Quantcast
Channel: Ερμιόνη – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 77 articles
Browse latest View live

Περί Γάμου – Λαογραφικά της Ερμιόνης

$
0
0

Περί Γάμου – Λαογραφικά της Ερμιόνης | Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

«Ο Θεός ο άχραντος…

Ο εν Κανά της Γαλιλαίας τον γάμον ευλογήσας,

 ίνα φανερώσης ότι σον θέλημά εστιν

η έννομος συζυγία και η εξ αυτής παιδοποιία»

Ευχή γάμου

 

Από το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως» του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη, δημοσιεύουμε το «Περί Γάμου» στην Ερμιόνη. Για τη συγγραφή, σημειώνει ο κ. Σπετσιώτης, στηρίχθηκα στα προσωπικά βιώματα και τις σημειώσεις της μητέρας μου, δασκάλας Αικατερίνης Βρεττού-Σπετσιώτου.

Σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη ο γάμος ανήκει στα επτά μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο γάμος είναι προαιρετικό μυστήριο και τελείται μέχρι τρεις φορές σύμφωνα με την επιγραμματική ρήση: η Εκκλησία «τον πρώτο (γάμο) ευλογεί, τον δεύτερο επιτρέπει, τον τρίτο ανέχεται».

Η ακολουθία του  μυστηρίου περιλαμβάνει εξαιρετικής έμπνευσης κείμενα με τα οποία ζητείται η θεϊκή παρέμβαση και βοήθεια για τους νεόνυμφους για μια νέα οικογενειακή αρχή και χριστιανική ζωή.

Βέβαια, στις ημέρες μας, η ακολουθία του  μυστηρίου με τους καταπληκτικούς συμβολισμούς μόνο σε επαρχιακές πόλεις και χωριά μπορείς να την παρακολουθήσεις «ολόκληρη». Η «πίεση του χρόνου» στις πόλεις αναγκάζει τους ιερείς να τις «ξεπετούν» στα γρήγορα παραλείποντας σπουδαίες ευχές προς «μεγάλη» ευχαρίστηση των περισσοτέρων… Σημάδια των καιρών…

 Όμως το σπουδαίο αυτό γεγονός της ζωής του ανθρώπου άγγιξε την ψυχή του λαού και γι’ αυτό έστησε γύρω του μια σειρά από ήθη και έθιμα, όπως κάνει για καθετί που τον επηρεάζει και τον συγκινεί…

Τέλος, όπως η Εκκλησία εξετάζει τα πράγματα στο βάθος των αιώνων, κατά τον ίδιο τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών και η Λαογραφία επιχειρεί να μας δώσει την εικόνα των γεγονότων σε παλαιότερους χρόνους.

 

Περί Γάμου

Περασμένα… αλλά όχι ξεχασμένα

 

Από τις αρχές του περασμένου αιώνα όταν το αγόρι ή το κορίτσι ερχόταν σε ηλικία γάμου, που άρχιζε από τα 16 χρόνια και ακόμη νωρίτερα, όπως γράφει στις σημειώσεις της η μητέρα μου, οι γονείς, κυρίως ο πατέρας, θεωρούσαν υποχρέωσή τους να διαλέξουν τη νύφη ή τον γαμπρό για το παιδί τους. Το δικαίωμα επιλογής ήταν πολύ περιορισμένο για τους γιους ενώ για τις θυγατέρες σχεδόν ανύπαρκτο. Για να φέρεις τα …πάνω – κάτω έπρεπε να είχες πολύ «τσαγανό». Πολλές φορές, όπως γινόταν και στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, έβαζαν τους προξενητάδες, άτομα με ιδιαίτερο χάρισμα, γυναίκες και άντρες που μεσολαβούσαν για να γίνει το «συγγέσιο», το συνοικέσιο όπως λεγόταν στην Ερμιόνη, και οι οικογένειες να «τα βρουν». Μάλιστα τον προξενητή και την προξενήτρα τούς φόρτωναν με δώρα και «υποσχέσεις» πριν αλλά και μετά το επιτυχημένο προξενιό που θα είχε κατάληξη τον αρραβώνα.

 

«Φανή Γιαννάκου Θεοδώρου», Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Η ανακοίνωση του μεγάλου γεγονότος στην οικογένεια γινόταν κατά κανόνα από τον πατέρα την ώρα του γεύματος ή του δείπνου με κάθε επισημότητα. Στο άκουσμα της χαρμόσυνης είδησης το κορίτσι έσκυβε συνεσταλμένα το κεφάλι και αμέσως μετά με μια νέα κίνηση – πάλι του κεφαλιού – ψιθύριζε συγκαταβατικά: «Ναι, πατέρα όπως εσύ ορίζεις». Το ίδιο έκαναν αντίστοιχα και οι γονείς του αγοριού. Είναι προφανές, βέβαια, πως είχε προηγηθεί η συνεννόηση – συμφωνία των συμπεθέρων, κυρίως σε ότι αφορούσε την προίκα της νύφης!

 

Ο αρραβώνας στο σπίτι

 

Λίγες μέρες αργότερα, πάντα Σαββατόβραδο, γινόταν ο αρραβώνας στο σπίτι της νύφης, σύμφωνα με το έθιμο. Από τις δύο οικογένειες καλούσαν τους πολύ στενούς συγγενείς, αδέλφια, πρώτα ξαδέλφια και άλλαζαν τις βέρες.

Πάνω σ’ ένα τραπέζι με πεντακάθαρο κεντητό τραπεζομάντηλο έστρωναν μια πετσέτα, «μπόλια» την έλεγαν, με κουφέτα και στο κέντρο τοποθετούσαν τις βέρες, αγορασμένες από τον γαμπρό. Το νέο ζευγάρι καθόταν αμήχανο σε διπλανές καρέκλες περιμένοντας τη στιγμή που θα τους περνούσαν τις βέρες. Αν δεν παρευρισκόταν ιερέας, τις βέρες έβαζε ο πατέρας του γαμπρού, αφού πρώτα τις σταύρωνε στο εικόνισμα.

Στη συνέχεια όλοι οι καλεσμένοι, με σειρά προτεραιότητας, χαιρετούσαν τους αρραβωνιασμένους και τους κρεμούσαν για δώρα χρυσαφικά. Πρώτος ο πατέρας και η μητέρα του γαμπρού και κατόπιν όλοι οι συγγενείς τους. Μετά ο πατέρας και η μητέρα της νύφης και ύστερα οι δικοί τους συγγενείς. Δεν έλειπε βέβαια και ένας «σιωπηλός» ανταγωνισμός για το ποιο θα είναι το ωραιότερο και το ακριβότερο δώρο! Ακολουθούσε φαγοπότι και γλέντι.

Την επόμενη μέρα όλη η Ερμιόνη συζητούσε «με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα» και ακολουθούσαν πολλά παραλειπόμενα (κουτσομπολιά) ακόμα και ανέκδοτα ανάλογα με την περίπτωση.

Μετά τον αρραβώνα ο γαμπρός πήγαινε καθημερινά και εντελώς τυπικά στο σπίτι της νύφης. Τις Κυριακές το ζευγάρι με τη νύφη στολισμένη με όλα τα χρυσαφικά έβγαινε  βόλτα στο Μπίστι, πάντα συνοδεία κάποιου από το σόι του κοριτσιού.

Δύο γεγονότα ξεχώριζαν κατά τη διάρκεια του αρραβώνα: Η σύνταξη του προικοσύμφωνου με γραμμένα αναλυτικά όλα τα προικιά που θα έδιναν στη νύφη καθώς και η διάρκεια του αρραβώνα, που συνήθως δεν κρατούσε πολύ. Ο γάμος έπρεπε να οριστεί το συντομότερο δυνατόν, καθώς ο γαμπρός δεν επιτρεπόταν να μπαινοβγαίνει για μεγάλο διάστημα στο σπίτι της νύφης.

Να σημειώσουμε πως για να παντρευτεί ο νέος θα έπρεπε να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και κυρίως να έχει παντρέψει τις αδελφές του είτε ήσαν μεγαλύτερες είτε μικρότερες απ’ αυτόν.

 

Οι προετοιμασίες του γάμου

 

Την επομένη των αρραβώνων άρχιζαν οι προετοιμασίες για τον γάμο στο σπίτι της νύφης. Ο δάσκαλός μας Μιχαήλ Άγγ. Παπαβασιλείου στο γνωστό βιβλίο του «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης» (σελίδες 87- 89) περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την προίκα της νύφης και το στήσιμο του «γιούκου», ενώ η μητέρα μου στις σημειώσεις της συμπληρώνει:

 

«Όλα τα προικιά της νύφης, ρουχισμός, έπιπλα και κουζινικά (όλα χάλκινα γι’ αυτό και τα έλεγαν χαλκώματα) τα συγκέντρωναν σ’ ένα δωμάτιο παραμονές του γάμου στο σπίτι της νύφης, αν το ζευγάρι έμενε εκεί και έφτιαχναν το γιούκο. Αν όχι, τότε λίγες μέρες νωρίτερα από τη στέψη, τα μετέφεραν στο σπίτι που θα έμενε το ζευγάρι».

 

Η τελετή μεταφοράς της προίκας ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Μαζεύονταν στο σπίτι της νύφης όλοι οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες, ακόμη και παιδιά στους οποίους «μοιράζονταν» τα προικιά. Με τη συνοδεία τραγουδιών και κάποιες φορές και οργάνων (βιολιών), τα μετέφεραν στο σπίτι που θα έμεναν οι νεόνυμφοι και έφτιαχναν εκεί τον «γιούκο». Ήταν τόσα πολλά τα προικιά που ο γιούκος πολλές φορές έφτανε μέχρι το ταβάνι! Τον γιούκο τον έραιναν με ρύζι και κουφέτα, τους παρευρισκόμενους τούς κέρναγαν γλυκά ενώ πάλι με τραγούδια και βιολιά επέστρεφαν στο σπίτι της νύφης, όπου με ιδιαίτερο κέφι έστηναν το γλέντι.

 

«Τα προικιά», Κ. Οικονόμου, Β. Γιδόπουλος, Ι. Αγγελής, 19 -12-1966. Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Τρεις μέρες πριν από τον γάμο, συνήθως ημέρα Πέμπτη, γινόταν το στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού από τις φίλες της νύφης συνοδεία σχετικών τραγουδιών. Στη συνέχεια περνούσαν οι καλεσμένοι, συγγενείς και φίλοι και το έραιναν με ροδοπέταλα, ρύζι, κουφέτα και χρήματα για να είναι οι μέρες του ζευγαριού γεμάτες από χαρά, πλούτη και ευτυχία! Στο τέλος έριχναν ένα μικρό αγόρι, που είχε και τους δύο γονείς «εν ζωή», επάνω στο κρεβάτι, για να είναι τυχερό και το πρώτο παιδί που θα γεννηθεί να είναι αρσενικό. Ύστερα πρόσφεραν σε όλους γλυκά κυρίως κουραμπιέδες, καλτσούνια, αχλαδάκια με το γαρυφαλλάκι στην κορφή και δίπλες, τις έλεγαν και αυγοκαλάμαρα, επειδή έχουν το σχήμα του καλαμαριού, με μπόλικο μέλι.

Την Παρασκευή, προπαραμονή του γάμου, οι φίλες της νύφης αλλά και άλλες γυναίκες που γνώριζαν το έθιμο μαζευόντουσαν στο πατρικό της σπίτι και ζύμωναν μοσχομυρωδάτες πίτες τραγουδώντας νυφιάτικα χαρούμενα τραγούδια.

 

«Τα προικιά, 1960», Καλομοίρα Κοντοπουλου, Θεοδότη Μαρουλά, Ρίτα Κομμά -Πάτσιου, Αργυρώ Χατζησωκράτη, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Την παραμονή του γάμου η νύφη με τις φίλες της χάλαγαν τον γιούκο και με πολλή χαρά τοποθετούσαν τα προικιά στη θέση τους στο σπίτι των νεόνυμφων. Την ημέρα εκείνη ο γαμπρός δεν έπρεπε να δει τη νύφη, ενώ της έστελνε με τους φίλους τα δώρα του «αραδιασμένα» σε ασημένιο δίσκο.

 

Η ημέρα του γάμου

 

Οι γάμοι γίνονταν, σχεδόν πάντα, Κυριακή ή την ημέρα μεγάλων εορτών που ήταν αργία. Ξεκινούσαν από του Ευαγγελισμού μέχρι το τέλος του Φθινοπώρου. Τότε τα Σάββατα γάμοι συνήθως δεν γίνονταν. Επίσης γάμοι δεν τελούνταν τις ημέρες των Σαρακοστών (Χριστουγέννων, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο), τον μήνα Μάιο, γιατί έλεγαν ότι «τότε παντρεύονται τα γαϊδούρια» αλλά και τις δίσεκτες χρονιές, αφού θεωρούσαν ότι τότε οι γάμοι δεν θα στέριωναν. Στο μυστήριο παρευρίσκονταν μόνο όσοι είχαν προφορική πρόσκληση.[1]

Τη μεγάλη ημέρα στο σπίτι της νύφης αλλά και του γαμπρού οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Τελετή ξεχωριστή ήταν το ξύρισμα του γαμπρού που γινόταν παρουσία των συγγενών, οι οποίοι, μετά το ξέπλυμα του γαμπρού, έριχναν στη λεκάνη με το νερό χρήματα τραγουδώντας. Τα χρήματα αυτά, μαζί εκείνα που του έδινε ο γαμπρός, ήταν η αμοιβή του κουρέα.

Ο στολισμός της νύφης στο σπίτι της ήταν ιδιαίτερος. Εκεί μαζεύονταν όλες οι νέες του τόπου, καθώς άπαντες συμμετείχαν στη χαρά και έντυναν τη νύφη τραγουδώντας. Ανάμεσα στις νέες κοπέλες βρισκόταν κι ένα μικρό αγόρι που είχε «εν ζωή» και τους δυο γονείς και φορούσε στη νύφη τις κάλτσες και τα παπούτσια. Στη σόλα του παπουτσιού οι νέες είχαν γράψει τα ονόματά τους, για να τις «τραβήξει» η νύφη και να παντρευτούν το συντομότερο.

Το νυφικό φόρεμα, λευκό και μακρύ, το είχε ράψει η καλύτερη μοδίστρα της Ερμιόνης! Την ώρα που τραβούσε την πρώτη ψαλιδιά στο ύφασμα, το έραινε με ρύζι και κουφέτα λέγοντας την ευχή «η ώρα η καλή και καλά στέφανα!». Στη συνέχεια οι γονείς μαζί με τη μοδίστρα, που έβαζε τις τελευταίες …πινελιές, βοηθούσαν τη νύφη να φορέσει το νυφικό φόρεμα και το νυφικό πέπλο. Εκείνη κοιταζόταν προσεκτικά στον καθρέφτη και αν συμφωνούσε με την εικόνα της, της κρεμούσαν μια θαλασσιά χάντρα, την «έφτυναν» και συγχρόνως τη σταύρωναν, μάτι κακό μην την πιάνει.

Όλες αυτές οι τελετουργίες συνοδεύονταν από ιδιαίτερα τραγούδια, τα οποία αναφέρουμε σε ξεχωριστό κεφάλαιο.

 

«Κική Φλεβαράκη», Ερμιόνη 28-2-1965, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Η ώρα της στέψης στην εκκλησία

 

Πάντοτε οι γάμοι γίνονταν στην ενορία της νύφης. Αλλά και ο κουμπάρος του ζευγαριού που θα άλλαζε τις βέρες και τα στέφανα ήταν συνήθως ο νουνός του γαμπρού, αν βρισκόταν στη ζωή. Διαφορετικά κουμπάρος ήταν ένα από τα παιδιά του, μικρό ή μεγάλο, εφόσον είχε οικογένεια.

Η εκκίνηση γινόταν από το σπίτι του κουμπάρου όπου είχαν καταφθάσει τα όργανα, η ερμιονίτικη ζυγιά με βιολί και λαούτο. Στενοί συγγενείς και αδελφικοί του φίλοι συνόδευαν τον γαμπρό κάτω από τους ήχους της καθιερωμένης «πατινάδας του κουμπάρου» παιγμένη από τα όργανα.[2]

Προπορευόταν ένα μεγάλο αγόρι κρατώντας τον ασημένιο δίσκο με τα κουφέτα και τα στέφανα, ακολουθούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι με τις λευκές λαμπάδες του γάμου στολισμένες με κατάλευκες κορδέλες και τέλος ο κουμπάρος με τη μικρή του κουστωδία.

 

«Πριν το μυστήριο», Αργυρούλα Βλάσση, Μαρία Καρδάση, Πετρούλα Καραγιάννη, στις λαμπάδες ο Δημήτρης Βλάσσης, στον δίσκο ο Δημήτρης Κωστελένος, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Έτσι σχηματιζόταν το πρώτο μέρος της γαμήλιας πομπής που συνοδεία οργάνων που έπαιζαν ασταμάτητα πήγαιναν να πάρουν τον γαμπρό και τους καλεσμένους του. Εκείνος τους περίμενε στην πόρτα του σπιτιού, χαρούμενος και ανυπόμονος μέσα στο γαμπριάτικο σκουρόχρωμο κουστούμι του με το ανθάκι στο πέτο!

Ο γαμπρός έχοντας αγκαζέ τους γονείς και συνοδευόμενος από τους συγγενείς και τους καλεσμένους ακολουθούσε τη γαμήλια πομπή, που υπό τους ήχους του βιολιού και του λαούτου τραβούσε για το σπίτι της νύφης για να την πάρει, καθώς δεν είχε καθιερωθεί ακόμη το …στήσιμο του γαμπρού μπροστά στα σκαλοπάτια της εκκλησίας…

Παράλληλα στο σπίτι της νύφης κατέφθαναν τα πεθερικά και την σήκωναν από την καρέκλα που καθόταν ακίνητη και αμίλητη με τα χέρια σταυρωμένα. Η νύφη πλησίαζε τους γονείς της, έκανε μετάνοια και φιλούσε με σεβασμό το χέρι τους, ενώ εκείνοι την αγκάλιαζαν, την φιλούσαν στο μέτωπο και της έδιναν, ιδιαίτερα η μητέρα, τις τελευταίες συμβουλές πριν από τη νέα της ζωή. Την ώρα που η νύφη πρόβαλε στην πόρτα του σπιτιού στηριγμένη στο μπράτσο του πατέρα της και συνοδευόμενη από τη μητέρα που έλαμπαν από χαρά, οι συγγενείς και καλεσμένοι ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα συνοδευόμενα με ολόθερμες ευχές. Αν δεν υπήρχε πατέρας, τη νύφη συνόδευε ο μεγαλύτερος αδελφός ή κάποιος θείος και αυτό ήταν μεγάλη τιμή. Εκείνη τη στιγμή ξεκινούσαν να παίζουν «ανταγωνιστικά» και τα όργανα που είχαν καλέσει οι γονείς της νύφης «την πατινάδα της νύφης», καταγεγραμμένη και αυτή…

Σχηματιζόταν τότε μια μεγαλόπρεπη γαμήλια πομπή με τη νύφη να καμαρώνει, γνωστή άλλωστε και η φράση «περπατάει σαν νύφη» και το συγγενολόι της να ακολουθεί εκείνο του γαμπρού, την φέρνανε στην εκκλησία. Όσοι δεν είχαν πάει για διάφορους λόγους στον γάμο, αφού πάντα, είτε από το γαμπρό είτε από τη νύφη ήταν καλεσμένη όλη η Ερμιόνη, έβγαιναν από το σπίτι τους και τούς έραιναν με άνθη, ρύζι και κουφέτα.

 

«Γάμος Αναστ. Προκοπίου», Ερμιόνη 1959, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Πρώτος έφτανε στην εκκλησία ο γαμπρός. Στεκόταν στη δυτική είσοδο του Ταξιάρχη έχοντας δίπλα του τους γονείς και τον κουμπάρο, ενώ οι καλεσμένοι πλημμύριζαν τον ναό και την πλατεία. Εκεί, στην είσοδο του ναού, ο γαμπρός μ’ ένα φιλί παραλάμβανε τη νύφη από τους δικούς της και έμπαιναν στην εκκλησία. Λίγο νωρίτερα ο ιερέας και η νεωκόρος είχαν τοποθετήσει τις λαμπάδες ακριβώς πίσω από το τραπέζι που ήταν έτοιμο για την τέλεση του μυστηρίου. Επάνω του ακουμπούσαν τον δίσκο με τα στέφανα και τα κουφέτα, τη φιάλη με το κρασί, «το κολωνάτο» ποτήρι και το ιερό ευαγγέλιο.

Μπροστά από το τραπέζι είχε στρωθεί ένα μικρό βάθρο, επάνω στο οποίο θα στεκόταν το ζευγάρι. Στο μυστήριο πάντα έπαιρναν μέρος και οι δύο εφημέριοι του τόπου με προβάδισμα στον αρχαιότερο ενώ συμμετείχαν και οι δύο ψάλτες του ναού που ως καλεσμένοι κρατούσαν μικρές άσπρες λαμπάδες.

Ο ιερέας θυμιατίζοντας παραλάμβανε το ζευγάρι μετά την είσοδό του στον ναό και το οδηγούσε στο βάθρο, στο κέντρο του ναού, ενώ ο δεξιός ψάλτης έψαλε το κοντάκιο «Κωνσταντίνος σήμερον συν τη μητρί τη Ελένη». Αφού όλοι είχαν πάρει τις θέσεις τους η νεωκόρος του ναού, με τη μητέρα της νύφης να μην την αφήνει από τα μάτια της, έκοβε τα φυτίλια από τις λαμπάδες προτού τις ανάψει και της τα έδινε, όπως «απαιτούσαν οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες», για να μην χρησιμοποιηθούν ως αντικείμενα …μαγείας! Πολλές φορές τις λαμπάδες τις κρατούσαν κατά την ώρα του μυστηρίου τα δυο παιδιά που τις είχαν φέρει στην εκκλησία ή τις στερέωναν σε ειδικές βάσεις. Εμείς, παιδιά έξι – επτά χρόνων τότε, είχαμε πάρει θέση γύρω από το τραπέζι, για να μπορέσουμε να πιάσουμε όσο δυνατόν περισσότερα κουφέτα, την ώρα που οι καλεσμένοι θα τα πετούσαν στους νεόνυμφους.

Ο νεότερος από τους δύο ιερείς, θυμάμαι πολύ καλά τον παπα-Δημήτρη (Μπαρδάκο) και τον παπα-Μιχάλη (Νάκο), ευλογούσε τον αρραβώνα και διαβάζοντας τη σχετική ευχή περνούσε τις βέρες στο δεξί δάχτυλο (παράμεσο) των νεόνυμφων και στη συνέχεια προσέρχεται ο κουμπάρος που «άλλαζε τα δακτυλίδια» σταυρωτά. Ακολουθούσε η στέψη, όπου διαβάζονταν διάφορες σπουδαιότατες ευχές για την ευλογία και το στέριωμα του γάμου. Στη τελευταία ευχή και στο σημείο που λέει «και άρμοσον τον δούλον σου (όνομα) και την δούλην σου (όνομα)» ο ιερεύς συνενώνει το δεξί χέρι των δύο ζητώντας ο ένας να κρατήσει το χέρι του άλλου.[3]

Ο αρχαιότερος ιερέας παίρνει τα στέφανα και στεφανώνει τρεις φορές συμβολικά πρώτα τον γαμπρό και ύστερα τη νύφη και κατόπιν πρώτα τρεις φορές τη νύφη και ύστερα τον γαμπρό. Στο τέλος τα τοποθετεί επάνω στα κεφάλια του ζευγαριού. Αναλαμβάνει τώρα ο κουμπάρος και, όπως έκανε και με τις βέρες, αλλάζει τρεις φορές τα στέφανα.

Αν οι κουμπάροι είναι δύο ο ένας αλλάζει τις βέρες και ο άλλος τα στέφανα. Σε παλαιότερες εποχές τα στέφανα κατασκευάζονταν από κλήμα αμπελιού ή ελιάς σύμβολα καρποφορίας. Την ώρα του Απόστολου και ενώ ο ψάλτης λέει την τελευταία φράση «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα», η νύφη προσπαθούσε με κάθε τρόπο και στα κρυφά να εντοπίσει και να πατήσει το πόδι του γαμπρού πιστεύοντας ότι έτσι θα του «έπαιρνε τον αέρα», κάτι που μερικές φορές είχε άσχημη εξέλιξη…

Ακολουθεί το Ευαγγέλιο που το απαγγέλει ο αρχαιότερος ιερέας. Στο σημείο όπου λέγεται η φράση «Γεμίσατε τας υδρίας ύδατος και εγέμισαν αυτάς έως άνω», ο επίτροπος σήκωνε τη φιάλη με το κρασί και γέμιζε «το κοινόν ποτήριον». Από αυτό το ποτήρι όταν ψάλλεται το τροπάριο «Ποτηρίον σωτηρίου λήψομαι» ο ιερέας δίνει στον γαμπρό και μετά στη νύφη να πιουν τρεις φορές. Κατόπιν έπινε ο κουμπάρος και το ποτήρι περνούσε στους ανύπαντρους νέους και νέες, για να πιουν όλοι από μια …γουλιά.

Αμέσως μετά έρχεται η πιο πανηγυρική στιγμή του γάμου: Η πρώτη λέξη από το τροπάριο «Ησαΐα χόρευε» χαρακτηρίζει όλο το μυστήριο. Ακόμη η φράση «ο χορός του Ησαΐα» έχει περάσει στον λαϊκό λόγο με πολλαπλές ερμηνείες και σημασίες.

Ο ιερέας κρατώντας το Ευαγγέλιο, πιάνοντας το χέρι του γαμπρού και ενώ ο κουμπάρος κρατούσε τα στέφανα από το πίσω μέρος γυρίζουν όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι. Τότε ο ενθουσιασμός των καλεσμένων έφτανε στο κατακόρυφο. Πετούσαν ρύζι, ροδοπέταλα και κουφέτα σημαδεύοντας κυρίως το κεφάλι του γαμπρού αλλά και του κουμπάρου. Κάποια ξέφευγαν και έβρισκαν τον ιερέα που κάποιες φορές για να προφυλάξει το κεφάλι του σήκωνε το Ευαγγέλιο! Πετούσαν όμως και μύγδαλα, καρύδια, κρεμμύδια, κυπαρισσόμηλα, κέρματα και ό,τι μπορείτε να φαντασθείτε. Συχνά, μάλιστα ο ιερέας έκανε αυστηρές συστάσεις και διέκοπτε το μυστήριο.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον γάμο του Παναγή με την Κατίνα Σ. στην Παναγία, όπου έγινε χαλασμός! Τα πράγματα τότε είχαν ξεφύγει εντελώς! Εμείς, παιδιά τότε, την ώρα που έριχναν τα κουφέτα σκύβαμε και μαζεύαμε όσα περισσότερα κουφέτα μπορούσαμε με ιδιαίτερη προτίμηση στα …ροζ που ιδιαίτερα μας εντυπωσίαζαν. Μάλιστα, τα μετρούσαμε για να δούμε ποιος είχε μαζέψει τα περισσότερα.

Όταν τελείωναν οι τρεις γύροι, που ο καθένας είχε το δικό του τροπάριο, όλα επανέρχονταν στην προηγούμενη κατάσταση. Ο ιερέας με το Ευαγγέλιο χώριζε τα πιασμένα χέρια των νεόνυμφων, έπαιρνε τα στέφανα από τα κεφάλια τους, τα έδινε να τα φιλήσουν οι νεόνυμφοι και ο κουμπάρος και τα τοποθετούσε πάλι στον δίσκο για να παραδοθούν στη μητέρα της νύφης. Εκείνη θα τα τοποθετούσε ευλαβικά στη στεφανοθήκη που βρισκόταν στο εικονοστάσι της κρεβατοκάμαρας του σπιτιού των νιόνυμφων. Έτσι διαβάζοντας τις τελευταίες ευχές τελείωνε το μυστήριο.

Τότε οι καλεσμένοι δεν χαιρετούσαν τους νεόνυμφους στην εκκλησία, αλλά στο σπίτι όπου πρόσφεραν τα δώρα τους: χρήματα, χαλκώματα, είδη κουζίνας κ.λπ., ενώ κάποιοι τα είχαν πάει από τις προηγούμενες ημέρες στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης, ανάλογο με το ποιος τους είχε καλέσει.

Καθώς ετοιμάζονταν να ξεκινήσει η πομπή για το σπίτι, ο ιερέας έδινε από μια χούφτα κουφέτα του δίσκου στις πεθερές, για να τα μοιράσουν σε ανύπαντρα κορίτσια.

 

«Γάμος Τάσου Γκολεμά – Μαρίνας Μπουκουβάλα», Κουμπάρες Άννα Σκλαβούνου – Βιβή Σκούρτη, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Εκείνα θα τα έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους, προκειμένου να ονειρευτούν το ίδιο βράδυ το παλληκάρι που θα ερωτεύονταν και θα τις ζητούσε σε γάμο.

Συνηθισμένος και ο διάλογος το επόμενο πρωί:

– Καλέ, είδες τίποτε στο όνειρό σου;

– Πώς! Είδα ένα γάιδαρο!

Ο ιερέας βέβαια έδινε κουφέτα από τον δίσκο και σ’ άλλους, «ενδιαφερόμενους» ή μη…

 

Η επιστροφή στο σπίτι

 

Της γαμήλιας πομπής προηγούνταν δυο παιδιά με αναμμένες τις λαμπάδες. Πίσω τους ακολουθούσαν τα όργανα που έπαιζαν ασταμάτητα διάφορους σκοπούς, νησιώτικους και μικρασιάτικους, πίσω οι νιόπαντροι και πιο πίσω όλοι οι καλεσμένοι. Τελικός προορισμός το σπίτι του γαμπρού, όπου θα στηνόταν, τις περισσότερες φορές, το νέο σπιτικό του ζευγαριού.

Εκεί στην πόρτα του σπιτιού περίμενε το ζευγάρι η μάνα του γαμπρού κρατώντας κρυστάλλινο βάζο με γλυκό κυδώνι, μπελντέ για να τους τρατάρει με μια γεμάτη κουταλιά για να είναι η ζωή τους πολύ γλυκιά! Κατόπιν έδινε στη νύφη μια χρυσή λίρα και αυτή σταύρωνε τρεις φορές την πόρτα και την έβαζε στο δεξί της παπούτσι! Με το πόδι αυτό θα έπρεπε να πρωτομπεί στο νέο σπιτικό πατώντας πάνω σε χρυσάφι. Στη συνέχεια της έδινε ένα ρόδι που μ’ αυτό σταύρωνε την πόρτα του σπιτιού και αμέσως με δύναμη το πετούσε κάτω να σκάσει, για να γεμίσει ο χώρος με τα σπόρια του που συμβολίζουν την ευτυχία και τη γονιμότητα. Έπειτα αγκάλιαζε το ζευγάρι μ’ ένα μεταξωτό μαντήλι, τη μπόλια, φερμένο από την Μπαρμπαριά και τους έβαζε μέσα στο σπίτι.

 

«Γάμος Ανάργυρου Κασνέστη – Πολυξένης Φοίβα», στα όργανα: Γ. Φασιλής λαούτο – Π. Φασιλής βιολί, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Το ζευγάρι καθόταν στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού, απ’ όπου περνούσαν όλοι οι καλεσμένοι να τους ευχηθούν, να πάρουν το γλυκό τους, συνήθως δίπλες και αχλαδάκια, να πάρουν και τη μπουμπουνιέρα τους και να επιστρέψουν στα σπίτια τους να ετοιμαστούν για το γαμήλιο γλέντι που θα ακολουθούσε στο σπίτι του γαμπρού.

 

«Γάμος Γιάννη και Ρίτας Κυρίτση», Ερμιόνη 20-9-1964, στα όργανα: Γ. Φασιλής λαούτο – Π. Φασιλής βιολί, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Το γαμήλιο συμπόσιο

 

Στο σπίτι του γαμπρού τα τραπέζια στρώνονταν στην αράδα, ενώ σιγά-σιγά έρχονταν οι καλεσμένοι και έπαιρναν τις θέσεις τους. Σε κεντρική θέση στρωμένο με ολόλευκα κεντητά τραπεζομάντηλα το τραπέζι του ζευγαριού. Στη μέση κάθονταν ο γαμπρός και η νύφη. Δεξιά του γαμπρού, ο κουμπάρος και αριστερά της νύφης τα πεθερικά της.

Η παρουσία του γαμπρού γινόταν δεκτή με χειροκροτήματα ενώ η νύφη, όπως σημειώνει η μητέρα μου, φορούσε το μακρύ νυφικό της, που από τη μέση και κάτω ήταν φουσκωτό ή το επίσημο φόρεμά της από εξαιρετικής ποιότητας ύφασμα, ραμμένο σε καλή μοδίστρα.

Το φαγοπότι αρχινά: Με τις πατροπαράδοτες μακαρονάδες με την μπόλικη μυζήθρα, περιχυμένες με το καυτό αγνό βούτυρο, τα καλοψημένα, σε λαμαρίνες του φούρνου, κρέατα με τις πατάτες, τα τυριά και τις σαλάτες εποχής. Το κρασί, πάντα διαλεχτό, έρρεε άφθονο και το κέφι σιγά-σιγά άναβε. Και κει πάνω στο ξεφάντωμα έφταναν τα όργανα και έπαιρναν τη θέση τους! Ο χορός ξεκινούσε! Πρώτη η νύφη, ύστερα ο κουμπάρος και μετά ο γαμπρός. Στη συνέχεια η πρώτη θέση άλλαζε με βάση το εθιμικό δίκαιο και το άγραφο τυπικό, με προσοχή πάντα μήπως γίνει καμιά παρεξήγηση!  Χόρευαν με τη σειρά, όλοι οι καλεσμένοι συγγενείς, φίλοι, γείτονες ενώ η …«χαρτούρα» έπεφτε ασταμάτητα στο μεγάλο πανέρι των οργανοπαιχτών που έπαιζαν καλαματιανά, μπάλους, χασαποσέρβικα και τσάμικα.

«Με τις υγείες σας, με τις υγείες σας, πάντα τέτοια!», ήσαν οι ευχές όλων, όταν οι χορευταράδες και οι χορευταρούδες κάθονταν στο τραπέζι να πιουν δυο γουλιές κρασί, να πάρουν μια ανάσα και να επιστρέψουν δριμύτεροι…

 

Η επόμενη μέρα

 

Το επόμενο πρωινό, της Δευτέρας, οι νεόνυμφοι ξυπνούσαν με τραγούδια οι συγγενείς του ζευγαριού. Τότε η πεθερά (μητέρα του γαμπρού) έμπαινε στη νυφική κρεβατοκάμαρα και εξέταζε τα σεντόνια, για να διαπιστώσει την παρθενιά της νύφης! Όταν την πιστοποιούσε ιδίοις όμμασι, έβγαινε έξω κρατώντας το σεντόνι και το επιδείκνυε με καμάρι στους συγγενείς! Πάλι ετοιμάζονταν τραπεζώματα με τραγούδια και χορό.

Αν συνέβαινε βέβαια η νύφη να έχει απολέσει την παρθενιά της, πολύ σπάνιο για εκείνους τους καιρούς, η ντροπή ήταν μεγάλη και το ανδρόγυνο έφτανε μέχρι τον χωρισμό.

 

«Γιάννης και Μαρία Πάλλη», Ερμιόνη 20-4-1969, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Τα πιστρόφια και η «αντίχαρα»

 

Τη μεθεπόμενη του γάμου, ημέρα Τρίτη, είχαμε τα πιστρόφια ή πισωστρόφια που η νύφη με τον άντρα της επέστεφε στο πατρικό της για να δει τους γονείς της. Εκείνοι τους υποδέχονταν με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό. Έστρωναν πλούσιο τραπέζι και έτρωγαν όλοι μαζί.

Την πρώτη Κυριακή μετά τον γάμο το νιόπαντρο ζευγάρι πήγαινε στην εκκλησία, στην ενορία του γαμπρού που γινόταν πλέον η ενορία τους. Τους συνόδευε η μητέρα του γαμπρού που έβαζε τη νύφη να καθίσει στη θέση της, ενώ αυτή στεκόταν στο πλευρό της. Μετά τον εκκλησιασμό το ανδρόγυνο πήγαινε επισκέψεις στους συγγενείς και τους φίλους που τους είχαν τιμήσει και παραβρεθεί στο γάμο τους. Μέσα σε σαράντα ημέρες έπρεπε να επισκεφθούν τα σπίτια όλων των καλεσμένων, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα (40 ημέρες) το ανδρόγυνο δεν παρευρισκόταν σε άλλο γάμο, δεν επισκεπτόταν λεχώνα και απέφευγε να συναντήσει νιόπαντρους και λεχώνες.

Τέλος, για έναν χρόνο οι νιόπαντροι δεν πήγαιναν σε κηδείες και μνημόσυνα ούτε έβαζαν στο στόμα τους κόλλυβα. Αν ήσαν στην εκκλησία και ακολουθούσε μνημόσυνο έφευγαν προτού ξεκινήσει. Οι προλήψεις και οι διάφορες δεισιδαιμονίες για τους γάμους ήσαν πολλές και ήταν επιβεβλημένο να προσέχουν. Τηρούσαν τις απαγορεύσεις με θρησκευτική ευλάβεια, για να έχουν «το κεφάλι τους ήσυχο» και εξακολουθούν να το κάνουν ακόμη και σήμερα, παρ’ όλο που η παιδεία και ο πολιτισμός έχουν επηρεάσει δραστικά τη ζωή μας.

 

Γάμος στο σπίτι και ακροτελεύτιες παρατηρήσεις

 

Η εκκλησία «κατ’ οικονομίαν» επιτρέπει να γίνονται γάμοι και στο σπίτι σε περιπτώσεις όπως:

  1. Μακροχρόνια εμπόλεμη κατάσταση (έτσι και οι δικοί μου γονείς παντρεύτηκαν στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στο σπίτι του πατέρα μου).
  2. Σοβαρές περιπτώσεις πένθους
  3. Δεύτερος γάμος για τον άνδρα ή τη γυναίκα
  4. Ηλικία ζευγαριού και ίσως κάποιες άλλες αιτίες.

Τη δεκαετία του 60 ήμουν κουμπάρος σε έναν τέτοιο γάμο! Είχα στεφανώσει τον θείο μου Ανδρέα με τη θεία Ντίνα, στο σπίτι της νύφης και όχι στην εκκλησία, καθώς η οικογένεια πενθούσε και το ζευγάρι βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία. Παραβρέθηκα σε δεκάδες γάμους, σχεδόν σε όλους, που έγιναν στον Ταξιάρχη την 5/ετία 1950 – 1955. Τον γάμο που θυμάμαι μέχρι σήμερα ήταν των αδελφών Χατζησωκράτη, του Σωκράτη και του Σοφοκλή, με την Αργυρούλα και τη Ρήνα. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη και πλήθος κόσμου που δεν χωρούσε να μπει μέσα, παρέμενε στο προαύλιο της εκκλησίας και στην πλατεία.[4]

Όπως σημείωσα στον πρόλογο του βιβλίου οι περιγραφές στηρίζονται στις σημειώσεις της μητέρας μου, αλλά και στα προσωπικά μου βιώματα. Έτσι γίνεται αντιληπτό πως καλύπτουν τις πέντε πρώτες 10/ετίες του 20ου αιώνα. Για τα παλαιότερα χρόνια οι πληροφορίες είναι λιγοστές ή έχουν εντελώς χαθεί. Παραμένουν, όμως, κάποιες φωτογραφίες γάμων της Ερμιόνης, από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε πληροφοριακό υλικό για τις ενδυμασίες του γαμπρού και της νύφης.

Η μητέρα μου σημειώνει: «Οι παλαιότερες νύφες φορούσαν τις πιέτες που ήσαν ωραία κεντητά τρίγωνα μεταξωτά κομμάτια, στόφινα» δηλαδή, εκλεκτά, χοντρά υφάσματα, με ανάγλυφα σχέδια, κεντημένα από νήματα μεταξιού, χρυσού ή αργύρου. Τις πιέτες τις φορούσαν μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο «και τις στερέωναν με χρυσές ή μαλαματένιες καρφίτσες που είχαν διάφορα σχέδια, όπως άγκυρες, σταυρούς κ.α.».

Είχαν τρεις πιέτες: την πρώτη του γάμου, τη δεύτερη, την τρίτη κ.λπ.[5] Επίσης οι παλαιές Ερμιονίτισσες νύφες αντί για τα νυφικά γοβάκια φορούσαν ειδικά μποτάκια που κούμπωναν με λεπτά κουμπάκια ψηλά στον αστράγαλο μέχρι το τελείωμά τους.

Θα κλείσω την περιγραφή του γάμου με τα λόγια της μητέρας μου που σημειώνει συμπονετικά:

«Δεν πρόφθανε καλά-καλά να φύγει από το σπίτι της το κορίτσι και άρχιζε το μαρτύριό της. Οι γονείς της δεν της έριχναν ποτέ δίκιο, όταν πήγαινε να τους παραπονεθεί για ό,τι της έκανε ο άντρας της και τα πεθερικά της. Την έδιωχναν με λόγια άπρεπα και της έλεγαν πάντα να επιστέψει στον άντρα της. Αυτός πολλές φορές την ξυλοκοπούσε την κακομοίρα, γιατί αυτός όριζε το σπίτι και η γυναίκα του ήταν δούλα του».

 

«Λάμπης Παυλίδης – Μαρία Χόντα και Γιώργος Παυλίδης – Σοφία Σπετσιώτου», Ερμιόνη 18-2-1968, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Τα τραγούδια του γάμου

 

Όπως είναι γνωστό μία από τις κατηγορίες των Δημοτικών μας τραγουδιών είναι και τα τραγούδια του γάμου ή τα νυφιάτικα, που έχουν περίπου το ίδιο περιεχόμενο με τα τραγούδια της αγάπης (ερωτικά). Είναι από τα παλαιότερα τραγούδια και έχουν την καταγωγή τους στους υμεναίους (τα τραγουδούσαν οι φίλες της νύφης καθώς τη συνόδευαν από το σπίτι της στο σπίτι του γαμπρού) και στα επιθαλάμια (τα τραγουδούσαν μπροστά στον νυφικό θάλαμο την ημέρα του γάμου) γνωστά στην αρχαία Ελλάδα.

«Εισχωρούν, μάλιστα εις πάντα τα καθέκαστα των γαμήλιων εορτών εις πάσας τας γαμηλίους συνηθείας …επεξηγούσα την συμβολικήν των εννοιών προσδίδουσα εις αυτήν πάθος και μεγαλείον».

Παρουσιάζουμε αρχικά ένα τραγούδι που λεγόταν στους αρραβώνες, αν και το περιεχόμενό του ακουγόταν κάπως παράξενα.

 

Η κρυφοαρραβωνιασμένη

Κάτω-μάνα- κάτω στο περιβόλι μας

και στις πορτοκαλιές μας

εκεί καθόμουνα κι έραβα.

Κένταγα μαντήλι μα τον ουρανό

όσο μακρυά κι αν βρίσκεσαι

δε σε λησμονώ.

 

Εκεί περνούν τρεις αετοί,

τρεις όμορφοι λεβέντες.

Μα τον ήλιο

το μπόι σου αξίζει ένα βασίλειο.

Ο ένας μήλο μούδωσε,

ο άλλος πορτοκάλι.

Δε σε λησμονώ,

όσο μακρυά κι αν βρίσκεσαι

δε σε ξεχνώ.

 

Ο τρίτος ο μικρότερος

μου ’δωσε δαχτυλίδι.

Δε σε λησμονώ,

όσο μακριά κι αν βρίσκεσαι

δε σε ξεχνώ.

 

Το πορτοκάλι το έφαγα,

το μήλο το φυλάσσω.

Μα τον ήλιο

το μπόι του αξίζει ένα βασίλειο.

 

Το δαχτυλίδι το φορώ,

γιατί είναι αρραβώνας.

Δε σε ξεχνώ

μα το ξένο κουμπάκι

που έχεις στο λαιμό!

 

Τα τραγούδια του γάμου διακρίνονται σε υποκατηγορίες, ανάλογα με το περιεχόμενο τους, που αντιστοιχεί σε διάφορες στιγμές της τελετής.

Παρουσιάζω στη συνέχεια ορισμένα ερμιονίτικα τραγούδια του γάμου από την προσωπική μου συλλογή.

 

Το γιασεμί είν’ γιασεμί

Το γιούλι είναι γιούλι∗

και η νέα που σου δώσαμε

μοιάζει σαν το ζουμπούλι.∗

 

Γαμπρέ μου σε παρακαλώ

μια χάρη να μας κάνεις

τη νέα που σου δώσαμε

να μην μας τη μαράνεις.

∗(Γιούλι: μενεξές)

∗(Ζουμπούλι: υάκινθος)

Τραγούδι από τη Μαρίνα Παν. Φασιλή.

 

Συμβουλές για παντρειά

 

Ξένε σαν θες να παντρευτείς

γυναίκα για να πάρεις

έλα ρώτα με και μένα

να σου πω ποια είναι για σένα.

 

Ψηλή γυναίκα μην πάρεις,

δεντρί ξεριζωμένο.

Το δεντρί ξεριζωμένο

πάντα θα ΄ναι μαραμένο.

 

Κοντή γυναίκα μην πάρεις,

βουτσί του ταβερνιάρη.

Το βουτσί του ταβερνιάρη

καθιστό θα κουμαντάρει.

 

Άσπρη γυναίκα μην πάρεις,

σακί αλευρωμένο.

Πάντα θα ‘ναι σκονισμένο

το σακί αλευρωμένο.

 

Μαύρη γυναίκα μην πάρεις

σουπιά τηγανισμένη.

Η σουπιά τηγανισμένη

πάντα θα’ ναι μαυρισμένη.

 

Μελαχρινή και νόστιμη,

να ’χει και μαύρα μάτια.

Σαν παλιώσει σαν γεράσει

πάντα μαύρα μάτια θα ’χει.

Τραγούδι από τη Ματίνα Σ. Μπουκουβάλα.

 

Τα παρακάτω ερμιονίτικα τραγούδια του γάμου περιέχονται στο βιβλίο «Μουσικοχορευτική Παράδοση της Ερμιόνης» της Βιβής Σκούρτη.

