.[3]
Ο αρχαιότερος ιερέας παίρνει τα στέφανα και στεφανώνει τρεις φορές συμβολικά πρώτα τον γαμπρό και ύστερα τη νύφη και κατόπιν πρώτα τρεις φορές τη νύφη και ύστερα τον γαμπρό. Στο τέλος τα τοποθετεί επάνω στα κεφάλια του ζευγαριού. Αναλαμβάνει τώρα ο κουμπάρος και, όπως έκανε και με τις βέρες, αλλάζει τρεις φορές τα στέφανα.
Αν οι κουμπάροι είναι δύο ο ένας αλλάζει τις βέρες και ο άλλος τα στέφανα. Σε παλαιότερες εποχές τα στέφανα κατασκευάζονταν από κλήμα αμπελιού ή ελιάς σύμβολα καρποφορίας. Την ώρα του Απόστολου και ενώ ο ψάλτης λέει την τελευταία φράση «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα», η νύφη προσπαθούσε με κάθε τρόπο και στα κρυφά να εντοπίσει και να πατήσει το πόδι του γαμπρού πιστεύοντας ότι έτσι θα του «έπαιρνε τον αέρα», κάτι που μερικές φορές είχε άσχημη εξέλιξη…
Ακολουθεί το Ευαγγέλιο που το απαγγέλει ο αρχαιότερος ιερέας. Στο σημείο όπου λέγεται η φράση «Γεμίσατε τας υδρίας ύδατος και εγέμισαν αυτάς έως άνω», ο επίτροπος σήκωνε τη φιάλη με το κρασί και γέμιζε «το κοινόν ποτήριον». Από αυτό το ποτήρι όταν ψάλλεται το τροπάριο «Ποτηρίον σωτηρίου λήψομαι» ο ιερέας δίνει στον γαμπρό και μετά στη νύφη να πιουν τρεις φορές. Κατόπιν έπινε ο κουμπάρος και το ποτήρι περνούσε στους ανύπαντρους νέους και νέες, για να πιουν όλοι από μια …γουλιά.
Αμέσως μετά έρχεται η πιο πανηγυρική στιγμή του γάμου: Η πρώτη λέξη από το τροπάριο «Ησαΐα χόρευε» χαρακτηρίζει όλο το μυστήριο. Ακόμη η φράση «ο χορός του Ησαΐα» έχει περάσει στον λαϊκό λόγο με πολλαπλές ερμηνείες και σημασίες.
Ο ιερέας κρατώντας το Ευαγγέλιο, πιάνοντας το χέρι του γαμπρού και ενώ ο κουμπάρος κρατούσε τα στέφανα από το πίσω μέρος γυρίζουν όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι. Τότε ο ενθουσιασμός των καλεσμένων έφτανε στο κατακόρυφο. Πετούσαν ρύζι, ροδοπέταλα και κουφέτα σημαδεύοντας κυρίως το κεφάλι του γαμπρού αλλά και του κουμπάρου. Κάποια ξέφευγαν και έβρισκαν τον ιερέα που κάποιες φορές για να προφυλάξει το κεφάλι του σήκωνε το Ευαγγέλιο! Πετούσαν όμως και μύγδαλα, καρύδια, κρεμμύδια, κυπαρισσόμηλα, κέρματα και ό,τι μπορείτε να φαντασθείτε. Συχνά, μάλιστα ο ιερέας έκανε αυστηρές συστάσεις και διέκοπτε το μυστήριο.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον γάμο του Παναγή με την Κατίνα Σ. στην Παναγία, όπου έγινε χαλασμός! Τα πράγματα τότε είχαν ξεφύγει εντελώς! Εμείς, παιδιά τότε, την ώρα που έριχναν τα κουφέτα σκύβαμε και μαζεύαμε όσα περισσότερα κουφέτα μπορούσαμε με ιδιαίτερη προτίμηση στα …ροζ που ιδιαίτερα μας εντυπωσίαζαν. Μάλιστα, τα μετρούσαμε για να δούμε ποιος είχε μαζέψει τα περισσότερα.
Όταν τελείωναν οι τρεις γύροι, που ο καθένας είχε το δικό του τροπάριο, όλα επανέρχονταν στην προηγούμενη κατάσταση. Ο ιερέας με το Ευαγγέλιο χώριζε τα πιασμένα χέρια των νεόνυμφων, έπαιρνε τα στέφανα από τα κεφάλια τους, τα έδινε να τα φιλήσουν οι νεόνυμφοι και ο κουμπάρος και τα τοποθετούσε πάλι στον δίσκο για να παραδοθούν στη μητέρα της νύφης. Εκείνη θα τα τοποθετούσε ευλαβικά στη στεφανοθήκη που βρισκόταν στο εικονοστάσι της κρεβατοκάμαρας του σπιτιού των νιόνυμφων. Έτσι διαβάζοντας τις τελευταίες ευχές τελείωνε το μυστήριο.
Τότε οι καλεσμένοι δεν χαιρετούσαν τους νεόνυμφους στην εκκλησία, αλλά στο σπίτι όπου πρόσφεραν τα δώρα τους: χρήματα, χαλκώματα, είδη κουζίνας κ.λπ., ενώ κάποιοι τα είχαν πάει από τις προηγούμενες ημέρες στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης, ανάλογο με το ποιος τους είχε καλέσει.
Καθώς ετοιμάζονταν να ξεκινήσει η πομπή για το σπίτι, ο ιερέας έδινε από μια χούφτα κουφέτα του δίσκου στις πεθερές, για να τα μοιράσουν σε ανύπαντρα κορίτσια.

«Γάμος Τάσου Γκολεμά – Μαρίνας Μπουκουβάλα», Κουμπάρες Άννα Σκλαβούνου – Βιβή Σκούρτη, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.
Εκείνα θα τα έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους, προκειμένου να ονειρευτούν το ίδιο βράδυ το παλληκάρι που θα ερωτεύονταν και θα τις ζητούσε σε γάμο.
Συνηθισμένος και ο διάλογος το επόμενο πρωί:
– Καλέ, είδες τίποτε στο όνειρό σου;
– Πώς! Είδα ένα γάιδαρο!
Ο ιερέας βέβαια έδινε κουφέτα από τον δίσκο και σ’ άλλους, «ενδιαφερόμενους» ή μη…
Η επιστροφή στο σπίτι
Της γαμήλιας πομπής προηγούνταν δυο παιδιά με αναμμένες τις λαμπάδες. Πίσω τους ακολουθούσαν τα όργανα που έπαιζαν ασταμάτητα διάφορους σκοπούς, νησιώτικους και μικρασιάτικους, πίσω οι νιόπαντροι και πιο πίσω όλοι οι καλεσμένοι. Τελικός προορισμός το σπίτι του γαμπρού, όπου θα στηνόταν, τις περισσότερες φορές, το νέο σπιτικό του ζευγαριού.
Εκεί στην πόρτα του σπιτιού περίμενε το ζευγάρι η μάνα του γαμπρού κρατώντας κρυστάλλινο βάζο με γλυκό κυδώνι, μπελντέ για να τους τρατάρει με μια γεμάτη κουταλιά για να είναι η ζωή τους πολύ γλυκιά! Κατόπιν έδινε στη νύφη μια χρυσή λίρα και αυτή σταύρωνε τρεις φορές την πόρτα και την έβαζε στο δεξί της παπούτσι! Με το πόδι αυτό θα έπρεπε να πρωτομπεί στο νέο σπιτικό πατώντας πάνω σε χρυσάφι. Στη συνέχεια της έδινε ένα ρόδι που μ’ αυτό σταύρωνε την πόρτα του σπιτιού και αμέσως με δύναμη το πετούσε κάτω να σκάσει, για να γεμίσει ο χώρος με τα σπόρια του που συμβολίζουν την ευτυχία και τη γονιμότητα. Έπειτα αγκάλιαζε το ζευγάρι μ’ ένα μεταξωτό μαντήλι, τη μπόλια, φερμένο από την Μπαρμπαριά και τους έβαζε μέσα στο σπίτι.

«Γάμος Ανάργυρου Κασνέστη – Πολυξένης Φοίβα», στα όργανα: Γ. Φασιλής λαούτο – Π. Φασιλής βιολί, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.
Το ζευγάρι καθόταν στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού, απ’ όπου περνούσαν όλοι οι καλεσμένοι να τους ευχηθούν, να πάρουν το γλυκό τους, συνήθως δίπλες και αχλαδάκια, να πάρουν και τη μπουμπουνιέρα τους και να επιστρέψουν στα σπίτια τους να ετοιμαστούν για το γαμήλιο γλέντι που θα ακολουθούσε στο σπίτι του γαμπρού.

«Γάμος Γιάννη και Ρίτας Κυρίτση», Ερμιόνη 20-9-1964, στα όργανα: Γ. Φασιλής λαούτο – Π. Φασιλής βιολί, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.
Το γαμήλιο συμπόσιο
Στο σπίτι του γαμπρού τα τραπέζια στρώνονταν στην αράδα, ενώ σιγά-σιγά έρχονταν οι καλεσμένοι και έπαιρναν τις θέσεις τους. Σε κεντρική θέση στρωμένο με ολόλευκα κεντητά τραπεζομάντηλα το τραπέζι του ζευγαριού. Στη μέση κάθονταν ο γαμπρός και η νύφη. Δεξιά του γαμπρού, ο κουμπάρος και αριστερά της νύφης τα πεθερικά της.
Η παρουσία του γαμπρού γινόταν δεκτή με χειροκροτήματα ενώ η νύφη, όπως σημειώνει η μητέρα μου, φορούσε το μακρύ νυφικό της, που από τη μέση και κάτω ήταν φουσκωτό ή το επίσημο φόρεμά της από εξαιρετικής ποιότητας ύφασμα, ραμμένο σε καλή μοδίστρα.