 

Ένα τραγούδι θα σας πω

στης πέρδικας το νύχι

χαρά στα μάτια του γαμπρού

που διάλεξαν τη νύφη.

 

Ένα τραγούδι θα σας πω

απάνω στο κεράσι.

Τ’ αντρόγυνο που γίνεται

να ζήσει να γεράσει!

 

Γαμπρέ πως τα κατάφερες

και μπήκες στο μπαξέ μας

και διάλεξες και έκοψες

τ’ ωραίο μενεξέ μας.

 

Τη νύφη μας την είχαμε

σε κόλλα διπλωμένη

και τώρα σας τη δίνουμε

άξια και τιμημένη.

 

Η νύφη είναι όμορφη,

επίσης κι ο γαμπρός μας,

Αν πεις για τον κουμπάρο μας

είναι ο λεβεντονιός μας.

 

Ένα τραγούδι θα σας πω

απάνω στην πεντάρα.

Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός

κι η όμορφη κουμπάρα.

 

Ένα τραγούδι θα σας πω

απάνω στο πεπόνι.

Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός

κι οι συμπεθέροι όλοι.

 

Ωραία είναι η νύφη μας

ωραία τα προικιά της.

Ωραία κι η παρέα της

που κάνει τη χαρά της.

Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε καλέ σήμερα,

όλοι είναι μαζεμένοι σαν τι χαρά θα γένει.

Παντρεύεται ο Αυγερινός καλέ σήμερα,

την Πούλια κάνει ταίρι και τ’ άστρα συμπεθέροι.

Νύφη πόσο τ’ αγόρασες, καλέ σήμερα,

αυτό το παλληκάρι να τ’ αγοράσουν κι άλλοι.

Χίλια φλουριά τ’ αγόρασα, καλέ σήμερα,

και πεντακόσια γρόσια για την καλή του γλώσσα.

Νύφη μου καλορίζικη και πώς σου παν’ οι λίρες

να σου χαρίζει ο Θεός τον νέον που επήρες.

Το άνθος που επότιζες μάνα μου στην αυλή σου

σήμερα σου το παίρνουνε και δώσ’ του την ευχή σου.

Αγάπα τη μανούλα σου, νυφούλα,

και τα πεθερικά σου!

Για να σε βοηθήσουνε, νυφούλα

να φτιάξεις τη φωλιά σου!

Νυφούλα τα στολίδια σου

και τα διαμαντικά σου, νυφούλα!

Της λυγερής το φόρεμα

της νύφης το φουστάνι

δέκα κορίτσι το ‘ραβαν

και δέκα το κεντούσαν!

 

Και μια κοπέλα δροσερή νυφούλα

και μια κοπέλα δροσερή

ράβει και τραγουδάει.

 

Όσα πλουμούδια νύφη μου, νυφούλα,

όσα πλουμούδια νύφη μου έχει το φόρεμά σου,

πολλά να’ ναι τα χρόνια σου

πολλά και τα καλά σου.

Νύφη μου τα μαλλάκια σου

στις πλάτες σου ριγμένα,

άγγελοι τα χτενίζανε

με διαμαντένια χτένια.

 

Νύφη μου καλορίζικη

και πως σου πάνε οι λίρες,

να σου χαρίζει ο θεός

τον άντρα που επήρες.

Γαμπρέ μου εσένα πρέπει σου

μεταξωτό ζωνάρι,

να ζώνεσαι στη μέση σου

γιατί είσαι παλικάρι.

Ας είναι η ώρα η καλή κι η ώρα ευλογημένη,

που την ευλόγησ’ ο παπάς με το δεξί το χέρι.

 

Επίσης κατέγραψα και τα παρακάτω δίστιχα:

 

Σήμερα λάμπει ο ουρανός/σήμερα λάμπει η μέρα,

σήμερα στεφανώνεται/ο αητός την περιστέρα.

Ένα τραγούδι θα σας πω/με όλο μου το θάρρος,

να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός/κουμπάρα και κουμπάρος!

Ένα τραγούδι θα σας πω/απάνω στο ρεβύθι,

χαρά στα μάτια του γαμπρού/που διάλεξε τη νύφη!

Ένα τραγούδι θα σας πω/απάνω στο κυδώνι,

να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός/κι οι συμπεθέροι όλοι!

 

Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζουν τα τραγούδια και τα δίστιχα που υπάρχουν στο βιβλίο του δασκάλου μας Μιχαήλ Παπαβασιλείου «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης».

Η Κωνσταντινιά

 

Δεν είν’ αυγή να σηκωθώ

να μην αναστενάξω.

Κωνσταντινιά, Κωνσταντινιά

μοσχάτη κιτρολεμονιά!

 

Μου λένε για να γιατρευτώ,

εσένα να φιλήσω.

Κωνσταντινιά, Κωνσταντινιά

ψηλή μου δεντρολιβανιά!

Χωρίς εσένα εγώ δε ζω,

έλα να παντρευτούμε!

Κωνσταντινιά, Κωνσταντινιά

παντρέψου τώρα που ’σαι νια!

Κωνσταντινιά δε ντρέπεσαι,

να λες πως δεν παντρεύεσαι.

 

  • Στο στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού:

Να είναι καλορίζικο το νυφοκρέβατό σου

και ευτυχία και χαρά να χει το σπιτικό σου.

  • Την ώρα που ζύμωναν:

Των οματιών σου το νερό θα πάρω να ζυμώσω

και με τη λάβρα της καρδιάς το φούρνο θα πυρώσω.

  • Η απάντηση της νύφης γλυκιά και συγκινητική:

Ζυμώσατέ μου το ψωμί όμορφες κοπελούδες

με μαγουλάκια κόκκινα και ολόχρυσες πλεξούδες.

  • Στο ξύρισμα και το ξέπλυμα του γαμπρού:

Γαμπρέ μας καλορίζικο χαρά στο ριζικό σου,

το περιστέρι του χωριού το έκανες δικό σου.

  • Όταν ο γαμπρός έμπαινε σε νέο σπίτι:

Του γαμπρού μας πρέπουνε τραγούδια να του πούμε,

στο καινούργιο σπίτι του μπήκαμε να χαρούμε.

  • Όταν τελείωνε το στόλισμα της νύφης, για να πάει στην εκκλησιά και κανείς να μην βρεθεί στον δρόμο της να τη ματιάσει:

Νύφη μας καλορίζικη που λάμπεις σαν τη χάντρα,

να σου χαρίσει ο θεός αυτόν που παίρνεις άντρα.

 

Τα επόμενα τραγούδια ξεκινούσαν οι καλλίφωνοι της παρέας και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι, όταν τα όργανα σταματούσαν για να ξεκουραστούν οι οργανοπαίκτες.

 

Κανελλόριζα

 

Σ’ ένα μικρό στενό κοντά στην Μπουσουλόντα,

κόρην α…κόρην αγαπώ.

Κόρην αγαπώ ξανθή και μαυρομάτα,

δώδεκα δώδεκα χρονών.

Δώδεκα χρονών που ο ήλιος δεν την είδε,

μόνο η Μα… μόνο η Μάννα της,

μόνο η Μάννα της Κανέλλα τη φωνάζει,

Κανέλλο …Κανελλόριζα!

 

Πού είν’ οι όρκοι

 

Πού είν’ οι όρκοι, πού είν’ η πίστη, πού είν’ τα όσα εσύ μ’ ορκιστείς,

πού είν’ τα στέφανα του γάμου, πού είν’ τα ρόδα κι οι μυρτιές.

Κόρη μου αν ποθείς να ζήσω, δως μου τα λουλούδια πίσω,

δως μου πίσω τα λουλούδια, δως μου πίσω τα φιλιά.

Τα λουλούδια μαραμένα, τα φιλιά φαρμακωμένα,

και οι όρκοι σου ψευδείς, να τι μου’ μεινε αν ποθείς.

 

Τραγουδούσαν βέβαια και άλλα τραγούδια του γάμου, γνωστά κυρίως στην Πελοπόννησο, αλλάζοντας τα υπάρχοντα ονόματα και έτσι τα έκαναν …ερμιονίτικα! Μερικά απ’ αυτά ήσαν και τα παρακάτω:

 

Μ’ αγαπάς Γαρυφαλλιά μου

 

Μ’ αγαπάς γαρυφαλλιά μου, μ’ αγαπάς, με γελάς,

τον καιρό σου να περνάς.

Σ’ αγαπώ γαρυφαλλιά μου, σ’ αγαπώ, δε σε γελώ

σαν τα μάτια μου τα δυο.

Πες μου ποιος γαρυφαλλιά μου, πες μου ποιος σε μάλωσε,

που ’ρθες και μ’ αντάμωσες.

Μη σε μα γαρυφαλλιά μου, μη σε μάλωσε κανείς

γαρυφαλλιά μου να το πεις.

Με μαλώ γαρυφαλλιά μου, με μαλώνει η μάνα μου,

πες το μαντζουράνα μου.

Με μαλώ γαρυφαλλιά μου, με μαλώνει ο αδελφός μου,

άστο μάτια μου και φως μου.

Με μαλώ γαρυφαλλιά μου, με μαλώνει η πεθερά μου,

για ‘ναι λίγα τα προικιά μου.

Με μαλώ γαρυφαλλιά μου, με μαλώνει ο πεθερός μου,

για ‘ναι λίγος ο βιός μου.

Με μαλώ γαρυφαλλιά μου, με μαλώνει η νύφη,

να φύγω απ’ το σπίτι μου.

 

Τώρα τα πουλιά

 

Τώρα τα πουλιά τώρα τα χελιδόνια

τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε:

-Ξύπν’ αφέντη μου, ξύπνα γλυκέ μου αφέντη!

-Άσ’ με λυγερή λίγον ύπνο να πάρω,

γιατί ο αφέντης μου στη βάρδια μ’ είχε απόψε,

και στον πόλεμο πάντα μπροστά με βάνει

για να σκοτωθώ, για σκλάβο να με πάρουν.

Έκαμε ο Θεός κι’ η Δέσποινα η Παρθένα

και ξεσπάθωσα με Τούρκους μ’ Αρβανίτες.

Χίλιους έκοψα, χίλιους και δυο χιλιάδες

ένας μου έμεινε και εκείνος λαβωμένος,

κάστρο εγύρευε χωριό να πάη να μείνη.

Βρίσκει ένα δεντρί, το λέγαν κυπαρίσσι

-Δέξε με δεντρί, δέξε με κυπαρίσσι.

-Να τους κλώνους μου και κρέμασ’ τ’ άρματά σου,

να τις ρίζες μου και δέσε τ’ άλογό σου,

να τον ήσκιο μου και πέσε να πλαγιάσης,

κι’ αύριο το καλό πρωί το νοίκι να πλερώσης.

-Άκουσε ουρανέ και γης μην τ’ απομείνεις,

ως και το δεντρί νοίκι να μου γυρεύη,

δυο σταμνιά νερό κι ένα καλάθι χώμα,

ως και τις ριζούλες του νερό να τις ποτίσω.

  • Όταν χορεύει η νύφη:

Σήμερις λάμπει ο ουρανός, σήμερις λάμπει η μέρα,

σήμερα στεφανώνεται αητός με περιστέρα.

Ο ήλιος είναι ο γαμπρός και το φεγγάρι η νύφη,

και τ’ αστεράκια τ’ ουρανού είναι οι συμπεθέροι.

-Νύφη, σήκω το χέρι σου και κάνε το σταυρό σου,

και περικάλει το Θεό να ζήσει ο σύντροφός σου!

  • Όταν χορεύει ο γαμπρός:

-Γαμπρέ μου, σε παρακαλώ, μια χάρη να μας κάνεις,

το ρόδο που σου δώσαμε, να μη μας το μαράνεις!

  • Όταν χορεύει ο κουμπάρος:

-Κουμπάρε καλορίζικε, πο’ βαλες το στεφάνι,

να σ’ αξιώσει ο Θεός να βάνεις και το λάδι!

(δηλ. Να βαφτίσει και το πρώτο παιδί, σύμφωνα με το έθιμο)

  • Όταν χορεύει ο προξενητής:

Ποιός ήταν ο προξενητής, που μάσαγε κανέλλα,

και ταίριαξε τα δυο μαζί, αητό και περιστέρα.

Ασφαλώς, όμως σε παλαιότερες εποχές πολλά ήσαν και τα αρβανίτικα τραγούδια, που έλεγαν στους γάμους.

Κάποια τέτοια δίστιχα μου έχει πει ο Αντώνης Εμμ. Τσούκας, στενός φίλος του πατέρα μου. Θα προσπαθήσω να τ’ αποδώσω γραπτά.

 

(Κείμενο-ερμηνεία)

Μος μα κε-βνι

(Μην μου τον πάτε)

Βράπε-βράπε

(πιλάλα-πιλάλα)

Ψε εγα μπουρι

(γιατί τον άντρα μου έχω)

με λιάπε

(με τα λιάπικα)

Καντ-ν πούλα

(τραγουδάει η κότα)

Κ-ντ-ν γκέλι

(τραγουδάει ο κόκορας)

Κορ-μ βγεν

(όταν έρχεται)

Μπουρί λεβέντι

(ο άνδρας ο λεβέντης)

Μ-μαρτον μ’μα

(με πάντρεψε η μάνα μου)

Εδέ μηδέ στε πί

(και μου ‘δωσε ένα σπίτι)

πον μπαν μπορ

(μήπως βαστάει μπόρες)

Που μπαν σι

(μήπως βαστάει βροχή)

 

Τα δύο παραπάνω τραγούδια τα χόρευαν την Τετάρτη, τη μέρα που ετοίμαζαν το προζύμι για τις πίτες του γάμου. Οι συγγενείς, χορεύοντάς τα, έριχναν χρήματα για τους μελλόνυμφους.

 

Υποσημειώσεις


[1] Τα έντυπα προσκλητήρια μπήκαν στην κοινωνία της Ερμιόνης πιθανότατα στις αρχές της 10/ετίας του 1950.

[2] Κατέγραψα την πατινάδα, όπως την έπαιξε στο βιολί του ο λαϊκός οργανοπαίχτης της Ερμιόνης αείμνηστος Παναγιώτης Φασιλής τη δεκαετία του 60. Βρίσκεται στο βιβλίο «Ερμιονίτικοι Σκοποί» της Χορευτικής Ομάδας Ερμιόνης (επιμέλεια Κωστή Σκούρτη), με πολύ ενδιαφέροντα σχόλια και εξαιρετική ενορχήστρωση.

[3] Δυστυχώς, εδώ και πολλά χρόνια τις περισσότερες φορές ορισμένες από τις ευχές διαβάζονται «μυστικώς» ή παραλείπονται για να εξοικονομηθεί χρόνος! Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, όταν αυτές διαβάζονται «μεγαλοφώνως» πολλοί από τους καλεσμένους θορυβούν και δημιουργείται ακαταστασία και αναστάτωση κατά την τέλεση του μυστηρίου. Είναι ένα θέμα που η εκκλησία μας πρέπει να το εξετάσει και να δώσει λύση.

[4] Είθισται δύο αδέλφια να παντρεύονται μαζί την ίδια ημέρα, διαφορετικά πρέπει ο δεύτερος γάμος να γίνει μετά την αλλαγή του χρόνου.

[5] Για τις πιέτες εξαιρετικά είναι τα άρθρα της κυρίας Μαρίκας Κανέλλη – Τουτουντζή και της κυρίας Κατερίνας Παπαμιχαήλ – Ρήγα στο περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα».

 

Βιβλιογραφία


  • «Ερμιονίτικοι σκοποί», Επιμέλεια: Κωστής Σκούρτης, Έκδοση Χ.Ο.ΕΡ.
  • Κανέλλη – Τουτουντζή Μαρίκα: «Η ερμιονίτικη παραδοσιακή φορεσιά και η πιέτα της», Περιοδικό «Στην ΕΡΜΙΟΝΗ άλλοτε και τώρα», τευχ. 2, Ιούνιος 2009.
  • Μιράσγεζη Μαρία: «Νεολληνική Λογοτεχνία Τ.Α.’», Αθήνα 1978.
  • Παπαβασιλείου Αγγ. Μιχαήλ: «Θρύλοι και παραδόσεις της Ερμιόνης», Αθήνα 1988.
  • Παπαμιχαήλ – Ρήγα Κατερίνα: «Η Ερμιονίτικη ενδυμασία», Περιοδικό «Στην ΕΡΜΙΟΝΗ άλλοτε και τώρα», τευχ. 22, Μάρτιος 2018.
  • Πασχαλίδης Ζαχαρίας: «Ευχολόγιον», Θεσσαλονίκη 1986.
  • Περιβαλλοντική Ομάδα Γυμνασίου Κορίνθου: «Παλιά Δημοτικά τραγούδια Αργολιδοκορινθίας», Κόρινθος 2001.
  • Σκούρτη Βιβή: «Η Μουσικοχορευτική παράδοση της Ερμιόνης», Εκδόσεις Αρτέον, Αθήνα 2018.
  • Χαλιορής Γ. Νικόλαος: «Υδραίικα Λαογραφικά», Πειραιάς 1931.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης, «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως», Αθήνα 2023.  

 


Βάπτιση – Λαογραφικά της Ερμιόνης

$
0
0

Βάπτιση – Λαογραφικά της Ερμιόνης |Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

Από το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως» του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη, δημοσιεύουμε το μυστήριο της Βαπτίσεως  και τις «ενσωματωμένες» σ’ αυτό παραδόσεις της τοπικής κοινωνίας της Ερμιόνης. Για τη συγγραφή, σημειώνει ο κ. Σπετσιώτης, στηρίχθηκα στα προσωπικά βιώματα και τις σημειώσεις της μητέρας μου, δασκάλας Αικατερίνης Βρεττού-Σπετσιώτου.

Η βάπτιση είναι υποχρεωτικό μυστήριο και τελείται από κοινού με το ενσωματωμένο σ’ αυτή υποχρεωτικό μυστήριο του χρίσματος μία μόνο φορά στη ζωή κάθε ανθρώπου.

Το σπουδαίο αυτό γεγονός της ζωής του ανθρώπου άγγιξε την ψυχή του λαού και γι’ αυτό έστησε γύρω του μια σειρά από ήθη και έθιμα, όπως κάνει για καθετί που τον επηρεάζει και τον συγκινεί…

Όπως η Εκκλησία εξετάζει τα πράγματα στο βάθος των αιώνων, κατά τον ίδιο τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών και η Λαογραφία επιχειρεί να μας δώσει την εικόνα των γεγονότων σε παλαιότερους χρόνους.

 

Ο χρόνος του βαπτίσματος

 

Σύμφωνα με τα όσα συνέβαιναν σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, το ίδιο και στην Ερμιόνη, δεν άφηναν το παιδί να μεγαλώσει πολύ για να το βαφτίσουν, αφού έπρεπε από νωρίς «να το ρίξουν στο δρόμο του Θεού».

Η μητέρα μου σημειώνει: «Φοβόντουσαν και να μην πεθάνει, γιατί συχνά το άφηναν μόνο του στο σπίτι, ενώ οι αρρώστιες ήσαν πολλές. Εκείνα τα χρόνια ήσαν πολύ λίγες οι οικογένειες που δεν είχαν χάσει βρέφη και μικρά παιδιά».

Έτσι, τις περισσότερες φορές, βάπτιζαν τα παιδιά μετά τον 6ο μήνα και μέχρι τον πρώτο χρόνο της ηλικίας τους εκτός αν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος να βαπτιστεί νωρίτερα ή αργότερα.

Αν το παιδί πέθαινε αβάπτιστο, ήταν μεγάλη αμαρτία. Στην περίπτωση μάλιστα που η μητέρα του απουσίαζε εκείνη την ώρα, όλος ο κόσμος την κακολογούσε και δεν τολμούσε να ξεμυτίσει! Πίστευαν ότι αν βρισκόταν στο σπίτι θα «προλάβαινε το κακό» και θα έκανε η ίδια το «αεροβάπτισμα» σηκώνοντας το παιδί τρεις φορές στον αέρα λέγοντας ταυτόχρονα το όνομά του.

 

Ο ανάδοχος (νο(υ)νός) αλλά και κουμπάρος

 

Δεν θα ήταν υπερβολή, αν γράφαμε, ότι μετά τον βαφτιζόμενο το κύριο πρόσωπο του μυστηρίου είναι ο ανάδοχος ή νο(υ)νός. Τον ρόλο αυτό τον αναλαμβάνει όλες σχεδόν τις φορές, καθώς υπάρχουν και εξαιρέσεις, ένα φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο της οικογένειας.

Μάλιστα για να φανεί η «στενή συγγένεια» αναδόχου και αναδεκτού, η Εκκλησία δεν επιτρέπει τα φυσικά παιδιά του νουνού να παντρεύονται με τους αναδεξιμιούς του ούτε μεταξύ τους οι βαφτισμένοι από τον ίδιο νουνό, τα λαδαδέλφια, όπως αλλιώς λέγονται. Θεωρείται πολύ καλό να βαφτίζει κανείς, γιατί «έτσι λύνονται τα χέρια του», όπως λένε. Νουνός του παιδιού, γινόταν ο κουμπάρος που στεφάνωσε το ζευγάρι, γι’ αυτό και στο στεφάνωμα του φώναζαν «και στο λάδι κουμπάρε!». Στην Ερμιόνη, όπως και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το αναδεξίμι το λένε και «φιλιότσο»!

 

«Κάλεσμα στη βάφτιση της Παρασκευής Σπετσιώτη», 10-3-1957, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη».

 

Η ημέρα της βαπτίσεως

 

Με το τέλος των απαραίτητων προετοιμασιών από την οικογένεια και τον ανάδοχο (βαπτιστικά, μαρτυρικά, δώρα) για ένα «τέλειο μυστήριο», ερχόταν και η ημέρα της βάφτισης.

Στην Ερμιόνη, απ’ ότι θυμάμαι, οι βαπτίσεις γίνονταν, λόγω και των καιρικών συνθηκών, από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου, κατά προτίμηση το απόγευμα της Κυριακής.

Την ημέρα της βάπτισης όλα ήσαν έτοιμα και η οικογένεια του βαπτιζόμενου, ο νουνός και οι καλεσμένοι, λιγότεροι από τον γάμο, πήγαιναν στην εκκλησία. Παρούσα πάντα η μαμή η Λαμπάταινα, φύλακας άγγελος του μωρού.

Ηχηρή η απουσία της μητέρας του παιδιού που παρέμενε στο σπίτι, αφού σύμφωνα με παλαιό έθιμο, άγνωστο γιατί, δεν «επιτρεπόταν» να ακούσει το όνομα στην εκκλησία! Καθώς το έθιμο δεν άντεξε στον χρόνο η μητέρα του βαπτιζόμενου, εδώ και αρκετά χρόνια, παρευρίσκεται στην εκκλησία, ακούει το όνομα, φροντίζει εκείνη το μωρό και η «μαμή η Λαμπάταινα» έχασε τη δουλειά της.

Εν τω μεταξύ, η κυρα – Λένη η νεωκόρισσα, αυτή η εμβληματική γυναίκα της εκκλησίας, είχε ετοιμάσει τον Ταξιάρχη για το μυστήριο και είχε στρώσει τον μεγάλο τετράγωνο μουσαμά στο κέντρο σχεδόν του ναού, στον χώρο που τον όριζαν οι τέσσερις κολώνες και τα δύο σκαλοπάτια και σήμερα είναι κλειστός. Εκεί οι επίτροποι τοποθετούσαν την κολυμβήθρα και δύο μικρά τραπέζια. Στο ένα ακουμπούσαν το λευκό κουτί με τα βαφτιστικά ρούχα που είχε αγοράσει ο νουνός και τις μπουμπουνιέρες αγορασμένες από τους γονείς. Το άλλο το ετοίμαζαν κατάλληλα για να ντύσουν το νεοφώτιστο μετά το βάπτισμα. Εκεί κοντά υπήρχαν και δύο μεγάλοι κουβάδες από λαμαρίνα απ’ αυτούς που μοιάζουν με ανάποδο κόλουρο κώνο.

 

Το όνομα του παιδιού (ονοματοθεσία)

 

Σύμφωνα με την άγραφη παράδοση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα το πρώτο παιδί παίρνει το όνομα των γονιών του πατέρα. Αν είναι αγόρι του παππού, για να συνεχιστεί το όνομα της οικογένειας και αν είναι κορίτσι της γιαγιάς.

Το δεύτερο παιδί, κατά κανόνα, παίρνει το όνομα των γονιών της μητέρας. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που η τάξη αυτή «ανατρεπόταν» άλλοτε ομαλά και κάποιες φορές «βίαια» με δυσάρεστες εξελίξεις για το ζευγάρι. Όταν μάλιστα επενέβαιναν και τρίτοι τα πράγματα χειροτέρευαν. Βέβαια υπήρχαν και περιπτώσεις, μιλάμε πάντα για το όνομα του πρώτου παιδιού, που δινόταν για διάφορους λόγους «εκτός των κανόνων της παράδοσης». Για παράδειγμα το πρώτο παιδί έπαιρνε το όνομα του χαμένου αδελφού των γονιών στον πόλεμο ή τη θάλασσα. Στα άλλα παιδιά της οικογένειας, που μέχρι τα μέσα της 10/ετίας του 20ου αιώνα ήσαν πολυμελείς, δίνονταν ονόματα αγίων, λόγω τάματος ή ενός πολύ αγαπητού συγγενή ή ήταν επιλογή του νουνού.

Είναι πολύ δύσκολο πάντως να καταγράψω τους λόγους όλων των ονοματοδοσιών των παιδιών στην Ερμιόνη. Θα σταθώ όμως και θα περιγράψω «το ρίξιμο του παιδιού» που έχει σχέση «με την επιλογή του νουνού και την «ονοματοδοσία».

Μια λοιπόν επίσημη ημέρα του χρόνου, όπως είναι ο Δεκαπενταύγουστος, των Ταξιαρχών, η Ζωοδόχος Πηγή ή κάποια Κυριακή, μόλις τελείωνε το Ευαγγέλιο η μητέρα ή ο πατέρας άφηνε (έριχνε) το παιδί μπροστά στην Ωραία Πύλη. Εκείνος που θα το σήκωνε, θα το «έπιανε», θα γινόταν ο νουνός του με το δικαίωμα να του δώσει το όνομά του ή κάποιο άλλο όνομα της επιλογής του. Θυμάμαι, την έντονη κινητικότητα που επικρατούσε εκείνη την ώρα στο εκκλησίασμα και την ανυπομονησία να μάθουν τι συνέβη και ποιος σήκωσε το μωρό.

Δημοσιεύω το παρακάτω σχετικό περιστατικό.

 

«Το τυχερό και οι συμπτώσεις»

 

Τα χρόνια του Μεσοπολέμου αλλά και τις δύο επόμενες 10/ετίες (1940 και 1950) τρεις ήσαν οι μαμές στην Ερμιόνη, που συμπτωματικά ήταν και συνονόματες! Η Κατίνα Μαυρωτά (Ρόμπαινα), η Κατερινιώ Κωτσάκη (Τσεμπερού) και η Κατίνα η Λαμπάτου, η πιο νέα απ’ όλες.

Η κυρα-μαμή του Μαυρωτά, για τον σύζυγό της δεν γνωρίζουμε κάτι, που το σπίτι της ήταν πίσω από το ερειπωμένο σήμερα σπίτι της Βενέτως του Κατζιλιέρη είχε ένα γιο, τον Αριστείδη, που ήταν αξιωματικός της Αστυνομίας Πόλεων. Τον θυμάμαι να την επισκέπτεται τακτικά φορώντας πάντα την επίσημη υπηρεσιακή του στολή μ’ εκείνο το πλατύ καπέλο που έμοιαζε με αεροδρόμιο! Ήταν μέτριος στο ανάστημα, ευθυτενής και αγέρωχος, σοβαρός, αυστηρός και λιγομίλητος. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που δεν σου άφηναν περιθώριο να τους πλησιάσεις, να ανταλλάξεις δύο αστεία μαζί τους και σε κρατούν πάντα σε απόσταση. Δεν ήταν κακός, ούτε εγωιστής αλλά αυστηρός και μοναχικός που νομίζω πως ήθελε να διατηρεί κάποια φαινομενική ουδετερότητα λόγω του αξιώματος και του επαγγέλματός του.

Ο Αριστείδης Μαυρωτάς, όταν βρισκόταν στην Ερμιόνη, Κυριακές και εορτές εκκλησιαζόταν τακτικά στον Ταξιάρχη. Ιδιαίτερα την ημέρα της γιορτής της Ιστορικής Μητρόπολής μας ήταν σχεδόν πάντα παρών. Είχε μάλιστα, κατά παράδοξο τρόπο όπως με πληροφόρησαν, και την ονομαστική του γιορτή ανήμερα των Ταξιαρχών.

Κάποια χρονιά την ημέρα της εορτής στις 8 Νοεμβρίου σύμφωνα με παλιά παράδοση της Ερμιόνης, ο Άγγελος και η Παγώνα Κοντοπάνου «έριξαν» το πέμπτο τους παιδί την ώρα που τελείωνε το Ευαγγέλιο μπροστά από την Ωραία Πύλη, όπως συνηθίζονταν, για να το «πιάσει» ο μελλοντικός νουνός του.

Μια αναστάτωση δημιουργήθηκε στο εκκλησίασμα καθώς με σιγοψιθυρίσματα και σκουντιές όλοι προσπαθούσαν να μάθουν ποιος «έπιασε» το μωρό! Σε λίγα λεπτά, όταν μαθεύτηκε το όνομα του «τυχερού», όλοι μαζί δυνατά και συγχρονισμένα φώναξαν «Άξιος!». Ο άξιος ήταν ο Αριστείδης Μαυρωτάς, ο οποίος στη συνέχεια βάφτισε το παιδί δίνοντάς του το όνομά του και φυσικά γιόρταζε και αυτό των Ταξιαρχών.

Την ιστορία μού τη διηγήθηκε ο αγαπητός φίλος και συμπολίτης Μιχάλης Καρατζάς, δικηγόρος, όταν τον ρώτησα ποιος είχε βαφτίσει τον θείο του τον Αριστείδη έχοντας βέβαια τους λόγους μου. Συγκεκριμένα:

Στα ονόματα των νεκρών των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 υπάρχει το όνομα του στρατιώτη Αριστείδη Κοντοπάνου, ο οποίος έπεσε στη μάχη του Λαχανά την 19η Ιουνίου 1913.

Είχα λοιπόν την περιέργεια και ήθελα να μάθω αν υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ των δύο οικογενειών, η άλλη καταγόταν νομίζω από την Εύβοια και του ονόματος Αριστείδης. Έτσι, η έρευνά μου με οδήγησε σε μία άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία!

Να σημειώσω πως τον δικό μας Αριστείδη Κοντοπάνο τον αγαπούσε ιδιαίτερα η μητέρα μου που τον είχε μαθητή και σχεδόν καθημερινά περνούσε από το σπίτι μας να την χαιρετήσει…

 

Η ώρα του μυστηρίου

 

Όταν έφταναν στην εκκλησία ο βαπτιζόμενος στην αγκαλιά πάντοτε της κυρά-μαμής, ο πατέρας, ο νουνός (κουμπάρος) και οι στενοί συγγενείς, ο παπά-Μιχάλης τους καλούσε να έρθουν λίγα μέτρα δυτικότερα της κολυμβήθρας για να διαβάσει τα «κατηχούμενα».

Είναι η στιγμή που ο νουνός στις σχετικές ευχές που διαβάζει ο ιερέας αποκρίνεται με το «αποτάσσομαι», το «απεταξάμην», το «συντάσσομαι», το «συνεταξάμην», ενώ στην προτροπή του ιερέα «εμφύσησον και έμπτυσον αυτώ» ο νουνός φυσάει τρεις φορές στο πρόσωπο του παιδιού σε σχήμα σταυρού και «φτύνει» τρεις φορές προς τα κάτω, ενώ στη συνέχεια απαγγέλει «το Σύμβολο της Πίστεως».

Την ώρα εκείνη, εμείς παιδιά τότε, πλησιάζαμε πολύ κοντά, γιατί ξέραμε πως ήρθε η στιγμή που ο ιερέας θα καλούσε τον νουνό να πει το όνομα του βαπτιζόμενου. Μόλις το ακούγαμε τρέχαμε στο σπίτι που περίμενε η μητέρα του παιδιού να της «πάρουμε τα συχαρίκια» και να της ανακοινώσουμε το όνομα του παιδιού. Λαχανιασμένα από το τρέξιμο φωνάζαμε το όνομα και εκείνη, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, μας έδινε την …αμοιβή μας που τη συνόδευε με γλυκίσματα.

Τη «δουλειά» αυτή στα παιδικά μας χρόνια και στην ενορία του Ταξιάρχη την είχαμε αναλάβει «ο Μπούλης του παπά» κι εγώ. Δεν αφήναμε ποτέ και κανέναν να μπει ανάμεσά μας και να μας πάρει τα πρωτεία! Θυμάμαι, κάποιες φορές που υπήρχαν «επικίνδυνοι αντίπαλοι», ο ένας από μας περίμενε στην εκκλησία να ακούσει το όνομα και να «ενημερώσει» τον άλλο που στεκόταν στην άλλη γωνία. Εκείνος έτρεχε γρήγορα, πού να τον φτάσουν οι άλλοι! Έτσι, μ’ αυτή την πονηριά, η ανακοίνωση του ονόματος γινόταν κάθε φορά από εμάς!

Μετά τα κατηχούμενα ξεκινούσε το μυστήριο και όλοι μαζεύονταν γύρω από την κολυμβήθρα. Η μαμή ετοίμαζε το μωρό, η κυρα-Λένη με τα νοήματα του παπα-Μιχάλη (ζεστό – κρύο) κανόνιζε το νερό στην κολυμβήθρα ενώ ένα παιδί κρατούσε παραδίπλα αναμμένη τη μεγάλη λαμπάδα της βάπτισης, που ήταν αγορασμένη από το νουνό.

Το μυστήριο ξεκινούσε με το «Ευλογημένη η Βασιλεία» και τις δεήσεις. Εκείνη την ώρα η κυρα-Λένη, έβαζε στον ιερέα και τον νουνό την ολόλευκη, ολόσωμη σχεδόν, πετσέτα για να μην λερώσουν τα «καλά» τους ρούχα. Ο ιερέας συνέχιζε διαβάζοντας τις ευχές που τις είχα μάθει απ’ έξω από τις τόσες φορές που τις είχα ακούσει!

Τα σημεία που μου είχαν κάνει εντύπωση ήσαν τρία:

  • «Μέγας ει, Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προ ύμνων των θαυμασίων σου», που το επαναλάμβανε τρεις φορές.
  • «Ζυντριβήτωσαν υπό την σημείωσιν του τιμίου Σταυρού σου πάσαι αι εναντίαι δυνάμεις». Τρεις φορές επαναλάμβανε και τα παραπάνω ενώ ταυτόχρονα φυσούσε σταυρωτά και ευλογούσε στα τέσσερα σημεία την κολυμβήθρα.
  • «Υποχωρισαίωσαν ημίν πάντα τα εναέρια και αφανή είδωλα». Τότε βουτούσε το δεξί του χέρι μέχρι τον αγκώνα στην κολυμβήθρα και με τρομερή δύναμη το περιέστρεφε στο νερό προκαλώντας …αναταραχή. Τότε μόνο ήταν «σίγουρος» πως σ’ αυτό το νερό δεν κρύβεται κανένα «δαιμόνιο» σκοτεινό που θα τολμήσει να ενοχλήσει τον βαπτιζόμενο.[1] Στη συνέχεια και ενώ η μαμή έγδυνε το μωρό ο ιερέας έπαιρνε το λάδι και έριχνε τρεις φορές στην κολυμβήθρα κάνοντας το σχήμα του σταυρού. Αμέσως παραλάμβανε τον βαπτιζόμενο και τον σταύρωνε με το αγιασμένο λάδι στο μέτωπο, το στήθος, τα αυτιά, τα πόδια και τα χέρια. Κατόπιν ο ανάδοχος το άλειφε σ’ ολόκληρο το σώμα, κάτω από τις «οδηγίες» της κυρα – Λένης, ίδιες πάντα για χρόνια πολλά…
  • Κάτω από τα ποδαράκια! Στις πατούσες! Προσοχή τα ματάκια του!

Ακολουθούσε η βάπτιση που συνοδευόταν από τα γοερά κλάματα του μωρού. Ο παπα-Μιχάλης συνήθιζε να βυθίζει τα παιδιά ολόκληρα και τις τρεις φορές στην κολυμβήθρα. Αν κανένα στήριζε τα πόδια του και …«αντιστεκόταν» ο παπα-Μιχάλης έκανε έναν μορφασμό. Ήταν αξεπέραστος σ’ αυτούς…

 

«Παπα – Μιχάλης, Λαμπάταινα (μαμή)», Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Όσοι παρακολουθούσαν τη βάπτιση γελούσαν και με γρήγορες κινήσεις εκείνος το βουτούσε ολόκληρο στο νερό. Κατόπιν το παρέδιδε στην αγκαλιά του νουνού που κρατούσε ολόλευκο σεντόνι κι εκείνος με τη σειρά του το έδινε στη μαμή για το καθησυχάσει και να το ντύσει.

Στη συνέχεια ο ιερέας έπαιρνε το μυροδοχείο τελώντας το μυστήριο του χρίσματος και έχριε τον βαπτισθέντα με το Άγιο Μύρο στο μέτωπο, τα μάτια, το στόμα, τ’ αυτιά, το στήθος, τα χέρια και τα πόδια, έκοβε λίγα μαλλάκια από το κεφάλι του παιδιού που τα έριχνε στην κολυμβήθρα, σταύρωνε το ρούχο του παιδιού και έψαλε:

«Χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν» και στη στιγμή η μαμή με τη βοήθεια της πεθεράς ή κάποιου συγγενή έντυναν το μωρό. Τελευταίο του φόραγαν τον χρυσό σταυρό, που τον φορούσε σ’ όλη του τη ζωή για να τον προστατεύει. Την ίδια στιγμή ο ιερέας με τον νουνό έπλεναν τα χέρια τους με νερό και σαπούνι πάνω από την κολυμβήθρα. Στα μέσα της 10/ετίας του 1950, πρωτοείδα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση σαπούνι σε σχήμα μωρού!

Όταν όλα ήσαν έτοιμα, ο ιερέας έπαιρνε τη θέση του στο δυτικό μέρος της κολυμβήθρας, ο νουνός κρατώντας τον βαπτισθέντα απέναντί του και στην άλλη πλευρά της κολυμβήθρας στεκόταν το παιδί με αναμμένη τη λαμπάδα του. Τώρα ψάλλεται το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε» και ενώ ο ιερέας θυμιατίζει, έρχονται όλοι τρεις φορές γύρω από την κολυμβήθρα και σταματούν στη θέση απ’ όπου ξεκίνησαν. Ακολουθούν οι απαγγελίες του Αποστόλου και του Ευαγγελίου. Ενώ συνεχίζεται η ακολουθία κάποιες κοπέλες από το σόι της οικογένειας του βαπτισθέντα μοιράζουν τα «φλουράκια», όπως τα λέγαμε στην Ερμιόνη, τα μαρτυρικά, σταυρου(λ)άκια και παναγίτσες με το θαλασσί ή το ροζ κορδελάκι ανάλογα με το φύλο του μωρού, βάζοντάς τα στο πέτο των προσκαλεσμένων.

Στη συνέχεια ο παπα-Μιχάλης έπαιρνε το παιδί και αν ήταν αγόρι το πήγαινε μέσα στο ιερό και το σταύρωνε γυρίζοντας το γύρω από την Αγία Τράπεζα. Αν ήταν το κορίτσι το σταύρωνε μπροστά στην Ωραία Πύλη και το παρέδιδε στον ανάδοχο.

Τότε δύο -τρεις άνδρες, χωρίς να χάνουν χρόνο, σήκωναν τον νουνό «μ’ όλο το παιδί», έτσι μου το διηγήθηκαν, ψηλά και φωνάζοντας «άξιος», τον παρακινούσαν:

-Τάξε μας!

Αυτός πάντα έταζε ένα γλέντι, ενώ οι παρευρισκόμενοι για να είναι «σίγουροι» του έλεγαν:

– Πες το πιο δυνατά!

Αυτός το επαναλάμβανε και όλοι μαζί του φώναζαν ξανά: «Πάντα άξιος!».

 

«Σηκώνουν τον νονό να τάξει!», νονός ο Τάσος Σχοινάς, 18-12-1959, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Ο νουνός, την ώρα που τον σήκωναν ψηλά, πετούσε τις περισσότερες φορές αρκετά κέρματα. Όσα παιδιά ήσαν εκεί κοντά έπεφταν κάτω σπρώχνοντας και φωνάζοντας για να μαζέψουν όσο γινόταν περισσότερα. Έτσι έβγαζαν το χαρτζιλίκι τους, ενώ στο επάνω μέρος της εκκλησίας είχαν ξεκινήσει να μοιράζουν μπουμπουνιέρες με ολόγλυκα κουφέτα σε λευκά τετράγωνα κουτάκια και τα καθιερωμένα αχλαδάκια.

Προτού φύγουν οι καλεσμένοι από την εκκλησία, ο επίτροπος που παρευρισκόταν καθ΄ όλη τη διάρκεια του μυστηρίου με τη βοήθεια κάποιου από τους καλεσμένους σήκωνε τη χαλκωματένια κολυμβήθρα για να την αδειάσει στο χωνευτήρι, που βρισκόταν στη Β.Δ. γωνία της εκκλησίας. Πάντοτε μου κινούσε την περιέργεια εκείνο το χωνευτήρι που δεχόταν το νερό και στη στιγμή το …κατάπινε!

Σημειώνω εδώ και τη σχετική διάταξη που υπάρχει στο ευχολόγιο της εκκλησίας. «Πρόσεχε ω ιερεύ και παράγγειλον εις την μαίαν συν τη μητρί του νεοφωτίστου, ίνα μη κολυμβήσωσιν αυτόν ή το πρόσωπον αυτού νίψωσιν έως ημερών ζ, τη δε όγδοη ημέρα πλυνάτωσαν και λουσάτωσαν αυτόν και τα απολούσματα τούτου ριψάτωσαν εν τόπω όπου ουδείς βαδίζει εκείσε ή εις ποταμόν ή εις το χωνευτήριον του Ναού.

Μετά το μυστήριο επέστρεφαν στο σπίτι με τη μητέρα να τους περιμένει στην εξώπορτα. Τους περνούσε στο εσωτερικό και τότε ο νουνός της έδινε το παιδί λέγοντας:

– Σου παραδίδω κουμπάρα το παιδί βαφτισμένο, μυρωμένο του Θεού παραδομένο να το φυλάς από κάθε κακό! Εκείνη κάνοντας μία μετάνοια και φιλώντας το χέρι του νουνού αγκάλιαζε το νεοφώτιστο, ενώ οι ευχές προς τον νουνό και το παιδί πλημμύριζαν το σπίτι: Άξιος, καλός χριστιανός, να τα χιλιάσει, να μας ζήσει! Να τα χιλιάσεις και συ νουνέ και όπως έβαλες το λάδι να αξιωθείς να βάλεις και τα στέφανα!

Στη συνέχεια στηνόταν γλέντι τρικούβερτο μέχρι το επόμενο πρωί. Πρώτα έρχονταν τα φαγητά. Μπαρμπουνάκια ερμιονίτικα τηγανιτά, χταποδάκια σάλτσα και νερόβραστα, κεφτεδάκια τηγανιτά, τυρόπιττες, κρέατα κοκκινιστά και πρωτογιάχνια ενώ το κρασί άφθονο σε κανάτια που πηγαινοέρχονταν σαν τα κουτσούμπια στο μαγγάνι, να γεμίζουν από τα διγάλουνα και τα πεντογάλουνα.

Η ευθυμία και η χαρά μεγάλη πυροδοτούσε το κέφι και άρχιζε το τραγούδι από τους καλλίφωνους της συντροφιάς. Πάνω στο τσακίρ κέφι κατέφθαναν και τα όργανα, το βιολί και το λαούτο. Τότε ξεκινούσαν οι μπάλοι και οι καλαματιανοί, τα χασάπικα και τα ζε(ι)μπέκικα, ενώ το γλέντι κορυφωνόταν σιγά-σιγά. Το χωριό όλο βρισκόταν στο πόδι μέχρι την άλλη μέρα.

 

Υποχρεώσεις του αναδόχου προς τον αναδεκτό

 

Την επόμενη Κυριακή μετά το βάπτισμα η μητέρα έφερνε τον νεοφώτιστο στην εκκλησία φορώντας του τα βαφτιστικά και το σταυρό και κρατώντας τη λαμπάδα της βάπτισης για την πρώτη του μετάληψη. Το παρέδιδε στον νουνό κι εκείνος αναλάμβανε να το κοινωνήσει. Αυτό επαναλαμβανόταν και τις επόμενες δύο Κυριακές, συνολικά τρεις φορές, ενώ την τρίτη Κυριακή άφηναν τη λαμπάδα στην εκκλησία. Όταν το παιδί μεγάλωνε και πήγαινε πια μόνο του στην εκκλησία, αν συναντούσε εκεί τον νουνό του, του φιλούσε το χέρι και στη συνέχεια έπαιρνε τη θεία κοινωνία.

 

«Βάπτιση του Δημήτρη Τσέλου», Όλγα Πραχαλιά, Βαγγελιώ Τσέλου, Άγγελος Πραχαλιάς (νονός) με τον νεοφώτιστο Δημήτρη, Ανδρέας Τσέλος, στις λαμπάδες ο Κώστας Νίκας και ο Δημήτρης Κωστελένος, Ερμιόνη 1-4-1959, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Τις δύο μεγάλες γιορτές του χρόνου, Χριστούγεννα και Πάσχα, ο νουνός πήγαινε τα δώρα στο φιλιότσο του. Τα Χριστούγεννα την κουτσούνα με τα καρύδια και ένα παιχνίδι, ενώ το Πάσχα τη λαμπάδα, την κουτσούνα με το κόκκινο αυγό και τα λαμπριάτικα παπούτσια. Μάλιστα τη λαμπάδα ο νουνός συνέχιζε να τη στέλνει μέχρι το αγόρι να πάει στρατιώτης, ενώ στο κορίτσι μέχρι να αρραβωνιαστεί. Μέχρι σήμερα υπάρχει και το έθιμο ο νουνός ή μέλος την οικογένειάς του να παντρεύει τους αναδεξιμιούς.