Το φαγοπότι αρχινά: Με τις πατροπαράδοτες μακαρονάδες με την μπόλικη μυζήθρα, περιχυμένες με το καυτό αγνό βούτυρο, τα καλοψημένα, σε λαμαρίνες του φούρνου, κρέατα με τις πατάτες, τα τυριά και τις σαλάτες εποχής. Το κρασί, πάντα διαλεχτό, έρρεε άφθονο και το κέφι σιγά-σιγά άναβε. Και κει πάνω στο ξεφάντωμα έφταναν τα όργανα και έπαιρναν τη θέση τους! Ο χορός ξεκινούσε! Πρώτη η νύφη, ύστερα ο κουμπάρος και μετά ο γαμπρός. Στη συνέχεια η πρώτη θέση άλλαζε με βάση το εθιμικό δίκαιο και το άγραφο τυπικό, με προσοχή πάντα μήπως γίνει καμιά παρεξήγηση! Χόρευαν με τη σειρά, όλοι οι καλεσμένοι συγγενείς, φίλοι, γείτονες ενώ η …«χαρτούρα» έπεφτε ασταμάτητα στο μεγάλο πανέρι των οργανοπαιχτών που έπαιζαν καλαματιανά, μπάλους, χασαποσέρβικα και τσάμικα.
«Με τις υγείες σας, με τις υγείες σας, πάντα τέτοια!», ήσαν οι ευχές όλων, όταν οι χορευταράδες και οι χορευταρούδες κάθονταν στο τραπέζι να πιουν δυο γουλιές κρασί, να πάρουν μια ανάσα και να επιστρέψουν δριμύτεροι…
Η επόμενη μέρα
Το επόμενο πρωινό, της Δευτέρας, οι νεόνυμφοι ξυπνούσαν με τραγούδια οι συγγενείς του ζευγαριού. Τότε η πεθερά (μητέρα του γαμπρού) έμπαινε στη νυφική κρεβατοκάμαρα και εξέταζε τα σεντόνια, για να διαπιστώσει την παρθενιά της νύφης! Όταν την πιστοποιούσε ιδίοις όμμασι, έβγαινε έξω κρατώντας το σεντόνι και το επιδείκνυε με καμάρι στους συγγενείς! Πάλι ετοιμάζονταν τραπεζώματα με τραγούδια και χορό.
Αν συνέβαινε βέβαια η νύφη να έχει απολέσει την παρθενιά της, πολύ σπάνιο για εκείνους τους καιρούς, η ντροπή ήταν μεγάλη και το ανδρόγυνο έφτανε μέχρι τον χωρισμό.
Τα πιστρόφια και η «αντίχαρα»
Τη μεθεπόμενη του γάμου, ημέρα Τρίτη, είχαμε τα πιστρόφια ή πισωστρόφια που η νύφη με τον άντρα της επέστεφε στο πατρικό της για να δει τους γονείς της. Εκείνοι τους υποδέχονταν με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό. Έστρωναν πλούσιο τραπέζι και έτρωγαν όλοι μαζί.
Την πρώτη Κυριακή μετά τον γάμο το νιόπαντρο ζευγάρι πήγαινε στην εκκλησία, στην ενορία του γαμπρού που γινόταν πλέον η ενορία τους. Τους συνόδευε η μητέρα του γαμπρού που έβαζε τη νύφη να καθίσει στη θέση της, ενώ αυτή στεκόταν στο πλευρό της. Μετά τον εκκλησιασμό το ανδρόγυνο πήγαινε επισκέψεις στους συγγενείς και τους φίλους που τους είχαν τιμήσει και παραβρεθεί στο γάμο τους. Μέσα σε σαράντα ημέρες έπρεπε να επισκεφθούν τα σπίτια όλων των καλεσμένων, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα (40 ημέρες) το ανδρόγυνο δεν παρευρισκόταν σε άλλο γάμο, δεν επισκεπτόταν λεχώνα και απέφευγε να συναντήσει νιόπαντρους και λεχώνες.
Τέλος, για έναν χρόνο οι νιόπαντροι δεν πήγαιναν σε κηδείες και μνημόσυνα ούτε έβαζαν στο στόμα τους κόλλυβα. Αν ήσαν στην εκκλησία και ακολουθούσε μνημόσυνο έφευγαν προτού ξεκινήσει. Οι προλήψεις και οι διάφορες δεισιδαιμονίες για τους γάμους ήσαν πολλές και ήταν επιβεβλημένο να προσέχουν. Τηρούσαν τις απαγορεύσεις με θρησκευτική ευλάβεια, για να έχουν «το κεφάλι τους ήσυχο» και εξακολουθούν να το κάνουν ακόμη και σήμερα, παρ’ όλο που η παιδεία και ο πολιτισμός έχουν επηρεάσει δραστικά τη ζωή μας.
Γάμος στο σπίτι και ακροτελεύτιες παρατηρήσεις
Η εκκλησία «κατ’ οικονομίαν» επιτρέπει να γίνονται γάμοι και στο σπίτι σε περιπτώσεις όπως:
- Μακροχρόνια εμπόλεμη κατάσταση (έτσι και οι δικοί μου γονείς παντρεύτηκαν στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στο σπίτι του πατέρα μου).
- Σοβαρές περιπτώσεις πένθους
- Δεύτερος γάμος για τον άνδρα ή τη γυναίκα
- Ηλικία ζευγαριού και ίσως κάποιες άλλες αιτίες.