 

Το βάπτισμα εκτός του ναού

 

Στις περιπτώσεις εκείνες που το νεογέννητο κινδυνεύει να πεθάνει η εκκλησία μας αναγνωρίζει και επιτρέπει το αεροβάπτισμα. Σηκώνει κάποιος από τους παρευρισκομένους εκείνη τη στιγμή το βρέφος τρεις φορές στον αέρα λέγοντας το όνομά του. Έτσι φεύγει βαπτισμένο.

Στην Ερμιόνη πολλές φορές παρακολούθησα και το βάπτισμα των παιδιών στη θάλασσα, κυρίως την ημέρα της εορτής του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου στην Κουβέρτα. Όταν τελείωνε η Λειτουργία ο παπα-Μιχάλης κατέβαινε στη θάλασσα και εκεί βάφτιζε τα παιδιά. Σε ορισμένα μάλιστα έδιναν και το όνομα Ηλίας προς τιμή του Προφήτη που εόρταζε το όνομά του.

 

«Ο παπα – Μιχάλης σε διπλή βάπτιση στην Κουβέρτα», Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

«Βάπτιση του Σπύρου Οικονόμου στην Κουβέρτα», νονός ο Νίκος Δέδες, Φωτογραφικό αρχείο Βιβής Σκούρτη.

 

Πολλά απ’ αυτά που έγραψα και κυρίως εκείνα που έχουν σχέση με την εκκλησιαστική τάξη των μυστηρίων γίνονται με μικρές παραλλαγές ασφαλώς και στις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες.

Στην Ερμιόνη, όμως, είχαν μια μαγεία, γιατί με τη δύναμη της πίστης και της έμπνευσης αυτός ο μοναδικός ιερέας, ο παπα – Μιχάλης, τα μεταμόρφωνε, ενώ το παιδικό μου μυαλό τα κατέγραφε δυναμικά ώστε μέχρι σήμερα να μένουν ανεξίτηλα. Γι’ αυτό εμείς που τα προφτάσαμε και τα ζήσαμε μαζί με τα έθιμα που συνοδεύουν τα μυστήρια, τα νοσταλγούμε και νιώθουμε μέχρι σήμερα γοητευμένοι…

Τέλος, ορισμένα ήθη και έθιμα του γάμου και της βαπτίσεως που στις ημέρες μας κινδυνεύουν να ξεχαστούν, αν δεν ξεχάστηκαν ήδη, ας φροντίσουμε να τα περισώσουμε. Άλλωστε σήμερα παρατηρούμε μια σημαντική στροφή στην παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα, που όπως είναι γνωστό, συνδέουν τις διάφορες περιόδους της μακραίωνης ιστορίας της Πατρίδας μας.

 

Υποσημείωση


[1] Σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά, πολλές φορές αναρωτιέμαι πού έβρισκε αυτός ο άνθρωπος τη γνώση και τη φαντασία για να αναπαριστά με τόση σαφήνεια, καθαρότητα και ζωντάνια τα λόγια των ευχών!

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης, «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Γάμου και Βαπτίσεως», Αθήνα 2023.  

 

Διαβάστε ακόμη:

Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Δημοτικών Τραγουδιών |Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

$
0
0

Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Δημοτικών Τραγουδιών | Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης

Κυκλοφόρησε το τρίτο βιβλίο της σειράς «Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης». Περιέχει τα δημοτικά τραγούδια του τόπου μας κατά κατηγορία, ακολουθώντας την γνωστή κατάταξη των δημοτικών τραγουδιών. Είναι μια καταγραφή χρόνων που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1960 και αποτελεί μνημόσυνο στις ψυχές όλων εκείνων των συμπολιτών που με καλοδέχτηκαν και βοήθησαν την προσπάθειά μου. Σήμερα έχουν όλοι φύγει από τη ζωή. Πάντα θα τους ευγνωμονώ και θα ανάβω ψυχοκέρι στη μνήμη τους.

Το βιβλίο περιλαμβάνει μουσικό παράρτημα αντιπροσωπευτικών τραγουδιών της Ερμιόνης με βυζαντινή και ευρωπαϊκή σημειογραφία. Θεωρώ πως μπορεί να αποτελέσει σημαντικό βοήθημα για τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Ερμιόνης. Αποτυπώνει τον πρώτο μεγάλο σταθμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας εικονίζοντας συνάμα και την τοπική μας ιστορία και παράδοση. Στη συνέχεια δημοσιεύω ένα μικρό μέρος από την εισαγωγή του βιβλίου, γράφει ο συγγραφέας του βιβλίου  Γιάννης Μ. Σπετσιώτης.

 

Λίγα λόγια για τα Δημοτικά Τραγούδια

 

Ανέκαθεν όλοι οι λαοί με το λαϊκό τους τραγούδι εκδήλωναν και «ζωγράφιζαν» σκέψεις και εικόνες, προσδοκίες, λαχτάρες και ελπίδες, χαρές και όνειρα, πόνους και συμφορές. Τραγουδούσαν τις ευτυχισμένες και κακότυχες στιγμές της ατομικής, οικογενειακής, κοινωνικής και εθνικής ζωής. Άλλωστε πάντα το τραγούδι είναι ο αμεσότερος και πληρέστερος τρόπος έκφρασης του ανθρώπου και αντανακλά τον πολιτισμό του τόπου που το γέννησε.

Εμείς οι Έλληνες, που έχουμε μια αδιάσπαστη μουσική παράδοση πλέον των τριών χιλιάδων χρόνων, πάντα αναζητούσαμε τον ιδανικότερο και τελειότερο τρόπο να εκφραστούμε μέσα από τον στίχο και τη μελωδία. Αυτή η αναζήτηση γινόταν ακόμη πιο έντονη σε περιόδους εθνικών επιτυχιών, εχθρικών επιδρομών και δουλείας.

Το Δημοτικό Τραγούδι ως ο πρώτος μεγάλος σταθμός της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας αποτυπώνει και εικονίζει τις μεγάλες και κορυφαίες στιγμές του έθνους μας, εκφράζει τα μυστικά και τους κρυφούς πόθους του λαού και αποτελεί τον ακατάλυτο συνδετικό κρίκο με την αρχαία ζωή και τα … μακρινά περασμένα. Είναι η ακτινογραφία του, απαύγασμα των συναισθημάτων και ταυτόχρονα κειμήλιο της ψυχής του.

 

Τα Δημοτικά Τραγούδια της Ερμιόνης

 

Στη μεγάλη αυτή, πολιτιστική κληρονομιά, που φτάνει τα 25.000 τραγούδια με τις 1.000 περίπου μελωδίες, θα ήταν αδύνατο οι μακρινοί συμπολίτες να μην είχαν τη δική τους συμβολή. Ο τόπος μας, φιλειρηνικός και φιλέορτος από τα πανάρχαια μυθικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας, είχε τη δική του συνεισφορά στον πολιτισμό της Πατρίδας μας, της Ελλάδας.

Δημιούργησαν, λοιπόν, και οι Ερμιονίτες τα δικά τους Δημοτικά Τραγούδια τραγουδώντας κάθε πτυχή (θρησκευτική και κοινωνική) της ζωής. Την τοπική ιστορία, την εργασία, την ξενιτειά, την αγάπη και τον έρωτα που γεννιέται στις καρδιές των νέων και γίνεται ταίριασμα, αρραβώνας, γάμος, νέα ζωή, οικογένεια.

Κοντά σ’ αυτά τα νανουρίσματα, ταχταρίσματα, πειραχτικά δίστιχα και λόγια θανάτου. Όλα εκφράστηκαν μέσα από τους στίχους και όλα συνοδεύτηκαν με την κατάλληλη μουσική των Δημοτικών τραγουδιών.

Όπως δε συμβαίνει με όλα τα γεγονότα στη ζωή μας οι παλαιοί Ερμιονίτες ασφαλώς δέχθηκαν και τραγούδησαν Δημοτικά Τραγούδια, δημιουργήματα άλλων τόπων, που τους ταίριαζαν και έτσι εύκολα τα έκαναν «δικά τους».

Τα περισσότερα Δημοτικά Τραγούδια που τραγουδήθηκαν στον τόπο μας, κράμα κυρίως Πελοποννησιακών, Αιγιοπελαγίτικων και Μικρασιατικών στοιχείων (στίχοι και μουσική), χαρακτηρίζονται από μια μελαγχολική γοητεία, νοσταλγία, περιπάθεια αλλά και ειρωνική και χαρούμενη διάθεση. Ντυμένα στους χορευτικούς ρυθμούς των συρτών, των μπάλων και των καρσιλαμάδων. Μέσα από τα πολυποίκιλα ποιητικά, μουσικά, ρυθμικά και χορευτικά σχήματα προβάλλεται ο ενιαίος και αδιάσπαστος χαρακτήρας της πατρίδας μας.

Δυστυχώς πολλά από τα Δημοτικά Τραγούδια του τόπου μας έχουν χαθεί οριστικά, όπως έγινε και με άλλα στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού. Η απερισκεψία και η αδιαφορία μας, οι παραλείψεις και η ανυπαρξία σχεδίου με τη βοήθεια του χρόνου και της λήθης τα εξαφάνισαν…

Το βιβλίο μπορείτε να το αναζητήσετε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κρανιδίου, στη Βιβλιοθήκη Ερμιόνης και στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Περιεχόμενα

 

Βιώματα και μνήμες στο πέρασμα των χρόνων
Λίγα λόγια για τα Δημοτικά Τραγούδια
Τα Δημοτικά Τραγούδια της Ερμιόνης
Η κατάταξη των Δημοτικών Τραγουδιών της Ερμιόνης
Ιστορικά
Παραλογές
Του Έρωτα και της Αγάπης
Του Γάμου (γαμήλια ή νυφιάτικα)
Της Ξενιτειάς
Εργατικά
Γνωμικά
Περιγελαστικά – Σατιρικά
Αποκριάτικα
Των Εκλογών
Τα Μοιρολόγια
Νανουρίσματα – Ταχταρίσματα – Τραγουδοπαιχνιδίσματα
Νανουρίσματα
Ταχταρίσματα
Τραγουδοπαιχνιδίσματα
Και σύγχρονα τραγουδοπαιχνιδίσματα που ψυχαγωγούν και διδάσκουν…
Κάλαντα και Βαΐτικα
Λιανοτράγουδα
Χορευτικά Δίστιχα
Ερωτικά Τετράστιχα
Διάφορα
Αρβανίτικα
Αντί Επιλόγου
ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Το βιβλίο διατίθεται σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Περί Δημοτικών Τραγουδιών.

 

Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Θρησκευτικές συνήθειες, μαγεία, προλήψεις, Τοπωνύμια

$
0
0

Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Θρησκευτικές συνήθειες, μαγεία, προλήψεις, Τοπωνύμια – Γιάννης Μ. Σπετσιώτης, Αθήνα, 2024


 

Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης

Κυκλοφόρησε το τέταρτο βιβλίο της σειράς «Λαογραφικά της Ερμιόνης» το οποίο περιλαμβάνει τις θρησκευτικές συνήθειες, θέματα μαγείας, προλήψεων, δεισιδαιμονιών καθώς και τρία κεφάλαια που αναφέρονται στα τοπωνύμια, τα πηγάδια και τα πηλοτεχνήματα του τόπου μας. Θεωρώ, γράφει ο συγγραφέας κύριος Σπετσιώτης, πως και στο βιβλίο αυτό οι αναγνώστες θα βρουν ενδιαφέροντα στοιχεία για μια ζωή που πέρασε αλλά πάντοτε είναι παρούσα.

Έτσι, για μια ακόμη φορά, επιβεβαιώνεται ότι ο μεγάλος δαμαστής του χρόνου παραμένει ο γραπτός λόγος για χάρη της ιδιαίτερης πατρίδας και των παιδιών μας.

Το βιβλίο μπορείτε να το αναζητήσετε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κρανιδίου στη Βιβλιοθήκη Ερμιόνης και στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α


  • Πρόλογος
  • Πράξεις θεοσέβειας
  • Μαγεία, μαντική και προλήψεις/Δεισιδαιμονία – Οιωνοσκοπία – Παρετυμολογία
  • α) Προλήψεις, μαγείες, δεισιδαιμονίες και η αντιμετώπισή τους / Πρακτική ιατρική
  • β) Άγιοι – Εορτές
  • Τοπωνύμια
  • Πηγάδια
  • Πηλοτεχνήματα και Πηλοτεχνουργήματα
  • α) Τα κανάτια
  • β) Οι πινιάτες
  • γ) Τα αγγειά
  • Τα φίδια στην Ερμιόνη
  • Ένα σημαντικό γράμμα
  • Επίλογος
  • Παράρτημα

 

Το βιβλίο διατίθεται σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Θρησκευτικές συνήθειες, μαγεία, προλήψεις,

Ερμιόνη – Abbeville: Εικόνες βίου από μια θάλασσα που μας ενώνει

$
0
0

Έκθεση αρχειακού υλικού στο Πολεμικό Μουσείο Ναυπλίου με τίτλο: «Ερμιόνη – Abbeville: Εικόνες βίου από μια θάλασσα που μας ενώνει», 22-29 Σεπτεμβρίου 2024.


 

Η έκθεση αποτελεί μια προσπάθεια παρουσίασης της ναυτικής ιστορίας δυο τόπων μακρινών μεταξύ τους οι οποίοι ταυτόχρονα απαντούν σε κοινά χαρακτηριστικά: πολιτισμικά, τεχνικά, οικονομικά. Οι θαλασσινές κοινότητες διατηρούν έναν κρυφό διάλογο μεταξύ τους όσο μακριά κι αν βρίσκονται. Η οργάνωση της κοινότητας, η αλληλεγγύη των μελών, τα οικονομικά τους χαρακτηριστικά, οι επαγγελματικές τεχνικές τους, οι θρησκευτικές δοξασίες τους και οι τρόποι με τους οποίους εξελίχθηκαν στο χρόνο, είναι μερικά από τα στοιχεία που προσπαθεί να αναδείξει η έκθεση. Από την Ερμιόνη στην Abbeville – η Abbeville είναι αδελφοποιημένη πόλη με το Άργος -,  και από την Ερμιοvίδα στην Somme, ένα ταξίδι στη διαφορετικότητα και τα κοινά βιώματα.

Η Ερμιονίδα όπως και η Somme είναι γεωγραφικοί χώροι με μεγάλη ιστορία. Οι ναυτικές τους κοινότητες βρίσκονται, ακόμη και σήμερα, στο επίκεντρο της πολιτισμικής ζωής των περιοχών τους. Ανάμεσά τους δυο από τα σημαντικότερα ναυτικά κέντρα η Ερμιόνη και η Abbeville.

 

Ερμιόνη (λιμάνι), 1910.

 

Abbeville (λιμάνι)

 

Γνωστή από την αρχαιότητα η Ερμιόνη, αποτέλεσε ναυτικό και βιοτεχνικό κέντρο. Παρασκευαστές της φημισμένης πορφύρας, εξαιρετικοί ναυτικοί, δεινοί ψαράδες και σφουγγαράδες οι Ερμιονίτες σημάδεψαν την ιστορία του τόπου τους και της ευρύτερης περιοχής.

Γνωστή επίσης από το μεσαίωνα η Abbeville αποτέλεσε σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της περιοχής. Παρ’ ότι έγιναν πολλές καταστροφές από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς, το ιστορικό της κέντρο και η περιφέρειά της με τα μνημεία και τις ομορφιές τους προσελκύουν μεγάλο αριθμό επισκεπτών κάθε χρόνο.

Από τον Ατλαντικό και τα στενά της Μάγχης τα θαλασσινά νερά ταξιδεύουν αιώνες τώρα στα γαλλικά εδάφη της Somme μέχρι την Abbeville, την Amiens και άλλα μέρη της ενδοχώρας. Πλωτοί διάδρομοι από τον μεσαίωνα, που επέτρεψαν στις περιοχές αυτές να οργανώσουν λιμάνια και να αναπτύξουν σημαντικές εμπορικές σχέσεις οι οποίες τους χάρισαν οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη. Ήδη από τον 16ο αιώνα τα ιστιοφόρα έφταναν με την πραμάτεια τους μέχρι την Abbeville που αποτέλεσε το μεγάλο αστικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής.

 

Somme: Απόπλους για ψάρεμα.

 

Από τον 18ο αιώνα και μετά οι ναυτικές υποδομές εξελίχθηκαν καθώς εξελισσόταν δυναμικά και το εμπόριο. Όταν το 1827 ολοκληρώθηκαν τα έργα του καναλιού που συνέδεε την πόλη με την ανοικτή θάλασσα (κόλπος της Somme), διευκολύνθηκε η ναυσιπλοΐα και αναπτύχθηκε περισσότερο το εμπόριο. Γύρω από τον κόλπο της Somme αναπτύχθηκαν επίσης δυο μικρότερα ναυτικά κέντρα, η μεσαιωνική πολιτεία του St. Valery και η Crotoy συμπληρώνοντας τον πολιτισμικό χάρτη των ναυτικών κοινοτήτων της περιοχής. Το τέλος των ιστιοφόρων, η αυξανόμενη χωρητικότητα (τονάζ) των νέων εμπορικών πλοίων και ο σιδηρόδρομος, σήμαναν το τέλος του εμπορικού διαδρόμου για την Abbeville καθώς ήταν αδύνατη πλέον η ναυσιπλοΐα στο χαμηλό βάθος του καναλιού. Μόνο μερικά ποταμόπλοια μπορούν ακόμη να πλεύσουν στο κανάλι της Somme. Αναπτύχθηκε όμως ταχύτατα ο τουρισμός και σήμερα το κανάλι αποτελεί μια πολυσύχναστη υδάτινη διαδρομή για σκάφη αναψυχής. Ταυτόχρονα, από τον κόλπο της Somme μέχρι την Abbeville και την Amiens αναπτύχθηκε ένα σημαντικό δίκτυο ποδηλατόδρομων που επιτρέπουν σε χιλιάδες επισκέπτες της περιοχής να γνωρίσουν την ιστορία και τις φυσικές ομορφιές ολόκληρης της περιοχής που καλύπτει το κανάλι μέχρι και τις εκβολές του στον κόλπο της Somme. Η ναυτική παράδοση συνεχίζεται στα μέρη όπου ακόμη και σήμερα οι ναυτικές κοινότητες παραμένουν ζωντανές.

 

Somme: Αλιείς μυδιών.

 

Το θαλασσινό ταξίδι της ερμιονίτικης οικογένειας ξεκινά αιώνες πριν. Σε τούτο συνέτεινε η γεωγραφία της πόλης, με την ανοιχτή θάλασσα που τους περιστοίχιζε, να τους καλεί στην αγκαλιά της. Πορεύονταν στη ζωή τους με το κουπί και το πανί, με τον ιδρώτα του μόχθου τους, με την αγιοσύνη τους και με μπαϊράκι τους την αξιοπρέπεια. Φιγούρες βγαλμένες από τα χειρόγραφα του Παπαδιαμάντη, που μπάλωναν και αρμάτωναν τα δίχτυα τους με τα θαλασσοψημένα τους χέρια, μάτιζαν καραβόπανα και σχοινιά, καλαφάτιζαν βάρκες και το βράδυ έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν.

 

Ερμιόνη: Προετοιμασίες ψαρέματος. Η τράτα «ΑΛΥΣΜΟΝΗΤΟΣ», (12/12/1956). Διακρίνονται: Γιώργος Κωτσάκης (Μπαγάσας) (1 ), Γιάννης Κωτσάκης (Τζοβάνης) (2), Στρατής Χόντας (3) και Θανάσης Κωτσάκης (4).

 

Μαέστροι της θάλασσας που γνώριζαν να δουλεύουν τα δίχτυα και τα παραγάδια ισάξια, ανάλογα το ψάρι, το ψάρεμα και τον τόπο. Ταυτόχρονα πρωτοπόρησαν στην τέχνη, καραβομάστορες αυτοδίδακτοι, με πλούσια παραγωγή σκαφών στο ενεργητικό τους σε αριθμό, μορφολογική ποικιλία, ποιότητα και με τη φήμη τους να γίνεται γνωστή σε όλους τους ναυτότοπους ανά την Ελλάδα.

Οι Ερμιονίτες από τα θαλασσινά ταξίδια συσσώρευσαν εμπειρίες, πλούτο και πολιτισμό. Εκατοντάδες ναύτες και καραβοκύρηδες πέρασαν τα πέλαγα τη ζωή τους επάνω σε κάθε λογής πλεούμενο, θαλασσομαχώντας κι αρμενίζοντας. Τα βάσανα αμέτρητα όπως κι οι χαρές και τα όνειρα και τ’ ανθρώπινα πάθη. Η σπογγαλιεία αποτελούσε έναν από τους πλέον επικίνδυνους επαγγελματικούς κλάδους. Οι σπογγαλιείς ήταν αντιμέτωποι με τη σκληρότητα των συνθηκών εργασίας τους, με πολλούς από αυτούς να αρρωσταίνουν ή να χάνονται περνώντας σε σημεία πολύ επικίνδυνα για τη ναυσιπλοΐα, τα μέρη βραχώδη κι απότομα.

 

Ερμιονίτες σπογγαλιείς.

 

Οι γυναίκες των ταξιδευτών έμεναν πίσω για διαστήματα μικρά ή μεγάλα, με το βλέμμα της κοινωνίας επάνω τους να τις «βαραίνει», αναμένοντας την επιστροφή και ανασταίνοντας την οικογένεια. Ιστορίες αμέτρητες δακρύων, αποχαιρετισμών, αναστεναγμών, σινιάλων, μηνυμάτων και μοναξιάς, απουσίας και ανταμώματος, υπομονής και δύναμης, πίστης και κουράγιου.

Συνδιοργάνωση: Εταιρεία Μελετών Ερμιονίδας – Ιστορικά Αρχεία Abbeville (Γαλλία).

Πολεμικό Μουσείο Ναυπλίου, Λεωφ. Βασιλίσσης Αμαλίας 22, Ναύπλιο, τηλ. 2752 25591.

Η έκθεση θα είναι ανοικτή έως τις 29 Σεπτεμβρίου, καθημερινά 10:00 -19:00.

(Το φωτογραφικό υλικό της Ερμιόνης ανήκει στην Παρασκευή Σκούρτη και προέρχεται κυρίως από το βιβλίο «Ερμιόνη Σφουγγαράδες. «Κατάπιαν» τη ζωή τους… με το Σφουγγάρι» Εκδ. Πολύφεγγος, 2012).

 

Μαγεία, μαντική και προλήψεις. Δεισιδαιμονία – Οιωνοσκοπία – Παρετυμολογία

$
0
0

Μαγεία, μαντική και προλήψεις. Δεισιδαιμονία – Οιωνοσκοπία – Παρετυμολογία |Λαογραφικά της Ερμιόνης – Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

Ο παράλογος φόβος που βασίζεται στην πίστη ότι υπάρχουν μυστηριώδεις δυνάμεις που κατευθύνουν τη ζωή καθώς και η παρατήρηση και ερμηνεία οιωνών, δηλαδή των σημείων από τα οποία μπορεί κανείς να προβλέψει τα μελλούμενα, πάντα απασχολούσαν τον άνθρωπο.

Όπως, λοιπόν, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας πιστεύουν σ’ αυτές τις «μυστηριώδεις δυνάμεις» και στην αφελή ερμηνεία τέτοιων οιωνών (σημείων), έτσι και οι Ερμιονίτες τα μελετούσαν δίνοντας τις δικές τους εξηγήσεις! Ας μην ξεχνάμε ότι η πόλη μας λόγω και της γεωγραφικής θέσης υπήρξε κέντρο παγανιστικής λατρείας και άλλων ειδωλολατρικών εκδηλώσεων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και στα βιβλία του Χάρυ Πότερ η μάγισσα ονομάζεται Ερμιόνη!

Τις πρώτες καταγραφές μου δημοσίευσα στο περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», με τίτλο «Λόγια μαγικά, λόγια γιατρικά, λόγια που κάνουν θαύματα και αρρώστιες θεραπεύουν», τεύχ. 6 και 7. Σ’ αυτό το άρθρο αναφέρθηκα στον τρόπο που στην Ερμιόνη εμποδίζεται το ανεμοπύρωμα (ερισύπελας) ή λούγκα (αρβ. γκρ – χ – ζα), το κριθαράκι, η νευρίδα (νευροκαβαλίκεμα) και αναλυτικά έγραψα για το ξεμάτιασμα. Σε επόμενο άρθρο μου, στο ίδιο περιοδικό, και με τίτλο «ξόρκια, ξεματιάσματα και άλλα φυλακτήρια», έκανα λόγο για το πώς θεραπεύονται τα αστεράκια (δερματική πάθηση) και τι κάναμε όταν χάναμε τα πρώτα μας δόντια.

Όμως το θέμα της μαγείας και της μαντικής με όλα τα παρακλάδια τους, όπως γράψαμε, είναι απέραντο και έχει αφήσει και στην Ερμιόνη πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για πράξεις, συνήθειες, προλήψεις που θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε όσο το δυνατόν πληρέστερα.

Άλλωστε, η Λαογραφία είναι η επιστήμη αλλά και η τέχνη της στιγμής και της υπομονής. Είναι δε τόσα πολλά, θα έλεγα χιλιάδες, αυτά που αναφέρονται σ’ ολόκληρη τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή, σε αντικείμενα, φυσικά φαινόμενα, αστερισμούς, τοπωνύμια, διάφορες εργασίες κ.λπ. Μεγάλη επίδραση, ωστόσο, ασκούν και οι «ασύμμετρες» συμπτώσεις που κάνουν τον άνθρωπο να αμφιταλαντεύεται και να μην είναι σε θέση να δεχθεί την όποια αλήθεια.

Στη Χριστιανική θρησκεία τόσο ο Ιδρυτής της όσο και οι Απόστολοι αρνήθηκαν να υποταχθούν στα δαιμόνια της μαντείας, τις προλήψεις και τα μάγια. Για τον λόγο ότι, όλα αυτά έχουν σκοπό να εξαπατήσουν τον άνθρωπο, να τον οδηγήσουν στον σκοταδισμό προσφέροντάς του φρούδες ελπίδες με στόχο τα οικονομικά οφέλη των επιτήδειων.

Ωστόσο ανέκαθεν τα θέματα που είχαν να κάνουν με τη μαντική, τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες ακόμη και η παρετυμολογία ορισμένων λέξεων με εξίταραν όπως και τους περισσότερους ανθρώπους. Μου προκαλούσαν ερεθίσματα και την τάση να τα ερευνήσω με περισσότερη περιέργεια αλλά και μεγαλύτερη ευθύνη και πίστη. Δυστυχώς μέχρι σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σε μεγάλες δυνάμεις, στα «αμποδέματα» όπως λέγονται και σε μέσα που χρησιμοποιούν για να απαλλαγούν από τα μάγια και να θεραπευτούν με τις «επωδές». Στην αρχή οι επωδές ήταν άσματα και συνοδεύονταν από χορούς. Στη συνέχεια παρέμεναν μόνο οι λέξεις που είχαν τη δύναμη να επιδράσουν στις διάφορες ασθένειες που ήταν αποτέλεσμα σατανικών δυνάμεων. Αυτές οι επωδές σήμερα λέγονται ξόρκια, γητέματα, σταυρώματα.

Οι επωδές στηρίζονται σε ανίσχυρες μαγικές αντιλήψεις και όχι στη δύναμη του Θεού. Λέγονται «μυστικά» από τον γητευτή και κανείς δεν πρέπει να ακούσει, ούτε ο εξορκιζόμενος, τα λόγια της επωδής.

Όμως, αν οι επωδές είναι όργανο σατανικό τότε πώς μέσα στα λόγια χρησιμοποιούν σταυρούς, ιερά ονόματα και προσευχές; Οι γητευτές υποστηρίζουν ότι μόνο στο άκουσμα των ιερών συμβόλων και των προσευχών το πονηρό πνεύμα εμφανίζεται και τότε υπακούει στις διαταγές του μάγου.

 

Προλήψεις, μαγείες, δεισιδαιμονίες και η αντιμετώπισή τους – Πρακτική ιατρική

 

Αιμάτωμα χεριού με βελόνα: Φανερώνει ότι το ρούχο που ράβεται θα φθαρεί γρήγορα.

Αλάτι: Ρίχνουμε κρυφά αλάτι πίσω από το κάθισμα εκείνου που έχει κάνει «αρμένικη επίσκεψη» και ξεχνάει να φύγει.

Αλογόμυγα: Όταν καθίσει η αλογόμυγα κάπου και δεν φεύγει προμηνύει τον ερχομό ξένου. Γνωστή και η έκφραση στην Ερμιόνη «Μου κάθισε σαν αλογόμυγα και δεν μπορούσα να μιλήσω!».

Ανάδοχος (νουνός): Δεν επιτρέπεται να βαπτίσει τον ίδιο χρόνο παιδιά δύο οικογενειών, γιατί το ένα από αυτά δεν θα επιβιώσει.

Αραήδες: Πλάσματα της φαντασίας, αερικά, γυναίκες άσχημες με δύναμη υπερφυσική. Μ’ αυτές μας φοβέριζαν οι γονείς μας τους καυτούς καλοκαιρινούς μήνες, όταν τα μεσημέρια θέλαμε να βγούμε στο δρόμο για παιχνίδι. Αερικά στην Ερμιόνη ήταν η Βιτόριζα, η Ζώρα, οι Λάμιες, αλλά και οι Ανεράιδες και οι νεράιδες γυναίκες με ξεχωριστή ομορφιά!

Αστέρι που πέφτει: Φανερώνει τον θάνατο κάποιου ανθρώπου. Γνωστή η φράση «αστέρι έπεσε, ψυχή έσβησε». Συνηθίζεται την ώρα που πέφτει κάποιο αστέρι να κάνουμε μια ευχή.

Άφθες: Για τη θεραπεία της άφθας αλλά και της λεύκης χρειαζόμαστε τη «συνδρομή» της εκκλησίας, της γητειάς αλλά και κάποιων υλικών και «ιδανικών» συνθηκών. Η παρακάτω ευχή πρέπει να διαβαστεί νύχτα με πανσέληνο και να μην την έχει αποκαλύψει γυναίκα σε άντρα αλλά το αντίθετο για να έχει μεγαλύτερη ισχύ. Χρειαζόμαστε, μια νύχτα με αστροφεγγιά, ένα κόκκινο πανί αγιασμένο στην εκκλησία, σόδα και μέλι.

Αρχίζουμε με την ευχή:

«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν». Ταυτόχρονα σταυρώνουμε το στόμα με τις άφθες. Βουτάμε το δάκτυλο που το έχουμε τυλίξει με το κόκκινο πανί στο μέλι και τη σόδα και αλείφουμε προσεχτικά εσωτερικά το στόμα και τη γλώσσα του αρρώστου. Αυτή η επάλειψη τσούζει και ο ασθενής υποφέρει. Στη συνέχεια λέμε το «Άγιοι Ανάργυροι…» και σταυρώνουμε το στόμα του πάσχοντα λέγοντας τρεις φορές: «Κύριε, ελέησόν με!».

Ξαναβουτάμε το δάχτυλο μόνο στη σόδα και κάνουμε επάλειψη στο εσωτερικό του στόματος και τη γλώσσα. Το τσούξιμο μειώνεται αλλά ο πόνος μεγαλώνει. Κατόπιν λέμε την παρακάτω ευχή που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. «Δέσποτα παντοκράτωρ, γιατρέ των ψυχών και των σωμάτων μας άπλωσε το χέρι σου και επισκέψου τον ή την… και θεράπευσε τον δούλον σου (όνομα) από την πλήξη, την αρρώστια και τον πυρετό, το ρίγος. Ελευθέρωσέ τον… από γλωσσοφαγιά, από κακία, από μίσος, από 365 λόγια μαγείας, από κατάρα ή ανάθεμα. Αμήν, αμήν, αμήν». Τελειώνει, λέγοντας «Δι ευχών των αγίων πατέρων ημών…».

Ύστερα ξαναβουτάμε το δάχτυλο στη σόδα και κάνουμε την τρίτη και τελευταία επάλειψη στο στόμα και τη γλώσσα. Η ευχή λέγεται (διαβάζεται) παρουσία μόνο του ασθενούς και του θεραπευτή, πάντα έναστρη νύχτα, πριν από τις 12 μ.μ. στη φύση, ακόμα και τις χειμωνιάτικες μέρες. Το πανί το πλένουμε στη θάλασσα ενώ καθημερινά ξεβγάζουμε το στόμα με χαμομήλι.

Τα παραπάνω μου μετέφερε η μακαρίτισσα Μαρία Σαρρή.

Βαμβάκι: Με πολλούς σπόρους, σημάδι απόκτησης υγιών και πολλών απογόνων (γονιμότητα – ευγονία).

Γάτα: Το πλύσιμο της γάτας με τη γλώσσα στραμμένη κατά τον νοτιά και το τρελό της τρέξιμο «προειδοποιεί» για καταιγίδες και άστατο καιρό. Επίσης, όταν το πρωί δει κάποιος γάτα, είναι γρουσουζιά και η ημέρα του δεν θα κυλήσει καλά.

Γέλια: Τα πολλά γέλια, λένε, ότι βγαίνουν «ξινά», γιατί ακολουθούν στενοχώριες και κλάματα. Γι’ αυτό, όταν γελάμε πολύ, λέμε «σε καλό να μας βγουν». Γνωστή και η ερμιονίτικη φράση «Ου γέλια και καρβέλια»!

Γλάροι: Όταν μαζεύονται και πετούν «ανήσυχοι και διαμαρτυρόμενοι» πάνω από τη στεριά προμηνύεται κακοκαιρία με βροχή και αέρα.

Γλώσσα: Το δάγκωμα της γλώσσας την ώρα του φαγητού σημαίνει κακογλωσσιά.

Δέρμιζες: Θαλασσινά ασπόνδυλα που όταν το χνούδι που καλύπτει το σώμα τους έρθει σε επαφή με το δέρμα του ανθρώπου, προκαλεί ερεθισμό. Από την 1η έως τις 6 Αυγούστου σταματούσαν τα μπάνια, καθώς ο αριθμός τους αυξανόταν υπερβολικά! Οι ημέρες αυτές του Αυγούστου θεωρούνταν αποφράδες και καταραμένες και ονομάζονταν «δρίμες» (δαιμονικές).

Εικόνα που πέφτει: Κακό μεγάλο θα συμβεί.

Ελιές: Οι πολλές ελιές στο σώμα του ανθρώπου φανερώνουν πολλές πίκρες αλλά και φτώχεια.

Ημέρες της εβδομάδας

Κυριακή: Το παιδί που γεννιέται το πρωί της Κυριακής θα ζήσει ευτυχισμένο σ’ όλη του τη ζωή.

Δευτέρα: Ημέρα, που μετά την αργία της Κυριακής, επιστρέφουν οι εργαζόμενοι με δυσκολία στις δουλειές τους, γι’ αυτό και λέγεται Τσαγκαροδευτέρα.

Τρίτη: Ημέρα αποφράδα επειδή Τρίτη έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η τύχη των κοριτσιών που γεννιούνται Τρίτη δεν είναι καλή.

Τετάρτη: Ημέρα νηστείας, όπου κανείς δεν πρέπει να αφαιρέσει από τον εαυτό του το ελάχιστο. Γνωστή η φράση «Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις …».

Πέμπτη: Δεν κόβουν υφάσματα, γιατί πιστεύεται ότι «φθείρονται» εξαιτίας της παρετυμολογίας της λέξης, Πέμπτη, Πέφτη και πέφτει.

Παρασκευή: Ισχύουν όσα και για την Τετάρτη και επιπλέον επειδή την ημέρα αυτή σταυρώθηκε ο Χριστός πιστεύεται ότι καλό είναι να πλένονται τα ρούχα των αρρώστων και όχι των υγιών.

Σάββατο: Εκείνος που γεννιέται την ημέρα αυτή, ο Σαββατογεννημένος όπως λέγεται, βλέπει εύκολα φαντάσματα που όμως δεν τον ενοχλούν. Επίσης δεν ματιάζεται εύκολα ενώ ο γιος που είναι γεννημένος Σάββατο δεν έχει προκοπή στη ζωή του. Το Σάββατο είναι η πιο κατάλληλη μέρα για τη μαγεία και ποτέ δεν κόβουν ύφασμα, γιατί  «φοβούνται» τη σχετική ομοηχία Σάββατο, σάβανο πιστεύοντας ότι αυτό το ύφασμα θα γίνει σάβανο.

————————-

Ίριδα (ουράνιο τόξο): Πιστεύεται ότι όποιος περάσει μέσα απ’ αυτό θα αλλάξει φύλο.

Καρακάξα: Το κράξιμό της σημαίνει άφιξη ξενιτεμένου.

Καφές: Μια μεγάλη φυσαλίδα (φούσκα) στη μέση του φρεσκοβρασμένου καφέ σημαίνει ότι κάποιος έχει στραμμένο επάνω σου το κακό μάτι. Επίσης σημαίνει και κακογλωσσιά. Όταν σερβίρεται ο καφές και χύνεται έξω από το φλιτζάνι λένε: «Θα πάρεις λεφτά», ενώ όταν έχει πολλές φουσκάλες είναι προμήνυμα «των καλών» λόγων που θα ακουστούν για το πρόσωπό σου.

Κοκίτης: Για να θεραπευτεί το παιδί από τον επίμονο βήχα που του προκαλούσε αυτή η παιδική αρρώστια, το έφερναν καθημερινά στη θάλασσα και το πίεζαν να βήχει συνέχεια. Πίστευαν ότι ο καθαρός αέρας θα γεμίσει τα πνευμόνια του παιδιού και ο βήχας θα εξαφανιστεί. Όταν ο κοκίτης έπιανε το βρέφος και …«έσβηνε» από τον βήχα, του έκαναν αεροβάπτισμα μήπως δεν καταφέρει να επιβιώσει.

Κολόνια: Δώρο κολόνια σημαίνει τσακωμός. Γι’ αυτό εκείνος που το παίρνει, δίνει ένα νόμισμα σ’ εκείνον που την προσφέρει.

Κορυφές δύο στο κεφάλι: Προμηνύουν δύο στεφάνια.

Κούκος: Το άκουσμα της κραυγής του πουλιού προμηνύει θάνατο.

Κριθαράκι: Το λένε και «κούκισμα» και είναι ασθένεια των ματιών. Στην Ερμιόνη για να χαθεί και να σβήσει, πρώτα το σταυρώνουν και μετά λένε: «Καλημέρα, Καλησπέρα να μην σε βρει άλλη μέρα, Καλησπέρα, Καλημέρα να μη σε βρει η εσπέρα». Στη συνέχεια το μουντζώνουν τρεις φορές και η αρρώστια εξαφανίζεται. Άλλες φορές σταυρώνουν το μάτι με «μαυρομάνικο» μαχαίρι και λένε:

Αϊ- Γιώργη καβαλάρη, με σπαθί και με κοντάρι

δος μου το κλειδάκι σου, ν’ ανοίξω το ματάκι μου

να δω τι έχει μέσα, στάρι, κριθάρι, σπυρί μαργαριτάρι!

Κουνήσου από τη θέση σου: Λέγεται όταν ακούγεται από κάποιον κάτι άσχημο για να μην είναι «η ώρα ανοιχτή» και τελικά συμβεί.

Λάδι: Όταν χύνεται θα προκληθεί ατύχημα (κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά).

Λύσιμο αφαλού: Έβαζαν το δάχτυλο στο σημείο του αφαλού και προσπαθούσαν να τον στρίψουν. Μετά έβαζαν ένα κομμένο κρεμμύδι επάνω στον αφαλό. Κατόπιν το έδεναν προσεχτικά. Το σταύρωναν, έλεγαν και κάποια λόγια, όπως «Έλα Χριστέ και Παναγιά και φέρε το μαχαίρι και στρίψε το αντέρι» και ο ασθενής γινόταν μετά από κάποιες μέρες καλά. Τα συμπτώματα της λύσης του αφαλού ήταν εμετός και διάρροια. Στη θείτσα Κ. λυνόταν συνεχώς ο αφαλός…

 

Μήνες

 

Ιανουάριος ή Γαμηλίωνας: Γίνονται οι περισσότεροι γάμοι, γιατί επικρατεί η πρόληψη ότι σε άλλη περίπτωση τα παιδιά που θα γεννηθούν θα είναι ασθενικά. Ο μήνας του θάρρους και της δύναμης. Γι’ αυτό μπήκε πρώτος στη γραμμή, για να πάρει πάνω του όλο το βάρος του νέου χρόνου.

Φεβρουάριος: Αρχίζει με τρεις γιορτές του Αγίου Τρύφωνα, της Υπαπαντής και του Αγίου Συμεών που τιμώνται ιδιαίτερα στην Ερμιόνη. Ο άγιος Συμεών είναι «άγνωστος», γι’ αυτό και το όνομα αυτό δεν συναντάται στην πόλη μας.

Μάρτιος: Κάποτε τον θεωρούσαν τον πρώτο μήνα του χρόνου. Ο λαός εξαιτίας των πολλών αλλαγών του καιρού τού έδωσε πολλά παρατσούκλια. Τον είπε Πεντάγνωμο, Γδάρτη, Παλουκοκάφτη. Είναι πολύ γνωστό το έθιμο του Μάρτη ή Μάρση, η ασπροκόκκινη κλωστή που φορούν οι άνθρωποι στο χέρι και κάποιοι στο λαιμό, για να μην τους κάψει ο ήλιος. Ενδιαφέρουσα είναι για τον Μάρτη και η παρακάτω αναφορά, όπως την βρήκαμε γραμμένη σε εφημερίδα του Νομού Αργολίδας.

«Λέγει δημώδης τις παράδοσις, ότι ο Μάρτιος έχει γυναίκα νέαν και ωραίαν αλλά χωλήν (κουτσή). Δια της χαρίεσης ταύτης αλληγορίας εκφράζεται ζωηρώς ο καιρός του Μαρτίου ο ως επί το πλείστον βροχερός». Εφημερίδα Αργολίς 6-3-1875.

Απρίλιος: Ο μήνας ξεκινά με φάρσες και ψέματα για να γιορτάσει ο κόσμος την περιλάλητη Πρωταπριλιά, όπως το έθιμο προστάζει. Τα ψευδολογήματα αυτά είναι ένα είδος μαντείας και γητειάς, όπου το κακό προσπαθεί να ξεγελάσει το καλό με γαλιφιές και πρόσωπο γαλήνιο, χωρίς να το καταφέρνει. Ο Απρίλιος τόσο από το λαϊκή μούσα όσο και από τους ποιητές είναι ο μήνας που εξυμνήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο μήνα, ίσως με εξαίρεση τον Μάη.

Μάιος: Ο γιος του Ήλιου και της Τριανταφυλλιάς. Την Πρωτομαγιά πιάνουν τον «Μάη», φτιάχνουνε στεφάνια, τα κρεμούν στις εισόδους των σπιτιών για να είναι η ζωή της οικογένειας ανέμελη και λουλουδιασμένη. Τα έκαιγαν στη φωτιά του Άη-Γιάννη. Έβγαιναν στις εξοχές, τρώγανε, διασκεδάζανε, χορεύανε, τραγουδούσαν τραγούδια του Μάη. Πασάλειβαν τα πρόβατα με μούργα για να μην τα χτυπάει ο γούδερος εξαιτίας της ζέστης και είχαν ασταμάτητη φαγούρα. Επίσης έλεγαν και κάποιες επωδές-αμποδέματα.

Ιούνιος: Το τελευταίο 10/ήμερο, του Θεριστή, όπως ονομάζεται ο Ιούνιος, άρχιζε ο θερισμός, το θέρος του σταριού και των άλλων δημητριακών. Χρησιμοποιούσαν το δρεπάνι, ένα ημικυκλικό σιδερένιο εργαλείο με λαβή ξύλινη ή τα έβγαζαν με τα χέρια, αν ήταν πολύ μικρά, δουλειά ιδιαίτερα κοπιαστική. Έκοβαν, λοιπόν, τα στάχυα και τα έκαναν χειρόβολα. Οκτώ χειρόβολα μαζί έκαναν ένα δεμάτι. Τα δεμάτια τα έδεναν με μεγάλα στάχυα σίκαλης που τα έβαζαν στη θάλασσα, για να σφίγγουν και να «κρατάνε» στο δέσιμο. Τα δεμάτια τα έκαναν θυμωνιές, δηλ. ωραίους σωρούς κυκλικούς ή τετράγωνους, γυρνώντας τα στάχυα των δεματιών προς τα μέσα. Αργότερα, με την εμφάνιση των αλωνιστικών μηχανών, έριχναν τις θυμωνιές στους μεγάλους κάδους τους.

Στην αρχή του θέρους βλέποντας οι γονείς μας να απλώνεται μπροστά τους ολόκληρο το χωράφι απελπίζονταν και αναρωτιόνταν πότε και πώς θα καταφέρουν να το τελειώσουν…, μου έλεγε χαρακτηριστικά ο Α. Οι.

Ο Ιούνιος είχε επίσης τον Κλήδονα, το αμίλητο νερό, τις φωτιές και τις μαγικές ιδιότητες των φυτών που θεραπεύουν από διάφορες αρρώστιες.

Ιούλιος ή Αλωνάρης: Ο μήνας των αλωνιών, με ολόκληρη την Ερμιόνη να βρίσκεται στ’ αλώνια. Κάθε γεωργός είχε το δικό του αλώνι που αρχικά ήταν πέτρινο και αργότερα τσιμεντένιο. Κάποιος φορές το έφτιαχνε ο ίδιος μέσα στο κτήμα του με πατημένο το χώμα και στρωμένο με ασπρόχωμα, σε ψηλό σημείο για να φυσάει και να ξεχωρίζει εύκολα το άχυρο από το στάρι (καρπό). Όσοι δεν είχαν δικά τους αλώνια νοίκιαζαν πληρώνοντας κάποιο ποσό. Υπήρχαν ιδιωτικά και κοινοτικά αλώνια στην Κάπαρι, στ’ Αλώνια και αλλού, Στο κέντρο του αλωνιού υπήρχε ένα ξύλο περίπου 1,70 μ., που το έλεγαν στραμπουάρι. Εκεί έδεναν τρία – τέσσερα ή και περισσότερα άλογα που θα αλώνιζαν. Στο εσωτερικό έβαζαν το πιο γέρικο για να μην κάνει μεγάλες στροφές και εξωτερικά τα πιο νεαρά και δυνατά ζώα. Τα έδεναν με σχοινιά (τριχιές) σε κρίκους που κρέμονταν από το στραμπουάρι και καθώς γύριζαν γύρω απ’ αυτό πατώντας τα στάχυα, το σκοινί μαζευόταν. Στη συνέχεια τα ζώα γυρνούσαν αντίστροφα και το σχοινί ξετυλιγόταν. Έτσι ξεχώριζε το στάρι, το κριθάρι και τα άλλα γεννήματα από τα καλάμια στην πρώτη φάση.

 

«Θερισμός», Τάσος Αλεβίζος 1957.

 

Ακολουθούσε η απαραίτητη κοσώρα, το διάλειμμα για λίγη ξεκούραση μέχρι να ξεκινήσει η δεύτερη φάση, το λίχνισμα. Για το λίχνισμα χρησιμοποιούσαν ένα εργαλείο που το ονόμαζαν δικράνι, αρχικά ξύλινο και αργότερα σιδερένιο, που έμοιαζε με μεγάλο πιρούνι, Με μια κίνηση, όμοια μ’ αυτή που φτυαρίζουμε, έπιαναν μαζί σπόρους και άχυρα, τα πετούσαν ψηλά προς τα επάνω και ξεχώριζαν έτσι οι σπόροι από τα άχυρα. Για τη δουλειά αυτή ευνοούσε το σιγανό προς μέτριο αεράκι για να καθαρίζεται ευκολότερα το στάρι.

Στη συνέχεια γινόταν το κοσκίνισμα με το δριμόνι (μεγάλο κόσκινο). Αυτό «κρατούσε» τους κόμπους από τα στάχυα και τις πέτρες και άφηνε να περνά μόνο ο καρπός, το στάρι. Έτσι γινόταν το αλώνισμα μέχρι το 1955.

 

«Θερισμός», έργο του ζωγράφου Δημητρίου Γιολδάση (1897- 1993).

 

Αργότερα ήλθαν οι αλωνιστικές μηχανές. Όμως τη σίκαλη, τα λαθούρια, τη βρώμη τα αλώνιζαν ακόμα στ’ αλώνια, γιατί τα κόσκινα των αλωνιστικών δεν ήσαν κατάλληλα. Θυμάμαι τις αλωνιστικές μηχανές να βρίσκονται στα χωράφια του Αγροτικού Συνεταιρισμού, εκεί που είναι σήμερα το Γυμνάσιο – Λύκειο Ερμιόνης. Θυμάμαι, επίσης, τα άχυρα στοιβαγμένα σε μπάλες που προορίζονταν για φαγητό των ζώων.

Τι είναι τα άγανα, φίλε; ρώτησα τον Αντώνη.

Τα μουστάκια που έχουν τα στάχυα! μου απάντησε.

Αύγουστος: Τόσα καλά έχει ο μήνας αυτός αλλά είναι και το βαρόμετρο για την υγεία των ανθρώπων. «Για την υγεία σου, τον Αύγουστο ρώτησε πρώτα», λέει μια παροιμία που σημαίνει ότι κανείς δεν είναι σίγουρος για την υγεία του, αν δεν την βγάλει «καθαρή» τον Αύγουστο. Πάντως ένα τραγούδι του Χατζηδάκη μιλάει για τις «ήσυχες μέρες του Αυγούστου». Πόσο ήσυχες και πόσο ξένοιαστες είναι εγώ δεν μπορώ να σας το πω, γιατί έχω …άλλες εμπειρίες…

Σεπτέμβριος: Ο μήνας της συγκομιδής των σταφυλιών, ο Τρυγητής, όπως ονομάζεται. Οι γεωργοί ετοιμάζουν τη σπορά και τους σπόρους και τους στέλνουν στην εκκλησία για να ευλογηθούν. Κάποιοι γεωργοί έφερναν τον ιερέα και στο σπίτι. Είναι ο μήνας της νοσταλγικής μελαγχολίας, της περίσκεψης και της έμπνευσης. Με αφορμή δε τις γιορτές της Γέννησης της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) και του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) σε πολλά μέρη της Ελλάδας γίνονταν μεγάλες εμποροπανηγύρεις.

Οκτώβριος: Με την καλοκαιρινή αναλαμπή του φθινοπώρου, Αγιοδημητράκη, μικρό καλοκαιράκι έλεγαν οι παλαιοί Ερμιονίτες και όχι μόνο. Χρυσάνθεμα (Αγιοδημητριάτικα) και άλλα φθινοπωρινά λουλούδια στολίζουν τούτο τον μήνα. Ήταν ο μήνας που κατέβαιναν οι Βαλτετσιώτες τσοπάνηδες από τα βουνά και έρχονταν στην Ερμιόνη. Οκτώβριος είναι ο ήρεμος μήνας που οι γεωργοί καματεύουν και σπέρνουν.

Νοέμβριος: Ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου και προάγγελος του χειμώνα που ακολουθεί. Οι πολλές δουλειές των γεωργών πρέπει να τελειώνουν. Θα απομείνει το μάζεμα των ελιών.

Ξεκινά και το 40/ήμερο με τη γνωστή και στην Ερμιόνη ιστορία του «φτωχού Φίλιππου», του γεωργού με το βόδι. Όλη την ημέρα δούλευε ο Φίλιππος και το βράδυ νήστευε. Η λαϊκή παράδοση προχώρησε και σ’ ένα θαύμα που ανέδειξε τον φτωχό γεωργό σε άγιο.

Δεκέμβριος: Στ’ απόκρυφα του μήνα συναντάμε τις πολλές λαϊκές ρήσεις για τον χειμώνα που «έσκασε μύτη», τα αποφθέγματα για τις τρεις πρώτες γιορτές (Αγία Βαρβάρα, Άγιος Σάββας, Άγιος Νικόλαος) και τις παραδοσιακές προετοιμασίες για να υποδεχθούν οι άνθρωποι με αγάπη, χαρά και κάλαντα τα Χριστούγεννα.

————————

Μέτωπο μεγάλο: Είναι δείγμα έξυπνου ανθρώπου.

Μυγάκι στη μύτη: Θα ακούσεις κακό μαντάτο.

Μύγες: Τα δυνατά και ενοχλητικά τσιμπήματά τους τον Αύγουστο προμηνύουν βροχές και κακοκαιρία στις επόμενες ημέρες ή τους μήνες που ακολουθούν.

Ντουλάπια και συρτάρια: Δεν τ’ αφήνουμε ανοιχτά, γιατί φέρνουν γλωσσοφαγιά και κουτσομπολιά.

Νύχια: Το φάγωμά τους φέρνει γρουσουζιά.

Ξεμάτιασμα: Πρώτη φορά έγινε λόγος για το ξεμάτιασμα στο περιοδικό «Στην ΕΡΜΙΟΝΗ άλλοτε και τώρα», τεύχ. 7, Μάρτιος 2011, περιγράφοντάς το όπως το είχε γράψει η μητέρα μου. Επειδή, όμως, κάποιες άλλες γυναίκες μου είπαν άλλους τρόπους ξεματιάσματος (βασκανίας), τους περιγράφω στη συνέχεια.

Η ευχή της βασκανίας δίνεται γραμμένη από γυναίκα σε άντρα και το αντίθετο (ποτέ μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου) και μόνο Σάββατο λίγο πριν νυχτώσει, όπως μου έχει πει η μακαρίτισσα Μαρία Σαρρή, διαφορετικά δεν πιάνει. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι για να είναι πιο δυνατή η ευχή και οι δύο ή ένας απ’ αυτούς, στη λειτουργία της Κυριακής, θα πρέπει να μεταλάβει. Η ευχή αρχίζει με το «Πάτερ ημών…». Στη συνέχεια λέμε, «η βασκανία να φύγει και ο/η (όνομα) να γίνει καλά» και φτύνουμε τρεις φορές. Τα λόγια αυτά τα λέμε τρεις φορές. Μετά το ξεμάτιασμα λέμε «στον πιασμένο από το μάτι», να σηκωθεί από τη θέση του.

 

Ξεμάτιασμα από την Γεωργία Βασιλειάδου. Σκηνή από την ταινία «Η Κυρά Μας η Μαμή» (1958) της Finos Film. Σενάριο & σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος.

 

Ξεμάτιασμα με λάδι: Ανάβουμε το καντήλι, γεμίζουμε το φλιτζάνι του καφέ με νερό και βάζουμε μέσα λίγο αλάτι. Λέμε την ευχή όπως πρωτύτερα και πριν τελειώσει βουτάμε το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού στο καντήλι και στάζουμε μια σταγόνα λαδιού στο νερό του φλιτζανιού. Αν απλώσει πολύ, το μάτι βρίσκεται στην κορύφωση. Αυτό (ευχή και λάδι) το επαναλαμβάνουμε τρεις φορές μέχρι να μαζευτούν οι σταγόνες. Το μάτι από ανοιχτόχρωμα μάτια (γαλανά, πράσινα) είναι δυνατό και δύσκολα θεραπεύεται. Ιδιαίτερα τα γαλανά μάτια έχουν τη δύναμη της θάλασσας και τ’ ουρανού.

Δύσκολο και καταστροφικό επίσης είναι το μάτι από γυναίκα που έχει περίοδο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τρία διαφορετικά πρόσωπα πρέπει να ξεματιάσουν το ματιασμένο άτομο και πάντα με λάδι.

Τα φυλακτά που μας προφυλάσσουν από το μάτι και πρέπει να έχουμε επάνω μας είναι ο σταυρός, το ξερό αντίδωρο, η μουτζούρα πίσω απ’ τ ’αυτί, η μπλε χάντρα και το σκόρδο. Αν μάλιστα ακούσουμε καλά λόγια για μας ή δικό μας άνθρωπο και νιώσουμε δυνατό και καρφωμένο το βλέμμα κάποιου επάνω μας λέμε τρεις φορές ψιθυριστά «Φτου σκόρδα στα μάτια σου!». Αυτά μου είπε η μακαρίτισσα Μαρία Σαρρή.

Ξερό ή καλόγερος: Καθάριζαν με οινόπνευμα ή χλιαρό νερό την πάσχουσα περιοχή. Έφτιαχναν το κατάπλασμα (χυλός από βρασμένο ρύζι), το άφηναν να «χλιάνει», το έβαζαν σ’ ένα πανί καλά σιδερωμένο (όχι πετσέτα) και το ακουμπούσαν πάνω στο «ξερό». Αυτό το επαναλάμβαναν τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα φτιάχνοντας κάθε φορά νέο κατάπλασμα. Όταν έβλεπαν το «ξερό» να ασπρίζει, το τρυπούσαν με «μαλαματένια» καρφίτσα πολύ προσεχτικά. Το σταύρωναν, έλεγαν την προσευχή «Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά (ή τα ξερά) σκορπά» και αυτό «ξεφούντωνε» και σιγά-σιγά μαράζωνε, «πιονόταν». Οι γυναίκες που επιχειρούσαν τη «θεραπεία» του «ξερού» ήσαν ορισμένες.

Μια απ’ αυτές ήταν η Μαρία Σαρρή, η οποία μου αφηγήθηκε και την πρακτική αντιμετώπισή του. Συμπλήρωσε, όμως, και κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία. «Ποτέ δεν ανακατεύτηκα με τα ξερά άλλων ανθρώπων έξω από το οικογενειακό μου περιβάλλον, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πώς αυτό θα εξελιχθεί. Καλό είναι να λες δεν ξέρω». Χαρακτήριζε μάλιστα το «ξερό» σαν «ένα κουκούτσι που έχει πόνο, πύρα και φορτίο».

Ξύδι: Δεν το χρησιμοποιούσαν τη Μεγάλη Παρασκευή και την ημέρα της Αποκεφάλισης του Προδρόμου σε ένδειξη σεβασμού και σύμφωνα με το ευαγγελικό και υμνολογικό «όξος εποτίσθης». Το έλεγαν και αμίλητο ή γλυκάδι, όταν ήθελαν να το αγοράσουν από μαγαζί που είχε βάλει μούστο για κρασί.

Ομπρέλα: Ανοιχτή μέσα στο σπίτι προμηνύει θάνατο.

Παιδί: Όταν περπατάει στα τέσσερα (παίζοντας) σημαίνει ότι θα έρθουν επισκέπτες στο σπίτι.

Παλμός (παίξιμο) ματιού: Σημαίνει άφιξη προσώπου. Δεξί μάτι, καλό μαντάτο, αριστερό κακό. Στο παίξιμο ή το πέταγμα του ματιού στην Ερμιόνη λέμε τη φράση, «μου λαγγεύει το μάτι».

Παπάς: Όταν τον δει κάποιος το πρωί, μόλις βγει από το σπίτι του, θεωρείται γρουσουζιά.

Παρωτίτιδα: Την αρρώστια αυτή τη λένε μαγουλάδες ή παραμαγουλάδες, επειδή πρήζονται τα μάγουλα στο κάτω μέρος. Στην Ερμιόνη αρβανίτικα τη λένε σούτα. Αλείφουν το μέρος εκείνο με κατράμι (παχύρρευστη πίσσα) ή με μελάνη και την ξορκίζουν γράφοντας πάνω τη λέξη ΙΧΘΥΣ. (Ιησούς – Χριστός – Θεού – Υιός -Σωτήρ).

Πέταλο: Στην εξώπορτα ορισμένων σπιτιών υπήρχε καρφωμένο για να φέρνει καλοτυχία. Πολλοί βέβαια ισχυρίζονται ότι πρέπει να είναι στραμμένο προς τα επάνω, για να συγκεντρώνει όλη την καλή «ουράνια ενέργεια».

Πεταλούδα: Το πέταγμά της μέσα στο σπίτι προμηνύει την άφιξη ξενιτεμένων ή επιστολής.

Πεταλουδίτσα: Το πέταγμά της μέσα στο σπίτι δηλώνει πως η ψυχή κάποιου πεθαμένου, «επισκέπτεται» τους δικούς του ανθρώπους.

Προσωπίδα: Όταν το παιδί γεννηθεί με μια λεπτή μεμβράνη στο πρόσωπο θεωρείται τυχερό και πολύ έξυπνο.

Πουκάμισο: Όταν είναι στραβά κουμπωμένο σημαίνει ότι ο άνθρωπος που το φοράει είναι έτοιμος για καβγά.

Πυροστιά: Όταν βρεθεί πεσμένη (σε ύπτια θέση) στο σπίτι προμηνύει πολλά χρέη.

Ρίγος: Στη διάρκεια του φαγητού φανερώνει αμαρτωλό άνθρωπο.

Σαπούνι: Αποφεύγεται να δίνεται στα χέρια αλλά αφήνεται να το πάρει αυτός που το χρειάζεται, γιατί τα δύο πρόσωπα θα μαλώσουν και θα χωρίσουν.

Σιδερωσιές ή σιδρωστιές: Πρόκειται για το «άνοιγμα της πλάτης» που εμφανίζεται περισσότερο στα μωρά. Έχει πόνο στα ψαχνά της πλάτης και στα κόκκαλα.  «Του πέσαν οι σιδερωσιές», λέγαμε. Τα μωράκια, καθώς δεν μιλάνε να πουν τι έχουν, έκλαιγαν δυνατά και χωρίς σταματημό. Τους έκαναν εντριβή με χλιαρό λάδι για να γλιστρούν τα χέρια και να ζεσταίνεται το πονεμένο μέρος και να βγαίνει η ανάσα ευκολότερα. Η εντριβή με τα χέρια γινόταν πάντα προς τα πάνω, προς το κεφάλι, για να ανέβει ο πόνος και να φύγει. Στην αρχή το τρίψιμο γινόταν σιγά, πιο δυνατά στη συνέχεια και όταν τελείωναν τα έδεναν. Έπαιρναν το τσεμπέρι, το περνούσαν από τον λαιμό, το άπλωναν στο στήθος, το σταύρωναν σε σχήμα Χ και το έδεναν πίσω σφιχτά. Αυτό μετά «έντωνε – λασκάριζε» από μόνο του. Ύστερα σταύρωνε το πονεμένο μέρος και το λιβάνιζε. Η μακαρίτισσα Μαρία Σαρρή μου έλεγε ότι οι καλύτεροι επίδεσμοι είναι τα μαντήλια του κεφαλιού. «Χασέ», έλεγε συνεχώς ή «βαμβακιού», ποτέ πετσέτα!

Σκύλος: Το αλύχτισμά του έξω από το σπίτι τη νύχτα προμηνύει θάνατο, γι’ αυτό και τον έδιωχναν.

Σούφρα: Είναι η παιδική ατροφία. Η ξορκίστρα αλλά και πρακτική γιατρίνα έπαιρνε μια λεπίδα και χάραζε μικρές αμυχές κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης. Έλεγε το τροπάριο των Αγίων Αναργύρων και σταύρωνε το σημείο.

Σπίθα: Το πέταγμά της έξω από το τζάκι σημαίνει κακογλωσσιά και καταλαλιά.

Σταυρός: Φέρνοντας το Άγιο Φως στο σπίτι με την κάπνα του πασχαλινού κεριού σχημάτιζαν στο εσωτερικό επάνω μέρος της εξώπορτας έναν σταυρό. Πίστευαν ότι ο σταυρός θα φυλάει και θα ευλογεί την οικογένεια και θα φέρνει ευτυχία.

Στραμπούληγμα: Το πονεμένο μέρος, όπου το νεύρο έχει «μαζευτεί», θέλει πολύ τρίψιμο με χλιαρό λάδι. Κατόπιν χλιαρό νερό, σαπούνι τριμμένο που τ’ αφήνουμε μέχρι το νερό να κρυώσει. Σκουπίζουμε και στεγνώνουμε καλά. Μετά βάζουμε το έμπλαστρο που έχουμε φτιάξει με θειάφι, λιβάνι, λάδι (άλλα υλικά δεν θυμόταν η Μ.Σ.) και το δένουμε σφιχτά. Το αφήνουμε λίγες μέρες να «ησυχάσει» και αν δεν αποθεραπευτεί, επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία. Όταν τελειώνουμε λέμε το «Ιησούς Χριστός Νικά» και σταυρώνουμε το σημείο.

Σφί(γ)κες: Όταν μαζεύονται πολλές το καλοκαίρι προμηνύεται γρήγορη βαρυχειμωνιά.

Φαγούρα της μύτης: Όταν μας τρώει η μύτη χωρίς κανένα λόγο, σημαίνει ότι θα «φάμε» ξύλο.

Φαγούρα της παλάμης: Όταν μας «τρώει» η αριστερή παλάμη και επιθυμούμε να την ξύσουμε, σημαίνει ότι θα πάρουμε χρήματα. Αν μας «τρώει» η δεξιά θα δώσουμε χρήματα.

Φτέρνισμα: Σε γάμο σημάδι ότι θα ακολουθήσει και δεύτερος. Σε κηδεία το ίδιο. Επίσης, όταν κάποιος διηγείται ένα γεγονός και φτερνίζεται σημαίνει ότι λέει την αλήθεια.

Χαρτονομίσματα: Όταν κάποιος πιάνει στο χέρι του χαρτονομίσματα, τα περνάει από τις τρίχες του κεφαλιού του. Έτσι προσδοκά να είναι πολλά (όσα και τα μαλλιά του) και ποτέ να μην του λείψουν.

Χελιδόνι: Όταν το πιάσεις και το κρατήσεις στα χέρια σου πέφτουν τα μαλλιά σου.

Χέρια σταυρωμένα: Δείχνουν νεκρό αλλά και ότι κανένα από τα προβλήματα της οικογένειας δεν θα λυθεί. Γνωστή η φράση «Λύσε τα χέρια σου!».

Χτύπημα ξύλου: Χτυπάμε ξύλο, γιατί κάτι που λέμε ή ακούμε την ώρα της συζήτησης και δεν θέλουμε να συμβεί. Μάλιστα λέμε και τη φράση «Κούφια η ώρα που τ’ ακούει».

Ψαλίδι: Ανοιχτό μέσα στο σπίτι σημάδι κακογλωσσιάς. Συχνά το αφήνουμε και συνειδητά ανοιχτό, για να βρούμε κάτι που χάσαμε.

Ωμοπλατοσκοπία: Ένας άλλος τρόπος για να «ξέρουμε τα μελλούμενα». Ανάλογα με τα σημάδια που υπάρχουν στο κόκκαλο της πλάτης του πασχαλινού αρνιού, βλέπουμε την ευτυχία και τη δυστυχία που «έρχεται». Η μητέρα μου, παρ’ ότι δεν πίστευε σ’ αυτά, πάντα το κοιτούσε και «διάβαζε» τα σημάδια του. Ωστόσο απέφευγε να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις, παρ’ όλο που συχνά της το ζητούσα…

 

Άγιοι – Εορτές

 

Θα ξεκινήσουμε με την αναφορά μας στους Αγίους και τις διάφορες Εορτές της Εκκλησίας μας από την 1η Σεπτεμβρίου, την αρχή της Ινδίκτου, που αρχίζει το νέο εκκλησιαστικό έτος. Η αναφορά μας θα είναι σύντομη, γιατί κυκλοφορεί ξεχωριστή μελέτη με θέμα «Εκκλησιαστική Λατρεία – Ήθη και έθιμα».

Αρχή της Ινδίκτου (1η Σεπτεμβρίου): Αν ο νοικοκύρης μπει στο σπίτι του προτού να περάσει ο παπάς για τον αγιασμό, θεωρείται κακό σημάδι.

Άγιος Ευστάθιος (20 Σεπτεμβρίου): Τον γιορτάζουν οι έγκυες γυναίκες, για να μπορέσει το μωρό «να σταθεί» (παρετυμολογία) και να ζήσει. Για τον ίδιο λόγο ο άγιος είναι και προστάτης των καροτσιέρηδων – αμαξάδων, καθώς βοηθάει να έχουν σταθερότητα οι καρότσες τους.

Αγία Ερμιόνη (4 Σεπτεμβρίου): Η Αγία Ερμιόνη, ως Ανάργυρη ιατρός, προσφέρει την ίαση του ανθρώπου. Το εκκλησάκι της, που οικοδόμησε ο μακαριστός Παντελεήμονας Μπαρδάκος, Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας. βρίσκεται στον λόφο των Μύλων.

 

Ιερός Ναός Αγίας Ερμιόνης

 

Άγιος Αβέρκιος (22 Οκτωβρίου): Ανήμερα της γιορτής γίνεται αγιασμός που ρίχνεται στα βαρέλια, ενώ βράζει ο μούστος, για να δώσει καλό κρασί.

Άγιος Δημήτριος (26 Οκτωβρίου): Με τα ωραία χρυσάνθεμα, τα αγιοδημητριάτικα όπως τα λένε, το μικρό καλοκαιράκι, με πρώτους τους γεωργούς να ξεκινούν την προμήθεια των εφοδίων του χειμώνα. Ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας φορούν τις χειμερινές στολές τους. Στην Ερμιόνη υπάρχει εκκλησία στον δρόμο της Πικροδάφνης.

Άγιοι Ανάργυροι (1η Νοεμβρίου και 1η Ιουλίου): Το προσκύνημα της Ερμιονίδας! Με το ιαματικό νερό και τη χάρη τους θεραπεύουν κάθε ασθένεια, σώματος και ψυχής.

 

Το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, πάνω από το γαλήνιο κόλπο της Ερμιόνης – Ντιάνα Αντωνακάτου.

 

Άγιος Μηνάς (11 Νοεμβρίου): Παρετυμολογικά ο Μηνάς μηνύει και φανερώνει τα χαμένα και τα κλοπιμαία. Υπάρχει στην Ερμιόνη το εκκλησάκι του μέσα σε όμορφο, πευκόφυτο δασάκι, στα Αλώνια.

Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου): Η Παναγιά η Πολυσπορίτισσα, η Παναγία – Δήμητρα όπου οι νοικοκυραίοι βράζουν πολυσπόρια για το κακό που πέρασε και το καλό που περιμένουν.

Αγία Αικατερίνη (25 Νοεμβρίου): Την επικαλούνται τα κορίτσια στο όνειρό τους για να τους φανερώσει τον άντρα που θα παντρευτούν. Στην Ερμιόνη υπάρχει εκκλησάκι στη μνήμη της.

Άγιος Στυλιανός (26 Νοεμβρίου): Δίνουν το όνομά του σε ασθενικά παιδιά για να στυλώσουν (παρετυμολογία) τα πόδια τους.

Άγιος Ανδρέας (30 Νοεμβρίου): Το παλαιό νεκροταφείο της Ερμιόνης. Πιστεύεται, εξαιτίας και της παρετυμολογίας, ότι από την ημέρα της γιορτής του το κρύο αντρειεύει (δυναμώνει).

Αγία Βαρβάρα (4 Δεκεμβρίου): Προστάτιδα των παιδιών από την ευλογιά, που ωστόσο ξεχάστηκε από τότε που βρέθηκε το εμβόλιο… Γνωστό το εκκλησάκι της Αγίας στο Ρορό.

Άγιος Νικόλαος (6 Δεκεμβρίου): Ο προστάτης των θαλασσινών, κύριος των ανέμων και εξουσιαστής των άγριων κυμάτων της θάλασσας. Στην Ερμιόνη, μέσα στο Μπίστι, υπάρχει ο ναός του και οι Ερμιονίτες θαλασσινοί πάντοτε οργανώνουν το πανηγύρι του. Έξω από τον ναό βρίσκονται ερείπια της αρχαίας Ερμιόνης.

Άγιος Σπυρίδων (12 Δεκεμβρίου): Τον γιορτάζουν οι έγκυες για να μην βγει το νεογέννητο με σπυριά (παρετυμολογία). Επίσης για τον ίδιο λόγο θεωρείται θεραπευτής και προστάτης κατά της ευλογιάς.

Άγιος Ελευθέριος (15 Δεκεμβρίου): Γιορτάζουν οι έγκυες γυναίκες για να τις προστατεύει και εξαιτίας του ομόηχου της λέξης να έχουν «καλή λευτεριά».

Άγιος Μόδεστος (16 Δεκεμβρίου): Γιορτάζουν οι γεωργοί, «γιορτάζουν και τα βόδια». Στην Ερμιόνη υπήρχε ομώνυμος Σύλλογος που πανηγύριζε στη γιορτή του.

Άγιος Βασίλειος (1 Ιανουαρίου): Γιορτάζει την πρώτη του νέου έτους. Ο άνθρωπος μόλις σηκώνεται από τον ύπνο του, θέλει να ακούσει και να δει κάτι καλό και τυχερό (έθιμο ασπροπόδαρος).

Θεοφάνεια (6 Ιανουαρίου): Στο τέλος της λειτουργίας άφηναν ελεύθερο ένα περιστέρι και παρακολουθούσαν το πέταγμά του. Αν πετούσε προς τον Βοριά ο χειμώνας θα ήταν κρύος ενώ προς τον Νοτιά οι βροχές θα ήταν πολλές καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Άγιος Αντώνιος (17 Ιανουαρίου): Το όνομα Αντώνιος στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν από τα δημοφιλέστερα στην Ερμιόνη και τη γύρω περιοχή. Στην Αυλώνα βρίσκεται νέο εκκλησάκι του Αγίου.

Άγιος Ιωάννης (Η Σύναξη, 7 Ιανουαρίου): Υπάρχει φροντισμένο εκκλησάκι στην είσοδο της νότιας πλευράς, στο Μπίστι, όπου τα τελευταία χρόνια γίνονται συμβολικά βαπτίσεις αλλά και γάμοι.

Άγιος Ευθύμιος (20 Ιανουαρίου): Την ημέρα αυτή δεν πιάνουν βελόνα, γιατί τα ρούχα θα τα τρυπήσει ο σκόρος!

Τρεις Ιεράρχαι (30 Ιανουαρίου): Η γιορτή των Γραμμάτων. Τα σχολεία παλαιότερα είχαν αργία ενώ στην Ερμιόνη, μάλλον παρετυμολογικά, γιορτάζει η Αρχόντω.

Άγιος Τρύφωνας (1 Φεβρουαρίου): Ο προστάτης Άγιος των αμπελιών και των αγρών εναντίον των ποντικιών και της κάμπιας. Γι’ αυτό και στην εικόνα του παρουσιάζεται με κλαδευτήρι. Στην Ερμιόνη υπάρχει το εκκλησάκι του στο περιβόλι του Κομμά.

Υπαπαντή (2 Φεβρουαρίου): Στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχε ομώνυμος Σύλλογος στην Ερμιόνη. Παλαιότερα την ημέρα αυτή ήταν η εορτή της Μητέρας.

Άγιος Συμεών (3 Φεβρουαρίου): Οι έγκυες γυναίκες τον γιορτάζουν για να μην βγει το παιδί σημαδεμένο (παρετυμολογία)!

Άγιος Χαράλαμπος (10 Φεβρουαρίου): Ο προστάτης του κόσμου από το κουκούδι (πανώλη). Έξω από την Ερμιόνη προς την Ντάρδ(ε)ζα είναι το εκκλησάκι του.

Άγιος Βλάσιος (11 Φεβρουαρίου): Προστατεύει τα κοπάδια από τον λύκο, τα τσακάλια και τα άλλα αγρίμια. Δίπλα στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων υπάρχει εκκλησάκι που χρησιμοποιείται και ως κοιμητήριο της Μονής.

Άγιοι Θεόδωροι: Τα κορίτσια σκορπίζουν στην αυλή του σπιτιού τα κόλλυβα του εσπερινού της γιορτής και βλέπουν στον ύπνο τους τον άνδρα που θα παντρευτούν. Η γιορτή των Αγίων Θεοδώρων είναι το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Στον ομώνυμο λόφο πάνω από το Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων υπάρχει εκκλησία με ωραίες τοιχογραφίες.

Αγίου Λαζάρου ή Σάββατο του Λαζάρου: Τα παιδιά από την παραμονή (Παρασκευή) κρατώντας ένα συμβολικό ομοίωμα του Λαζάρου γυρίζουν τα σπίτια και ψάλλουν τα κάλαντα του Λαζάρου που είναι πολλά.

Κυριακή των Βαΐων: Με τα πολλά βαΐτικα τραγούδια. Πασίγνωστο το «Βάγια, Βάγια των βαγιών…». Στην Ερμιόνη δίνονταν τα βάγια στην εκκλησία, σχηματισμένα σε όμορφους καλλιτεχνικούς σταυρούς. Το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων προβάλλεται ο Νυμφίος της Εκκλησίας.

Άγιος Γεώργιος (23 Απριλίου): Ο ιππότης Άγιος με το ωραίο άσπρο άλογο από τους πιο δημοφιλείς της Ελλάδας. Πολλά τα τραγούδια του ελληνικού λαού όπου ο άγιος, όπως ο ήρωας του παραμυθιού, με το κοντάρι του σκοτώνει τον δράκοντα. Γιορτάζει στις 23 Απριλίου και πάντα μετά την Κυριακή του Πάσχα, συνήθως τη Δευτέρα του Πάσχα. Την ημέρα αυτή ραντίζανε τα σπίτια με το «αμίλητο νερό» για να φύγουν οι ψύλλοι, οι κοριοί και τα μικροζωύφια.

Αγία Μαύρα (3 Μαΐου): Την ημέρα της γιορτή της Αγίας οι νοικοκυρές δεν ξεκινούσαν καμιά δουλειά εκτός απ’ αυτές του σπιτιού. Δεν ζύμωναν, γιατί το ψωμί μούχλιαζε αμέσως ή γινόταν μαύρο σαν κάρβουνο! Νεόκτιστο εκκλησάκι της Αγίας υπάρχει στην Πετροθάλασσα.

Άγιος Νικόλαος ο Νέος (9 Μαΐου): Ο Μαηνικόλας, όπως συνηθίζουμε να τον λέμε, με το μοναχικό εκκλησάκι στο Καταφύκι. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του κυρ-Απόστολου μπροστά στην Αγία Τράπεζα υπάρχει θαμμένη αρχαία μαρμάρινη πλάκα με επιγραφή, η οποία είναι ασβεστωμένη.

Άγιος Επιφάνειος ο νέος (12 Μαΐου): Ο Κύπριος θεραπευτής των ματιών. Στο εκκλησάκι του, στον Δαμαλά, υπήρχε ιαματικό τρεχούμενο νερό και παλαιότερα γινόταν μεγάλο πανηγύρι.

Άγιος Κωνσταντίνος και Ελένη (21 Μαΐου): Ο κόσμος φόραγε τα καλοκαιρινά ρούχα, τα κοντομάνικα πουκάμισα, ενώ στον στρατό και την αστυνομία φορούσαν τις θερινές στολές.

Αγίου Πνεύματος: Όσοι κοιμούνται τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος λένε θα κοιμούνται όλο τον χρόνο!

Άγιος Ονούφριος (12 Ιουνίου): Με το όνομα του Αγίου ονομάζουν όσους έχουν αδυνατίσει και είναι απεριποίητοι. «Τι έγινες, βρε σαν τον άγιο Ονούφριο!», λένε.

Άγιος Ελισσαίος (15 Ιουνίου): Εξαιτίας της ομοηχίας της λέξης και της παρετυμολογίας της, αυτός που εργάζεται εκείνη την ημέρα (15 Ιουνίου) προσβάλλεται από λύσσα μαζί και τα ζώα του!

Άγιος Ιωάννης ο Κλήδονας: Με πολλές προλήψεις, δεισιδαιμονίες και έθιμα γιορτάζει στις 24 Ιουνίου.

Άγιος Προκόπιος (8 Ιουλίου): Τον επικαλούνται συμβολικά για προκοπή ενώ οι στείρες γυναίκες ζητούν τη βοήθειά του να τεκνοποιήσουν.

Άγιος Κήρυκος (15 Ιουλίου): Τον έχουν προστάτη τα παιδιά.

Αγία Μαρίνα (17 Ιουλίου): Συνδυαστικά με τ’ όνομά της είναι εκείνη που «μαραίνει» τις αρρώστιες των παιδιών.

Προφήτης Ηλίας (20 Ιουλίου): Νεφελώδης καιρός την ημέρα της γιορτής του είναι σημάδι συμφοράς, γιατί ο Άγιος είναι ο αίτιος της βροντής και της βροχής. Στην Ερμιόνη έχουμε δύο εκκλησάκια του Αγίου, ένα στην Κουβέρτα και ένα στην Αυλώνα (Παπαμιχαλαίων), πάνω στο «όρος Θώρνακα ή Κοκκύγιο».

Η Ιουλία, όπως και άλλα θηλυκά ονόματα, εορτάζει του Προφήτη Ηλία, εξαιτίας της σχετικής ομοηχίας και παρετυμολογίας του ονόματος αγνοώντας όχι μόνο την ορθογραφία αλλά και την Αγία Ιουλιανή (21 Δεκεμβρίου).

Αγία Άννα (25 Ιουλίου): Ο αείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σαρρής έκτισε νέο ναό στην περιοχή Ποτόκια.

Αγία Παρασκευή (26 Ιουλίου): Η γιατρός για τα μάτια που επιθυμεί οι άνθρωποι να τηρούν την αργία της.

Άγιος Παντελεήμονας (27 Ιουλίου): Είναι κι αυτός γιατρός για πολλές ασθένειες ενώ θεωρείται και θεραπευτής των ματιών.

Μεταμόρφωση (του Σωτήρος, 6 Αυγούστου): Ο ιερέας ευλογεί τα σταφύλια που φέρνουν στην εκκλησία διαβάζοντας τη σχετική ευχή.

Άγιος Φανούριος (27 Αυγούστου): Πιστεύεται, εξαιτίας της ομοηχίας της λέξης, ότι «φανερώνει» τα χαμένα αντικείμενα, γι’ αυτό ανάβουν κερί και φτιάχνουν πίτες (φανουρόπιτες).

Άγιος Ιωάννης, ο αποκεφαλιστής (29 Αυγούστου): «Η Μεγάλη Παρασκευή», του καλοκαιριού! Πένθιμη ημέρα λόγω του αποκεφαλισμού του Προδρόμου. Οι άνθρωποι αποφεύγουν να χρησιμοποιούν το μαχαίρι για το ψωμί, τα φρούτα κ.λπ.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

Τα Λαογραφικά της Ερμιόνης – Θρησκευτικές συνήθειες, μαγεία, προλήψεις, Τοπωνύμια – Αθήνα, 2024.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Πηλοτεχνήματα και Πηλοτεχνουργήματα στην Ερμιόνη Αργολίδας

$
0
0

Πηλοτεχνήματα και Πηλοτεχνουργήματα στην Ερμιόνη Αργολίδας – Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

Τίποτα δεν είναι πιο ελληνικό όσο ένα παραδοσιακό πήλινο. Όλα του φανερώνουν Ελλάδα. Το υλικό, η μορφή, η έκφραση. Ελληνικό είναι το χώμα και το νερό, ελληνικός ο ήλιος και το θερινό αεράκι που το στεγνώνουν, όπως ακόμα τα σκοίνα και τα πουρνάρια που το πυρώνουν. Και πάνω απ’ όλα ελληνικά είναι τ’ ακριβά χέρια, με δάχτυλα που σκέπτονται, όταν δημιουργούν με τον πηλό. [Β. Δ. Κυριαζόπουλος]

 

Οι παρακάτω πηλοκατασκευές με τις πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες τους, ξεπήδησαν από τις ανάγκες και τις συνήθειες των ανθρώπων που έζησαν σε χρόνους λιγότερο ή περισσότερο μακρινούς.

 

Τα κανάτια

 

Από μια μικρή έρευνα που έκανα σε τρία- τέσσερα λεξικά που χρησιμοποιώ κανένα δεν κάνει λόγο για «το δοχείο νερού» που έχουμε οι Ερμιονίτες στο μυαλό μας. Τα κανάτια, λοιπόν, που έχουν αποσυρθεί εδώ και χρόνια από την καθημερινή χρήση (σήμερα υπάρχουν λιγοστά) είναι πήλινα δοχεία «χωρισμένα» σε δύο διακριτούς χώρους.

Ο κάτω που μοιάζει με φουσκωμένο μπαλόνι, έχει κυκλική βάση και παίρνει τη μεγαλύτερη ποσότητα νερού. Ο επάνω χώρος, ένας μακρύς και στενός λαιμός που καταλήγει σε όμορφα στρογγυλά «χείλη», διευκόλυνε στο να πέφτει άνετα το νερό στα ποτήρια και τις κανάτες. Το φουσκωτό μέρος του κανατιού ήταν στολισμένο με ωραίες ανάγλυφες πήλινες παραστάσεις ενώ το χρώμα του ήταν συνήθως κάτι μεταξύ του υπόλευκου, του ανοιχτού γκρι ή του ανοιχτού κίτρινου. Για τα κανάτια, έχουμε κάνει λόγο στις λαογραφικές μας μελέτες της Ερμιόνης. Τα «έκλεβαν» από τα σπίτια και τα χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν από τα πηγάδια το «αμίλητο νερό» την παραμονή της γιορτής του Άη Γιάννη του Κλήδονα. Ακόμη σ’ αυτά μετέφεραν το νερό κατά την ταφή των νεκρών. Το κανάτι με εντολή του ιερέα το έσπαζαν πάνω στο φρεσκοσκαμμένο μνήμα.

 

Αιγινίτικο κανάτι.

 

Στα παιδικά μου χρόνια αλλά και αρκετές 10/ετίες νωρίτερα κάθε σπίτι είχε τα δικά του κανάτια. Τα καλοκαίρια τα γέμιζαν με νερό και τα άφηναν δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο ή έξω από την εσωτερική πόρτα που έβγαζε στην αυλή ή τα ακουμπούσαν στις πλάκες που εξείχαν από τους τοίχους των σπιτιών, για να παραμένει το νερό δροσερό.

Οι Ερμιονίτες για πολλά χρόνια προμηθεύονταν τα κανάτια από τους μικροπωλητές που ανέβαιναν στο πλοίο της γραμμής, όταν έπιανε το λιμάνι της Αίγινας. Μαζί με τα φημισμένα φιστίκια Αιγίνης, πουλούσαν και όμορφα κανάτια. Είναι γνωστό πως η Αίγινα είχε παραδοσιακούς κανατάδες που γνώριζαν άριστα την τέχνη του πηλού και έφτιαχναν θαυμάσια πηλοτεχνουργήματα.

 

Αιγινίτικα κανάτια.

 

Όμως προμηθεύονταν κανάτια και από το καΐκι που ερχόταν από τα Βάτικα, τη Νεάπολη Λακωνίας και πουλούσε κρεμμύδια και διάφορα άλλα πήλινα αντικείμενα, φθηνότερα και κατώτερα από εκείνα της Αίγινας.

Όταν στα μέσα της 10/ετίας του ’50, εγκαταστάθηκε στην Ερμιόνη ο μπάρμπα-Γιάννης Σαμψών ο σταμνάς και έστησε στον τόπο μας το εργαστήριό του όλα τα πήλινα αντικείμενα, στάμνες, γλάστρες, κανάτια κ.λπ. τα αγοράζαμε απ’ αυτόν, αφού με το γάιδαρό του φορτωμένο με την πραμάτεια του, σε μεγάλη ποικιλία, περνούσε σχεδόν καθημερινά απ’ όλες τις γειτονιές της Ερμιόνης.

 

Οι πινιάτες

 

Οι πινιάτες έχουν το σχήμα της γνωστής στάμνας χωρίς να καταλήγουν στον μικρό στενό λαιμό αλλά σε μεγάλο στρογγυλό άνοιγμα, που καλύπτει σχεδόν όλη την επάνω επιφάνεια. Έτσι μοιάζουν περισσότερο με τα κιούπια που έβαζαν το λάδι και υπάρχουν σε πολλά σπίτια της Ερμιόνης ασβεστωμένα και καλοδιατηρημένα. Οι πινιάτες, εκτός από το μέγεθος, διαφέρουν από τα κιούπια, γιατί εξωτερικά δεν έχουν τους ανάγλυφους κύκλους που τους δίνουν ιδιαίτερη χάρη, αλλά η κεραμιδί τους επιφάνεια είναι ζωγραφισμένη με λευκά άνθη και άλλες διακοσμητικές παραστάσεις. Θυμάμαι πως στις πινιάτες βάζαμε τις στυφές ελιές με το χοντρό αλάτι για «να γίνουν» αλλά και λάδι, όσπρια και διάφορα άλλα τρόφιμα.

 

Τα αγγειά

 

Αγγειά λέγαμε τα πήλινα ειδικά δοχεία που τα χρησιμοποιούσαμε για τις ανάγκες της νύχτας, τα καθοίκια, όπως πολλοί τα έλεγαν. Τις 10/ετίες πριν από τον πόλεμο αλλά και ακόμη νωρίτερα επειδή οι τουαλέτες βρίσκονταν έξω στην αυλή και ορισμένες φορές σε αρκετή απόσταση από το σπίτι, στο δωμάτιο υπήρχε πάντα το «ειδικό δοχείο νυκτός» το αγγειό και όχι αγγείο, ένα από τα πλέον χρηστικά αντικείμενα των ανθρώπων. Τα αγγειά, λοιπόν, όπως είπαμε, ήσαν πήλινα δοχεία, που έμοιαζαν με γλάστρες μεσαίου μεγέθους αλλά ανθεκτικότερης κατασκευής. Στην πόλη μας τα έφερνε και τα πουλούσε το καΐκι από τα Βάτικα. Έβγαινε μάλιστα πρώτα ο «ντελάλης», ο μπάρμπα Σπύρος Μανουσάκης και αργότερα ο μπάρμπα-Στάθης Ζαραφωνίτης, που τα διαλαλούσαν σ’ ολόκληρη την Ερμιόνη.

Ήρθε το καΐκι απ’ τα Βάτικα με κρεμμύδια και καθοίκια μ’ αλοιφή!

 

Περίτεχνα διακοσμημένο, προπολεμικό Δοχείο Νυχτός.

 

Σε μερικά σπίτια υπήρχαν αγγειά πολυτελείας φτιαγμένα από εξαιρετικής ποιότητας πορσελάνη με χρωματιστά σχέδια κυρίως λουλούδια ακόμα και πρόσωπα. Τα τοποθετούσαν, αφού τα έπλεναν καλά, σε ντουλαπάκι του κομοδίνου. Σπάνια τα αγγειά είχαν καπάκι. Σήμερα, όσα τέτοια αγγειά έχουν απομείνει, είναι ακριβές αντίκες και στολίζουν τις προθήκες Μουσείων και σπιτιών. Στην Ερμιόνη έχει απομείνει για ανέντιμους ανθρώπους η υβριστική φράση «είναι καθοίκι μ’ αλοιφή ή χωρίς αλοιφή».

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

 

Τα Μεταλλεία Ερμιόνης 1905-1995 – Ενενήντα χρόνια ζωής, δράσης και παραγωγικότητας

$
0
0

Τα Μεταλλεία Ερμιόνης 1905-1995Ενενήντα χρόνια ζωής, δράσης και παραγωγικότητας |Θανάσης Μαρόγιαννης


 

Τα Μεταλλεία Ερμιόνης, που βρίσκονται στη βορειοανατολική πλευρά των Αδερών,[1] λειτούργησαν επί ενενήντα περίπου χρόνια προσφέροντας οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή και στην εθνική οικονομία, με την εισροή ξένου συναλλάγματος. Πιστεύω ότι όλες οι μεγάλες εταιρείες στην πορεία της λειτουργίας τους έχουν τις θετικές αλλά και τις αρνητικές τους πλευρές, οι οποίες όμως ήταν ελάχιστες, όπως θα φανεί παρακάτω.