Τη δεκαετία του 60 ήμουν κουμπάρος σε έναν τέτοιο γάμο! Είχα στεφανώσει τον θείο μου Ανδρέα με τη θεία Ντίνα, στο σπίτι της νύφης και όχι στην εκκλησία, καθώς η οικογένεια πενθούσε και το ζευγάρι βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία. Παραβρέθηκα σε δεκάδες γάμους, σχεδόν σε όλους, που έγιναν στον Ταξιάρχη την 5/ετία 1950 – 1955. Τον γάμο που θυμάμαι μέχρι σήμερα ήταν των αδελφών Χατζησωκράτη, του Σωκράτη και του Σοφοκλή, με την Αργυρούλα και τη Ρήνα. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη και πλήθος κόσμου που δεν χωρούσε να μπει μέσα, παρέμενε στο προαύλιο της εκκλησίας και στην πλατεία.[4]
Όπως σημείωσα στον πρόλογο του βιβλίου οι περιγραφές στηρίζονται στις σημειώσεις της μητέρας μου, αλλά και στα προσωπικά μου βιώματα. Έτσι γίνεται αντιληπτό πως καλύπτουν τις πέντε πρώτες 10/ετίες του 20ου αιώνα. Για τα παλαιότερα χρόνια οι πληροφορίες είναι λιγοστές ή έχουν εντελώς χαθεί. Παραμένουν, όμως, κάποιες φωτογραφίες γάμων της Ερμιόνης, από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε πληροφοριακό υλικό για τις ενδυμασίες του γαμπρού και της νύφης.
Η μητέρα μου σημειώνει: «Οι παλαιότερες νύφες φορούσαν τις πιέτες που ήσαν ωραία κεντητά τρίγωνα μεταξωτά κομμάτια, στόφινα» δηλαδή, εκλεκτά, χοντρά υφάσματα, με ανάγλυφα σχέδια, κεντημένα από νήματα μεταξιού, χρυσού ή αργύρου. Τις πιέτες τις φορούσαν μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο «και τις στερέωναν με χρυσές ή μαλαματένιες καρφίτσες που είχαν διάφορα σχέδια, όπως άγκυρες, σταυρούς κ.α.».
Είχαν τρεις πιέτες: την πρώτη του γάμου, τη δεύτερη, την τρίτη κ.λπ.[5] Επίσης οι παλαιές Ερμιονίτισσες νύφες αντί για τα νυφικά γοβάκια φορούσαν ειδικά μποτάκια που κούμπωναν με λεπτά κουμπάκια ψηλά στον αστράγαλο μέχρι το τελείωμά τους.
Θα κλείσω την περιγραφή του γάμου με τα λόγια της μητέρας μου που σημειώνει συμπονετικά:
«Δεν πρόφθανε καλά-καλά να φύγει από το σπίτι της το κορίτσι και άρχιζε το μαρτύριό της. Οι γονείς της δεν της έριχναν ποτέ δίκιο, όταν πήγαινε να τους παραπονεθεί για ό,τι της έκανε ο άντρας της και τα πεθερικά της. Την έδιωχναν με λόγια άπρεπα και της έλεγαν πάντα να επιστέψει στον άντρα της. Αυτός πολλές φορές την ξυλοκοπούσε την κακομοίρα, γιατί αυτός όριζε το σπίτι και η γυναίκα του ήταν δούλα του».

«Λάμπης Παυλίδης – Μαρία Χόντα και Γιώργος Παυλίδης – Σοφία Σπετσιώτου», Ερμιόνη 18-2-1968, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.
Τα τραγούδια του γάμου
Όπως είναι γνωστό μία από τις κατηγορίες των Δημοτικών μας τραγουδιών είναι και τα τραγούδια του γάμου ή τα νυφιάτικα, που έχουν περίπου το ίδιο περιεχόμενο με τα τραγούδια της αγάπης (ερωτικά). Είναι από τα παλαιότερα τραγούδια και έχουν την καταγωγή τους στους υμεναίους (τα τραγουδούσαν οι φίλες της νύφης καθώς τη συνόδευαν από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού) και στα επιθαλάμια (τα τραγουδούσαν μπροστά στον νυφικό θάλαμο την ημέρα του γάμου) γνωστά στην αρχαία Ελλάδα.
«Εισχωρούν, μάλιστα εις πάντα τα καθέκαστα των γαμήλιων εορτών εις πάσας τας γαμηλίους συνηθείας …επεξηγούσα την συμβολικήν των εννοιών προσδίδουσα εις αυτήν πάθος και μεγαλείον».
Παρουσιάζουμε αρχικά ένα τραγούδι που λεγόταν στους αρραβώνες, αν και το περιεχόμενό του ακουγόταν κάπως παράξενα.
Η κρυφοαρραβωνιασμένη
Κάτω-μάνα- κάτω στο περιβόλι μας
και στις πορτοκαλιές μας
εκεί καθόμουνα κι έραβα.
Κένταγα μαντήλι μα τον ουρανό
όσο μακρυά κι αν βρίσκεσαι
δε σε λησμονώ.
Εκεί περνούν τρεις αετοί,
τρεις όμορφοι λεβέντες.
Μα τον ήλιο
το μπόι σου αξίζει ένα βασίλειο.
Ο ένας μήλο μούδωσε,
ο άλλος πορτοκάλι.
Δε σε λησμονώ,
όσο μακρυά κι αν βρίσκεσαι
δε σε ξεχνώ.
Ο τρίτος ο μικρότερος
μου ’δωσε δαχτυλίδι.
Δε σε λησμονώ,
όσο μακριά κι αν βρίσκεσαι
δε σε ξεχνώ.
Το πορτοκάλι το έφαγα,
το μήλο το φυλάσσω.
Μα τον ήλιο
το μπόι του αξίζει ένα βασίλειο.
Το δαχτυλίδι το φορώ,
γιατί είναι αρραβώνας.
Δε σε ξεχνώ
μα το ξένο κουμπάκι
που έχεις στο λαιμό!
Τα τραγούδια του γάμου διακρίνονται σε υποκατηγορίες, ανάλογα με το περιεχόμενο τους, που αντιστοιχεί σε διάφορες στιγμές της τελετής.
Παρουσιάζω στη συνέχεια ορισμένα ερμιονίτικα τραγούδια του γάμου από την προσωπική μου συλλογή.
Το γιασεμί είν’ γιασεμί
Το γιούλι είναι γιούλι∗
και η νέα που σου δώσαμε
μοιάζει σαν το ζουμπούλι.∗
Γαμπρέ μου σε παρακαλώ
μια χάρη να μας κάνεις
τη νέα που σου δώσαμε
να μην μας τη μαράνεις.
∗(Γιούλι: μενεξές)
∗(Ζουμπούλι: υάκινθος)
Τραγούδι από τη Μαρίνα Παν. Φασιλή.
Συμβουλές για παντρειά
Ξένε σαν θες να παντρευτείς
γυναίκα για να πάρεις
έλα ρώτα με και μένα
να σου πω ποια είναι για σένα.
Ψηλή γυναίκα μην πάρεις,
δεντρί ξεριζωμένο.
Το δεντρί ξεριζωμένο
πάντα θα ΄ναι μαραμένο.
Κοντή γυναίκα μην πάρεις,
βουτσί του ταβερνιάρη.
Το βουτσί του ταβερνιάρη
καθιστό θα κουμαντάρει.
Άσπρη γυναίκα μην πάρεις,
σακί αλευρωμένο.
Πάντα θα ‘ναι σκονισμένο
το σακί αλευρωμένο.
Μαύρη γυναίκα μην πάρεις
σουπιά τηγανισμένη.
Η σουπιά τηγανισμένη
πάντα θα’ ναι μαυρισμένη.
Μελαχρινή και νόστιμη,
να ’χει και μαύρα μάτια.
Σαν παλιώσει σαν γεράσει
πάντα μαύρα μάτια θα ’χει.
Τραγούδι από τη Ματίνα Σ. Μπουκουβάλα.
Τα παρακάτω ερμιονίτικα τραγούδια του γάμου περιέχονται στο βιβλίο «Μουσικοχορευτική Παράδοση της Ερμιόνης» της Βιβής Σκούρτη.
Ένα τραγούδι θα σας πω
στης πέρδικας το νύχι
χαρά στα μάτια του γαμπρού
που διάλεξαν τη νύφη.
Ένα τραγούδι θα σας πω
απάνω στο κεράσι.
Τ’ αντρόγυνο που γίνεται
να ζήσει να γεράσει!
Γαμπρέ πως τα κατάφερες
και μπήκες στο μπαξέ μας
και διάλεξες και έκοψες
τ’ ωραίο μενεξέ μας.
Τη νύφη μας την είχαμε
σε κόλλα διπλωμένη
και τώρα σας τη δίνουμε
άξια και τιμημένη.
Η νύφη είναι όμορφη,
επίσης κι ο γαμπρός μας,
Αν πεις για τον κουμπάρο μας
είναι ο λεβεντονιός μας.
Ένα τραγούδι θα σας πω
απάνω στην πεντάρα.
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός
κι η όμορφη κουμπάρα.
Ένα τραγούδι θα σας πω
απάνω στο πεπόνι.
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός
κι οι συμπεθέροι όλοι.
Ωραία είναι η νύφη μας
ωραία τα προικιά της.
Ωραία κι η παρέα της
που κάνει τη χαρά της.
∗
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε καλέ σήμερα,
όλοι είναι μαζεμένοι σαν τι χαρά θα γένει.
Παντρεύεται ο Αυγερινός καλέ σήμερα,
την Πούλια κάνει ταίρι και τ’ άστρα συμπεθέροι.
Νύφη πόσο τ’ αγόρασες, καλέ σήμερα,
αυτό το παλληκάρι να τ’ αγοράσουν κι άλλοι.
Χίλια φλουριά τ’ αγόρασα, καλέ σήμερα,
και πεντακόσια γρόσια για την καλή του γλώσσα.
Νύφη μου καλορίζικη και πώς σου παν’ οι λίρες
να σου χαρίζει ο Θεός τον νέον που επήρες.