Η έναρξη των εργασιών των Μεταλλείων Ερμιόνης τοποθετείται περίπου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Ο Γάλλος γεωλόγος Σκέντζε, που είχε την εκμετάλλευση των Μεταλλείων Λαυρίου, από έρευνες που είχε κάνει στην περιοχή μας, είχε διαπιστώσει ότι από την έκρηξη των ηφαιστείου των Μεθάνων, πριν πολλά χρόνια, είχαν δημιουργηθεί κοιτάσματα χαλκοπυρίτη και σιδηροπυρίτη[2] στην ευρύτερη περιοχή της οροσειράς των Αδερών. Ο Σκέντζε [Αρ. Π. Σκένδερ] ήταν διευθυντής της Γαλλικής Εταιρείας στο Λαύριο, n οποία ανέλαβε την εκμετάλλευση των μεταλλείων της Ερμιόνης. Με τις κατάλληλες διαδικασίες πήρε άδεια εξόρυξης και άρχισε τις εκσκαφές στο βόρειο τμήμα του Ηλιοκάστρου.

 

Μεταλλεία Ερμιόνης.

 

Η εξόρυξη των μεταλλευμάτων ήταν πολύ δύσκολη τότε, γιατί δεν υπήρχαν τα τεχνολογικά μέσα. Οι εργάτες χτυπούσαν το κοπίδι με βαριοπούλες, άνοιγαν οπές και έκαναν εκρήξεις με πυρίτιδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου. Μάλιστα τότε, δεν υπήρχε 8ωρο, υπήρχε το 12άωρο, σε δύο βάρδιες. Τα μπάζα, χώματα και πέτρες, προϊόντα των εξορύξεων μεταφέρονταν από τις στοές μέσα σε κόφες, φορτωμένες πάνω σε ζώα. Μετά από ένα χρόνο κοπιαστικής και επίμονης εργασίας έφτασαν στον κύριο όγκο του μεταλλεύματος, τον Δεκέμβριο του 1906, ημέρα του εορτασμού της Αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας των μεταλλείων, που προς τιμήν της έχτισαν το εκκλησάκι στο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Η εταιρεία βρίσκοντας τα μεταλλεύματα, άρχισε να οργανώνει τεχνολογικά το συγκρότημα.

 

Μηχανουργείο, Δάρδεζα. Αρχείο Κ. Αγγελόπουλος 2003 (Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής).

 

Το Μηχανουργείο εσωτερικά. Αρχείο Μυρσ. Σαμαρά 1968 (Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής).

 

Στη θέση Μπαρουτοσπηλιά εγκατέστησε τριβείο μεταλλεύματος, έφτιαξε και οργάνωσε τα Γραφεία της εταιρείας και τοποθέτησε σιδηρογραμμές μήκους 12 χιλιομέτρων που εξυπηρετούσαν τη μεταφορά του μεταλλεύματος στον κόλπο της Δάρδιζας. Η μεταφορά από την εξόρυξη στο χώρο συγκέντρωσης γινόταν με συρόμενα βαγονέτα που τα έσερναν άλογα.

 

Σκάλα φόρτωσης, Δάρδιζα. Αρχείο Δήμου Ερμιονίδας.

 

Γύρω στο 1920 τα Μεταλλεία τα αγοράζει ο Γρόμαν,[3] ένας Γερμανός, ο οποίος εκσυγχρονίζει περισσότερο το έργο και φέρνει την πρώτη ατμομηχανή για τη μεταφορά του υλικού. Αυτή λειτούργησε με κάρβουνο και την ονόμασε «ΒΑΡΒΑΡΑ», η οποία σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο σιδηροδρόμων Ελλάδας, στον Πειραιά.

 

Μεταλλεία Ερμιόνης.

 

Με τη λειτουργία του έργου άρχισαν να καταφθάνουν εργάτες[4] από πολλά μέρη της Ελλάδας με τις φαμίλιες τους με σκοπό να εργαστούν και να επιβιώσουν στους δύσκολους καιρούς, κυρίως από τις Κυκλάδες, τη Μήλο, τη Σέριφο, αλλά και από την Κύμn της Εύβοιας, από τη Ζάκυνθο. Αυτοί εργάζονταν μακριά από τον τόπο τους, μια και τα χρόνια ήταν δύσκολα και έπρεπε να επιβιώσουν αυτοί και οι φαμίλιες τους. Η εργασία διαρκούσε 12ωρο, με συνθήκες πρωτόγονες και σκληρές, με αποτέλεσμα τραυματισμούς, ατυχήματα βαριά ακόμα και θανάτους.

 

Οι μαθητές ξεκινούσαν κρατώντας τις τσάντες τους κάθε πρωί από τις εργατικές κατοικίες στη Δάρδεζα.

 

Γύρω στα 1936 περίπου αγοράζει τα Μεταλλεία ο Γεώργιος Κανελλόπουλος, ο οποίος είχε καλυκοποιείο και έφτιαχνε πυρομαχικά, όπλα και οβίδες.

Ο ερχομός της δικτατορίας του Μεταξά (4 Αυγούστου 1936) βελτιώνει τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης του εργάτη μεταλλωρύχου, καθιερώνεται το 8ωρο, επιβάλλεται η ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. Η νέα διεύθυνση πλαισιώνει με επιστημονικό προσωπικό το μεταλλείο, φέρνοντας τους πρώτους μεταλλειολόγους, ενώ σιγά-σιγά θέτει στο περιθώριο τους μέχρι τότε εμπειροτέχνες. Μεταξύ αυτών ήρθε ως διευθυντής ο Ανδρέας Συρίγος, μεταλλειολόγος από τη Ρωσία. Για λόγους όμως που ακόμα δεν έχουν διευκρινιστεί, δολοφονήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1938, από έναν εργαζόμενο, ενώ έτρωγε στο εστιατόριο του Γεωργίου Γανώσn, στα άνω Μεταλλεία Ηλιοκάστρου.

 

Ανώνυμος Μεταλλευτική Εταιρία «Μεταλλεία Ερμιόνης», 5 μετοχές .

 

Στη διάρκεια της Κατοχής τα Μεταλλεία συνεχίζουν να λειτουργούν και οι εργαζόμενοι σε αυτά αντί για χρήματα πληρώνονται με είδος: φασόλια, φακές, λάδι, αλεύρι, είδη πρώτης ανάγκης για την επιβίωση. Επίσης μοίραζαν στους εργαζόμενους πέτρωμα ασετιλίνης, που την έκαιγαν σε ειδικές λάμπες, για τον νυχτερινό οικιακό φωτισμό.

Μετά τον πόλεμο το εργοτάξιο αγοράζεται από τον όμιλο Μποδοσάκη, ο οποίος αρχίζει να το εκσυγχρονίζει με μηχανές παραγωγής αέρα και ρεύματος, με σουηδικά αεροσφύρια και ό,τι άλλο απαιτείται για τη σύγχρονη εξόρυξη του μεταλλεύματος. Και έρχεται η χρυσή 20ετία μετά τον πόλεμο (1950-1970), με τις ανάγκες για σίδηρο και χαλκό αυξημένες. Τα Μεταλλεία της Ερμιόνης παράγουν αυτά τα μεταλλεύματα και τα στέλνουν στη διεθνή αγορά. Η περιοχή μας έχει οικονομικά οφέλη, ενώ εισρέει ξένο συνάλλαγμα στη χώρα μας.

 

Φωτογραφία από τη Στοά 90. Αρχείο Μυρσ. Σαμαρά.

 

Το 1960 η παραγωγή φτάνει τους 90.000 τόνους το χρόνο και συνεχίζεται μέχρι το 1978.[5] Στη διεθνή αγορά όμως η τιμή του χαλκού πέφτει, γιατί η Χιλή παράγει πια μεγάλη ποσότητα χαλκού σε επιφανειακά στρώματα. Έτσι η μεγάλη ποσότητα έριξε την τιμή και δεν μπόρεσε το μικρό Μεταλλείο να γίνει ανταγωνιστικό.

Γι’ αυτό στις 13 Γενάρη του 1978,[6] παρά τις αντιρρήσεις του προέδρου της Εταιρείας Πρόδρομου Μποδοσάκη, έκλεισε. Αποζημίωσε το προσωπικό και από τους 400 εργαζόμενους κράτησε 80 και επέκτεινε τις δραστηριότητες σε λατομικές εργασίες, ανοίγοντας καινούργια λατομεία και εργοστάσια κατεργασίας μαρμάρων.

Μετά το θάνατο του Μποδοσάκη και του ανιψιού του, το Μεταλλείο έκλεισε οριστικά στις 31 Οκτωβρίου του 1995.

Αυτή εν ολίγοις είναι η ιστορία των Μεταλλείων της Ερμιόνης με τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία, όπως κάθε ανθρώπινο έργο. Τα αρνητικά γιατί η δουλειά ήταν ανθυγιεινή, η πνευμονοκονίασn έτρωγε τα σωθικά των εργαζομένων, παρ’ ότι τα τελευταία 30 χρόνια είχε εκσυγχρονιστεί με συστήματα αερισμού και η κατάσταση είχε βελτιωθεί. Δυστυχώς εργαζόμενοι είχαν τραυματιστεί από αμέλεια, ενώ υπήρχαν και πέντε θάνατοι. Αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα συμβαίνουν στα μεγάλα εργοτάξια.

Το 1967 στην Ελλάδα εργάζονταν 15.000 μεταλλωρύχοι. Σήμερα ο αριθμός τους έχει πολύ περιοριστεί και οι περισσότεροι από αυτούς εργάζονται στα μεταλλεία Ολυμπιάδας Χαλκιδικής.

Το Μεταλλείο της Ερμιόνης άφησε πίσω του μια ιστορία. Οι άρχοντες του τόπου μας όμως δεν την αξιοποίησαν κατά πώς έπρεπε. Για παράδειγμα το εργοτάξιο του μεταλλείου στο Λαύριο διασώθηκε, μετατράπηκε σε Μουσείο και το επισκέπτεται πλήθος κόσμου. Επίσης στο Δίστομο διασώθηκε το εργοτάξιο και μετατράπηκε σε χώρο επισκέψιμο, με το όνομα «Μεταλλευτικό Πολιτιστικό Κέντρο».

 

Το 2014 εντοπίστηκαν τα αρχεία των Μεταλλείων Ερμιόνης, από επισκέπτη στο χώρο των γραφείων τους. Βρίσκονταν σε πλήρη εγκατάλειψη.

 

Πιστεύω ότι και εμείς μπορούσαμε να διατηρήσουμε και να προβάλουμε τη βιομηχανική μας κληρονομιά. Να διατηρήσουμε τα εργοτάξια σαν Μουσεία, το τρενάκι, που διένυε μια απόσταση 12 χιλιομέτρων, περνώντας από χαράδρες και ποτάμια, τις στοές, τη σκάλα, το σχολείο, τις εργατικές κατοικίες, προσφέροντας στον επισκέπτη μέσα από τα διάσπαρτα κτίσματα ανεκτίμητης ιστορικής και πολιτιστικής αξίας το παρελθόν μας, που θα αποτελούσε και παρακαταθήκη για το μέλλον μας.

Θα ήθελα να επισημάνω και την παρουσία των δύο Ερμιονιτών διευθυντών που υπηρέτησαν στα Μεταλλεία. Ο Νικόλαος Δέδες, Χημικός, ήταν για 14 χρόνια διευθυντής της επιχείρησης. Άνθρωπος μορφωμένος, έξυπνος, που έβλεπε μπροστά. Έργο δικό του ήταν η ίδρυση του Αγροτικού Συνεταιρισμού το 1950.

Ο Δημήτριος Ξενάκης, Μηχανολόγος, Καθηγητής του Πολυτεχνείου Αθηνών. Γερό μυαλό, συνέβαλε στην ανάπτυξη του μεταλλείου. Έργο δικό του υπήρξε η πρώτη στην Ελλάδα υψικάμινος της ΛΑΡΚΟ.

 

Σημειώσεις Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης με βάση τη νεότερη έρευνα της φιλολόγου κας Μυρσίνης Σαμαρά.


[1] Βρίσκονται στο δυτικό μέρος της οροσειράς Αδέρες,  όπου παρουσιάζονται χαλκούχα ορυκτά σε διάφορες θέσεις της περιοχής της Ερμιονίδας:  Ηλιόκαστρο, Άγ. Δημήτριος, Καψοσπίτι, Ρορό και Μπαρουτοσπηλιά.

[2] Ο σιδηροπυρίτης χρησιμεύει για την παρασκευή θειϊκού οξέος, απαραίτητου στη βιομηχανία υπερφοσφωρικών λιπασμάτων.

[3] Κατά τη μακρόχρονη διαδρομή τους τα εκμεταλλεύτηκαν: 1) Η Μεταλλευτική Εταιρεία «Μεταλλεία Ερμιόνης» του Αρ. Π. Σκένδερ και άλλων μετόχων από το 1905. 2) η Γαλλική Εταιρεία, που διαχειριζόταν και τα μεταλλεία Σερίφου, με τον Γεώργιο (γιο του Αιμίλιου) Γρώμαν. 3) Από το 1922, η Ο.Ε Μιχ. Λίτσας και Λ. Σκένδερ.  4) Από το 1927, η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων με τον Νικ. Κανελλόπουλο. 5) Τέλος, από το 1947, ο Πρόδρομος Αθανασιάδης (Μποδοσάκης), ο οποίος εξαγόρασε  την ΑΕΕΧΠ&Λ.

[4] Η οικονομική κρίση, που έπληττε την αγροτική και κτηνοτροφική  Ελλάδα στις αρχές του 20ού αι., οδήγησε πολλούς εργάτες – εσωτερικό μεταναστευτικό ρεύμα – στα Μεταλλεία Ερμιόνης. Οι περισσότεροι προέρχονταν από άλλα μεταλλεία από τα νησιά του Αιγαίου  (Σέριφο, Μήλο, Άνδρο, Εύβοια, Σαντορίνη, Κρήτη), από τη Μικρά Ασία κ.ά. μέρη. Οι ντόπιοι (μεταξύ αυτών και ανήλικα παιδιά και γυναίκες), προέρχονταν κυρίως από το Ηλιόκαστρο, τα Δίδυμα, το Λουκαΐτι, την Ερμιόνη. Διέσχιζαν πολύωρες διαδρομές πεζοί, με ζώα, σε ανύπαρκτους δρόμους, με βάρκες και τη Βενζίνα της Εταιρίας -Ερμιόνη- Δάρδεζα- και πολύ αργότερα, στη δεκαετία του ’60,  με τροχοφόρα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30: Η αύξηση των ξένων εργατών και των αναγκών στέγασης των οικογενειών τους, επέβαλε, με τη συνδρομή της Εταιρίας ΑΕΕΧΠ&Λ, το κτίσιμο απλών εργατικών οικιών. Τότε κτίστηκε και η  εκκλησία της  Αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας των μεταλλείων (το μοναδικό άρτια  σωζόμενο μέχρι σήμερα ιστορικό και θρησκευτικό μνημείο του οικισμού) και το  μονοθέσιο δημοτικό σχολείο. Την ίδια δεκαετία κτίστηκε στην παραλία του όρμου Δάρδεζας (Αχλαδίτσας) και η πρώτη συστάδα από δώδεκα μικρές εργατικές κατοικίες. Ο οικισμός  «Μεταλλεία», που στέγαζε περισσότερους από 200 κατοίκους, αποτέλεσε μια μικρή  κοινωνία  που συνδέθηκε τόσο με  αυτή του Ηλιοκάστρου όσο και της Ερμιόνης, οικονομικά- εμπορικά, πολιτισμικά και ιστορικά με αμφίδρομες ωφέλειες.

[5] Στη δεκαετία του ’70: Οι νέες συνθήκες της οικονομίας επηρεάζουν σταδιακά την εξορυκτική δραστηριότητα των Μεταλλείων. Το έτος 1978 σταματούν οριστικά αφήνοντας πολλούς εργαζόμενους σε απόγνωση. Πλήττεται ιδιαίτερα το Ηλιόκαστρο.

[6] Το έτος 1978 σταματούν οριστικά αφήνοντας πολλούς εργαζόμενους σε απόγνωση. Πλήττεται ιδιαίτερα το Ηλιόκαστρο. Το έργο άλλαξε σε Λατομεία μαρμάρων Ηλιοκάστρου και Ερμιόνης. Με το θάνατο του Μποδοσάκη, στις 18 Ιανουαρίου 1979, την Εταιρεία αναλαμβάνει ο ανιψιός του Αλέκος Αθανασιάδης και μετά τη δολοφονία του, το 1988, περιήλθε οριστικά το 1995 στην Εθνική Τράπεζα. Σημερινός ιδιοκτήτης των Μεταλλείων είναι ο Όμιλος Τσοκανή Α.Ε.

 

Θανάσης Μαρόγιαννης, υπάλληλος των Μεταλλείων.

«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 6, Νοέμβριος 2010.

 Διαβάστε ακόμη:


Η «ιδιωτική» Προσχολική Αγωγή στην Ερμιόνη

$
0
0

Η «ιδιωτική» Προσχολική Αγωγή στην Ερμιόνη – Παρασκευή Δημ. Σκούρτη


 

Η πρώτη ιδιωτική πρωτοβουλία στην Ελλάδα που αφορά την εκπαίδευση των μικρών παιδιών καταγράφεται στα 1904. Στην Ερμιόνη, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες του αειμνήστου δασκάλου μας Μιχάλη Παπαβασιλείου, το 1906 ιδρύεται με ιδιωτική πρωτοβουλία το πρώτο σχολείο, προκειμένου να καλύψει τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής και να προσφέρει ωφέλιμη και κατάλληλη αγωγή στα μικρά παιδιά της πόλης μας. Σίγουρα οι συμπατριώτισσές μας δε γνώριζαν τις θεωρίες των παιδαγωγών Froebel, Montessori, Freine, Decroly, όμως με βάση τις συνθήκες της ζωής του τόπου, οργάνωσαν και τη ζωή του «σχολείου» τους, ώστε να είναι δημιουργική και αποδοτική.

Παραθέτω τα κείμενα από το βιβλίο του «κυρ Μιχαλάκη» – όπως τον λέγαμε- «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης» που υπήρξε και η αφορμή της έρευνάς μου:

«…του μεγάλου νοικοκυρόσπιτου της οικογένειας μπάρμπα Γιώργη Δεδάκη, που ήτανε το πρώτο ιδιωτικό Νηπιαγωγείο της Ερμιόνης και το οποίο διατηρούνε μέχρι σήμερα πεντακάθαρο οι δυο τελευταίες που απομείνανε θυγατέρες της οικογένειας..».

Αργυρώ Δεδάκη – Μέξη.

Και παρακάτω: «…Την ιδέα της ίδρυσης του Νηπιαγωγείου την συνέλαβε και αμέσως το σκάρωσε η δεύτερη θυγατέρα της οικογένειας Αργυρώ, το 1906 και το διατήρησε μέχρι το 1910 που παντρεύτηκε και ο άντρας της δεν ήθελε να εξακολουθήσει να εργάζεται. Σ’ αυτό μαζευόντουσαν τα παιδιά που είχανε προσχολική ηλικία και μαθαίνανε να κάνουνε σωστά το σταυρό τους, να μετράνε ίσαμε το δέκα, να γράφουνε τα πιο εύκολα γράμματα του αλφαβήτου, να ζωγραφίζουνε κουλουρίτσες, τετράγωνα και σταυρουλάκια, να τραγουδάνε πατριωτικά τραγούδια, ν’ ακούνε από τη δασκάλα τους διάφορα όμορφα παραμύθια και να τα λένε στους γονιούς τους στο σπίτι και χίλια δυό χρήσιμα για την ηλικία τους πράγματα.

Όλα τους καθόντουσαν σε χαμηλά ξύλινα σκαμνάκια, που φέρνανε από το σπίτι τους και η κυρία τους, όπως την λέγανε, σε αψηλή καρέκλα πίσω από το ξύλινο τραπεζάκι της, πάνω στο οποίο υπήρχανε ο κατάλογος (ένα τετράδιο με γραμμένα Αργυρώ Δεδάκη – Μέξη τα ονόματα των παιδιών), μια μποτίλια με μελάνι από σουπιά, άλλη μια με γόμα από ταλαμ(ού)γκα αμυγδαλιάς {Ταλαμ(ού)γκα: το δάκρυ της αμυγδαλιάς που χρησίμευε ως κόλα}, ένας χάρακας, ένας δείχτης κι ένα κονσερβοκούτι, που χρησίμευε να βάζει τα αγριολούλουδα που τα παιδιά γι αυτήν μαζεύανε στα χωράφια.

Η πληρωμή της ήτανε, από όσους μπορούσανε, μια μπακιρένια δεκάρα κάθε εβδομάδα ή μια φρεσκοζυμωμένη κουλούρα, κανένα ψάρι από τους ψαράδες, χταπόδι από τους χταποδάδες, λίγα χόρτα από τις φτωχές φαμίλιες που η γιαγιά στα χωράφια μάζευε και από τους καλονοικοκύρηδες καμιά μπουκάλα λάδι ή κρασί, απ’ ό,τι δηλαδή είχε ο καθένας που μπορούσε να προσφέρει στο σπίτι του. Πληρωμή όχι σοβαρή στη μεγάλη αυτή για το παιδί προσφορά, σημαντική όμως, γιατί φανέρωνε χειροπιαστό το μεγάλο της ευγνωμοσύνης συναίσθημα, το οποίο ολοζώντανο τότε ζούσε στις καρδιές των ανθρώπων. Όταν το Νηπιαγωγείο αυτό έκλεισε, τα παιδιά της Ερμιόνης δεν μείνανε χωρίς τη στοργική φροντίδα του· άλλες δυο ξύπνιες κοπελιές του τόπου, απόφοιτες κι οι δυο του Δημοτικού, ανοίγουνε σύγχρονα κι οι δυο δικό της η κάθε μια Νηπιαγωγείο και χρυσές δουλειές κάνουνε». (σελ. 313-314).

Η Αργυρώ ήταν κόρη του Γιώργου Δεδάκη, που είχε άλλες τέσσερεις αδελφές, την Αυγουστίνα, την Ελένη (Μπούλμπερη), την Αλεξάνδρα, την Όλγα και τρία αδέλφια, το Σωτήρη (Ντεντάκη), τον Ανάργυρο (Ρεζεντάν) και τον Αντρέα. Η Αργυρώ παντρεύτηκε τον Διονύση Μέξη, που διατηρούσε μπακάλικο και που έμοιαζε κάπως με το σημερινό σούπερ μάρκετ. Απέκτησαν τρία παιδιά τη Φανή, τον Πάνο και τη Μαρία.

Η Αικατερίνη Γκάτσου κόρη του μπαρμπα-Παναγή, γεννήθηκε το 1900· τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο το 1912 και το «Ελληνικόν Σχολείον» (το Σχολαρχείο της εποχής) το 1913 στη Χαλκίδα, που ο πατέρας της ως ψαράς έκανε εκεί ταξίδια. Γύρω στα 1914 έμεινε ορφανή από πατέρα και αποφάσισε να φτιάξει το δικό της «σχολείο» για μικρά παιδιά προσχολικής ηλικίας στο ισόγειο δωμάτιο του σπιτιού της. Την απόφασή της αυτή ενίσχυσε η δασκάλα της Μαρία Φρούτα, που η καταγωγή της ήταν από τις Σπέτσες, (σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας έδωσε ο γιος της Μιχάλης Σχοινάς και η κόρη της Χρυσούλα Ησαΐα. Το σπίτι του μπαρμπα-Παναγή βρισκόταν αντικριστά με το σπίτι του Γιώργου Σκούρτη (Ασπρούλη), πατέρα της Διαμαντούλας προς το νοτιά, και σήμερα ανήκει και κατοικείται από την οικογένεια της Ματίνας Φασιλή.

Ο δάσκαλος στο βιβλίο του χαρακτηρίζει την Αικατερίνη Γκάτσου καλοκάγαθη, εργατική, καλοσυνάτη και σεμνή. «Έπειτα από κάμποσα χρόνια, η μονάκριβη θυγατέρα του μπαρμπα-Παναγή Γκάτσου, Κατίνα, που τη διέκρινε μια ξεχωριστή καλοσύνη, ζευγαρωμένη με μοναδική εργατικότητα, αποφάσισε να μεταβάλλει το ισόγειο του σπιτιού της σε φωλιά ζεστή, όπου μάζευε όσα μπορούσε πιο πολλά παιδιά που δεν πηγαίνανε ακόμα σχολείο και στους δρόμους γυρίζανε, για να τους προσφέρει μαζί με την άμετρη αγάπη της ψυχαγωγία και γνώσεις».

Δύο πανέξυπνα παιδιά από εκείνα που φιλοξενούσε στο «σχολείο» της, ο Γιώργος Κομμάς (αδελφός του Μιμάκου και της Παγώνας) και ο Κώστας Γιώργας, τής έκαναν προωθημένες για την εποχή ερωτήσεις, όπως π. χ. τι είναι το Κρανίδι; Και το Ναύπλιο, τι είναι; Έτσι, με βάση τις απαιτήσεις και το νέο κλίμα που είχε διαμορφωθεί αναγκάστηκε εκτός από το αλφαβητάριο, τα τραγούδια, τη γραφή, να δώσει στα παιδιά ευκαιρίες για εμπλουτισμό των εμπειριών, σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες των παιδιών της και τη γραπτή μαρτυρία του δάσκαλου: «…πνευματικοψυχική των μαθητών διάκριση με καλομελετημένες γιορτές ανάλογες στο χρόνο μέρες, με περιπάτους την Άνοιξη στην εξοχή και με καλοδιαλεγμένα παραμύθια που μιλάγανε ολόισια στην ψυχή των παιδιών και τα κάνανε να κρέμονται συνεπαρμένα από το γλυκό της στόμα, που ποτέ δεν σταμάταγε να χαμογελάει».

 

Γιώργος & Αικατερίνη Σχοινά.

 

Ο αείμνηστος Απόστολος Γκάτσος, εκπαιδευτικός και ιστορικός που τα απογεύματα του καλοκαιριού στο στέκι του στα Μαντράκια μάς διηγείται με μοναδικό τρόπο ωραίες ιστορίες του παρελθόντος, είχε φοιτήσει στο Νηπιαγωγείο της Αικατερίνης Γκάτσου. Θυμάται λοιπόν και μάς λέει με τη μπάσα χαρακτηριστική φωνή του: «Δύο γυναίκες είχαν το σχολείο. Η κόρη έκανε τη δασκάλα και βοηθούσε η μάνα της, που ήταν ηλικιωμένη. Για κάθισμα είχαμε μια σανίδα που κρεμόταν στον τοίχο με στηρίγματα. Μάς μάθαινε διάφορα και επέμενε στην πειθαρχία, αλλά ένας συνομήλικός μου ο Λευτέρης Πασσαλάρης που αργότερα έφυγε η οικογένειά του για τον Πειραιά, έκανε πολύ φασαρία και η ηλικιωμένη μάνα της Κατίνας, του πετούσε το κουντούρι της {Κουντούρι:παντόφλα με άνοιγμα στο πίσω μέρος}, προκειμένου να ησυχάσει».

Η διδασκαλία της Κατίνας Γκάτσου διήρκεσε μέχρι το 1918, γιατί στο μεταξύ αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε το Γεώργιο Σχοινά (Μπιθικόκκαλο) και έκτοτε σταμάτησε να εργάζεται. Από τον γάμο της απέκτησε τέσσερα παιδιά που τα διαπαιδαγώγησε με τις αρχές της, τη Χρυσούλα (Ησαΐα), τη Μαρία (Λουκά) το Μιχαλάκη και το Γαβρίλη.

Το παράδειγμά της συνέχισε η Σταυρούλα Μαρουλά (Κάψο ή Κάψου), που άνοιξε το Νηπιαγωγείο στο ισόγειο του δικού της σπιτιού, δίπλα στην Παναγία και που στις μέρες μας το λειτουργούσε ως Καφενείο ο Γιώργος Πολυχρονόπουλος.

Τη Σταυρούλα Μαρουλά ο δάσκαλος την περιγράφει ως επιβλητική και δραστήρια. Οι πληροφορίες που πήρα την περιγράφουν με τα ίδια χαρακτηριστικά και ακόμα, ότι ήταν πολύ όμορφη, ζηλευτή, έξυπνη, πολυπράγμων κι εργατική, χαρακτηρισμοί που δικαιολογούνται διαβάζοντας κανείς παρακάτω.

 

Ανδρέας Καρδάσης & Σταυρούλα Μαρουλά.

 

Η δημιουργία Νηπιαγωγείου απετέλεσε την πρώτη της επαγγελματική, τολμηρή, έξυπνη έμπνευση για κάτι χρήσιμο στο χωριό, για τις οικογένειες που είχαν πολλά παιδιά. Πληροφορίες για το χρονικό διάστημα που δίδαξε η Σταυρούλα Μαρουλά δεν υπάρχουν.

Όταν έκλεισε το Νηπιαγωγείο πήγε στην Αθήνα και έμαθε την κομμωτική. Κούρευε και χτένιζε τις Ερμιονίτισσες μπροστά σ’ ένα ωραίο έπιπλο – τουαλέτα. Η κυρία Κατερίνα Παπαμιχαήλ-Ρήγα που μου έδωσε πληροφορίες για τη Σταυρούλα λόγω συγγένειας μου είπε: «Μου άρεσε να με κουρεύει και να με χτενίζει μπροστά σ’ αυτό το ωραίο έπιπλο και ζήτησα από τον πατέρα μου και μου έφερε ίδιο παιγνίδι τουαλέτα. Μου έφτιαχνε ωραίες μπούκλες οσάκις είχα να ειπώ ποίημα στο σχολείο».

Ίσως οι οικονομικές δυνατότητες των ανθρώπων της εποχής δεν ήσαν ικανοποιητικές για τη στήριξη και αυτής της προσπάθειας της Σταυρούλας, γι’ αυτό στράφηκε στη μοδιστρική, χάρισμα που είχε από πολύ μικρή, αφού ως μικρή μαθήτρια ­ σύμφωνα πάντα με διηγήσεις – έραβε πανέμορφα φορεματάκια για τις δικές της κούκλες αλλά και για τις κούκλες των συμμαθητριών της, αντί του ποσού της δεκάρας. Στον ίδιο χώρο ανοίγει μοδιστράδικο και ράβει τις γυναίκες της πόλης μας, έχοντας στη δούλεψή της επτά μαθήτριες και μία από αυτές ήταν και η θεία μου Πολυξένη Φοίβα-Κασνέστη, αδελφή της μητέρας μου. Η θεία μου, μού είχε μιλήσει με μεγάλο θαυμασμό για εκείνη. Μαθήτριές της επίσης ήσαν η Χρυσούλα Σχοινά, η Μαρίνα Σπετσιώτου, η Φώτω Οικονόμου, η Μαρία Κασνέστη, η Ντίνα Νάκου, η Κατίνα Ι. Βογανάτση, η Βενετία Ζωγράφου και άλλες.

Παντρεμένη στον πρώτο της γάμο με τον Αντρέα Καρδάση, έναν ωραίο, έξυπνο και διασκεδαστικό άντρα, φημισμένο για τα ανεπανάληπτα αστεία και μασκαρέματά του, χασάπη στο επάγγελμα, μα παρόλα αυτά οικονομικά στηριζόμενο στη δραστήρια γυναίκα του.

Ο Αντρέας ήταν ένας ενδιαφέρον τύπος που άφησε εποχή με τις φάρσες που έστηνε σε πολλούς και έκανε τους υπόλοιπους να γελούν. Αυτό ήταν το χόμπι του. Το ζευγάρι δεν απόκτησε παιδιά και κάποια στιγμή χώρισε, πράγμα σπάνιο και εξαιρετικά επιβαρυντικό για την εποχή.

Ο δεύτερος άντρας της ήταν ο Γιώργος Πολυχρονόπουλος. Είχε έρθει στην Ερμιόνη από το Ναύπλιο ως εισπράκτορας του φόρου «ελαιοδέκα». Ήταν πολύ ψηλός και με τη χλαίνη του φάνταζε ψηλότερος. Νεώτερός της κι ωραίος, αλλά χωρίς επάγγελμα, άνοιξαν αργότερα στο σπίτι της Καφενείο. Δεν απέκτησε ούτε και με αυτόν παιδιά. Σε κάποιο ταξίδι της στην Αθήνα, νύχτα της έκλεψαν το σπίτι της και της αφαίρεσαν σχεδόν όλα της τα πράγματα, το ρουχισμό και τον εξοπλισμό της τέχνης της, τη ραπτομηχανή, το σίδερο κ.α.

Ήταν μια γυναίκα ηρωική γεμάτη ζωή, επινοητική, φιλότιμη, εύπιστη, πολύ χορευταρού και κεφάτη. Συχνά έβαζε το γραμμόφωνο και χόρευε χασάπικο. Πάνω σ’ έναν τέτοιο χορό έπεσε νεκρή προδομένη από την καρδιά της, τσακισμένη από τις περιπέτειες της ζωής της.

Όλα τούτα τα σημαντικά σε κοινωνική προσφορά συνέβαιναν στον τόπο μας, από την πλευρά τριών γυναικών που με την καινοτομική πρωτοβουλία και ισχυρή τους παρουσία, συνδεόμενες με τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής εξυπηρέτησαν την υπάρχουσα κοινωνική και οικονομική κατάσταση της πατρίδας μας, απέκτησαν την αποδοχή και την εμπιστοσύνη των γονέων για τη φροντίδα και αγωγή των μικρών τους παιδιών.

Τούτες οι αυτοχρησμένες «δασκάλες» προσέφεραν εκτός από την πρώτη γνώση, την καλλιέργεια της γλώσσας, την προσαρμογή στην ομαδική ζωή και την πειθαρχία. Συνέβαλαν στη βελτίωση των δεξιοτήτων, προετοίμασαν τα μικρά παιδιά για την ένταξή τους στο σχολικό περιβάλλον, παρείχαν φροντίδα, έγνοια, ανατροφή, ευκαιρίες για κοινωνικότητα. Διέδωσαν την κουλτούρα του τόπου και έδωσαν ευκαιρίες για ψυχαγωγία και δημιουργική απασχόληση σε εκείνα τα παιδιά που λόγω της ηλικίας τους δεν συμμετείχαν σύμφωνα με τους νόμους στη σχολική ζωή.

 

Παρασκευή Δημ. Σκούρτη

«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 13, Ιανουάριος, 2013. 

 

Σχετικά θέματα:

 

Η Ερμιονίτικη Ενδυμασία

$
0
0

Η Ερμιονίτικη Ενδυμασία


 

Από το φύλλο της συκής των πρωτοπλάστων μέχρι σήμερα, το ένδυμα γνώρισε πολλές μεταβολές. Άλλαξε μορφές σε διάφορους χρόνους και διάφορους τόπους και διάφορες συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων. Ανάλογα με το προσωπικό γούστο και την αγοραστική δύναμη διαμορφωνόταν και η ενδυμασία, μέσα στις συνήθειες του τόπου και του χρόνου, ως προς τις λεπτομέρειες.

Η Ειρήνη Αναστασίου Σχοινά με τη χρυσοκέντητη πιέτα και τον διπλό Σταυρό. Αρχείο: Βιβή Σκούρτη.

Παρακάμπτοντας τους αρχαίους χιτώνες, τα μεσαιωνικά ενδύματα και τα αναγεννησιακά πολυσύνθετα ενδύματα, θ’ αναφερθώ στην ένδυση των Ερμιονιτισσών και Ερμιονιτών μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Πολλοί γνωρίζουν τα γενικά χαρακτηριστικά.

Φουφουλάδες οι άνδρες, με φαρδιές μακριές φούστες οι γυναίκες. Τις λεπτομέρειες όμως λίγοι. Συχνά βλέπω παραποίηση της τοπικής ενδυμασίας από άγνοια, πλην όμως οι υπεύθυνοι οφείλουν να αναζητούν γνώστες ηλικιωμένους, σχετικούς με τα ιστορικά στοιχεία του τόπου για ακριβείς πληροφορίες.

Η ερμιονίτικη λοιπόν ενδυμασία ήταν νησιώτικη. Ήταν ίδια με εκείνη των Υδραίων, των Σπετσιωτών και των Κρανιδιωτών. Η ανδρική αποτελείτο στα βασικά από τη μαύρη φαρδιά φουφούλα με πολλές πτυχές που σακούλιαζε πίσω και κατέληγε να κλείνει στα γόνατα. Από τα γόνατα και κάτω συνέχιζαν οι λευκές χοντρές κάλτσες (τσουράπια) μέχρι τα μαύρα παπούτσια. Στο θώρακα λευκό πουκάμισο με νερβίρ[1] και από πάνω γιλέκο βελούδινο ή τσόχινο, αμάνικο και κοντό, κεντημένο με φεστόνια, γαλονάκια (μεταξωτά κορδόνια) πλεχτά κουμπιά ένθεν και ένθεν λοξά τοποθετημένα. Στη μέση πολλές γυροβολιές το φανταιζί (πολύχρωμο) μακρύ 3-4 μέτρα, ριγέ, συνήθως, ζουνάρι μεταξωτό, το γιορτινό, ή χοντρό, το καθημερινό που κατέληγε σε φουντίτσες. Στην κεφαλή φέσι χονδρό όχι σφαιρικό σαν του τσολιά, μάλλον σαν κόλουρος κώνος, με μια φούντα κρεμαστή.

Η δε γυναικεία επίσημη φορεσιά ήταν συνήθως από γυαλιστερό ταφταδένιο ή μπροκάρ ύφασμα ή και βελούδινο. Αποτελείτο από φούστα μακριά, σουρωτή. Το μπούστο – κορσάζ ζακετάκι κοντό και εφαρμοστό, μεσάτο, κεντημένο με κλωστές ή χάνδρες ή πουπουλένιες γιρλάντες ή πιετάκια ή άλλα διακοσμητικά. Η κεφαλή στολισμένη με την πιέτα που το δέσιμό της ήταν τεχνικό. Μέσα από την πιέτα φορούσαν το λεπτό τρίγωνο φακιόλι που έστριβαν τις άκρες και τις έδεναν στην κορυφή της κεφαλής. Από πάνω η πολυτελής πιέτα από δαντέλα ή οργάντζα κεντημένη περίτεχνα. Σωστά καλλιτεχνήματα! Καθώς ήταν απλωμένη κάτω από το σαγόνι, στολιζόταν από χρυσές καρφίτσες διαφόρων «νησιώτικων» σχεδίων (καραβάκια, άγκυρες, ψαράκια, ματάκια, σταυρουλάκια, τριφυλλάκια, καρδιές, κοφινάκια, πένες-φτερό, κ.α.).

 

1906, Η καπετάνισσα Αγγελική Κατσογιώργη με το παραδοσιακό ταφταδένιο νυφικό και τη χρυσοκέντητη πιέτα. Αρχείο: Βιβή Σκούρτη.

 

Αυτό όμως που δέσποζε κρεμασμένο στο στήθος ήταν ο νησιώτικος βαρύς ανάγλυφος σταυρός με τον Εσταυρωμένο εμπρός και την Ανάσταση πίσω, πλουμιστός και κυρίαρχος, δώρο της πεθεράς στη νύφη στον αρραβώνα. Αλλά και όλα τα χρυσά ήσαν δώρα από τους συγγενείς κατά τον αρραβώνα με σιγουριά στη μονιμότητα.

Η πιέτα ήταν φοδραρισμένη με κίτρινο σατέν. Κι από την κορφή στη βάση. Το δέσιμο της πιέτας το ‘ξεραν καλά αυτές που τη φορούσαν. Στη μεγάλη πλευρά του τριγώνου, στη θέση του μετώπου, δύο κορδονάκια τεντωμένα δένονταν πίσω για να μη φύγει από τη θέση της. Δύο βαθιές διπλωσιές στους κροτάφους και οι δύο άκρες οξείες γωνίες καρφιτσώνονταν πίσω ψηλά με χοντροκέφαλη καρφίτσα. Η εφαρμογή του δεσίματος δυσεφάρμοστος στα σημερινά χέρια. Οι τελευταίες που εγκατέλειψαν την πιέτα, όπως θυμάμαι, ήσαν οι δύο αδερφές Ντούσκαινες, Αγγελικώ και Λούλα και οι δύο αδελφές Αγγελικώ Πασχάλη (Διαμαντέσα) και Φανή Κουβαρά, η Άννα Αλεξανδρή, ίσως και άλλες.

Οι κάλτσες ήταν κάπως χοντρές και τα παπούτσια γόβες ή μποτίνια, όπως της Αδαμαντίας Κομμά (Σκόντρα). Ενίοτε κρατούσαν και κάποιο πορτοφολέ μίνι τσαντάκι σαν της Μαριγώς Σαρρή (Τούμπενας), καθώς τη γνώρισα.

 

1912, Ο Βασίλης και η Αρχόντω Οικονόμου σε μια οικογενειακή φωτογραφία (Δημήτρης, Μιχάλης, Ηλίας). Αρχείο: Βιβή Σκούρτη.

 

Όταν ήμουν στην Πέμπτη Δημοτικού η προοδευτική δασκάλα Σοφία Βαρελά[2] με τον επινοητικό δάσκαλο Μιχαλάκη Παπαβασιλείου, μας έβαλαν να χορέψουμε μπάλο στις γυμναστικές επιδείξεις φορώντας τοπικές παραδοσιακές στολές. Τότε τρέξαμε όλες μας στις ηλικιωμένες/ους, σε όσους είχαν διατηρήσει τις παλιές τους φορεσιές, για να τις προμηθευθούμε. Ήσαν λιγοστές και αγωνιούσαμε να τις εξασφαλίσουμε.

Μερικές από τις μακαρίτισσες που μας τις παραχώρησαν θυμάμαι ήσαν οι: Ζαχαρούλα Οικονόμου, η Πετρολέκαινα, και οι απόγονοι της Ελένης Γκάτσου (γιαγιά της Κικής-Ελένης-Μαρίας), της Φούρης Γκάτσου (γιαγιάς μου), της Παπα-Αλφρέδαινας, κ.α. Οι ανδρικές από διάφορες πηγές.

Αυτή βέβαια ήταν η επίσημη ενδυμασία, γιατί τις καθημερινές, στις μεν δουλειές αρκούνταν στο φακιόλι, έξω δε φορούσαν το άσπρο τσεμπέρι καρφωμένο με μαύρες καρφίτσες κατά τον ίδιο τρόπο με της πιέτας.

Αυτές ήταν οι φορεσιές οι ερμιονίτικες· ούτε κόκκινα φέσια αμαλιακά, ούτε οι κίτρινες μαντήλες με τα μαύρα κλαράκια, τα αρκαδικά. Ίσως να ρωτήσει κάποιος ότι, από τότε άλλαξαν τόσες ενδυμασίες, γιατί αυτή χαρακτηρίζεται παραδοσιακή; Απάντηση: Γιατί η ίδια διατηρήθηκε πολλά χρόνια. Έχουμε υποχρέωση ως Ερμιονίτες να διατηρούμε τα τοπικά χαρακτηριστικά που έχουν ήδη αλλοιωθεί. Ευτυχώς κάποια ιδιαίτερα πρόσωπα που με ευαισθησία κέφι και μεράκι, όπως ο Κωστής Σκούρτης, τα προβάλουν σε αξιόλογες εκδηλώσεις. Έτσι, για να μη χαθούν άδοξα. Σεβασμός από τους έχοντας την καταγωγή και εκτίμηση όσων ζουν σ’ αυτόν τον τόπο. Ας ευχηθούμε να υπάρξει δυνατότητα και διάθεση ο Δήμος ή άλλος φορέας, να φτιάξει ομοιόμορφες ενδυμασίες αντίγραφα, για να διατηρήσουμε έστω και μερικά στοιχεία του τόπου.

 

Υποσημειώσεις


[1] Μαρίκα Κανέλλη – Τουτουντζή, «Η ερμιονίτικη φορεσιά και η πιέτα της», Περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», τ. 2.

[2] Παρασκευή Δημ. Σκούρτη: «Σοφία Βαρελά, η δασκάλα της καρδιάς τους!», Περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», τ. 20.

 

Κατερίνα Παπαμιχαήλ – Ρήγα

«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 22, Μάρτιος 2018.

 

 Διαβάστε ακόμη:

 

Ο ναός των Ταξιαρχών στην Ερμιόνη

$
0
0

Ο ναός των Ταξιαρχών στην Ερμιόνη – Γεώργιος Αγγ. Προκοπίου[1]


 

Ο ναός θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά στον 17ο αιώνα.
Ο τετράγωνος μεγάλος νάρθηκας θα πρέπει να κτίστηκε, σύμφωνα με μαρτυρίες περιοίκων, γύρω στα 1910-1915. Έκτοτε έχει δεχθεί αρκετές μετασκευές. Πάνω από την είσοδο του ναού, στα δυτικά, υψώνεται μαρμάρινο κωδωνοστάσιο, πιθανώς έργο Tηνίων μαρμαρογλυπτών. Το κωδωνοστάσιο, που συντηρήθηκε το 2005 από την τότε αρμόδια 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, φαίνεται ότι υψωνόταν ανεξάρτητο και κατόπιν ενσωματώθηκε στο νέο νάρθηκα. Τα εξωτερικά επιχρίσματα του ναού προστέθηκαν το 1966. Το τμήμα του αρχικού ναού φέρει μαρμαρικές ορθογωνικές πλάκες και τα δύο τμήματα του νεώτερου νάρθηκα νεωτερικά πλακίδια. (Υπουργείο Πολιτισμού)

  

Ο ναός των Ταξιαρχών στην Ερμιόνη βρίσκεται χτισμένος στο ψηλότερο σημείο του λόφου «Μύλοι», που στην αρχαιότητα ονομαζόταν «Πρών» και στη θέση – όπως φαίνεται – του αρχαίου ναού της Δήμητρας Χθονίας.[2] Μεγάλοι δρόμοι των τοίχων του ναού ή του περιβόλου του διακρίνονται ακόμη ενσωματωμένοι στα κτίσματα του προαυλίου των Ταξιαρχών και στη βάση του εξωτερικού τοίχου τού ιδίου του ιερού, φαίνονται τρεις μεγάλοι καμπύλοι δρόμοι από γκρίζο μάρμαρο με χαραγμένες επιγραφές στα αρχαία ελληνικά.

 

Ο Μητροπολιτικός Ναός των Ταξιαρχών.