Το άνθος που επότιζες μάνα μου στην αυλή σου
σήμερα σου το παίρνουνε και δώσ’ του την ευχή σου.
∗
Αγάπα τη μανούλα σου, νυφούλα,
και τα πεθερικά σου!
Για να σε βοηθήσουνε, νυφούλα
να φτιάξεις τη φωλιά σου!
Νυφούλα τα στολίδια σου
και τα διαμαντικά σου, νυφούλα!
∗
Της λυγερής το φόρεμα
της νύφης το φουστάνι
δέκα κορίτσι το ‘ραβαν
και δέκα το κεντούσαν!
Και μια κοπέλα δροσερή νυφούλα
και μια κοπέλα δροσερή
ράβει και τραγουδάει.
Όσα πλουμούδια νύφη μου, νυφούλα,
όσα πλουμούδια νύφη μου έχει το φόρεμά σου,
πολλά να’ ναι τα χρόνια σου
πολλά και τα καλά σου.
∗
Νύφη μου τα μαλλάκια σου
στις πλάτες σου ριγμένα,
άγγελοι τα χτενίζανε
με διαμαντένια χτένια.
Νύφη μου καλορίζικη
και πως σου πάνε οι λίρες,
να σου χαρίζει ο θεός
τον άντρα που επήρες.
∗
Γαμπρέ μου εσένα πρέπει σου
μεταξωτό ζωνάρι,
να ζώνεσαι στη μέση σου
γιατί είσαι παλικάρι.
∗
Ας είναι η ώρα η καλή κι η ώρα ευλογημένη,
που την ευλόγησ’ ο παπάς με το δεξί το χέρι.
Επίσης κατέγραψα και τα παρακάτω δίστιχα:
Σήμερα λάμπει ο ουρανός/σήμερα λάμπει η μέρα,
σήμερα στεφανώνεται/ο αητός την περιστέρα.
∗
Ένα τραγούδι θα σας πω/με όλο μου το θάρρος,
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός/κουμπάρα και κουμπάρος!
Ένα τραγούδι θα σας πω/απάνω στο ρεβύθι,
χαρά στα μάτια του γαμπρού/που διάλεξε τη νύφη!
Ένα τραγούδι θα σας πω/απάνω στο κυδώνι,
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός/κι οι συμπεθέροι όλοι!
Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζουν τα τραγούδια και τα δίστιχα που υπάρχουν στο βιβλίο του δασκάλου μας Μιχαήλ Παπαβασιλείου «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης».
Η Κωνσταντινιά
Δεν είν’ αυγή να σηκωθώ
να μην αναστενάξω.
Κωνσταντινιά, Κωνσταντινιά
μοσχάτη κιτρολεμονιά!
Μου λένε για να γιατρευτώ,
εσένα να φιλήσω.
Κωνσταντινιά, Κωνσταντινιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά!
Χωρίς εσένα εγώ δε ζω,
έλα να παντρευτούμε!
Κωνσταντινιά, Κωνσταντινιά
παντρέψου τώρα που ’σαι νια!
Κωνσταντινιά δε ντρέπεσαι,
να λες πως δεν παντρεύεσαι.
- Στο στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού:
Να είναι καλορίζικο το νυφοκρέβατό σου
και ευτυχία και χαρά να χει το σπιτικό σου.
- Την ώρα που ζύμωναν:
Των οματιών σου το νερό θα πάρω να ζυμώσω
και με τη λάβρα της καρδιάς το φούρνο θα πυρώσω.
- Η απάντηση της νύφης γλυκιά και συγκινητική:
Ζυμώσατέ μου το ψωμί όμορφες κοπελούδες
με μαγουλάκια κόκκινα και ολόχρυσες πλεξούδες.
- Στο ξύρισμα και το ξέπλυμα του γαμπρού:
Γαμπρέ μας καλορίζικο χαρά στο ριζικό σου,
το περιστέρι του χωριού το έκανες δικό σου.
- Όταν ο γαμπρός έμπαινε σε νέο σπίτι:
Του γαμπρού μας πρέπουνε τραγούδια να του πούμε,
στο καινούργιο σπίτι του μπήκαμε να χαρούμε.
- Όταν τελείωνε το στόλισμα της νύφης, για να πάει στην εκκλησιά και κανείς να μην βρεθεί στον δρόμο της να τη ματιάσει:
Νύφη μας καλορίζικη που λάμπεις σαν τη χάντρα,
να σου χαρίσει ο θεός αυτόν που παίρνεις άντρα.
Τα επόμενα τραγούδια ξεκινούσαν οι καλλίφωνοι της παρέας και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι, όταν τα όργανα σταματούσαν για να ξεκουραστούν οι οργανοπαίκτες.
Κανελλόριζα
Σ’ ένα μικρό στενό κοντά στην Μπουσουλόντα,
κόρην α…κόρην αγαπώ.
Κόρην αγαπώ ξανθή και μαυρομάτα,
δώδεκα δώδεκα χρονών.
Δώδεκα χρονών που ο ήλιος δεν την είδε,
μόνο η Μα… μόνο η Μάννα της,
μόνο η Μάννα της Κανέλλα τη φωνάζει,
Κανέλλο …Κανελλόριζα!
Πού είν’ οι όρκοι
Πού είν’ οι όρκοι, πού είν’ η πίστη, πού είν’ τα όσα εσύ μ’ ορκιστείς,
πού είν’ τα στέφανα του γάμου, πού είν’ τα ρόδα κι οι μυρτιές.
Κόρη μου αν ποθείς να ζήσω, δως μου τα λουλούδια πίσω,
δως μου πίσω τα λουλούδια, δως μου πίσω τα φιλιά.
Τα λουλούδια μαραμένα, τα φιλιά φαρμακωμένα,
και οι όρκοι σου ψευδείς, να τι μου’ μεινε αν ποθείς.
Τραγουδούσαν βέβαια και άλλα τραγούδια του γάμου, γνωστά κυρίως στην Πελοπόννησο, αλλάζοντας τα υπάρχοντα ονόματα και έτσι τα έκαναν …ερμιονίτικα! Μερικά απ’ αυτά ήσαν και τα παρακάτω:
Μ’ αγαπάς Γαρυφαλλιά μου
Μ’ αγαπάς γαρυφαλλιά μου, μ’ αγαπάς, με γελάς,
τον καιρό σου να περνάς.
Σ’ αγαπώ γαρυφαλλιά μου, σ’ αγαπώ, δε σε γελώ
σαν τα μάτια μου τα δυο.
Πες μου ποιος γαρυφαλλιά μου, πες μου ποιος σε μάλωσε,
που ’ρθες και μ’ αντάμωσες.
Μη σε μα γαρυφαλλιά μου, μη σε μάλωσε κανείς
γαρυφαλλιά μου να το πεις.
Με μαλώ γαρυφαλλιά μου, με μαλώνει η μάνα μου,
πες το μαντζουράνα μου.
Με μαλώ γαρυφαλλιά μου, με μαλώνει ο αδελφός μου,
άστο μάτια μου και φως μου.
Με μαλώ γαρυφαλλιά μου, με μαλώνει η πεθερά μου,
για ‘ναι λίγα τα προικιά μου.
Με μαλώ γαρυφαλλιά μου, με μαλώνει ο πεθερός μου,
για ‘ναι λίγος ο βιός μου.
Με μαλώ γαρυφαλλιά μου, με μαλώνει η νύφη,
να φύγω απ’ το σπίτι μου.
Τώρα τα πουλιά
Τώρα τα πουλιά τώρα τα χελιδόνια
τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε:
-Ξύπν’ αφέντη μου, ξύπνα γλυκέ μου αφέντη!
-Άσ’ με λυγερή λίγον ύπνο να πάρω,
γιατί ο αφέντης μου στη βάρδια μ’ είχε απόψε,
και στον πόλεμο πάντα μπροστά με βάνει
για να σκοτωθώ, για σκλάβο να με πάρουν.
Έκαμε ο Θεός κι’ η Δέσποινα η Παρθένα
και ξεσπάθωσα με Τούρκους μ’ Αρβανίτες.
Χίλιους έκοψα, χίλιους και δυο χιλιάδες
ένας μου έμεινε και εκείνος λαβωμένος,
κάστρο εγύρευε χωριό να πάη να μείνη.
Βρίσκει ένα δεντρί, το λέγαν κυπαρίσσι
-Δέξε με δεντρί, δέξε με κυπαρίσσι.
-Να τους κλώνους μου και κρέμασ’ τ’ άρματά σου,
να τις ρίζες μου και δέσε τ’ άλογό σου,
να τον ήσκιο μου και πέσε να πλαγιάσης,
κι’ αύριο το καλό πρωί το νοίκι να πλερώσης.
-Άκουσε ουρανέ και γης μην τ’ απομείνεις,
ως και το δεντρί νοίκι να μου γυρεύη,
δυο σταμνιά νερό κι ένα καλάθι χώμα,
ως και τις ριζούλες του νερό να τις ποτίσω.
- Όταν χορεύει η νύφη:
Σήμερις λάμπει ο ουρανός, σήμερις λάμπει η μέρα,
σήμερα στεφανώνεται αητός με περιστέρα.
Ο ήλιος είναι ο γαμπρός και το φεγγάρι η νύφη,
και τ’ αστεράκια τ’ ουρανού είναι οι συμπεθέροι.
-Νύφη, σήκω το χέρι σου και κάνε το σταυρό σου,
και περικάλει το Θεό να ζήσει ο σύντροφός σου!
- Όταν χορεύει ο γαμπρός:
-Γαμπρέ μου, σε παρακαλώ, μια χάρη να μας κάνεις,
το ρόδο που σου δώσαμε, να μη μας το μαράνεις!
- Όταν χορεύει ο κουμπάρος:
-Κουμπάρε καλορίζικε, πο’ βαλες το στεφάνι,
να σ’ αξιώσει ο Θεός να βάνεις και το λάδι!
(δηλ. Να βαφτίσει και το πρώτο παιδί, σύμφωνα με το έθιμο)
- Όταν χορεύει ο προξενητής:
Ποιός ήταν ο προξενητής, που μάσαγε κανέλλα,
και ταίριαξε τα δυο μαζί, αητό και περιστέρα.