 

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο ναός των Ταξιαρχών είχε χρησιμοποιηθεί για την ορκωμοσία της 11ης Φεβρουαρίου 1827 και ίσως για συνεδριάσεις της Τρίτης ή (Τέταρτης) Εθνοσυνέλευσης, που θεωρείται συνέχεια της Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου. Συγκροτήθηκε από τους αντιπολιτευόμενους την Κυβέρνηση Ανδρέα Ζαΐμη, που αυτοαποκαλούντο «νόμιμοι» και μεταφέρθηκε στην Τροιζήνα (Δαμαλά) στις 19 Μαρτίου 1827[3] όταν επήλθε η συμφωνία και συμφιλίωση. Απέναντι ακριβώς από το ναό σώζονται τα ερείπια του κτιρίου που, κατά την παράδοση, έγιναν συνεδριάσεις της Συνέλευσης. Οι αναφορές στους περιηγητές του 19ου αιώνα δεν είναι ούτε πολλές, ούτε σαφείς. Ο W. Gel στο Itinerary of Greece Argolis) που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1810 (Payne), παρόλο που περιγράφει τα σπίτια και την οικοδομική τους (σ. 128-130), δεν αναφέρει τίποτα για την εκκλησία. Αναφέρει όμως ότι είδε ανέπαφο το δάπεδο ενός σημαντικού ναού, ίσως του Ποσειδώνος.

Στο 2ο τόμο του Expédition scientifique de Morée[4] διαβάζουμε ότι: «au centre du village, les restes d’un ternple sur lequels s’ evene I’eglise principale: la cella antique, don’t on retrouve une grande partie, a environ 19 metres de larger sur 28 de longueur sur 38 de longueur». Η σύντομη αυτή αναφορά, χωρίς πιο συγκεκριμένα στοιχεία, δε μας επιτρέπει να ταυτίσουμε την «eglise principale» με την εκκλησία των Ταξιαρχών, παρόλο ότι τα ερείπια του αρχαίου ναού που περιγράφονται ίσως είναι οι μεγάλοι δρόμοι του περιβόλου.

Ο ναός στη σημερινή του μορφή αποτελείται από τον κυρίως ναό, το ιερό με μία μόνον ημικυκλική κόγχη και τον ιδιαίτερα μεγάλο νάρθηκα με το καμπαναριό της εισόδου, μεταγενέστερες προσθήκες του 19ου αιώνα. Επισκευές (1935) και νεότερα επιχρίσματα (1966), με βαριά γείσα και καινούργια κεραμίδια, έχουν πολύ αλλοιώσει την αρχική μορφή του ναού και έχουν καλύψει την τοιχοποιία του.

 

Ο Μητροπολιτικός Ναός των Ταξιαρχών.

 

Τυπολογικά ο ιερός ναός των Ταξιαρχών της Ερμιόνης ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων τετρακιόνων εγγεγραμένων σταυροειδών ναών. Τα γωνιακά διαμερίσματά του όμως είναι ιδιαζόντως επιμήκη και στενά, πράγμα που δίνει στο ναό αναλογίες που αφίστανται των αντιστοίχων βυζαντινών τύπων. Παρόμοιες αναλογίες των γωνιακών διαμερισμάτων συναντούμε στους πολύ όμοιους ναούς των Σπετσών της ίδιας περιόδου (στην Κοίμηση και στον Άγιο Νικόλαο),[5] καθώς και στον Άγιο Νικόλαο Λικινίου της Μονεμβασίας (1703)[6] και στην Κοίμηση Λυγουριού Αργολίδας (1701).[7]

Οι εξωτερικές διαστάσεις του κυρίως ναού (χωρίς το ιερό) είναι 16, 30Χ9, 30μ. και του μεταγενέστερου νάρθηκα 8, 80Χ9,60 μ. Το καμπαναριό έχει διαστάσεις στη βάση του 2, 50Χ3,22μ. και στο ιερό εξέχει από τον ανατολικό τοίχο του ναού κατά 1,95μ.

 

Μητροπολιτικός Ναός των Ταξιαρχών.

 

Οι διαστάσεις και οι αναλογίες του ναού των Ταξιαρχών, λοιπόν, βρίσκονται σε αρκετά κοντινή σχέση με εκείνες των δύο ομοίων ναών στο Καστέλι των Σπετσών, δηλαδή της Κοιμήσεως (8,10Χ14,80μ.) και του Αγίου Νικολάου (8,00Χ13,40μ.). Οι σχέσεις αυτές γίνονται περισσότερες αν μελετηθούν συγκριτικά όχι μόνον οι ομοιότητες στο σχέδιο της κάτοψης, αλλά και οι εσωτερικές διαστάσεις των μερών των τριών ναών και τα ύψη των στοιχείων στην τομή.[8]

Η εσωτερική διάμετρος της ημικυκλικής κόγχης του ιερού είναι στους Ταξιάρχες της Ερμιόνης 3,25μ. ενώ στον Άγιο Νικόλαο περίπου 3,10μ και στην Κοίμηση περίπου 2,80μ. Το εσωτερικό πλάτος των γωνιακών διαμερισμάτων που συμπίπτει με το μήκος των εγκάρσιων κεραιών του σταυρού) είναι 1,82 έως 1,95μ. στους Ταξιάρχες, 1,10 έως 1,30μ. στην Κοίμηση και 1,20μ. στον Άγιο Νικόλαο. Οι αποστάσεις μεταξύ των τεσσάρων κιόνων που φέρουν τον τρούλο είναι 2,52 έως 2,67μ. στους ταξιάρχες, 3,10μ. κατά μέσο όρο στον άγιο Νικόλαο και περίπου 2,55 έως 2,75μ. στην Κοίμηση. Τέλος το μήκος των γωνιακών διαμερισμάτων των Ταξιαρχών (μετακίονο) είναι 2,00 έως 2,05 μ. στα ανατολικά και 3,40 έως 3,62μ. στα δυτικά, ενώ αντίστοιχα του Αγίου Νικολάου είναι 3, 53 έως 3,55 μ. και της Κοίμησης περίπου 3,00 και 2,76μ.

Ο κυρίως ναός, χωρίς το ιερό, έχει μήκος εσωτερικά 14,70μ. και εξωτερικά 16,23μ. και μέσο πλάτος εσωτερικά 7,55μ. εξωτερικά δε 9,30μ. Ο μεταγενέστερος νάρθηκας έχει μήκος εσωτερικά 8,15μ. και όμοιο μέσο πλάτος εσωτερικά, είναι δηλαδή τετράγωνος. Οι αναλογίες του θυμίζουν  τις μεγάλες δικίονες λιτές των βυζαντινών μοναστηριακών καθολικών.[9]

Η ανατολική πλευρά βλέπει σε πλατεία κι έχει μόνον ένα παράθυρο στην κόγχη του ιερού. Η δυτική πλευρά βλέπει και αυτή στη μικρή πλατεία κι έχει το νεοκλασικό καμπαναριό, κάτω από το οποίο υπάρχει μόνον η κεντρική πύλη. Στη βόρεια πλευρά που βλέπει στο στενό δρόμο, ανοίγονται δύο παράθυρα στο νάρθηκα και τρία στο ναό. Σε απόσταση 2,70 μ. από τον βόρειο τοίχο του ναού, διακρίνει κανείς στη βάση ταπεινών κτισμάτων, τους μεγαλόπρεπους δόμους του περιβόλου του τεμένους της Δήμητρας που περιγράφει ο Παυσανίας.[10] Όπως δείχνουν τα ευρήματα από ταφές μοναχών, ο δρόμος αυτός αποτελούσε άλλοτε το βόρειο προαύλιο του ναού και ο μαντρότοιχος του περιβόλου του αρχαίου τεμένους εχρησιμοποιείτο για τον ίδιο σκοπό μέχρι τον περασμένο αιώνα.

 

Ο Μητροπολιτικός Ναός των Ταξιαρχών.

 

Τέλος η νότια πλευρά έχει δύο παράθυρα και τέσσερεις θύρες που βλέπουν στο πρόσφατα διευρυμένο προαύλιο του ναού, τοποθετημένο κατά μήκος της πλευράς αυτής. Το ιερό επικοινωνεί με το προαύλιο με μια μικρή θύρα στη νότια πλευρά του. Όπως φαίνεται από τα σχέδια της κάτοψης και των όψεων, τα ανοίγματα δεν παρουσιάζουν κανονικότητα και παρεκκλίνουν σημαντικά από τους άξονες συμμετρίας.

Έτσι, εκτός βέβαια από την ανατολική και δυτική πλευρά που έχουν από ένα μόνο άνοιγμα σχεδόν στο κέντρο, η μεσημβρινή πλευρά έχει μία θύρα στον παλαιό νάρθηκα, άλλη μία θύρα κι ένα παράθυρο (στο μέσο της κεραίας του σταυρού) και μία μικρότερη θύρα στο ιερό. Η σημερινή τοξωτή απόληξή τους στην όψη αποτελεί αλλοίωση της αρχικής παραδοσιακής ευθύγραμμης διαμόρφωσης του υπέρθυρου που σώζεται στην εσωτερική πλευρά όλων των ανοιγμάτων του κυρίως ναού.

Στη βόρεια πλευρά τα παράθυρα δε βρίσκονται σε κανέναν άξονα συμμετρίας και μάλιστα το σημαντικότερο από αυτά της κεραίας του σταυρού αποκλίνει από το κατακόρυφο της κορυφής του αετώματος κατά μισό μέτρο.

 

Ο Μητροπολιτικός Ναός των Ταξιαρχών.

 

Η διαμόρφωση του ιερού διαφοροποιείται χαρακτηριστικά στους Ταξιάρχες από τα άλλα σύγχρονά τους παραδείγματα, καθώς εκεί υπάρχει μόνο μία κόγχη, η κεντρική, διαμορφωμένη εξωτερικά με στενά τυφλά αψιδώματα και κτισμένη στη βάση της, με ογκόλιθους γκρίζου μαρμάρου από τον κυκλικό βωμό του ναού του Ήλιου, όπως φαίνεται από τη σωζόμενη επιγραφή.

Διακρίνονται μέσα στα νεώτερα κονιάματα τρεις μεγάλοι καμπύλοι δόμοι από το βωμό, διαστάσεων 79Χ85εκ, 80Χ85εκ. και 80Χ65εκ. η επιγραφή του βωμού που φαίνεται ότι έχει στηθεί κοντά σε ναό της Μητέρας των θεών, χρονολογείται έναν περίπου αιώνα μετά την επίσκεψη του Παυσανία στην Ερμιόνη και έχει ως εξής:

ΗΕΛΙΩ(Ι) ΒΑΣΙΛΗΙ ΘΕΩ(Ι)

ΥΠΕΡΕΙΩΝΙ ΒΩΜΟΝ ΣΗΚΟΙΣ ΠΑΡ ΜΗΤΡΟΣ ΕΙΣΑ

ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΩΝ.[11]

μετ. «Κατασκευάστηκε βωμός στον (ουρανοδρόμο) βασιλιά Ήλιο, γιό του Υπερίωνος, κοντά σε ναό της μητέρας των θεών».

Εσωτερικά στο χώρο του ιερού διαμορφώνονται κογχάρια για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών και μικρές κτιστές τράπεζες που δείχνουν την αφιέρωση των γωνιακών διαμερισμάτων σε διαφορετικούς αγίους, συνθέτοντας έτσι έναν τρισυπόστατο ναό. Υπάρχουν δύο σχεδόν συμμετρικά, ημικυκλικής κάτοψης κογχάρια στον ανατολικό τοίχο και ένα μεγαλύτερο πεπλατυσμένο με μαρμάρινη γούρνα για νερό, στο βόρειο τοίχο. Παρόμοια κογχάρια υπάρχουν και στα τρισυπόστατα ιερά των προαναφερθέντων ναών των Σπετσών.[12]

 

Μητροπολιτικός Ναός των Ταξιαρχών.

 

Η Αγία Τράπεζα φέρεται επί συμπαγούς μαρμάρινου κυλινδρικού κορμού κίονος απεργασμένου, διαμέτρου 55εκ. η ιδιότυπη μόρφωση του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης του ιερού φαίνεται στο σχέδιο της κατά μήκος τομής του ναού.

Το αρχικό τέμπλο ευτελούς κατασκευής από σανίδι, όπως θυμούνται οι παλαιότεροι ενορίτες, έχει αντικατασταθεί από ξυλόγλυπτο. Ο χρυσωμένος σταυρός και οι παλιές εικόνες του ιταλικής τεχνοτροπίας, φυλάσσονται στα γραφεία της εκκλησίας. Μία ακόμη σημαντική διαφορά από τους συγγενείς ναούς των Σπετσών είναι n ύπαρξη μικρού νάρθηκα, συγχωνευμένου σήμερα στη νέα μορφή της εκκλησίας.

 

Σχέδιο κάτοψης.

 

Όπως φαίνεται από το σχέδιο της κάτοψης, είχε πλάτος όμοιο με το γενικό πλάτος του ναού και μήκος εσωτερικά 2,34 έως 2,37μ. Η κεντρική πύλη βρισκόταν στον άξονα του δυτικού τοίχου, όπως φαίνεται από το παλιό κατώφλι από πλάκα του Πόρου που παρέμεινε στη θέση του (1,18Χ0,82μ.)

Μία άλλη πύλη άνοιγε προς το προαύλιο στη μεσημβρινή πλευρά κι ένα παράθυρο προς το βορά, τοποθετημένα σχεδόν σε άξονα συμμετρίας κατά μήκος. Δε γνωρίζουμε αν υπήρχαν άλλα παράθυρα εκατέρωθεν της κεντρικής εισόδου, αλλά όπως φαίνεται από άλλα παραδείγματα, η διάταξη αυτή δε συνηθιζόταν.[13]

Όπως ήδη παρατηρήσαμε, ο ναός των ταξιαρχών της Ερμιόνης ανήκει τυπολογικά στην κατηγορία των τετρακιόνων σταυροειδών εγγεγραμμένων. Συνεπώς το σημαντικότερο στοιχείο, της καθ’ όλα σύνθεσης και της συμβολικής του, είναι ο τρούλος. Ο τρούλος φέρεται πάνω σε λοφία, πάνω στα οποία βαίνει μία σχεδόν κανονική κυκλική στεφάνη με προεξέχοντα κοσμήτη. Εσωτερικά το τύμπανο του τρούλου είναι κυλινδρικό, με διάμετρο περίπου 2,60μ. ενώ εξωτερικά είναι οκτάπλευρο με μέσο μήκος πλευράς του τυμπάνου 1,40μ.

Εξωτερικά το ύψος κάθε πλευράς είναι 1,80μ. χωρίς το γείσο. Τέσσερα παράθυρα ύψους 1μ. ανοίγονται μόνο προς τις κύριες κατευθύνσεις του ορίζοντα, στις αντίστοιχες πλευρές του οκτάπλευρου τυμπάνου. Εσωτερικά το μέγιστο ύψος του τρούλου βρίσκεται περίπου στα 9μ. από το δάπεδο του ομφαλίου του ναού. Οι ημικυλινδρικοί θόλοι στις κεραίες του σταυρού έχουν μέγιστο ύψος 5,12μ, γενέσεις που ποικίλουν από 4,10 έως 4,40μ και μέσο πλάτος περίπου 2,50μ. τα τέσσερα τόξα που υψώνονται από τους αντίστοιχους κίονες και στα οποία στηρίζονται και οι κεραίες του σταυρού είναι κατά προσέγγιση ημικυκλικά με διάμετρο 2,50μ. και κλείδα στα 5,10 έως 5,15. Όλα όμως τα άλλα τόξα στο ναό είναι χαμηλότερα τμήματα του κύκλου.

 

Εργασίες προστασίας και ανάδειξης του Ιερού Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην Ερμιόνη.

 

Σημείωση Βιβλιοθήκης: Ο Μητροπολιτικός Ιερός Ναός των Ταξιαρχών βαδίζει, ήδη, τη δεύτερη 10/ετία της καταφρόνιας από την αξιοθρήνητη συμπεριφορά μας, ημιέρημος και ημιθανής. Οι εργασίες προστασίας και ανάδειξης του Ιερού Ναού καθυστερούν αδικαιολόγητα για πολλά χρόνια, αφήνοντας «λαβωμένο» το Ναό, ένα εμβληματικό μνημείο της περιοχής.

 

Υποσημειώσεις


[1] Το άρθρο του Ομ. Καθηγητού του Ε.Μ. Πολυτεχνείου κ. Γεωργίου Αγγέλου Προκοπίου δημοσιεύθηκε στον τόμο «Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την άλωση», έκδοση του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, Αθήνα 1993. Αυτό εξηγεί το γιατί αναφέρεται στα «ερείπια του κτιρίου, που έγιναν οι συνεδριάσεις της Εθνικής Συνέλευσης του 1826». Πρόκειται για το ωραίο κτίριο της «οικίας Οικονόμου», που ανοικοδομήθηκε από τον «Ερμιονικό Σύνδεσμο» και στεγάζει σήμερα το «Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ερμιόνης».

[2] Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Κορινθιακά παρ. 34 και 35. Εξ. Α. Παυρνάρας. Πάπυρος, Αθήναι 1954. Σ. 138.Προβλ. και Ιω. Βασιλείου: Η Ερμιονίς από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Αθήναι 1970, σ.61-69.

[3] Α. Βακαλόπουλος, Η Επανάσταση κατά το 1927, ΙΕΕ ΙΒ’, Αθήναι 1975, σ.458. Κατά την τουρκοκρατία η Ερμιόνη ονομάζεται Καστρί ή Κάτω Ναχαγιές (από το όνομα Κάτω Αχαΐα). Η περιοχή δεινοπαθεί κατά την ανώμαλη περίοδο των τουρκοενετικών πολέμων του 1685-1715. Στην επανάσταση του 1821 οι Καστρινοί πήραν τα όπλα από τους πρώτους και κράτησαν την περιοχή τους ελεύθερη σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί από το δικό τους λιμάνι γινόταν η επικοινωνία με τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες.

[4]Abel Blouet κ.α. Expédition scientifique de Morée,il  Paris 1833, σ. 173.

[5] Λ. Μιχαλόπουλος, Ναοί στο Καστέλλι των Σπετσών, Εκκλησίες 1, σ. 211-227.

[6] Ε. Ξαναλάτου-Α.Κούλογλου, Μονεμβασία, Αθήνα 1974, σ. 11, σx. 48-50.

[7] Χ. Μπούρας, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα μετά την άλωση, Α.Θ.3, 1969, σ. 166-167.

[8] Α. Μιχαλόπουλος, οπ. passim, σχεδόν κατόψεων.

[9] Α. Ορλάνδος. Η Μονή του Αγίου Μελετίου Κιθαιρώνος και τα παραλαύρια αυτής. ΑΒΜΕ Ι, 1939-40, σ. 78-79.

[10] Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις, Β και Γ(Ν. Παπαχατζής), Αθήναι 1976, σ, 373, υποσ. 3, σ.275, χάρτης σ. 269.

[11] Μ. Jameson 1959, σ. 115, κατά τον Ν. Παπαχατζή, ο.π. σ. 272 υπος.

[12] Λ. Μιχαλόπουλος ο.π. σχέδια κατόψεων.

[13] Λ. Μιχαλόπουλος ο.π. φώτο 8.

 

Γεώργιος Αγγ. Προκοπίου

Ομ. Καθηγητής Ε.Μ. Πολυτεχνείου

«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 13, Ιανουάριος 2013.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

  

Διαβάστε ακόμη:

 

Αλεξανδρίδης Στέφος (1926-2009)

$
0
0

Στέφος Αλεξανδρίδης – Ο φωτογράφος του δρόμου, ο φωτογράφος της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, της χειροποίητης μαστοριάς!


 

Αντίδοτο στον χρόνο, τη φθορά, τον θάνατο είναι η μνήμη και η τέχνη. Μια από τις τέχνες είναι και η φωτογραφία. Η φωτογραφία συγκρατεί την κίνηση του λεπτού. Αποτελεί εικόνα πολύπτυχη, αισθητική ενώ εκπέμπει νοήματα, είναι έτσι κι αλλιώς μια πολύ δυνατή γλώσσα.

Δεν είναι ζωγραφική αλλά είναι η συνέχειά της και το αποτέλεσμα είναι ποιητικό. Φως και σκιά, διαβαθμίσεις του γκρι· αποτελεί μια μορφή διήγησης που κάποιες φορές είναι προτιμότερη και αμεσότερη από την ίδια την αφήγηση. Επίσης αποτελεί μια αυθόρμητη παρόρμηση, μια αέναη οπτική εγρήγορση που συλλαμβάνει τη στιγμή και την αιωνιότητά της, καταγράφοντας τα συναισθήματα και τον αυθορμητισμό, εξασφαλίζοντας έτσι τις αναμνήσεις.

Οι εικόνες αντανακλούν μαγεία, και πέρα από τη διείσδυση του φωτογραφικού φακού και την ύλη του φωτογραφικού χαρτιού, η αποτύπωσή τους αποτελεί μεγάλη στιγμή καλλιτεχνικής δημιουργίας.

 

…Σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά

ας ήμουν φωτογράφος,

να υπηρετώ την ομορφιά

με τέχνη και με πάθος….[1]

 

Ακριβώς, με τέχνη και πάθος ασκούσε το επάγγελμά του ο Στέφος Αλεξανδρίδης, ο φωτογράφος της επαρχίας μας που συμπληρώνει εννέα χρόνια απουσίας (Φλεβάρης του 2009).

 

Μαντράκια: Ο Στέφος Αλεξανδρίδης στο μπαλκόνι του σπιτιού της Λουλουδίας Λιναρδοπούλου, όπου σήμερα στεγάζεται η Αδελφότητα Κυριών Ερμιόνης «Αγ. Ιωάννης ο Ελεήμον».

 

Γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1926, από πρόσφυγες γονείς, σε μια οικογένεια με παράδοση στην τέχνη της φωτογραφίας. Υπηρέτησε την έβδομη τέχνη για πενήντα περίπου χρόνια, με ζωντάνια, κέφι, μεράκι, επαγγελματισμό.

 

Σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά

σ’ αυτά εδώ τα μέρη

ο φωτογράφος θα ‘πρεπε

να ήτανε ξεφτέρι,

να ‘ταν τεχνίτης μερακλής

κι απ’ ομορφιά να ξέρει…

 

Πέρα από ξεφτέρι, τεχνίτης και μερακλής, ήταν χαμογελαστός, χωρατατζής, αυθόρμητος, πηγαίος, ανήσυχος ως άνθρωπος. Ασχολήθηκε με τον ανθηρό τότε κινηματογράφο και συνεργάστηκε με τον Μήτσο Πάλλη και τον Γιάννη Σαλαμούρη, φέρνοντας ταινίες που παίζονταν στους κινηματογράφους της Ερμιόνης και του Κρανιδίου.

 

Κρανίδι, Ιούνιος 1955. Φωτογραφία: Στέφος Αλεξανδρίδης.

 

Σύντροφος παντοτινός του η φωτογραφική μηχανή! Με την τσάντα του γεμάτη, κρεμασμένη στον ώμο, τη φωτογραφική μηχανή του στο λαιμό και αργότερα, ακολουθώντας την εξέλιξη της εποχής, και την κάμερα. Φρουρός της ελπίδας, κλέφτης στιγμών, ήταν σε ετοιμότητα πάντα να καταγράψει, να αποτυπώσει.

Μαυρόασπρες φωτογραφίες αυθόρμητες ή και στημένες, κάποιες φορές και σκηνοθετημένες, ωστόσο, ποτέ επιτηδευμένες. Τραβούσε την επιλεγμένη στιγμή και υπήρχαν φορές που αναζητούσε το ευτράπελο και το ευφάνταστο. Φωτογράφιζε την ώρα της δουλειάς, στις γιορτές, στα πανηγύρια, τα κοινωνικά γεγονότα, γάμους, αρραβώνες, βαφτίσεις και κηδείες. Φωτογράφιζε στις εκδρομές και στα προσκυνήματα, τα γλέντια και στους περιπάτους, στις μαθητικές γιορτές και παρελάσεις, αλλά και τα φυσικά φαινόμενα, τις πλημμύρες, το περιβάλλον.

Έψαχνε, «κυνηγούσε» να βρει την «αλήθεια», τη στιγμή, όπλιζε τη μηχανή του και «σημάδευε». Ακουγόταν το κλικ της μηχανής του. Στα διαφορετικά «κλικ» του, παγίδευσε εικόνες, πρόσωπα, τοπία και τόπους.

Αποτύπωσε την καθημερινότητα, τις ρυτίδες του μόχθου, της σκληρής δουλειάς, που οργώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο και πέρασε στην αιωνιότητα ένα χαμόγελο, ή μία έκφραση στιγμής. Φωτογραφίες ανθρωποκεντρικές που εικονίζονται πρόσωπα σκαλισμένα από τον χρόνο. Ο χρόνος «γλύπτης των ανθρώπων παράφορος», όπως τον είδε ο Ελύτης, χέρια με ρόζους, δουλεμένα στη γη ή τη θάλασσα. Στην έκφρασή τους, στη στάση του σώματός τους αναζητούσε στοιχεία από τις ζωές τους. Αναζητούσε την καθαρότητα, την απλότητα, τη χαρά. Απαθανάτισε επαγγελματίες, τεχνίτες και κάποτε μέσα σ’ αυτούς και τον εαυτό του. Στο εικαστικό του έργο κυριαρχούν τα χαμόγελα, αλλά και το τυχαίο που παίζει σημαντικό ρόλο.

 

Στο λιμάνι: Γιάννης Σαλαμούρης, Κώστας Δημαράκης, Στέφος Αλεξανδρίδης.

 

Μας κληρονόμησε τη φωτογραφική ξενάγηση της ζωής, με τον πολιτισμό του τόπου να απεικονίζεται ζωντανός. Οι φωτογραφίες του έμειναν ως τεκμήρια μιας κοινωνικής και ανθρωπολογικής πραγματικότητας. Μέσα από εκεί αναδύονται χαρές, λύπες, πόνοι, ιστορίες και βιώματα. Τις εμφάνιζε μόνος του στον σκοτεινό θάλαμο. Τις ταξινομούσε με μεγάλη επιμέλεια κατά γειτονιές, κατά χωριά, τις μοίραζε, με τις φωτογραφίες του να αποτελούν οδοιπορικό της ίδιας της ζωής της επαρχίας μας.

Δεν έκλεβε δύο στιγμές και μετά εξαφανιζόταν, δεν ήταν ένας απλός θεατής, ήταν παρών σε όλα τα στάδια της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής, συμμετέχων και ταυτιζόμενος.

Βλέποντας τις φωτογραφίες του ανακαλείς καταστάσεις του παρελθόντος, περιστατικά, συναισθήματα που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Απεικονίζουν με εκφραστική πυκνότητα τη ζωή μιας άλλης εποχής, ανοίγουν έναν άλλο διάλογο.

Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός φωτογραφιών από το φωτογραφικό του αρχείο, που δώρισε στον Δήμο μας [Ερμιονίδας] αξιοποιήθηκε, αρχειοθετήθηκε, ομαδοποιήθηκε κάτω από την επιμέλεια και τον σχεδιασμό της Μαντώς Κομμά και έχει μετατραπεί σε πόλο έλξης της Δημοτικής μας Κοινότητας.

Στη βιτρίνα του φωτογραφείου του στο Κρανίδι, ταξινομούσε αντιπροσωπευτικά την επικαιρότητα και τη διάνθιζε με ολιγόλογα, εύστοχα, χιουμοριστικά σχόλια.

Ο Στέφος εξακολουθούσε να εργάζεται ποικιλότροπα ως τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, παρακολουθώντας τη φωτογραφική τέχνη και την εξέλιξή της στον χρόνο, τραβώντας χρωματιστές φωτογραφίες καθώς και βίντεο.

 

25-12-1960. Ο Στέφος ανάμεσα σε μια νεανική συντροφιά: Μαρία Μαρουλά, Χαριτίνη Σπετσιώτου, Αρχώ Σταματίου, Αναστασία Δημαράκη, Μαρία Χόντα.

 

Για κάποιο διάστημα, μεγέθυνε τις μικροφωτογραφίες του και «έπιανε» τις γειτονιές σπίτι το σπίτι, ανακαλώντας τις μνήμες των ανθρώπων, πουλώντας τες στην τιμή των 5 δραχμών. Μας άφησε σημαντικές πληροφορίες, ένα αρχείο πλούσιο με πολυποίκιλη θεματολογία και ιστορική αξία. Οι φωτογραφίες του αποτελούν για όλη την επαρχία μας ασπρόμαυρες φωτογραφικές καταγραφές. Το φωτογραφικό οδοιπορικό του αντιστοιχεί σε δεκαετίες που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της τότε κοινωνικής πραγματικότητας. Το αρχείο του, των πολλών χιλιάδων φωτογραφιών, κληρονόμησε στη μορφή των φιλμς ο Σπύρος Ζόγκας, πολύτιμος συνεργάτης του Στέφου από τα νεανικά του χρόνια. Θεωρώ πως η ευθύνη της διάσωσης και ανάδειξής τους ανήκει στον Δήμο μας και στους πολιτιστικούς φορείς της πόλης.

Η δική μου συγκίνηση δεν περιγράφεται όταν τις συλλέγω, τις σκανάρω, τις ξεχωρίζω, τις παραθέτω ανάμεσα στα κείμενα του περιοδικού μας [«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα»], διανθίζοντάς τα. Φωτογραφίες ξεθωριασμένες, λεκιασμένες, με σκισίματα ή τσακίσματα, κορνιζαρισμένες ή όχι. Πολλές από αυτές φέρουν, εκτός από την ημερομηνία και αναμνηστικές λεζάντες ή οπισθογραφήματα, έμμετρα τετράστιχα. Όλα τούτα αποτελούν εικονογραφικό υλικό, παρακείμενο ενός κειμένου.

Στις μέρες μας η τέχνη της φωτογραφίας με την ψηφιακή τεχνολογία, μας παρέχει απεριόριστες δυνατότητες, καθώς παρουσιάζει τεράστια εξέλιξη, με τη συνήθεια της φωτογράφισης διαδεδομένης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και σε κάθε ηλικία. Παρόλα αυτά σταματήσαμε να τυπώνουμε στο χαρτί, σταματήσαμε να καταχωρούμε σε φωτογραφικά άλμπουμ.

Και εδώ ας αναφέρουμε τους φωτογράφους της επαρχίας που κανένας τους δεν υπάρχει πια. Ο Στέφος Αλεξανδρίδης, ο Ανάργυρος Μπόλλας, ο Γιάννης Σακελλαρίου, ο Σώτος, ο Ιωάννης Γεωργιάδης, ο Γεώργιος Ελένης, ο Μπαρμπαγιάννης ήσαν φωτογράφοι του δρόμου, μιας εποχής όλοι τους, παρόντες για να καταγράψουν με τη μηχανή τους ποιοτικές ασπρόμαυρες εικόνες και να κάνουν κάποιους ανθρώπους διατηρητέες μορφές. Οι φωτογραφίες τους εμπεριέχουν αξίες. Ένα αρχείο πολύτιμο για συνδιαλλαγή με την ιστορία του τόπου, ένα πολιτιστικό ντοκουμέντο. Ας προβληματιστούμε για την καλύτερη αξιοποίησή του.

Με το προσωπικό του ύφος ο καθένας και τη δική του προσωπική και επαγγελματική διαδρομή, καθρέφτισαν το φιλότιμο, την ντομπροσύνη, την απλότητα, την εντιμότητα, την εγκαρδιότητα, την αλληλεγγύη, την ολιγάρκεια, την αμεσότητα, την κομψότητα.

Αιχμαλώτισαν μεμονωμένους ανθρώπους ντυμένους στην «πένα» ή συντροφιές σε ανθρώπινες στιγμές· τα γλέντια τους, τον τρόπο ζωής, τα έθιμα. Τις μικρές στιγμές της καθημερινότητας και της αρμονίας που ζούσαν με τις παραδόσεις. Ο μόχθος μαζί με το κρασί, τον χορό, το ξεφάντωμα. Η ευκαιρία της ζωής των ανθρώπων για εξαγνισμό, σε όσα τους πόνεσαν, σε όσα τους κούρασαν.

Κατέγραψαν προσωπικές στιγμές, τυχαία γεγονότα, απαθανάτισαν το τρέξιμο του χρόνου, παγώνοντας στιγμιότυπα της μικρής και φευγαλέας ζωής.

Οι φωτογράφοι μας, οι «κυνηγοί της αλήθειας», οι «ιχνηλάτες» της ομορφιάς του τόπου μας…

[1] Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Ο φωτογράφος».

 

Παρασκευή Δημ. Σκούρτη

«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 22, Μάρτιος, 2018. 

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Το μαντήλι – (Λαογραφικά της Ερμιόνης)

$
0
0

Το μαντήλι – (Λαογραφικά της Ερμιόνης)


 

«Μου ‘πεσε το μαντήλι μου

καημό πο ‘χουν τα χείλη μου

το χρυσοκεντημένο

μια χαρά ήταν το καημένο.

 

Αν το ‘βρε νιός να το χαρεί

γέρος να μην το δώσει

γιατί θα το μετανιώσει.

 

Αν το ‘βρε η αγάπη μου,

μαζί θα το χαρούμε

όταν θα ενωθούμε».

 

Η ερμιονίτικη «πιέτα».

Το μαντήλι, σπουδαίο χρηστικό αντικείμενο μιας άλλης εποχής· «μανδήλιον», μπόλια, τσεμπέρι, φακιόλι ή «μαντίλεα» στην αρβανίτικη διάλεκτο, συνόδευε τον άνθρωπο από τη γέννησή του στον κοινωνικό και εργασιακό βίο, στην ξενιτιά, στις χαρές μα και στις λύπες. Με αυτό προστατεύονταν από τον ήλιο και τον αέρα, με αυτό σκούπιζαν τον ιδρώτα, τα μάτια, τα χείλη, τη μύτη. Απαραίτητη ως έθιμο ήταν η χρήση του μαντηλιού στ’ αρραβωνιάσματα και στον γάμο. Η τελετή αυτή αποστολής και ανταπόδοσης δώρων καθιερώθηκε να ονομάζεται «μαντηλώματα». Στην Ερμιονίτικη παραδοσιακή φορεσιά ως κεφαλόδεσμος ήταν το χρυσοκέντητο μαντήλι, περίτεχνο γυναικείο κόσμημα, η «πιέτα».

Τις καθημερινές στις σπιτικές δουλειές, στον τρύγο, στο λιομάζωμα, στο θέρος, φορούσαν το βαμβακερό φακιόλι, που δενόταν με κόμπο πίσω στον λαιμό ή επάνω στο κεφάλι.

Παλαιότερα στη νέο αρραβωνιασμένη η πεθερά, μαζί με τον διπλό χρυσό σταυρό που της κρεμούσε, πήγαινε δώρο το κεφαλομάντηλο που είχε πληρώσει ο γαμπρός, ενώ συνοδευόταν και με δώρα χρυσά καρφίτσες για τον στολισμό και το στερέωμά της.

 

«Μαντίλι πλουμερό και χρυσοκεντημένο,

ποιος να ‘ναι τάχα ο νιός οπού θα σ’ αποχτήσει;

Ποιος να ‘ναι τάχα ο νιός που μ’ ένα δακτυλίδι,

μαντίλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρει;»

 

Από την πλευρά του γαμπρού μαζί με τα καθιερωμένα δώρα ένα επιπλέον δώρο ήταν και το λευκό μαντήλι με κεντημένα τα αρχικά του. Οι συγγενείς άνοιγαν το μαντήλι τους, έβαζαν χρήματα και έραιναν το ζευγάρι στον αρραβώνα, στο στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού, στον γάμο, στα γεννητούρια.

 

«Λεβέντης εροβόλαγε από τα κορφοβούνια

με το μαντήλι στο λαιμό το βαριοκεντημένο».

 

Μετά τον γάμο, στην επιστροφή του ζευγαριού από την εκκλησία, η μητέρα του γαμπρού αγκάλιαζε τους νεόνυμφους με ένα μεταξωτό μαντήλι και τους οδηγούσε στο εσωτερικό του νέου τους σπιτιού, αφού πρώτα τους κερνούσε γλυκό του κουταλιού κατά προτίμηση κόκκινου χρώματος.

 

Η Αγγελική Κατσογιώργη νύφη το 1906.

 

Την τρίτη ημέρα μετά τη γέννα η μαμή έπλενε το νεογέννητο. Αυτό ήταν και το «πρώτο βάπτισμα». Στη συνέχεια έβαζε ένα λευκό μαντήλι δίπλα στη λεχώνα και οι συγγενείς περνώντας για να την ευχηθούν, έριχναν χρήματα που ήταν και η αμοιβή της μαμής για τη γέννα.

Οι σφουγγαράδες μας έφερναν από τα ταξίδια τους στη Μπαρμπαριά μαζί με τ’ άλλα αγαθά και δώρα, ολομέταξα μαντήλια με κρόσσια σε όλες τις γυναίκες της οικογένειας, αδελφές, γυναίκα, μάνα, κουνιάδες. Ελλείψει πορτοφολιού έκαναν το μαντήλι κομπόδεμα (μαντήλι σε κόμπο), έβαζαν μέσα τα κέρματα και το φύλαγαν στην τσέπη τους ή στον κόρφο για περισσότερη ασφάλεια. Το μαντήλι χρησιμοποιείτο και ως μέσο οπτικής μετάδοσης μηνυμάτων.

Το μαντήλι του παππού μου Μίμη Σκούρτη.

Οι άνδρες, όταν έβγαιναν στην ταβέρνα, ή πήγαιναν στην εκκλησία, είχαν πάντα στην τσέπη του σακακιού τους το φρεσκοσιδερωμένο μαντήλι, λευκό για τους νέους, με ρίγες χρώματος καφέ ή μπλε για τους μεγαλύτερους και με μαύρη φάσα για τους πενθούντες. Το ίδιο ίσχυε και για τις γυναίκες. Το είχαν στην τσέπη της ρόμπας τους καθημερινά ή στην τσάντα τους, με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν τα χαρτομάντιλα.

Στον χορό το κατάλευκο μαντήλι είχε και έχει την τιμητική του, όπως και το «άρπαγμά» του ή «το μαντήλι του έρωτα», που είχε «κοινωνικές» περιπέτειες όπως περιγράφονται παρακάτω:

 

«Σ’ αυτήν στήναμε το χορό την Πασχαλιά (Πλατεία Μπουσουλόντα), του Ευαγγελισμού και την Αποκριά οι πρωτοκόρες των οικογενειών, με μάγουλα ρόδινα κι έτοιμες για ζευγάρωμα. Σ’ αυτήν καταφθάνανε και τα λεβεντόπαιδα του χωριού, την καλή τους να διαλέξουνε, το μαντήλι να της κρατήσουνε, το χορό να σύρει με χάρη, της καρδιάς να δημιουργηθεί το δυνατό σκίρτημα…».

«Στη Μπουσουλόντα… γίνηκε ένα περιστατικό που αναστάτωσε την επαρχία ολάκερη. Ο Πάνος Βόντας, πάνω στο χορό που γινότανε μια γιορτάσιμη μέρα, άρπαξε το μαντήλι που στόλιζε τ’ όμορφο κεφάλι της Θοδότας Χατζησταύρου, χειρονομία που σήμαινε ερωτικό ξεχείλισμα φλόγας άσβηστης, που γοργά φούντωσε και στης κοπελιάς την αγνή καρδιά, πράγμα που ξεκαθάρισε όταν οι γονείς της τη ‘ραβωνιάσανε με τον άρχοντα κυρ- Γιάννη Οικονόμου. Τότε ο Βόντας μια ολοσκότεινη νύχτα την έκλεψε με τη θέθησή της και με βάρκα την πήγε στην Ύδρα όπου και την στεφανώθηκε».

 

Στον χορό! Βαστάζος ο Ανδρέας Παπακωνσταντίνου (δεύτερος).

Σπουδαία η σημασία του μαντηλιού στον παραδοσιακό χορό, με δεδομένο ότι δεν επιτρεπόταν να αγγίζονται τα χέρια των ανδρών με των γυναικών, όταν χόρευαν σε μικτούς κύκλους. Μαντήλι κρατάει πάντα ο πρωτοχορευτής, καθώς τον κρατάει με ασφάλεια ο βαστάζος, ώστε να κάνει εύκολα και άνετα τις στροφές και τα χορευτικά τσαλίμια του. Μαντήλι κρατά και η κοπελιά που το ανεμίζει ακολουθώντας τη μουσική φράση.

Το μαντήλι φορούσε στο κεφάλι του ο οικοδόμος και κάθε χειρώνακτας για την προστασία από τη σκόνη. Το έδενε αντικριστά εμπρός και πίσω κόμπο, προστατεύοντας τα μαλλιά του. Αλλά και ο κουπάς σκυμμένος ολημερίς στο κοστάκι το έδενε στο μέτωπο για να μη θολώνουν τα μάτια του από τον ιδρώτα που έρρεε ασταμάτητα κάτω από το λιοπύρι.

 

Η Νίκη Φοίβα και η Φανή Γιαννάκου – Θεοδώρου μαντηλοδεμένες στον τρύγο.

 

Στη δεκαετία του 1950 με 1960 διάσημες και δυναμικές γυναίκες χρησιμοποίησαν ολομέταξα μαντήλια δεμένα με ευρηματικό τρόπο που τους προσέδιδαν έντονη γοητεία και φωτογραφήθηκαν σε εξώφυλλα περιοδικών: Η Μπριζίτ Μπαρντό, η Τζάκι Κέννεντυ, η Όντρεϊ Χέρμπορν αλλά και η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη κ.α.

Να μην παραλείψουμε και τη χρήση του μαντηλιού στα παιδικά παιχνίδια. Όλοι έχουμε παίξει την «τυφλόμυγα», όπου ένα παιδί έχοντας τα μάτια καλυμμένα με το μαντήλι πρέπει να αναγνωρίσει τον συμπαίχτη του. Στην εποχή μας τα χαρτομάντηλα και τα μωρομάντηλα αντικατέστησαν τα μυξομάντηλα και τα κάθε είδους μαντήλια, όχι όμως και στον χορό.

Επίσης στο «αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό», η μάνα στη διάρκεια του τραγουδιού αφήνει το μαντηλάκι στην πλάτη του επιλεγμένου παιδιού, του καθισμένου στον κύκλο.

Σημ. Βιβλιοθήκης: «αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό». Τα παιδιά σχηματίζουν όλα μαζί ένα κύκλο και κάθονται κάτω σταυροπόδι με τα χέρια πίσω και τις παλάμες ανοιχτές.
Ένα παιδί που κάνει τη «μάνα» στέκεται έξω από τον κύκλο και κρατάει ένα μαντήλι. Η μάνα γυρίζει γύρω γύρω από τον κύκλο τραγουδώντας:

«Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό,
έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω
παπούτσια δεν μου πήρε να πάω στο χορό»!

Καθώς η μάνα τραγουδάει και τρέχει γύρω από τον κύκλο, πετάει κρυφά το μαντίλι πίσω από ένα παιδί και συνεχίζει να περπατάει γύρω γύρω τον κύκλο (από την μία φορά του π.χ. δεξιόστροφα), μέχρι να καταλάβουν τα υπόλοιπα ότι δεν το κρατάει πια. Τότε όλα τα παιδιά ψάχνουν με τα χέρια πίσω τους να δουν μήπως έχουν το μαντίλι. Το παιδί που έχει πια στα χέρια του το μαντήλι σηκώνεται και κυνηγάει τη «μάνα» γύρω γύρω από κύκλο (πάλι μόνο δεξιόστροφα). Σκοπός του παιδιού που κάνει τη μάνα είναι να προλάβει να κάτσει στη θέση του παιδιού που σηκώθηκε, πριν να προλάβει αυτό να την πιάσει. Αν όμως το παιδί προλάβει να την πιάσει, τότε το παιδί που την έπιασε ξανακάθεται στη θέση του και η «μάνα» συνεχίζει ως μάνα μέχρι να καταφέρει να κάτσει.

Υ.Γ. Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του δάσκαλου Μιχάλη Παπαβασιλείου.

 

Κωστής Αρ. Σκούρτης

«Στην Ερμιόνη Άλλοτε και Τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 29, Απρίλιος, 2022.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Η Α’Βενετοκρατία στο τερριτόριο Ναυπλίου και τα φέουδα Θερμησίας και Καστρίου (Ερμιόνης) από το 1388-1540

$
0
0

Η Α’ Βενετοκρατία στο τερριτόριο Ναυπλίου και τα φέουδα Θερμησίας και Καστρίου (Ερμιόνης) από το 1388-1540 –  Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας


 

Από τα μέσα του 14ου αιώνα (1348) είχε ιδρυθεί από τους Καντακουζηνούς[1] το Δεσποτάτο της Πελοποννήσου με πρωτεύουσα τον Μυστρά. Το Δεσποτάτο αναδείχθηκε και σταθεροποιήθηκε από τον Μανουήλ Καντακουζηνό και βελτιώθηκε σημαντικά στο ιστορικό προσκήνιο από την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων το 1383, όταν σχεδόν όλη η Πελοπόννησος, με εξαίρεση το Ναύπλιο και τη Θερμησία (Ερμιονίδα), με κέντρο τον Μυστρά είχε γίνει ελληνική (βυζαντινή).

Τους Καντακουζηνούς διαδέχτηκαν στον Μυστρά οι Παλαιολόγοι (1383 – 1460), που κατείχαν τον θρόνο και της Βασιλεύουσας. Ο 15ος αιώνας υπήρξε περίοδος ακμής και επέκτασης του Δεσποτάτου σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο. Την ίδια περίοδο οι Βενετοί οικειοποιήθηκαν με πλάγιους τρόπους την αργολική χερσόνησο με τις πόλεις και τα λιμάνια της (1383),[2] κυριαρχώντας στον Κορινθιακό και τον Αργολικό.

Μετά τον θάνατο του Βενετού Πατρίκιου – Πέτρου Κορνάρου, συζύγου της Μαρίας ντε Ενγκιέν, κληρονόμου του Άργους και της Ναυπλίας από τον πατέρα της Γκυ ντε Ενγκιέν, ο Δεσπότης (ηγεμόνας) του Μυστρά[3] Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος κατέλαβε το Άργος το 1390.[4] Ταυτόχρονα οι Βενετοί κατείχαν το Ναύπλιο (1389), μετά την παραχώρηση αυτού από την χήρα Μαρία Ντ’ Εγκιέν και όρισαν προβλεπτή[5] ή προνοητή τον Περάτσο Μαλιπιέρο (ευπατρίδη Βενετσάνο). Ο προαναφερόμενος Βενετός προσπάθησε να καταλάβει το γειτονικό Άργος, αλλά αποκρούστηκε από τον Δεσπότη του Μυστρά και Καλαβρύτων Θεόδωρο Α’ Παλαιολόγο.[6]

Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα ο Θεόδωρος έβαλε σκοπό να πάρει το Ναύπλιο. Ωστόσο τον πρόλαβαν οι Βενετοί και το κατέλαβαν το 1389. Στη συνέχεια εξανάγκασαν τον ίδιο Δεσπότη του Μυστρά να συμφωνήσει στην ανταλλαγή του Άργους και του Θερμησίου με τα Μέγαρα και τον πύργο του Βασιλοποτάμου της Λακωνίας.[7]

Είναι βέβαια αξιοπαρατήρητο ότι οι Βενετοί θέλησαν να κρατήσουν την επαρχία – φέουδο[8] της Θερμησίας, ώστε να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν την αλυκή, που βρισκόταν πλησίον της λιμνοθάλασσας.[9] Επιπλέον το μεσαιωνικό οχυρό – κάστρο της Θερμησίας δεν εξασφάλιζε στην αλυκή προστασία, αλλά αποτελούσε, λόγω της γεωστρατηγικής του θέσης, προστατευτικό οχύρωμα στον γειτονικό οικισμό του Θερμησιού και του σπουδαίου λιμανιού της Ερμιόνης.

 

Κάστρο Θερμησίας. Φωτογραφία από τον ιστότοπο, «Περιήγηση στα Μνημεία της Αργολίδας». Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

 

Γενικότερα παρατηρούμε ότι τα διοικητικά όρια του Ναυπλίου δεν παρέμεναν σταθερά και αμετάβλητα κατά την Α’ Βενετοκρατία, αλλά έγιναν αυξομειώσεις λόγω των πολιτικοστρατιωτικών εξελίξεων στην Αργολίδα. Τα πρώτα χρόνια η εδαφική αρμοδιότητα του Ναυπλίου εκτεινόταν σε κάποια περιορισμένη περιοχή της επαρχίας, καθώς κάποια γεωγραφικά τμήματα στα ενδότερα και συγκεκριμένα στη νότια περιοχή της Αργολίδας, που ανήκαν παλαιότερα στη δικαιοδοσία του Ναυπλίου, βρίσκονταν ακόμη στον έλεγχο των Βυζαντινών,[10] όπως ακριβώς ήταν το Κρανίδι με το χρυσόβουλο του Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου (1288).[11]

Τα εδάφη αυτά δόθηκαν το 1394 στη Βενετία μαζί με το Άργος, το Θερμήσι και το Κιβέρι. Στην περιοχή της Ερμιονίδας το διοικητικό κέντρο των Βενετών ήταν η Θερμησία. Μάλιστα, καθ’ όλη την περίοδο της Ενετοκρατίας το κάστρο Θερμήσι («Λα Τρέμις» ονομασία κατά την περίοδο της δούκισσας Μαρίας ντ’ Ενγκιέν) αναβαθμίστηκε, ενισχύθηκε από τους Ενετούς και καταχωρήθηκε στα ιστορικά κείμενα ως «Ενετικό».[12]

Βέβαια, το βενετικό κράτος σε θέματα φεουδαρχικά ακολούθησε την τακτική της Φραγκοκρατίας. Ο Podesta (κυβερνητικός αξιωματούχος),[13] ακόμη και στη Θερμησία και το Καστρί (Ερμιόνη) ήταν επικεφαλής της τοπικής διοίκησης. Είχε χρέος να ελέγχει τους τοπικούς φεουδάρχες και διερευνούσε τους κατόχους των φεουδαρχικών κτημάτων, εάν εκπλήρωναν τις στρατιωτικές υποχρεώσεις τους προς την κρατική εξουσία. Γενικότερα, παρατηρήθηκε κάποια προσπάθεια προσεταιρισμού της φεουδαρχικής τάξης σε μια δύσκολη περίοδο, όπου πλησίαζε απειλητικά ο οθωμανικός κίνδυνος.[14]

 

Κάστρο Θερμησίας.

 

Μετά την υποταγή της Πελοποννήσου στους Τούρκους (1460) η Βενετία διατηρούσε τις κτήσεις της στο Ναύπλιο, Άργος, Μεθώνη, Κορώνη και Πύλο. Η αύξηση της δύναμης των Οθωμανών επέφερε την αντίδραση των Βενετών και το 1463 κηρύχθηκε ο πρώτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479). Η Βενετία ηττήθηκε από τα λάθη της, αλλά κράτησε τελικά το Ναύπλιο με τα περίχωρά του. Επακολούθησε ο δεύτερος βενετουρκικός πόλεμος (1499-1503) που έληξε με την υπογραφή συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στους αντιμαχόμενους. Η Βενετία κράτησε στην εξουσία της το Ναύπλιο και τη Μονεμβασιά, αλλά και τα κάστρα Θερμησίας και Καστρίου (Ερμιόνης).[15]

Ο Βαρθολομαίος Μίνιο,[16] Ενετός ηγέτης και κυβερνήτης (Προβλεπτής) στο Ναύπλιο από το 1478 αναλύει την καθημερινότητα της βενετσιάνικης διοίκησης στο Ναύπλιο και τα περίχωρα, με μηνιαίες αναφορές στην έδρα της.[17] Συγκεκριμένα, από τα μέσα του 15ου περίπου αιώνα ο πληθυσμός του Άργους ήταν περίπου 200 οικογένειες, ενώ της πόλεως του Ναυπλίου ήταν 10 φορές περισσότερος. Επιπλέον ο Μίνιο αναφέρει ότι ο πληθυσμός στην επαρχία του Ναυπλίου και των περιχώρων μέχρι το Καστρί (Ερμιόνη και Θερμησία) ήταν 20.000.[18]

Εκτός των άλλων, ο Μίνιο στις αναφορές του περιέγραφε τη διάταξη και τη λειτουργία του στρατού, τις σχέσεις του με τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της ειρήνης και του πολέμου και άλλα ζητήματα της καθημερινότητας.[19]

Στο πλαίσιο καθημερινών ενασχολήσεων ο Μίνιο συνεργαζόταν και διαπραγματευόταν για τα σύνορα με του Οθωμανούς και τις αναφυόμενες διενέξεις. Συγκεκριμένα, συνομιλούσε για δύο ημέρες για τα κάστρα στο Θερμήσι, το Καστρί και τις αλυκές. Η άποψη του Μίνιο ήταν ότι όλα αυτά ανήκαν στη Βενετία από το 1394, ενώ ο Σουλεϊμάν και ο Σινάν μπέης, καθώς και οι καδήδες της Καρύταινας, Καλαβρύτων και Άργους υποστήριζαν ότι το Θερμήσι και το Καστρί συμπεριλαμβάνονταν στο κτηματολόγιο του Μωάμεθ στο Μοριά. Ο Μίνιο ισχυριζόταν ότι ο Σουλτάνος δεν γνώριζε ότι το να συμπεριλάβουν τα κάστρα ήταν αστοχία και λάθος και είχε την ευχέρεια να το αποδείξει.[20]

Ωσαύτως, ο Μίνιο αναφέρει ότι στον γενικό πληθυσμό στο τερριτόριο[21] Ναυπλίου μέχρι την Ερμιόνη και το Θερμήσι υπήρχαν, εκτός των γηγενών, και 300 Ιταλοί μισθοφόροι και 1500 Αλβανοί (εξελληνισμένοι Αρβανίτες). Συνάμα στο Ναύπλιο υπήρχε μεγάλος αριθμός εκκλησιών, αλλά οι εκθέσεις τονίζουν και υπογραμμίζουν την έλλειψη σημασίας της θρησκείας στις διοικητικές δομές.

Στο Ναύπλιο είχαν διοριστεί δύο καθολικοί Επίσκοποι, εκ των οποίων κανείς δεν ζούσε στην έδρα του. Οι καθολικοί Επίσκοποι κατείχαν το μεγαλύτερο φέουδο της Θερμησίας με τις αλυκές και συγκέντρωναν μεγάλα εισοδήματα από το εμπόριο του αλατιού, που άγγιζαν τα 6.000 δουκάτα τον χρόνο. Το κάστρο τους στο Θερμήσι ήταν καλά οχυρωμένο, καθώς είχε μια μικρή στρατιωτική φρουρά με «έξοδα» του Ναυπλίου.[22]

Είναι γεγονός ότι από το 1082, ο αυτοκράτορας Αλέξιος ο Α’ για να ανταμείψει τους συμμάχους του (δηλαδή τους Βενετούς), τους έδωσε με το χρυσόβουλο κάποια προνόμια: Στους άρχοντες της Βενετίας παραχώρησε τίτλους καθώς και χρηματικές χορηγίες, ενώ στους εμπόρους της Βενετίας παραχώρησε αποβάθρες και εμπορικά καταστήματα στην προκυμαία της Κωνσταντινούπολης. Συνάμα, επέτρεψε στους Βενετούς να εμπορεύονται ελεύθερα, χωρίς να χρειάζεται να πληρώνουν δασμούς, σε όλα τα λιμάνια της αυτοκρατορίας.[23] Με βάση το προαναφερόμενο χρυσόβουλο το Ναύπλιο ήταν το επίκεντρο συλλογής και λιμάνι εξαγωγής αγαθών για όλη την Πελοπόννησο. Η παραγωγή του αλατιού κυρίως από το Θερμήσι ήταν η κυριότερη πηγή εισοδήματος για το Ναύπλιο, που ισοδυναμούσε με 12.000 υπέρπυρα ή 2.400 δουκάτα ετησίως. Το σύνολο του αλατιού πωλούνταν σε όλη την Πελοπόννησο.[24]

Το 1388 όταν η Βενετία αγόρασε το Ναύπλιο, η γη διαμοιράστηκε και γινόταν εκμετάλλευση αυτής είτε με ενοικίαση, είτε με χρονική παραχώρηση, είτε με φέουδα. Τα φέουδα συνήθως είχαν στην ίδια περιοχή ένα χωριό ή μια κωμόπολη με προστατευτικά τείχη κάστρου, για να μπορούν να βρίσκουν καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές οι κάτοικοι όλων των οικισμών που υπήρχαν στα περίγυρα.

Στην Ερμιονίδα – Θερμησία και στις άλλες περιοχές νοτίως του Ναυπλίου οι φεουδατάριοι εμφανίζονταν περισσότερο ως έμποροι παρά ως ιππότες. Για τούτο, ο Βενετός Ser Francesco Albetro κατείχε ένα φέουδο στο Καστρί (Ερμιόνη), ενώ ο καθολικός επίσκοπος του Ναυπλίου είχε ένα άλλο φέουδο στο Θερμήσι. Επιπλέον, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Μίνιο, ο Βυζαντινός δεσπότης Θεόδωρος Β’ Παλαιολόγος έλαβε ένα φέουδο στο Καστρί (Ερμιόνη) ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του ως capo (προϊστάμενος εργατικής ομάδας). Το φέουδο διαχειρίζονταν οι απόγονοι τους χωρίς την ανάμειξη των Βενετών.

Στην Ερμιόνη συναντούμε ακόμη τον Damian Agrimi (Διαμιανό Αγρίμη), ιδιοκτήτη βάρκας στο λιμάνι του Καστρίου, που του έκλεψαν ένα φόρτωμα τυρί και άλλα εμπορεύματα οι πειρατές, ενώ στο ίδιο μέρος κατέκλεψαν και τη βάρκα του Zorzi Idalonda. Επιπλέον, οι περισσότεροι Έλληνες και κυρίως οι επαρχιώτες στα νοτιοανατολικά τμήματα του διοικητικού διαμερίσματος (Ερμιονίδα) ήταν ωσάν δουλοπάροικοι, ένα καθεστώς πολύ διαφορετικό από το βυζαντινό. Οι δουλοπάροικοι όφειλαν να εκτελέσουν κάποιες αγγαρείες και να πληρώνουν κάποιους φόρους που επέβαλε n Signoria (Αρχοντία).[25] Βέβαια, υπήρχαν αρκετοί Έλληνες, που δεν καλλιεργούσαν τη γη, αλλά αποκτούσαν τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους από τη θάλασσα, ως αλιείς ή έμποροι παραγωγοί ή ως δύτες σφουγγαριών.[26] Ενίοτε, δινόταν η βενετσιάνικη υπηκοότητα για εξαιρετικές στρατιωτικές ή οικονομικές υπηρεσίες ή για λόγους κύρους με προκαθορισμένο χρονικό διάστημα ή διά βίου.

Μια σημαντική πρακτική των Βενετών ήταν η οργάνωση μισθοφόρων στρατιωτών από Έλληνες ή εξελληνισμένους Αρβανίτες, Ιταλούς και άλλους με καταγωγή από δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Μερικοί στρατιώτες απ’ αυτούς παρέμειναν στην Αργολίδα για πάντα, έχοντας στα χρόνια της Ενετοκρατίας ως κύριο έργο τη συμμετοχή τους στις πολεμικές επιχειρήσεις των Βενετών εναντίον των Τούρκων. Κάποια στιγμή ορισμένοι απ’ αυτούς βρήκαν καταφύγιο στις άλλες βενετικές κτήσεις του ελλαδικού χώρου. Μάλιστα, μερικά επώνυμα που διασώζονται μέχρι σήμερα στην Αργολίδα ανήκαν στους μισθοφόρους στρατιώτες των Βενετών. Από τα ονόματα της έρευνας του ιστοριοδίφη της Αργολίδας Τάκη Μαύρου σταχυολογήσαμε ενδεικτικά για την Ερμιόνη τα κάτωθι: Βλάσης (Ντέντες Βλάσης), Βρετός, Καντρέβας, Κασνέστης, Κομμάς, Κοσμάς, Κουτούβαλης, Μέξης, Μουρμούρης, Πασχάλης, Πλατανίτης, Στάικος, κ.ά.[27]

Ύστερα από μερικά χρόνια και συγκεκριμένα από το διάστημα 1537-1540 ξέσπασε ο τρίτος βενετοτουρκικός πόλεμος, οπότε ολοκληρώθηκε τελικά η παράδοση του Ναυπλίου και της Αργολίδας γενικότερα στους Τούρκους.[28]

 

Υποσημειώσεις


[1] Οι Καντακουζηνοί υπήρξαν μία από τις ισχυρότερες και επιφανέστερες οικογένειες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το πιο γνωστό μέλος της συγκεκριμένης οικογένειας ήταν ο Ιωάννης Καντακουζηνός (ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’), ο οποίος αγωνίσθηκε από την πλευρά του για να συμβάλει στην ενδυνάμωση της αυτοκρατορίας, αλλά και για να εδραιώσει τους απογόνους του σε θέσεις εξουσίας. Οι Καντακουζηνοί συνέχισαν να υφίστανται και μετά το 1453 με γενάρχη τον Μιχαήλ Καντακουζηνό.

[2] Βέης Νίκος, Εγκυκλ. Ελευθερουδάκη, τ. 7ος, σελ. 134.

[3] Το Δεσποτάτο του Μυστρά ήταν ημιαυτόνομη περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο από το 1262 ως το 1460, οπότε καταλύθηκε από τον Μωάμεθ Β’.

[4] Φραντζής Γεώργιος, Χρονικόν, Βόννη (1838), σελ. 97.

[5] Προβλεπτής: βενετικός τίτλος – αξίωμα, που έφεραν ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι και αξιωματούχοι, διορισμένοι ως πολιτικοί και στρατιωτικοί διοικητές στα χρόνια της Βενετοκρατίας.

[6] Λαμπρυνίδης Μιχαήλ Γ., Η Ναυπλία. Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, σελ. 36.

[7] Λαμπρυνίδης Μιχαήλ Γ., ό.π. σελ. 57.

[8] Το φέουδο ήταν τμήμα γης, που παραχωρούσε ο κυρίαρχος ηγεμόνας σ’ έναν υποτελή του για εκμετάλλευση, σε αντάλλαγμα της αφοσίωσης και των στρατιωτικών υπηρεσιών του.

[9] Παπαχατζή Νικ., Παυσανίου, Ελλάδος περιήγησις, Αθήνα 1976, σελ. 267.

[10] Κουμανούδη Μαρίνα, «Η Διοίκηση του Ναυπλίου κατά την πρώτη Βενετοκρατία (1388 – 1540)», σ.49, Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ, Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι, Επιστημονικό Συμπόσιο, Ναύπλιο 9-11 Οκτωβρίου 2015, Πρακτικά – Δήμος Ναυπλιέων, Ναύπλιο 2017.

[11] Ησαΐα Ιωάννη, Ιστορία του Κρανιδίου και των Κοινοτήτων Πορτοχελίου, Διδύμων, Φούρνων, Κοιλάδας, εκδ. Δήμου Ερμιονίδας, Αθήνα 2013.

[12] Μπενάκη Λίνου, στο περιοδικό «Ο κόσμος των Μεταλλείων», τεύχος 23 και αναδημοσίευση στο περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», τεύχος 3, Οκτώβριος 2009.

[13] Podesta; Κυβερνητικός αξιωματούχος των Βενετών στις ηπειρωτικές και παράκτιες κτήσεις, που ασκούσε την αστική και ποινική δικαιοσύνη.

[14] Παπαδία-Λάλα Αναστασία, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος – 180ς αι.), σ. 178-179. www. Kaliterilamia.gr Η κατάσταση των αγροτικών πληθυσμών του Άργους στα τέλη του 14ου αι. Κουμανούδη Μαρίνα, «Βενετία – Άργος: Σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του», Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008.

[15] Λιάτα Ευτυχία, «Από την πρώτη στη δεύτερη βενετοκρατία», επισημάνσεις, σελ. 29 – 40 Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ, Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι, Επιστημονικό Συμπόσιο, Ναύπλιο 9-11 Οκτωβρίου 2015, Πρακτικά – Δήμος Ναυπλιέων, Ναύπλιο 2017.

[16] Ο Βαρθολομαίος Μίνιο γεννήθηκε στη Βενετία το 1428 και στα μέσα του 15ου αιώνα τοποθετήθηκε στο Ναύπλιο ως κυβερνήτης και προώθησε την τακτοποίηση των εδαφικών συνόρων με τους Οθωμανούς, ενώ στη συνέχεια βρέθηκε στην Κύπρο και την Κρήτη. Τελικά κατέληξε στη Βενετία.

[17] Ρούβαλης Γιώργος, «Το Ναύπλιο του 1500 στα Βενετσιάνικα έγγραφα» [σελ.2-4) μετάφραση – διασκευή – επιμέλεια της διατριβής (στην Αγγλική) στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής. Ανακτήθηκε στις 16/6/2020 από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού. Η ανωτέρω διατριβή είναι έργο της Diana Gilliland Wright, με τον τίτλο «Bartolomeo Minio Venetian Administrationin l5th cencury Nauplion», (1999).

[18] Ρούβαλης Γιώργος, ό.π. σελ. 8.

[19] Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη, Diana Gilliland Wright, διατριβή με τίτλο «Bartolomeo Minio Venetian Administration in 15th century Nauplion», Η.Π.Α., 1999 (μετάφραση- επιμέλεια Γιώργος Ρούβαλης).

[20] Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη, Diana Gilliland Wright, διατριβή με τίτλο: «Bartolomeo Minio Venetian Administration in l5th century Nauplion», ό.π.

[21] Το τερριτόριο ήταν διοικητικό διαμέρισμα του Μοριά κατά την Ενετική Κατοχή με τη μορφή της επαρχίας.

[22] Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη, Diana Gilliland Wright, διατριβή με τίτλο: «Bartolomeo Minio Venetian Administration in l5th century Nauplion», …ό.π. «Bartolomeo Minio Venetian Administration in l5th century Nauplion», Η.Π.Α., 1999 (μετάφραση-επιμέλεια Γιώργος Ρούβαλης).

[23] ebooks.edu.gr/xpuσόβouλo.

[24] ebooks.edu.gr

[25] Αρχοντία ή τοπαρχία ήταν μικρότερη περιοχή, που διοικούσαν ευγενείς Βενετοί ή και πλούσιοι Έλληνες από αρχοντική γενιά.

[26] Αρχοντία ή τοπαρχία ήταν μικρότερη περιοχή, που διοικούσαν ευγενείς Βενετοί ή και πλούσιοι Έλληνες από αρχοντική γενιά, Diana Gilliland Wright, διατριβή με τίτλο: «Bartolomeo Minio Venetian Administration in l5th century Nauplion», …ό.π.

[27] argolikivivliothiki.gr, Ρούβαλη Γιώργου, Βενετσιάνοι μισθοφόροι stradioti στη Ναυπλία.

[28] Κονδύλης Θάνος, Το Ναύπλιο και η Βενετία, (2016), σελ, 38-39.

 

Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας

«Στην Ερμιόνη Άλλοτε και Τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 28, Οκτώβριος, 2021.

 

Σχετικά θέματα:

 

Αρχαίος Κόσμος και ποιότητα

$
0
0

Αρχαίος Κόσμος και ποιότητα


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Φιλοξενούμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» μια ενδιαφέρουσα, αδημοσίευτη, ομιλία του Χημικού κ. Βασιλείου Γκάτσου, η οποία πραγματοποιήθηκε στην πρώτη εκδήλωση του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ερμιόνης (ΙΛΜΕ) το 2003. Όπως σημειώνει ο κ. Γκάτσος, «απευθυνόταν σε κοινό που πρώτο άκουγε τέτοια θέματα τόσο για την αρχαιότητα όσο και για την εποχή μας και όχι σε επιστημονική κοινότητα ή ειδικούς. Ήταν η εποχή που άρχισαν να απλώνονται και στη χώρα μας τα συστήματα ποιότητας, κ.λ.π. και ως τότε Διευθυντής Ποιότητας και Περιβάλλοντος στη Χαλυβουργική-Ελληνική Βιομηχανία Α.Ε.  θεώρησα ότι τα Λαογραφικά μας Μουσεία και οι Δημοτικές Βιβλιοθήκες μας πρέπει να βλέπουν στο μέλλον να αναγεννούν και επανανοηματοδοτούν την παράδοσή μας μη μένοντας προσκολλημένα σε στείρα προγονολατρεία».

 

Αρχαίος Κόσμος και ποιότητα

 

Επί των ημερών μας ζήσαμε το οικονομικό θαύμα της Ιαπωνίας που συντάραξε το δυτικό κόσμο. Τη μακρινή αυτή χώρα την αισθανθήκαμε τη δεκαετία του 1960 ως αντιγραφέα και μάλιστα επιπόλαιο δυτικών προϊόντων. Τραντζιστοράκια, ρολόγια, μικροσυσκευές, διακοσμητικά, αυτοκίνητα κακής ποιότητας. Μια παραγωγή από φτηνά εργατικά χέρια, ατέλειωτες ώρες εργασίας κάτω από σχεδόν στρατιωτικές συνθήκες πειθαρχίας. Κανείς δεν έδωσε σημασία, μια και είχε προηγηθεί ανάλογη παραγωγή στην Ιταλία που και αυτή βασιζόταν περισσότερο στην αντιγραφή και όχι στην έρευνα. Το σήμα  «κατασκευασμένο στην Ιαπωνία» ήταν ταυτόσημο με το φτηνό και το σκάρτο.

Μετά όμως από 10 χρόνια η δυτική αγορά γέμισε γιαπωνέζικα προϊόντα πολύ φτηνά και αρίστης ποιότητας που όχι μόνον ανταγωνίζονταν τα πολύ ακριβότερα δυτικής παραγωγής, αλλά τα εκτόπιζαν μαζικά από την παγκόσμια αγορά. Η Ιαπωνία μέσα σε λίγα χρόνια γίνεται η πρώτη εξαγωγική χώρα στον κόσμο.

 

Να δούμε πώς τα κατάφερε:

 

Ως το 1960 όλα τα προϊόντα έβγαιναν λίγο πολύ με τυχαίο τρόπο, ακόμη και στις μεγάλες αλυσίδες παραγωγής. Και θα πάρουμε για παράδειγμα το αυτοκίνητο, γιατί είναι ένα σύνθετο προϊόν που όλοι μας πια το έχουμε ζήσει για τα καλά.

Ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων συγκέντρωνε από εκατοντάδες προμηθευτές τα διάφορα μέρη του αυτοκινήτου, πρόσθετε και τα δικά του και συναρμολογούσε το τελικό προϊόν. Γίνονταν βέβαια ορισμένες δοκιμές, αλλά δεκάδες λάθη και κακοτεχνίες  κρυμμένες μέσα στα μέρη του αυτοκίνητου, στον τρόπο εργασίας, στην οργάνωση και την έρευνα, φορτώνονταν τελικά στον πελάτη. Αλλά και τα ανταλλακτικά ήταν φορτωμένα με λάθη από τον προμηθευτή.

Ο πελάτης μαζί με το αυτοκίνητο αγόραζε ένα σύνολο λαθών που τον οδηγούσαν συνέχεια στο συνεργείο. Το κόστος ήταν μεγάλο και για τον παραγωγό, γιατί ένα τελειωμένο αυτοκίνητο μπορεί να έβγαινε σκάρτο πριν καν πουληθεί, αλλά και για τον πελάτη – χρήστη, όταν μάλιστα ο τελευταίος ήταν και επαγγελματίας. Ας θυμηθούμε την τύχη που είχαν και στην Ερμιόνη αμερικάνικα αυτοκίνητα την δεκαετία του 1960, την Πλίμουθ που είχε για ταξί ο Αρβανιτάκης, πόσο ταλαιπώρησαν τους ιδιοκτήτες που ουσιαστικά τα πέταξαν, αν και ήσαν προϊόντα της πλέον αξιόπιστης βιομηχανικής χώρας.

William Edwards Deming (1900-1993), Αμερικανός μηχανικός, στατιστικός, καθηγητής, συγγραφέας, και σύμβουλος διαχείρισης.

Δύο Αμερικανοί επιστήμονες ο Deming, ειδικός στην στατιστική και ο Jyran, μηχανικός και ειδικός εργατολόγος, και οι δυο τους με μεγάλη βιομηχανική πείρα, σκέφτηκαν ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής, παραδίδει προϊόντα κακής ποιότητας με μεγάλο κόστος για το εργοστάσιο, τον πελάτη και την κοινωνία. Πόσο μάλλον που και οι υπηρεσίες υποστήριξης του προϊόντος, όταν αυτό πια χρησιμοποιείται από τον πελάτη, είναι υποτυπώδεις. Δεν συμφέρει να παράγει σωρηδόν ένα εργοστάσιο, να κάνει διαλογή στο τελικό προϊόν, να πετάει ένα σωρό σκάρτα, αλλά και τα καλά που τα παίρνει ο πελάτης να έχουν λάθη που δύσκολα μετά διορθώνονται. Η ποιότητα του προϊόντος δεν μπορεί να είναι τυχαία, σκέφτηκαν, πρέπει να σχεδιάζεται και συνεχώς να ελέγχεται. Με τα συγγράμματα τους πρότειναν ουσιαστικές αλλαγές.

Ας πάμε πάλι στην κατασκευή του αυτοκινήτου.

Το ποιος διοικεί, τι στόχους έχει, ποιος διευθύνει, ποιος εκτελεί, τι κάνει ο καθένας, πότε, πώς και με τι μέσα, όλα αυτά πρέπει να είναι με ακρίβεια καταγραμμένα. Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται πλήρης σε κάθε στάδιο κατασκευής ή συναρμολόγησης. Το σκάρτο, το ελαττωματικό, να εντοπίζεται πριν ενσωματωθεί στον επόμενο μηχανισμό και τελικά μείνει στο αυτοκίνητο. Πρέπει να υπάρχει σαφές και καταγραμμένο σύστημα συνεχούς εκπαίδευσης.

Και αν οι προμηθευτές δίνουν στο εργοστάσιο ανταλλακτικά με πολλά λάθη; Και σ’ αυτούς πρέπει να επεκταθεί το ίδιο σύστημα. Και πώς θα εξυπηρετείται ο πελάτης μετά την αγορά; Με ένα σύστημα υπηρεσιών που θα βασίζεται στις ίδιες αρχές.

Ο Joseph Moses Juran (1904-2008), ρουμανικής καταγωγής Αμερικανός μηχανικός, σύμβουλος διαχείρισης και συγγραφέας. Υπήρξε υπέρμαχος της διαχείρισης ποιότητας.

Η ποιότητα λοιπόν απλώνεται παντού, κατακλύζει τα πάντα με στόχο την πλήρη ικανοποίηση του πελάτη. Ποιότητα στο προϊόν κάθε βαθμίδας, ποιότητα στον έλεγχο, στη διοίκηση, στην εκπαίδευση, στις υπηρεσίες αλλά και στο σχεδιασμό νέων προϊόντων. Ποιότητα στα πάντα.

Αυτές ήταν οι ιδέες τους που όμως δεν βρήκαν ανταπόκριση στην Αμερική. Οι βιομηχανίες τις θεώρησαν ουτοπικές, μη πραγματοποιήσιμες, οι υπηρεσίες τις χλεύαζαν όσο για τους αγρότες, μάλλον ούτε που τις πληροφορήθηκαν.

Τέτοιου είδους πνευματική αγκύλωση δεν είναι πρωτόγνωρη στο χώρο της βιομηχανικής τουλάχιστον παραγωγής, αφού μέχρι το 1910 η βιομηχανία δεν χρησιμοποιούσε μηχανικούς και χημικούς, γιατί τους θεωρούσε πανεπιστημιακούς, δηλαδή ανθρώπους της διδασκαλίας και της καθαρής έρευνας, ακατάλληλους για παραγωγή.

Έφυγαν και οι δύο απογοητευμένοι για την Ιαπωνία, μια χώρα άλλης νοοτροπίας  με εργατικό λαό με μεγάλη παράδοση πειθαρχίας στην εργασία, αλλά και με φιλόδοξα όνειρα. Οι ιδέες τους έγιναν με ενθουσιασμό δεκτές, εφαρμόστηκαν  και δημιούργησαν το ιαπωνικό οικονομικό θαύμα. Στους δύο αυτούς πρωτεργάτες οι Ιάπωνες έστησαν αγάλματα και τους λατρεύουν σαν ήρωες.

Σ’ όλους μας γνωστά τα αποτελέσματα. Ακολούθησε τα τελευταία χρόνια η Αμερική και η Ευρώπη και σήμερα δεν διανοείται κανείς να αμφισβητήσει τις αρχές αυτές. Η ποιότητα είναι προς το συμφέρον όλων. Δεν υπάρχει πια προϊόν, έντυπο, διαφήμιση, πανεπιστημιακό σύγγραμμα που να μην κατακλύζεται από όρους: Ποιότητα, ολική ποιότητα, πολιτική ποιότητας, διαχείριση ποιότητας, πρότυπα διασφάλισης ποιότητας, τεκμηρίωση, προδιαγραφές, αξιολόγηση προμηθευτών, πιστοποίηση, τυποποίηση, διακρίβωση, οργανισμοί τυποποίησης, πιστοποίησης, διακρίβωσης, ISO – 9002, ELOT – EN ISO 9002, ISO – 9000 κ.λ.π.

 

Πιστοποιημένες διαδικασίες ποιότητας.

 

Σκοπός μας δεν είναι να αναλύσουμε τους όρους και όλη τη φιλοσοφία της ποιότητας. Νομίζω όμως πως έγινε αντιληπτό ότι κάτι έχει ριζικά αλλάξει σε παγκόσμια κλίμακα στο χώρο της παραγωγής και των υπηρεσιών.

 

Και τώρα ας μεταφερθούμε στην αρχαιότητα.

 

Κατά την Αρχαϊκή εποχή και μέχρι τους περσικούς πολέμους, φιλοσοφία, επιστήμη, τεχνολογία και τεχνική παντρεύονται κατά ένα θαυμαστό τρόπο κυρίως στην Ιωνία και τα νησιά και παράγουν ευημερία, μηχανές, πλοία, εμπόριο, ιδέες.

Κατά την Κλασική  Εποχή οι πολίτες ως κυρίαρχη ομάδα μιας πόλης, στρέφουν το ενδιαφέρον τους στη δημοκρατική οργάνωση, τη ρητορική, τη φιλοσοφία, τη τέχνη, τον πόλεμο, τη γεωμετρία και τα μαθηματικά, ενώ η τεχνολογία και η τεχνική περιορίζονται στους μέτοικους και τους δούλους.

Στους Ελληνιστικούς χρόνους η επιστήμη και η τεχνολογία είναι ασχολίες μιας κυρίαρχης ομάδας περί τον βασιλέα του ελληνιστικού κράτους με κορύφωμα τα πανεπιστήμια και τις βιβλιοθήκες. Η ομάδα αυτή δημιουργεί τεχνολογικά θαύματα, περίεργες κατασκευές και νέα όπλα. Όμως αυτά τα επιτεύγματα δεν διαχέονται στην πραγματική οικονομία όπου κυριαρχούν οι τεχνίτες με την εμπειρία τους.

Ο Ρωμαϊκός κόσμος μεγεθύνει και πρακτικοποιεί τα αρχαία ελληνικά επιτεύγματα  όμως δεν φέρνει κάτι το ριζικά καινούργιο.

Περί το 100 μ.Χ. ο αρχαίος επιστημονικός και τεχνολογικός κόσμος παρακμάζει. Η Δύση πλέον ξαναπιάνει το κομμένο νήμα της αρχαιότητας κατά τον 16ο αιώνα και δημιουργεί τον σύγχρονο κόσμο.

Αυτά τα ελάχιστα για να μας προϊδεάσουν ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος δεν υπήρξε ποτέ αποκομμένος από την καθημερινή πραγματικότητα και τα προβλήματά της, αποτραβηγμένος στο καθαρό πνεύμα.

 

Αμέσως γεννιόνται δύο ερωτήματα:

 

Είναι άραγε πρωτότυπες οι σημερινές ιδέες περί ποιότητας και οργάνωσης παραγωγής και υπηρεσιών;

Μπορούμε να τις ανιχνεύσουμε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο;

Όχι απλώς τις ανιχνεύουμε, αλλά μάλλον ήσαν κυρίαρχες και σε πλήρη εφαρμογή. Και αυτή η διαπίστωση προσδίδει μεγαλύτερο κύρος στις ιδέες αυτές, γιατί κατά μεγάλο μέρος σε αυτές οφείλεται το οικονομικό θαύμα της πόλης και της αυτοκρατορίας των Αθηναίων και όχι μόνον.

Η Αθήνα ήταν κοσμοκράτειρα για την εποχή της, μια γιγαντιαία πνευματική οικονομική και στρατιωτική δύναμη, κάτι σαν τις σημερινές Ηνωμένες πολιτείες Αμερικής. Η Κόρινθος, η Ρόδος, η Σάμος, η Κύπρος, μικρογραφία των Αθηνών, κάτι σαν τις σημερινές μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Αλλά και η Σπάρτη είχε τομείς υψηλής τεχνολογίας ιδιαίτερα στην μεταλλουργία, τα οδικά δίκτυα και τις μεταφορές, χωρίς να παραβλέπουμε την πρωτοπορία της σε θέματα στρατιωτικής οργάνωσης.

Ήταν δυνατόν ένας τέτοιος κόσμος υψηλότατης πνευματικής, φιλοσοφικής και καλλιτεχνικής έκφρασης να είχε υλικό υπόβαθρο αφημένο στη τύχη;

Και πόσο δούλος μπορεί να ήταν ένας άριστος και πρωτοπόρος μεταλλουργός στα μεταλλεία αργύρου του Λαυρίου, αγορασμένος στην Αίγυπτο και πόσο μέτοικος ήταν ένας ξένος που του έδωσε η πόλη των Αθηναίων προνόμια για να εγκατασταθεί στη πόλη και ο οποίος είχε οπλουργείο με 3000 εργάτες;

 

Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τα ίχνη ψάχνοντας για ποιότητα στον αρχαίο κόσμο:

Έλεγχος και πιστοποίηση μέτρων και σταθμών στην αρχαία Αθήνα.

 

Στο Πρυτανείο της αρχαίας Αγοράς Αθηνών, τη Θόλο όπως το ονόμαζαν, φυλάσσονταν τα πρότυπα μέτρα και σταθμά. Οι μετρονόμοι ήσαν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο μέτρων και σταθμών που χρησιμοποιούντο στις αγοραπωλησίες, συγκρίνοντάς τα με τα πρότυπα της Θόλου. Πέραν τούτου τα εν χρήσει μέτρα βρίσκονταν σε στήλη λαξεμένα και μάλιστα κύλα  για μεγαλύτερη ακρίβεια μέτρησης, ώστε ο κάθε πολίτης μπορούσε μόνος του να ελέγξει και, αν εύρισκε διαφορά, να φωνάξει το μετρονόμο ο οποίος επέβαλε αμέσως ποινή, και, αν η διαφορά ήταν μεγάλη, παρέπεμπε στους δικαστές οι οποίοι αποφάσιζαν την ίδια μέρα ακόμη και τη δήμευση όλου του εμπορεύματος ενός καταστήματος. Ο δάκτυλος, ο πους, η παλάμη, δεν είναι στο περίπου, όπως μετράμε πρόχειρα σήμερα. Ήσαν μέτρα μεγάλης ακριβείας μέχρι και χιλιοστό του σημερινού μέτρου.

 

Διακρίνουμε τον δάκτυλο, την πιθαμή, την παλάμη, τον πήχη, την οργιά, τον πόδα που είναι 0.301μ. (πόδας των ελληνιστικών χρόνων) ενώ ο εικονιζόμενος κανόνας είναι 0.322μ. Όλα κύλα και όχι ανάγλυφα.

 

Ο κανόνας που βλέπουμε στη φωτογραφία είναι παλαιότερο μέτρο, όμως σε χρήση ακόμη από μεγάλες ομάδες πληθυσμού. Όπως κάποτε μετρούσαμε και εμείς σε μέτρα και σε ρούπια, σε κιλά και σε οκάδες. Η πολιτεία λοιπόν προστάτευε τον καταναλωτή σε μια μεταβατική περίοδο δίνοντάς του δυνατότητα αγοράς και ελέγχου σε διαφορετικά μέτρα.

Στον Πειραιά, που ήταν τότε το πρώτο εμπορικό λιμάνι του τότε γνωστού κόσμου και ο μεγαλύτερος πολεμικός ναύσταθμος, βρέθηκε σε μαρμάρινη στήλη ένας κατάλογος τιμών και ειδών πατσατζίδικου! Όχι μόνον για τους πελάτες, αλλά για να είναι εύκολος και άμεσος ο έλεγχος από τους αγορανόμους. Και οι τιμές χαραγμένες σε μάρμαρο, να μην αλλάζουν παρά μόνον με την άδεια της πολιτείας. Και όλα αυτά ώστε να μην εξαπατώνται οι ξένοι έμποροι και ναυτικοί, οι τουρίστες θα λέγαμε σήμερα.

 

Αγορανομική επιγραφή του 1ου π.Χ. αι. – Το κατάστημα θυμίζει σημερινό πατσατζίδικο αλλά με περισσότερα είδη κρεατικών.
Ένα από τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά που εντυπωσιάζει, είναι μία αγορανομική επιγραφή του 1ου αιώνα π.Χ. η οποία δίνει πληροφορίες σχετικά με το κόστος ζωής και τις γαστριμαργικές συνήθειες των αρχαίων Πειραιωτών.
Όπως αναφέρει ο Γ. Σταϊνχάουερ [1998: 32]
«Πρόκειται για έναν κατάλογο με τις ανώτατες τιμές των ειδών που προσέφεραν τα αρχαία εφθοπωλεία, καταστήματα ανάλογα των σύγχρονων πατσατζίδικων, δηλαδή ποδαράκια (ποδῶν), κεφαλάκι (κεφαλής των οστών), μυαλά (ἐνκεφάλου), κοιλίτσα (μήτρας), στήθος (οὐθατίου), συκωτάκι (ηπατίου), σπλήνα (σπληνός), πλεμόνι (πλευμονίου), έντερα (χολικίων).
Τα πωλούμενα είδη είναι ταξινομημένα σε τρεις ποιοτικές κατηγορίες: προηγούνται τα χοιρινά (υείων), έπονται τα κατσικίσια ή αρνίσια (αιγείων ή προβατείων) και τέλος τα βοδινά (βοείου).
Οι τιμές δίνονται για ποσότητες μισού κιλού (μνᾶς), σε χαλκούς (1/80 του οβολού) ή σε σχέση με την τιμή του κρέατος (ισοκρεως, εξημίσους). Η επιγραφή καταστράφηκε το 86 π.Χ., όταν ο Σύλλας κατέλαβε τον Πειραιά και χαράχθηκε ξανά το 83 π.Χ. τον αγορανόμον του Πειραιώς».
Σταϊνχάουερ, Γ., «Τα μνημεία και το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά», Αθήνα: Τούμπης, 1998.

 

Στον Πειραιά υπήρχε ειδικό κτίριο, το ονομαζόμενο Δείγμα, στο μέσο της εμπορικής ζώνης του Κανθάρου, δηλαδή του σημερινού λιμένα Πειραιώς. Παρόμοια κτίρια υπήρχαν στη Ρόδο, στην Ολβία που ήταν σημαντικό λιμάνι εξαγωγής σιτηρών στη Νότια Ρωσία, στην Έφεσο και σε πολλές άλλες σημαντικές πόλεις.

Στο Δείγμα γινόταν η πιστοποίηση των γεωργικών προϊόντων. Αν ένα καράβι φόρτωνε από ένα λιμάνι στάρι με προορισμό τον Πειραιά, με ευθύνη του πλοιάρχου, παρουσία του εμπόρου ή του παραγωγού και των φυλάκων συνοδείας του πλοίου, μέσα σε ένα άψητο πήλινο δοχείο ή σε δερμάτινο σακούλι βάζανε ποσότητα σταριού. Ακολουθούσε η πλήρης σφράγιση του δείγματος το οποίο θα παραδινόταν στο κτίριο Δείγμα του Πειραιά. Η εκεί υπηρεσία άνοιγε το δείγμα και επιθεωρούσε όλο το στάρι του πλοίου για να δει ότι είναι όμοιο με το δείγμα, δεν έχει γίνει νοθεία ή αλλαγή φορτίου κατά το ταξίδι, δεν έχει αλλοιωθεί το στάρι, δεν έχει βραχεί. Οι ποινές για τους παραβάτες μεγάλες και άμεσες, αλλά και για τους υπαλλήλους, αν δεν έκαναν υπεύθυνα και δίκαια τη δουλειά τους. Αν όλα ήσαν εντάξει, δινόταν θα λέγαμε σήμερα πιστοποιητικό καταλληλότητας για να βγει το στάρι στην αγορά σύμφωνα όμως πάντα με τους νόμους που εξασφάλιζαν τον πελάτη και τον καταναλωτή.

Εκτός από τα δείγματα των φορτίων υπήρχε και μόνιμη έκθεση δειγμάτων ώστε να κλείνονται βάσει αυτών εμπορικές συμφωνίες. Και όχι μόνον τροφίμων, αλλά και αγγείων, εργαλείων και άλλων αντικειμένων, κάτι σαν τις σημερινές εκθέσεις προϊόντων.

Τα δείγματα του κρασιού τα ονόμαζαν γεύματα και η δοκιμή γινόταν σε ειδικά δοχεία τα γευστήρια. Σύγκριναν το χρώμα και τη γεύση για να διαπιστώσουν τυχόν νοθεία. Έλεγχαν μήπως είχαν παραβιαστεί τα επίσημα σφραγίσματα των πίθων στο πλοίο. Χρησιμοποιούσαν ειδικά βαθουλώματα σε μάρμαρο σκαλισμένα, για να μετρούν τον όγκο κάθε υγρού. Αλλά και αν κάποιος ήθελε να εμφιαλώσει, θα λέγαμε σήμερα, ένα υγρό σε ένα δοχείο και να έχει την πιστοποίηση  μιας επίσημης υπηρεσίας για την ακρίβεια της ποσότητας, μπορούσε να γεμίσει με ακρίβεια από αυτές τις μαρμάρινες κατασκευές και να σφραγιστεί ο αμφορέας του με επίσημο σήμα. «Σηκώματα» λέγονταν οι συσκευές και ο όρος έφτασε μέχρι των ημερών μας. Οι Ερμιονίτες που πουλούσαν κρασί, δεκαετία 1950 και πίσω, έλεγαν: «μου σήκωσαν σε μια βδομάδα το βαρέλι», μου αγόρασαν οι πελάτες όλο το κρασί. Ή «σήκωσα το κρασί και το έβαλα σε καθαρό βαρέλι». Απαγόρευαν να πουλιέται κρασί στη αγορά σε μεγάλα δοχεία, πίθους κα αμφορείς, που ήταν δύσκολο στον πελάτη να επαληθεύσει την ποσότητα που αγοράζει.

 

Στις συσκευές αυτές έβαζαν μια τάπα στον πυθμένα και γέμιζαν μέχρι ένα προκαθορισμένο σημείο. Έτσι είχαν την ακριβή ποσότητα. Έβαζαν από κάτω τον αμφορέα, έβγαζαν την τάπα και τον γέμιζαν.

 

Με κλήρο όριζε η Βουλή δέκα αγορανόμους που επέβλεπαν καθημερινά την αγορά της πόλης, ώστε όλα τα αγαθά να είναι «καθαρά και ακίβδηλα», να τηρούν δηλαδή τους όρους υγιεινής και να είναι ανόθευτα.

Υπήρχαν υπηρεσίες που ανά πάσα στιγμή έδιναν λύση, ακόμη και με δικαστικό αγώνα, στα προβλήματα της αγοράς και μάλιστα ταχύτατα. Το ίδιο γινότανε και με μεταλλικά αντικείμενα. Οι παραγγελίες δίνονταν στον κατασκευαστή με γραπτές προδιαγραφές τις οποίες όχι μόνον όφειλε να τηρήσει απαρέγκλιτα, αλλά το προϊόν του θα περνούσε και από έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι είχαν αξιόπιστα εργαστήρια ελέγχου.