Ασφαλώς, όμως σε παλαιότερες εποχές πολλά ήσαν και τα αρβανίτικα τραγούδια, που έλεγαν στους γάμους.
Κάποια τέτοια δίστιχα μου έχει πει ο Αντώνης Εμμ. Τσούκας, στενός φίλος του πατέρα μου. Θα προσπαθήσω να τ’ αποδώσω γραπτά.
(Κείμενο-ερμηνεία)
Μος μα κε-βνι
(Μην μου τον πάτε)
Βράπε-βράπε
(πιλάλα-πιλάλα)
Ψε εγα μπουρι
(γιατί τον άντρα μου έχω)
με λιάπε
(με τα λιάπικα)
⁕
Καντ-ν πούλα
(τραγουδάει η κότα)
Κ-ντ-ν γκέλι
(τραγουδάει ο κόκορας)
Κορ-μ βγεν
(όταν έρχεται)
Μπουρί λεβέντι
(ο άνδρας ο λεβέντης)
⁕
Μ-μαρτον μ’μα
(με πάντρεψε η μάνα μου)
Εδέ μηδέ στε πί
(και μου ‘δωσε ένα σπίτι)
πον μπαν μπορ
(μήπως βαστάει μπόρες)
Που μπαν σι
(μήπως βαστάει βροχή)
Τα δύο παραπάνω τραγούδια τα χόρευαν την Τετάρτη, τη μέρα που ετοίμαζαν το προζύμι για τις πίτες του γάμου. Οι συγγενείς, χορεύοντάς τα, έριχναν χρήματα για τους μελλόνυμφους.
Υποσημειώσεις
[1] Τα έντυπα προσκλητήρια μπήκαν στην κοινωνία της Ερμιόνης πιθανότατα στις αρχές της 10/ετίας του 1950.
[2] Κατέγραψα την πατινάδα, όπως την έπαιξε στο βιολί του ο λαϊκός οργανοπαίχτης της Ερμιόνης αείμνηστος Παναγιώτης Φασιλής τη δεκαετία του 60. Βρίσκεται στο βιβλίο «Ερμιονίτικοι Σκοποί» της Χορευτικής Ομάδας Ερμιόνης (επιμέλεια Κωστή Σκούρτη), με πολύ ενδιαφέροντα σχόλια και εξαιρετική ενορχήστρωση.
[3] Δυστυχώς, εδώ και πολλά χρόνια τις περισσότερες φορές ορισμένες από τις ευχές διαβάζονται «μυστικώς» ή παραλείπονται για να εξοικονομηθεί χρόνος! Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, όταν αυτές διαβάζονται «μεγαλοφώνως» πολλοί από τους καλεσμένους θορυβούν και δημιουργείται ακαταστασία και αναστάτωση κατά την τέλεση του μυστηρίου. Είναι ένα θέμα που η εκκλησία μας πρέπει να το εξετάσει και να δώσει λύση.
[4] Είθισται δύο αδέλφια να παντρεύονται μαζί την ίδια ημέρα, διαφορετικά πρέπει ο δεύτερος γάμος να γίνει μετά την αλλαγή του χρόνου.
[5] Για τις πιέτες εξαιρετικά είναι τα άρθρα της κυρίας Μαρίκας Κανέλλη – Τουτουντζή και της κυρίας Κατερίνας Παπαμιχαήλ – Ρήγα στο περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα».
Βιβλιογραφία
- «Ερμιονίτικοι σκοποί», Επιμέλεια: Κωστής Σκούρτης, Έκδοση Χ.Ο.ΕΡ.
- Κανέλλη – Τουτουντζή Μαρίκα: «Η ερμιονίτικη παραδοσιακή φορεσιά και η πιέτα της», Περιοδικό «Στην ΕΡΜΙΟΝΗ άλλοτε και τώρα», τευχ. 2, Ιούνιος 2009.
- Μιράσγεζη Μαρία: «Νεολληνική Λογοτεχνία Τ.Α.’», Αθήνα 1978.
- Παπαβασιλείου Αγγ. Μιχαήλ: «Θρύλοι και παραδόσεις της Ερμιόνης», Αθήνα 1988.
- Παπαμιχαήλ – Ρήγα Κατερίνα: «Η Ερμιονίτικη ενδυμασία», Περιοδικό «Στην ΕΡΜΙΟΝΗ άλλοτε και τώρα», τευχ. 22, Μάρτιος 2018.
- Πασχαλίδης Ζαχαρίας: «Ευχολόγιον», Θεσσαλονίκη 1986.
- Περιβαλλοντική Ομάδα Γυμνασίου Κορίνθου: «Παλιά Δημοτικά τραγούδια Αργολιδοκορινθίας», Κόρινθος 2001.
- Σκούρτη Βιβή: «Η Μουσικοχορευτική παράδοση της Ερμιόνης», Εκδόσεις Αρτέον, Αθήνα 2018.
- Χαλιορής Γ. Νικόλαος: «Υδραίικα Λαογραφικά», Πειραιάς 1931.
Γιάννης Μ. Σπετσιώτης, «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως», Αθήνα 2023.