Επιγραφή που βρέθηκε στην Ελευσίνα και ανήκει στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. καταγράφει τις προδιαγραφές για μια παραγγελία μπρούντζινων συνδέσμων που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στους σπονδύλους των κιόνων της Φιλώνειας Στοάς. Ο μπρούντζος είναι ένα κράμα χαλκού με κασσίτερο το γνωστό μας καλάι. Τότε η τιμή του κασσίτερου ήταν 7 φορές μεγαλύτερη από του χαλκού. Μεταξύ των άλλων καταγράφεται ότι ο μπρούντζος για την κατασκευή των συνδέσμων πρέπει να φτιαχτεί στο Μάριον της Κύπρου που ήταν την εποχή αυτή μεγάλο μεταλλουργικό κέντρο, και να έχει 11 μέρη χαλκού και 1 μέρος κασσίτερου, δηλαδή ο ακριβός κασσίτερος να είναι περίπου 8.33%. Η παραγγελία ήταν μεγάλη και αν έκλεβε ο κατασκευαστής 1% κασσίτερο θα κέρδιζε περίπου 300 αθηναϊκές δραχμές που ήσαν τότε 300 μεροκάματα τεχνίτου. Στην επιγραφή δίνονται και οι διαστάσεις σε δάκτυλα και πόδια αλλά και η απαίτηση ορισμένοι σύνδεσμοι κυλινδρικοί να είναι προϊόντα τόρνου μετάλλων! Είναι η μοναδική μαρτυρία που έχουμε για τόρνευση μετάλλων σε τόρνο κατά την αρχαιότητα.

Αλλά και οι κατασκευαστές σκευών οικιακής χρήσης, λεβήτων, χυτρών κ.λ.π. είχαν προδιαγραφές και ο κασσίτερος ήταν γύρω στο 6%. Ομοίως των όπλων και των εργαλείων ανάλογα τη χρήση τους. Μόνον στον κρατήρα του Δερβενίου ο κασσίτερος ήταν 14.5%. Είναι το μοναδικό αρχαίο αντικείμενο με τόσο πολύ κασσίτερο που καθιστά τον μπρούντζο σκληρό σαν ατσάλι, ακατάλληλο για κατασκευή δοχείου. Και όμως αυτό το αριστούργημα που βλέπετε αρκεί για να πείσει και τον πλέον δύσπιστο  για το υψηλότατο επίπεδο τεχνολογίας και τεχνογνωσίας των αρχαίων Ελλήνων, γιατί η δημιουργία μορφών πάνω του είναι σχεδόν αδύνατη από σημερινό εργαστήριο. Και δεν είναι επιχρυσωμένο, όπως πίστεψαν αρχικά οι αρχαιολόγοι που το βρήκαν. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι δεν υπάρχει ίχνος χρυσού, αλλά το χρυσίζον χρώμα το έχει αυτός καθ’ αυτός ο μπρούντζος, λόγω του πολύ κασσίτερου και οι προδιαγραφές ήσαν ως φαίνεται αυστηρές, για να επιτευχθεί αυτό το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα το οποίο βέβαια χρυσοπλήρωσε ο ηγεμόνας που το παρήγγειλε.

 

Κρατήρας του Δερβενίου. Μέχρι και σήμερα λέμε ο χρυσός κρατήρας του Δερβενίου, αλλά δεν έχει ίχνος χρυσού. Βρίσκεται στο μουσείο Θεσσαλονίκης.

 

Το ίδιο γινόταν με τα αργυρά και χρυσά αντικείμενα. Σε επιγραφή Ωρωπίων του 3ου π.Χ. αιώνα δίδονται από ιερείς φθαρμένα χρυσά σκεύη σε εργαστήριο που θα τα λιώσει και θα κατασκευάσει μια μεγάλη χρυσή φιάλη. Η επιγραφή λέει ότι πρέπει πρώτα να τα θερμάνουν, ώστε να φύγει ο κασσίτερος που συνδέει τα διάφορα μέρη των σκευών και να μείνει ο καθαρός χρυσός που πρέπει εν συνεχεία να ζυγιστεί. Ορίζεται η αποδεκτή φύρα κατά την επεξεργασία, αλλά το εργαστήριο πρέπει να φυλάξει και δείγμα του χρυσού με τον οποίο έφτιαξε τη φιάλη, ώστε οι ιερείς, χωρίς να καταστρέψουν το σκεύος, να απευθυνθούν σε αρμόδια υπηρεσία προς έλεγχο νοθείας. Μετά θα ακολουθούσε η πληρωμή.

 

Οι προδιαγραφές για σημαντικές παραγγελίες και κατασκευές γράφονται σε μάρμαρο.

 

Έλεγχος νομίσματος:

 

Η πραγματική ισχύς των Αθηνών ήταν το νόμισμά της. Το αθηναϊκό τετράδραχμο ήταν το δολάριο της εποχής. Ήταν από καθαρότατο ασήμι Λαυρίου, είχε πάντα το ίδιο βάρος και έφερε τα σύμβολα της πόλης, την κεφαλή Αθηνάς και την κουκουβάγια. Απαγορευόταν η παραγωγή τέτοιων νομισμάτων οπουδήποτε στον τότε γνωστό κόσμο και, αν κάτι τέτοιο τολμούσε μια πόλη, ήταν αιτία πολέμου.

Με αυτά γίνονταν οι πληρωμές στην αγορά της Αθήνας και το λιμάνι του Πειραιά και αυτά δέχονταν ως νόμισμα από τους εμπόρους, τους εισαγωγείς, τους ξένους, αλλά στη δεύτερη περίπτωση κατόπιν ελέγχου. Κυκλοφορούσαν όμως και άλλα καλά αργυρά νομίσματα άλλων πόλεων, αλλά, ποιος εγγυάτο  τη γνησιότητα, την ποιότητα, το βάρος ενός τοπικού νομίσματος; Αυτά σε μια αγοραπωλησία λογίζονταν ως βάρος αργύρου στη τρέχουσα τιμή του, δηλαδή σαν αγαθό και όχι σαν νόμισμα. Έπρεπε πρώτα να τα πουλήσεις, να πληρωθείς με γνήσια αθηναϊκά νομίσματα και με αυτά μετά να πληρώσεις για τις αγορές σου. Έτσι επέβαλαν το νόμισμά τους στον τότε γνωστό κόσμο οι κοσμοκράτορες Αθηναίοι.

Υπήρχε λοιπόν δημόσιος υπάλληλος, ο Δοκιμαστής, που συνήθως ήταν δούλος. Καθόταν σε ένα τραπέζι και εκεί πήγαιναν τα νομίσματα για να εξακριβωθεί η γνησιότητά τους. Αυτός, με ειδικούς ζυγούς και μέτρα, διαπίστωνε αν είχαν το σωστό βάρος, το σωστό μέγεθος, αν τα σήματα ήταν κτυπημένα στο νομισματοκοπείο της Αθήνας. Από το χρώμα, την αφή και τον ήχο που έβγαζαν όταν έπεφταν σε κατάλληλη συμπαγή επιφάνεια, αλλά και την τεράστια εμπειρία του, καταλάβαινε αν ήσαν γνήσια.

Οι ποινές ήσαν μεγάλες, κατάσχονταν αμέσως φορτία πλοίων, εμπορεύματα, αν δε ο Δοκιμαστής ήταν αδιάφορος, έλλειπε από τη θέση του, δεν ήταν δίκαιος, η ποινή ήταν 50 μαστιγώσεις. Και εδώ μπορούμε να διακρίνουμε ποιότητα δημόσιας διοίκησης, γιατί η Βουλή των Αθηναίων σε τέτοιο σημαντικό πόστο διόρισε δούλο, άρα άτομο πλήρως ελεγχόμενο και όχι ελεύθερο πολίτη ο οποίος με τα πολιτικά του δικαιώματα, την περιουσία του, τις διασυνδέσεις του, την δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης, υπήρχε φόβος να στήσει μεγάλη κομπίνα.

Μετά τον έλεγχο των νομισμάτων το ποσό σφραγιζόταν σε σακουλάκι και η καταμέτρηση γινόταν στο Βουλευτήριο. Το χρήμα αυτό ήταν υποχρεωτικά δεχτό και, αν κάποιος δε το δεχόταν, οι ποινές ήσαν μεγάλες.

Βέβαια η νοθεία και η παραχάραξη στο αθηναϊκό νόμισμα ήταν αδιανόητη, αλλά κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο με την αποδιοργάνωση των ορυχείων Λαυρίου και την ανάγκη για χρήμα των Αθηναίων πολλές πόλεις στη Συρία, Αίγυπτο και αλλού, έκοψαν παρόμοια με τα αργυρά νομίσματα των Αθηνών, με τα  ίδια σήματα, τα οποία από ανάγκη γίνανε δεκτά στην αγορά της Αθήνας, αλλά κατόπιν αυστηρού ελέγχου. Αν ήσαν από εξίσου καθαρό άργυρο και είχαν το σωστό βάρος, γίνονταν δεκτά. Αν όμως ήταν υπόχαλκα, υπομόλυβδα, ή κίβδηλα, δηλαδή αν είχαν φτιαχτεί από κράμα αργύρου, χαλκού ή μολύβδου, χαράζονταν γερά με κοπίδι και κατάσχονταν υπέρ του ιερού της Μητέρας των θεών. Οι ποινές και εδώ μεγάλες.

 

Τα νομίσματα αυτά είναι κίβδηλα. Το κοκκινωπό χρώμα οφείλεται στον χαλκό. Συνήθως έφτιαχναν ένα χάλκινο νόμισμα και το βουτούσαν μέσα σε λιωμένο ασήμι για να επαργυρωθεί. Άλλες φορές έφτιαχναν ένα κράμα αργύρου με χαλκό αλλά αυτό το νόμισμα διακρινόταν αμέσως από το χρώμα του. Άλλοτε έφτιαχναν μολύβδινα νομίσματα και τα επαργύρωναν. Είχε όμως τα μέσα ο δοκιμαστής να πιάνει κάθε είδους νοθεία. Την «τέχνη» του κιβδηλοποιού άσκησαν επί Τουρκοκρατίας επιτυχώς και οι Υδραίοι κατασκευάζοντας γρόσια.

 

Ο κρατήρας του Δερβενίου αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της αρχαίας χαλκοπλαστικής. Ο κρατήρας σώζεται ακέραιος και το χρυσό του χρώμα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα κασσίτερου στο κράμα του χαλκού. Περιείχε λείψανα από την καύση νεκρού καθώς και ένα χρυσό τριώβολο του Φιλίππου του Β΄.

Μα δεν ήταν μόνον οι σαφείς νόμοι, ο αξιόπιστος έλεγχος, οι προδιαγραφές, τα πρότυπα, η διακρίβωση και η πιστοποίηση που χαρακτήριζαν την παραγωγή και εμπορία των αγαθών. Υπάρχει και το όνομα που προστατεύεται, το brand name. Η πόλη της Ρόδου δεν άφηνε απροστάτευτο το κρασί της. Ο αμφορέας της είχε ειδικό αναγνωρίσιμο σχήμα και όγκο και πάνω του έφερε τυπωμένο στον πηλό, πριν ψηθεί, το όνομα της πόλης των Ροδίων και πολλές φορές το όνομα του παραγωγού. Η πόλη απαγορεύει την κατασκευή αντιγράφων και, αν κάτι τέτοιο διαπιστώσει σε άλλα μέρη, επεμβαίνει στη ανάγκη στρατιωτικά. Ο οίνος σφραγίζεται, αφού ογκομετρηθεί και κυκλοφορεί ως ονομαστός οίνος Ροδίων. Τέτοιοι τυποποιημένοι αμφορείς κατά εκατοντάδες έχουν βρεθεί και στα πιο απίθανα μέρη της Μεσογείου.

Με παρόμοιο τρόπο οι Αθηναίοι διαφυλάττουν το όνομα και τη φήμη των μοναδικών αττικών αγγείων, μελανόμορφων και ερυθρόμορφων. Η τεχνολογία τους είναι πρωτοπόρα, αφού δεν είναι οι μορφές ζωγραφισμένες με χρώματα, αλλά αποτέλεσμα βαθιάς γνώσης της συμπεριφοράς των διαφόρων ειδών πηλού και υαλωμάτων στις διάφορες θερμοκρασίες και στις ιδιότητες της φλόγας, όταν έχει πολύ αέρα, και όταν έχει ελάχιστο και καπνίζει. Η ζωγραφική επί των αγγείων είναι ανεξίτηλη και μοιάζει, σε καλοδιατηρημένα αγγεία, σαν να έγινε σήμερα.

Ελέγχουν όλα τα στάδια παραγωγής, πετάνε κάθε φορά τα σκάρτα, τα κακοψημένα, τα στραβά, αυτά που δεν παρουσιάζουν το αισθητικό αποτέλεσμα που ανέμεναν. Δεν βγάζουν στην αγορά δεύτερης και τρίτης διαλογής που σε χαμηλή τιμή θα ήσαν και αυτά περιζήτητα.

Περιφρουρούν την ποιότητα, το όνομα, τις τιμές. Ερευνούν, ακολουθούν τις τάσεις της εποχής, περνούν από τα μελανόμορφα στα ερυθρόμορφα και σε ένα σωρό άλλες παραλλαγές. Πουλάνε επώνυμα, αφού σε κάποια άκρη του αγγείου γράφουν «ο τάδε μ’ εποίησεν, ο τάδε μ’ έγραφσεν». Ικανοποιούν τις επιθυμίες μακρινών πελατών τους, αλλάζοντας τις μυθολογικές παραστάσεις.

Από το 566 π.Χ. έως το 310 μ.Χ., σε διάστημα 800 – 900 ετών, υπολογίζεται ότι η συνολική παραγωγή πολυτελών αγγείων με παραστάσεις στην πόλη  των Αθηναίων ήταν 16 εκ. κομμάτια, ενώ η παραγωγή παναθηναϊκών αμφορέων με την παράσταση της Αθηνάς και ενός αθλήματος ξεπέρασε τα 100000 κομμάτια. Με τους αμφορείς αυτούς έφτασε στα πέρατα του κόσμου το αττικό λάδι των ιερών ελαιών το οποίο δινόταν ως βραβείο στο νικητή κάθε αθλήματος, ο οποίος στη συνέχεια είχε το δικαίωμα να το πουλήσει επώνυμα. Και ήταν αυτό το λάδι περιζήτητο παγκοσμίως, θα λέγαμε σήμερα, για την περιποίηση του σώματος και φυσικά πανάκριβο.

 

Σφραγίσματα αμφορέων για τη διασφάλιση του ονόματος και της προέλευσης του προϊόντος.
Πιθανότατα τέτοια σφραγίσματα να χρησιμοποίησαν και οι Ερμιονείς όχι μόνον για το λάδι και το κρασί τους αλλά και για την πανάκριβη πορφυροβαφή.

 

Ο Παναθηναϊκός αμφορέας αν και διακοσμημένος με σχεδόν σταθερές παραστάσεις γνώρισε και αυτός μεγάλες αλλαγές με το πέρασμα των αιώνων. Ήταν ο πόθος κάθε αθλούμενου αλλά και της κάθε άρχουσας και νεόπλουτης τάξης. Για να διατηρηθεί ο μύθος η πόλη των Αθηναίων είχε ψηφίσει ειδική νομοθεσία για τις ιερές ελιές της τις οποίες προστάτευε με ειδικούς ξύλινους φράκτες. Και σήμερα το ίδιο λάδι βγάζει μια ελιά νέα με μια αιωνόβια. Αλλά για φαντασθείτε ένα ωραίο δοχείο να περιέχει σήμερα λάδι από τις ελάχιστες ελιές της Ερμιονίδας που μάλλον είναι πάνω από 1000 ετών;

 

Παναθηναϊκός αμφορέας που φιλοξενείται στο Μουσείο του Λούβρου.

 

Έχουμε και εδώ ένα δείγμα εξαίρετο μάρκετινγκ, δημιουργία ονόματος και μύθου για το προϊόν και τη συσκευασία του, σε σημείο που ο πελάτης δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει λάδι, αλλά τον μύθο και το γόητρο, το πρέστιτζ, που προσφέρει το λάδι αυτό. Μήπως σήμερα αγοράζουμε ένα Rolex για να βλέπουμε την ώρα;

Την Κλασική εποχή, πλην των Αθηνών, η Κόρινθος, η Ρόδος, η Σπάρτη, η Χίος, η Θάσος είναι μεγάλα κέντρα παραγωγής αγγείων. Τροφοδοτούν όλα τα παράλια της Μεσογείου, κυρίως όμως την Ετρουρία, τη σημερινή Βόρειο Ιταλία. Οι ιδιοκτήτες των εργαστηρίων της Αθήνας σπάνια είχαν επαφή με τους μακρινούς πελάτες τους. Ανάλογα τις πωλήσεις, κανόνιζαν να παράγουν τους τύπους που είχαν πέραση και καλή τιμή.

 

Τα αττικά αγγεία ήταν επί αιώνες είδος πολυτελείας που έδινε γόητρο και φήμη στον κάτοχό τους. Τα βρίσκουμε σ’ όλη τη Μεσόγειο. Μέσω αυτών των αγγείων μας είναι γνωστή και η ζωγραφική τέχνη.

 

Όμως σήμερα μια επιχείρηση δεν μπορεί να σταθεί στην αγορά και να αναπτυχθεί, αν δεν ανιχνεύει τις ανάγκες και προτιμήσεις των πελατών της και δεν προσπαθεί να τις ικανοποιεί.

Φαίνεται ότι ένας δαιμόνιος Αθηναίος επιχειρηματίας, ο Νικοσθένης, επισκέφτηκε την Ετρουρία για να ανιχνεύσει τις προτιμήσεις και τα γούστα των κατοίκων της. Διαπίστωσε ότι οι Ετρούσκοι έχουν ντόπια παραγωγή αγγείων ολόμαυρων και σε διαφορετικά σχήματα από τα αττικά. Αγαπούσαν τα σχήματά τους αλλά ενθουσιάζονταν με την αθηναϊκή ιστόρηση και διακόσμηση των αγγείων. Επιστρέφοντας, τροποποίησε την παραγωγή του, έδωσε ετρουσκικά σχήματα στα αγγεία του, με αθηναϊκή όμως διακόσμηση. Τα αποτέλεσμα δεν ικανοποιούσε βέβαια τα γούστα των Αθηναίων, αλλά τα νέα αγγεία γίνανε ανάρπαστα στην Ετρουρία και οι παραγγελίες στον Νικοσθένη αυξήθηκαν κατακόρυφα. Το «Νικοσθένης μ’ εποίησεν» έγινε εξαγωγική φίρμα.

 

Τα περίεργα αλλά περιζήτητα αγγεία του Νικοσθένους.

 

Ας ρίξουμε όμως και μια ματιά στη γειτονιά μας, στο ναυάγιο των Ιρίων. Βλέπουμε το φορτίο που βούλιαξε στο ακρωτήρι των Ιρίων περί τον 13ο π.Χ. αιώνα. Οι ψευδόστομοι αμφορείς είναι το τυποποιημένο δοχείο μεταφοράς κυρίως λαδιού που κυριάρχησε για 1000 περίπου χρόνια στον αιγαιοπελαγίτικο χώρο. Πρώτοι διδάξαντες οι Κρήτες της Μινωικής εποχής.

 

Πίθοι και ψευδόστομοι αμφορείς από το ναυάγιο των Ιρίων.

 

Ο πίθος είναι ένα άλλο σημαντικό δοχείο μεταφοράς που οι μελετητές πιστεύουν ότι ήταν το κοντέϊνερ της εποχής. Πιθανότατα το πλοίο άφηνε τον πίθο σ’ ένα λιμάνι με το περιεχόμενό του, το οποίο ο εκεί έμπορας το διέθετε ή το έκανε μικρότερες παρτίδες για τη πελατεία του, και το πλοίο επιστρέφοντας το παραλάμβανε εκ νέου φορτωμένο με άλλο εμπόρευμα! Μπορεί να πήγαινε με παστωμένα ψάρια και να επέστρεφε με ελιές.

Αλλά και η γενική αρχή, ότι πρέπει οι οδηγίες που ακολουθεί ο εργαζόμενος ή ο συμβαλλόμενος να είναι σαφείς, γραπτές και προσιτές, εφαρμοζόταν πλήρως. Οι νόμοι, οι κανόνες, οι οδηγίες ήσαν γραπτές σε μάρμαρο και σε δημόσια θέα, αν δε κάτι έπρεπε να αλλάξει, αποσυρόταν η παλιά έκδοση όχι μόνον από την αγορά των Αθηνών, αλλά και όλων των άλλων πόλεων όπου είχε εφαρμογή και έβγαινε καινούργια οδηγία – νόμος.

Αλλά και στην οργάνωση της εργασίας και στην εκπαίδευση είχαν ουσιαστικά εφαρμόσει συστήματα ποιότητας.

Για να γίνει ο Παρθενώνας έπρεπε να εργαστούν συνεργεία κάθε είδους. Αυτός που παρουσίασε τα σχέδια στον Περικλή, είχε πλήρη συναίσθηση ότι είχε παραγγελθεί ένα αιώνιο έργο, άρα και αντισεισμικό και είχε πλήρη επίγνωση ότι κατείχε την τεχνογνωσία και τεχνολογία να το κατασκευάσει έτσι όπως το οραματίστηκε. Ως αρχιτέκτων και υπεύθυνος έργου έπαιρνε μισθό μόλις λίγο πάνω από τον τεχνίτη. Το κύρος, ο θαυμασμός των συμπολιτών του, η προσφορά στην πόλη του ήταν η ουσιαστική αμοιβή του. Αλλά και το μεροκάματο του τεχνίτη ήταν σχεδόν ίδιο για όλους. Δεν επιθυμούσαν φτωχούς πολίτες, ούτε μεγάλη ψαλίδα στις αμοιβές. Κάτι παρόμοιο εφάρμοσε και η Ιαπωνία όπου ο μισθός της δακτυλογράφου – γραμματέως δεν είχε μεγάλη διαφορά από του προϊσταμένου της.

Στο εργοτάξιο της Ακρόπολης έχουμε εργάτες, τεχνίτες διαφόρων βαθμίδων και ειδικοτήτων, μαθητευόμενους, μαστόρους, αρχιμαστόρους, μετρητές, εφαρμοστές, λατόμους, μεταφορείς, κατασκευαστές εργαλείων και μηχανών, μεταλλουργούς, σιδηρουργούς, καλλιτέχνες και όλοι αυτοί θα δουλεύουν χρόνια, νέοι θα πρέπει να εξελίσσονται και να καλύπτουν επαξίως τη θέση των αποχωρούντων. Κάθε μέλος του ναού πρέπει να είναι αψεγάδιαστο με μηδέν λάθη και να τοποθετηθεί και εφαρμόσει με μηδέν λάθη.

Πέραν τούτων υπήρχε κάποιος προϋπολογισμός, υπήρχε κόστος, νόμισμα, μισθοί, δημόσιος έλεγχος. Δεν μπορεί να είχε σχεδόν τελειώσει η επεξεργασία μαρμάρινου όγκου και μια επιπολαιότητα τεχνίτη να τον αχρηστεύσει. Ούτε να καταστρέφονται πανάκριβα εργαλεία και μηχανές. Υπήρχε λοιπόν ακριβές σύστημα εκπαίδευσης και ειδίκευσης, ακριβείς οδηγίες εργασίας, συνεχής έλεγχος και μέτρημα σε κάθε στάδιο παραγωγής και εργασιών αλλά και καταγραφή. Ποιότητα σε όλα, μηδέν λάθη, με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Αυτή είναι η φιλοσοφία κατασκευής του Παρθενώνα.

Και αν η καλλιτεχνική αξία συλλαμβάνεται με μια ματιά, η τεχνογνωσία, η τεχνολογία και κυρίως η ποιότητα που έχουν ενσωματωθεί στον ναό τον καθιστούν και τεχνολογικό θαύμα.

Ο κάθε σπόνδυλος κίονα εφαρμόζει στον από κάτω του πλήρως. Οι επιφάνειες είναι απολύτως παράλληλες και η επιπεδότητά τους σχεδόν απόλυτη. Απορούμε σήμερα πώς πέτυχαν τέτοιο βαθμό λείανσης, γιατί έστω και ένα εξογκωματάκι να τους ξέφευγε, πάχους όχι πάνω από ένα εκατοστό του χιλιοστού, ο σπόνδυλος θα πάταγε μόνον στο σημείο αυτό και όντας άκαμπτος, με το τεράστιο βάρος της υπερδομής ή με το παραμικρό τράνταγμα θα έσπαγε.

 

Δεν ήταν εύκολη η κατασκευή σιδηρών αντικειμένων. Η υψικάμινος ήταν 3 μ. ύψος και στον πυθμένα της έβγαζε κάθε φορά ένα κύπελλο σκουριάς με λίγο σίδηρο μέσα. Το πύρωναν συνεχώς το σφυρηλατούσαν μέχρι που να πάρουν λίγα κιλά σίδηρο προς επεξεργασία. Πράγματι πανάκριβο υλικό, με πολλά μυστικά.

 

Τα κομμάτια μαρμάρου έπρεπε να συνδεθούν μεταξύ τους, για να μην γλιστρά το ένα πάνω στο άλλο, γιατί δεν ήσαν κτιστά. Προς τούτο χρησιμοποιήθηκαν σιδερένιοι σύνδεσμοι διαφόρων σχημάτων που έπρεπε να ακολουθήσουν ειδικές προδιαγραφές. Έφτιαξαν λοιπόν από σίδηρο τους συνδέσμους και τους περιέβαλλαν με χυτό μολύβι ώστε να απομονωθούν πλήρως από τα περιβάλλον. Έτσι ο σίδηρος δεν θα σκούριαζε. Πέραν τούτου οι σιδερένιοι σύνδεσμοι δεν ήσαν τυχαίοι. Αποτελούνταν από 7 φύλλα εναλλάξ, σκληρού σιδήρου, χάλυβα δηλαδή, και μαλακού σιδήρου. Ο σιδηρουργός με επαναλαμβανόμενες θερμάνσεις και σφυρηλατήσεις συγκόλλησε και διαμόρφωσε τις λάμες σε ένα σώμα.

 

Η έκπληξη όμως είναι η παρακάτω:

 

Η χημική ανάλυση έδειξε ότι ο σίδηρος που χρησιμοποιήθηκε είχε χαμηλότατο ποσοστό θείου (θειαφιού), μόλις 0,006% και σίδηρος με τόσο λίγο θείο δεν σκουριάζει ποτέ. Σήμερα οι μπετόβεργες που μπαίνουν στην οικοδομή έχουν μέχρι 0.05% θείο, σχεδόν 10 φορές περισσότερο και αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο να μειωθεί. Πού άραγε βρήκαν τέτοιο σίδηρο; Τον έφτιαξαν σε καμίνια από μετάλλευμα Λακωνίας που είναι το μοναδικό στην Ελλάδα με τόσο χαμηλό θείο. Φυσικά και δεν ήξεραν χημεία, ούτε καν τι είναι θείο.

Από τις μπόμπες του Μοροζίνι έσπασαν πολλοί σύνδεσμοι, έλιωσε το μολύβι και ο σίδηρος έμεινε εκτεθειμένος  στη βροχή επί δύο αιώνες χωρίς να σκουριάσει! Αντίθετα κατά την πρώτη αναστήλωση του Παρθενώνα με τεχνογνωσία αρχών 20ου αιώνα, χρησιμοποιήθηκε σίδηρος που μετά από λίγα χρόνια σκούριασε, φούσκωσε και έσπαγε σαν καρπούζι τα μάρμαρα.

Αν δεν είχε ο Παρθενώνας κτυπηθεί από τις μπόμπες του Μοροζίνι και αν δεν είχε υποστεί ανθρώπινες επεμβάσεις, θα ήταν σήμερα όπως πρωτοφτιάχτηκε ανεπηρέαστος από σεισμούς.  Και τούτο γιατί ο σχεδιασμός του προέβλεπε την κατανομή των φορτίων, τα υλικά και την συναρμογή τους με τρόπο, ώστε στις σεισμικές δονήσεις να αντιδρά η όλη κατασκευή ιδανικά.

Ο Παρθενώνας αλλά και όλοι οι αρχαίοι ναοί είναι ένα παράδειγμα ελληνικής High – tech, υψηλής τεχνολογίας, όπου το υψηλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα υποστηρίζεται με ένα αντισεισμικό τεχνολογικό θαύμα.

 

Οι αρχαίοι ναοί είναι τόσο προσεκτικά και με ακρίβεια κατασκευασμένοι ώστε μοιάζουν σαν να έχουν λαξευτεί σε ένα τεράστιο κομμάτι μαρμάρου. Οι τεχνίτες δούλευαν με ακρίβεια δεκάτου του χιλιοστού και πολλές φορές εκατοστό του χιλιοστού. Με τέτοιες ακρίβειες σήμερα κατασκευάζουμε τις μηχανές. Αν δεν χρησιμοποιούσαν τέτοια ακρίβεια, ο ναός με τον πρώτο σεισμό θα ξεχαρβάλωνε και θα άρχιζαν τα κομμάτια του να μετατοπίζονται και να σπάνε.

 

Όλα λοιπόν αυτά τα στοιχεία που συνιστούν το ιαπωνικό και το νεότερο δυτικό ποιοτικό άλμα, τα βρίσκουμε στην ελληνική αρχαιότητα να εφαρμόζονται συστηματικά και μάλιστα όχι μόνον στην πόλη των Αθηνών, αλλά φαίνεται ότι έχουν επιβληθεί σε όλες τις άλλες πόλεις της αθηναϊκής συμμαχίας, ενώ ένα σωρό άλλες χώρες έξω από τη συμμαχία κατ’ ανάγκη έχουν και αυτές προσαρμοστεί στις απαιτήσεις για ποιότητα της αθηναϊκής αυτοκρατορίας για να βρίσκονται μέσα στην αγορά της. Η εφαρμογή τους δε διήρκεσε αιώνες.

Μάλλον λοιπόν δεν εφεύραμε επί των ημερών μας κάτι το νέο, αλλά μεταφέραμε παλιές ιδέες και εφαρμογές σε καινούργιες συνθήκες και ως φαίνεται το ρητό «ποιότητα στα πάντα και μηδέν λάθη» δεν θα είναι πια ένα παροδικό φαινόμενο αλλά πλέον μια κατάσταση στην οποία πρέπει να προσαρμοστούμε όλοι. Εκτός και αν ο κόσμος μας περιπέσει εκ νέου σε κατάσταση παρακμής, οπότε κα η ποιότητα από πραγματικότητα θα ξαναγίνει άπιαστο όνειρο.

Επιχείρηση, μαγαζάκι, κτήμα, υπηρεσία, δήμος, κράτος, μάλλον πρέπει ταχύτατα να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που για μας φαίνεται να είναι και προγονικές αρετές.

Τώρα το πόσο η ποιότητα έχει αγγίξει την περιοχή μας, ποιοι τομείς έχουν αρχίσει τουλάχιστον να αντιλαμβάνονται το καινούργιο στην εποχή μας, δεν ξέρω. Πάντα υπάρχουν νησίδες ποιότητας. Είναι όμως τραγικό οι αρχαίοι Ερμιονείς να έκαναν εξαγωγές λαδιού με όνομα και μεις να πουλάμε χύμα ή σε ανώνυμους τενεκέδες μετά από 2000 συναπτά έτη, τη στιγμή που οι Ιταλοί, κληρονόμοι και αυτοί της ελληνικής παράδοσης, πουλάνε ήδη μέσα σε καλλιτεχνικά υάλινα δοχεία το λάδι τους, με επικολλημένη λεπτομερέστατη χημική ανάλυση φυτοφαρμάκων και ωφελίμων συστατικών, λάδι που συνήθως έχουν αγοράσει χύμα από την χώρα μας. Ακόμη πιο τραγικό είναι το γεγονός ότι σήμερα εμπορευόμεθα  λάδι σε διάφορες συσκευασίες, ενώ κατά την αρχαιότητα εμπορεύονταν πολλούς τύπους λαδιών αρωματισμένων με μυριστικά φυτά, αλμυρισμένων με αλάτι, αθέρμων, σκόπιμα πικρισμένων.

Και αν μου επιτραπεί να απαντήσω σε υποτιθέμενη ερώτηση, αν διακρίνω κάποιο χώρο όπου έχουμε στον τόπο μας εφαρμογή συστήματος ποιότητας με συνέπεια και παράδοση, μόνον η μονή Αγίων Ανάργυρων έχει σύστημα ποιότητας και ας μην είναι παραγωγική επιχείρηση. Έχει διοίκηση με στόχους που ξέρει τι θέλει και τι κάνει, έχει σαφείς γραπτές ή από παράδοση οδηγίες για το τι και πώς πρέπει να γίνεται η κάθε εργασία, έχει πλήρη καταμερισμό εργασιών και ευθυνών που καθημερινά επαναλαμβάνονται. Έχει προβλέψει και οργανωθεί για το ξαφνικό περιστατικό, μια επίσκεψη, μια κοινωνική εκδήλωση, μια λειτουργία και έχει τα απαραίτητα μέσα να το υποστηρίξει. Ό,τι καινούργιο σκέπτεται να εντάξει στο χώρο της, γίνεται κατόπιν σχεδιασμού οικονομικού και αρχιτεκτονικού, σύμφωνα με την παράδοση, το ήθος και την αισθητική του χώρου. Υπάρχει εσωτερικός έλεγχος και επίβλεψη. Λόγω του συστήματος ποιότητας που από παράδοση φυσικά εφαρμόζει, είναι η μονή μια μόνιμη όαση χαράς για τους επισκέπτες ή τους χρήστες των υπηρεσιών που προσφέρει και μια βεβαιότητα ότι υπάρχει η θέληση κα η ικανότητα να συνεχίζει έτσι και στο μέλλον.

 

Το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, πάνω από το γαλήνιο κόλπο της Ερμιόνης – Ντιάνα Αντωνακάτου.

 

Αν είσαι πιστός σε μαγνητίζει, αν είσαι άπιστος θα σε τραβήξει με τον τρόπο της με τη αισθητική της, αν τελικά σκέπτεσαι στενά οικονομικά, πού θα εύρισκες ωραιότερο και πάμφθηνο τρόπο να κάνεις γάμο και βαπτίσια; Στο κτήμα Νάσιουτζικ;

Το όλο λοιπόν σύστημα ποιότητας της μονής αποβλέπει στην ευχαρίστηση και ικανοποίηση του επισκέπτη, όχι στην αυτοϊκανοποίηση των μοναχών που μόλις ιδιοχρησιμοποιούν ένα φτωχικό κελάκι και μια τραπεζαρία.

Ας την κάνουμε λοιπόν πρότυπο και οδηγό εργασίας στην καθημερινότητά μας στην παραγωγή και στις υπηρεσίες.

 

Βασίλειος Α. Γκάτσος

Χημικός


Ερμιονίδα 1930 – 1939: Ένα πανόραμα ζωής

$
0
0

Ερμιονίδα 1930 – 1939: Ένα πανόραμα ζωής|Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου


 

Ερμιονίδα 1930-1939: Ένα πανόραμα ζωής

Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο, του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη και της Τζένης Δ. Ντεστάκου με τον τίτλο «Ερμιονίδα 1930 – 1939: Ένα πανόραμα ζωής». Το βιβλίο  περιλαμβάνει πλήθος άγνωστων πληροφοριών των τεσσάρων πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Πρόκειται για τη συνέχεια των τριών προηγούμενων βιβλίων στα οποία παρουσιάστηκαν πρόσωπα που έζησαν και γεγονότα που συνέβησαν στην Ερμιονίδα κατά τον 19ο αιώνα.

Στο βιβλίο περιγράφονται πτυχές της θρησκευτικής, εθνικής, πολιτικής, πολιτιστικής, πνευματικής, κοινωνικής, οικονομικής και επαγγελματικής ζωής της Ερμιονίδας, αποτέλεσμα έρευνας πρωτογενών πηγών, εγγράφων, επιστολών και άλλων τεκμηρίων που διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Επιπροσθέτως  καταγράφονται  αυθεντικές πληροφορίες συμπολιτών που έζησαν εκείνους τους χρόνους.

Έτσι, με την επικουρία βιβλίων που κυκλοφορούν και περιλαμβάνονται στη βιβλιογραφία του παρόντος τόμου, επιχειρείται η αποτύπωση όλων  σχεδόν των πτυχών της Τοπικής Ιστορίας, ιδιαίτερης σπουδαιότητας για την ενίσχυση της τοπικής συλλογικής μνήμης.

 

Το βιβλίο αποτελείται από οκτώ κεφάλαια:

 

Εμμανουήλ Ρέπουλης (1863-1924). Δημοσιεύεται στο: Εμμανουήλ Ρέπουλης, «Κείμενα- Επιστολές – Άρθρα – Ομιλίες», Έκδοση Δήμου Κρανιδίου, 2001.

Το πρώτο περιλαμβάνει τις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1900 – 1939 καθώς και σύντομα βιογραφικά σημειώματα γνωριμίας βουλευτών με καταγωγή από την Ερμιονίδα που εκλέχθηκαν εντός αλλά και εκτός της επαρχίας μας.

Στο δεύτερο παρουσιάζεται το αυθεντικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής του Δήμου Ερμιόνης από τους Δημάρχους Κωνσταντίνο Γκολεμά και Άγγελο Παπαβασιλείου, νικητή των δημοτικών εκλογών του έτους 1907. Το ανωτέρω έγγραφο βρέθηκε στο αρχείο του δεύτερου και είναι γραμμένο με τη γνωστή κόκκινο-μωβ μελάνη, που χρησιμοποιούσαν τότε.

Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς (1867-1955). Διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων στο Ναύπλιο, στην Πάτρα και στην Αθήνα. Το 1909 ανασκάπτει την ιστορική γη της Ερμιονίδας.

Το τρίτο περιέχει το ιστορικό και τα αποτελέσματα των ανασκαφών του 1909, που έγιναν από τον υφηγητή Αρχαιολογίας Αλέξανδρο Φιλαδελφέα στην Ερμιονίδα. Παρουσιάζονται, επίσης, άγνωστα στοιχεία από το πλούσιο έργο του σπουδαίου αρχαιολόγου, ζωγράφου και συγγραφέα.

Το τέταρτο κεφάλαιο αποτελεί λεπτομερές πανόραμα της οικονομικής, επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής των επιμέρους περιοχών της Ερμιονίδας, με τα ονόματα των «πρωταγωνιστών» της.

Στο πέμπτο παρουσιάζονται οι κοινωνικές και οικονομικές περιπέτειες των δύσκολων χρόνων 1917, 1918 στην Ερμιόνη.

Το έκτο αναφέρεται στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους (1912, 1913) και στη Μικρασιατική καταστροφή (1922). Τη συμμετοχή των Ερμιονιτών στρατιωτών στους ανωτέρω πολέμους καθώς και βιογραφικά στοιχεία του αξιωματικού Αθανασίου Αντ.  Μήτσα, απογόνου της ένδοξης ερμιονίτικης οικογένειας των Μητσαίων.

Το έβδομο κεφάλαιο αφορά στην εκπαίδευση και περιλαμβάνει: Τη λειτουργία των τεσσάρων Δημοτικών Σχολείων Κρανιδίου (δύο Αρρένων και δύο Θηλέων)  και Διδύμων (Αρρένων) τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Το όγδοο και τελευταίο κεφάλαιο πραγματεύεται την εκπαίδευση στην Ερμιονίδα κατά τη δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέμου (1930 – 1939).

Θέματα εκπαίδευσης της περιόδου (1900 – 1939) έχουμε παρουσιάσει στο δεκάτομο έργο μας «Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΜΙΟΝΙΔΑ», όπως επίσης και στο περιοδικό «Στην ΕΡΜΙΟΝΗ άλλοτε και τώρα».

Κλείνοντας να υπογραμμίσουμε πως ο διαπρεπής καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά και σπουδαίος δάσκαλος Γεώργιος Μπαμπινιώτης αποδίδοντας τη μεγάλη σημασία της καταγραφής της Τοπικής Ιστορίας έλεγε: «Η ιστορία της Ελλάδας δεν θα έχει ολοκληρωθεί, αν δεν γραφεί για όλα τα χωριά της Ελλάδας η Ιστορίας τους».

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αναζητήσουν το εν λόγω βιβλίο στις δημοτικές βιβλιοθήκες Κρανιδίου, Ερμιόνης καθώς και στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη, απ’ όπου διατίθεται και σε ηλεκτρονική μορφή.

 

Περιεχόμενα

 7

Εισαγωγή

9 Οι εκλογικές αναμετρήσεις και οι πρώτοι βουλευτές που εκλέχτηκαν στις

τέσσερις πρώτες 10ετίες του 20ου αιώνα (1900 – 1939)

12 Σταμάτης Μήτσας
17 Αλέξανδρος Βερδέλης
  Κωνσταντίνος Βασιλείου
19 Ιωάννης Μάλλωσης
20 Γεώργιος Παρασκευόπουλος
21 Σταμάτης Μερκούρης
24 Εμμανουήλ Ρέπουλης
31 Γεώργιος Μερκούρης (εκτός Ερμιονίδας)
33 Βασίλειος Δεληγιάννης (εκτός Ερμιονίδας)
39 Πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής Δήμου Ερμιόνης (1907)
41 Κωνσταντίνος Κυρ. Γκολεμάς
42 Έτος 1909: Ο αρχαιολόγος Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς ανασκάπτει

την ιστορική γη της Ερμιονίδας (1866 ή 1867 – 1955)

47 Οικονομική ζωή: Οι πρώτες τέσσερις 10ετίες του 20ου αιώνα στην Ερμιονίδα
  Έτος 1905 – 1906
50 Έτος 1915 – 1916
58 Έτος 1923 – 1924
61 Έτη 1930 και 1935
72 Ερμιόνη: Οι κοινωνικές και οικονομικές περιπέτειες των ετών 1917 – 1918
78 Από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) στη Μικρασιατική καταστροφή (1922) – Τεκμήρια της Τοπικής μας Ιστορίας
83 Αθανάσιος Αντ. Μήτσας
85 Η λειτουργία των Δημοτικών Σχολείων Κρανιδίου και Διδύμων στις πρώτες

10ετίες του 20ου αιώνα

  Η λειτουργία των τεσσάρων Δημοτικών Σχολείων Κρανιδίου (1914 -1929)
  1ο Πλήρες Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου (1914 – 1929)
90 2ο Κοινό Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Κρανιδίου (1919 – 1929)
92 1ο Τριτάξιο (πλήρες) Δημοτικό Σχολείο Θηλέων Κρανιδίου (1914 – 1929)
95 2ο Κοινό Δημοτικό Σχολείο Θηλέων Κρανιδίου (1904 – 1929)
99 Παρατηρήσεις
  Γενικές παρατηρήσεις
100 Η λειτουργία του Δημοτικού Σχολείου των Διδύμων (1904 – 1930)
110 Γενικές παρατηρήσεις
112 Η εκπαίδευση στην Ερμιονίδα τη δεύτερη δεκαετία του

Μεσοπολέμου (1930 -1939)

  Ερμιόνη
114 Κρανίδι
116 5/τάξιο Αστικό Σχολείο Κρανιδίου – Γενικός Έλεγχος Αποτελεσμάτων
119 Γενικές παρατηρήσεις
123 Αλφαβητάρια και Αναγνωστικά της 10ετίας 1930 – 1939
125 Επίλογος
127 Φωτογραφίες
129

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – Πηγές (Βιβλία – Άρθρα)
133 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ – Κατάσταση εγγράφων

 

Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου

 

Το βιβλίο διατίθεται σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Ερμιονίδα 1930-1939. Ένα πανόραμα ζωής

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Δεληγιάννης Βασίλης Ιω. (1887-1945)

$
0
0

Δεληγιάννης Βασίλης Ιω. (1887-1945) – Η ζωή και το έργο του Ερμιονίτη υφυπουργού οικονομικών, στην κυβέρνηση Βενιζέλου, Βασίλη Ιω. Δεληγιάννη.


 

Βασίλης Ιω. Δεληγιάννης.

Ο Βασίλης Ιω. Δεληγιάννης γεννήθηκε στην Ερμιόνη στις 4 Αυγούστου 1887 και είναι γιος του συμβολαιογράφου Ερμιόνης Ιωάννη Δεληγιάννη και της Παγώνας – γένους της μεγάλης οικογένειας Καραγιάννη στην Ερμιόνη.

Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Ερμιόνη, και το σχολαρχείο στο Κρανίδι. Εν συνεχεία παρακολούθησε τις δύο πρώτες τάξεις του τότε τετραταξίου Γυμνασίου, στο Ναύπλιο και τις δύο τελευταίες στον Πειραιά. Αφού τελείωσε τη φοίτηση του στο γυμνάσιο γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας μετά την αποφοίτηση του αναγορεύθηκε διδάκτωρ τον Μάρτιο του 1914. Κατά τη διάρκεια της φοίτησης του χρημάτισε διευθυντής της εταιρείας «Μεταλλεία Ερμιόνης» όπου διακρίθηκε για της εργατικότητα του, την δραστηριότητα και την μεθοδικότητα του που ανέπτυξε για την οργάνωση και την πρόοδο της εταιρείας. Παραιτήθηκε όμως από τη θέση του αυτή, για να επιδοθεί απερίσπαστος στις σπουδές του, κατά τη διάρκεια των οποίων εξέδιδε στην Αθήνα Πολιτικοοικονομική εφημερίδα την «Νέα Ημέρα», φιλελεύθερων Αρχών.

Διπλωματούχος πια διδάκτωρ της Νομικής προσελήφθη στο δικηγορικό γραφείο του Καθηγητού του Πανεπιστήμιου Βασιλείου, όπου μαζί με τον δικηγόρο Ιωάννη Βαρβέρη επεξεργάζοντο τους Ελληνικούς Κώδικες, τους οποίους εξέδιδε ο Καθηγητής.

 

Στο στρατό, στους πολέμους και στο κίνημα της Θεσσαλονίκης

  

Αφού στρατεύθηκε ξεπλήρωσε στο ακέραιο το καθήκον προς την πατρίδα και ως στρατιώτης έλαβε μέρος στους πολέμους του 1912 -13 όπου διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε για την ηρωική συμμετοχή του: 1) Στις μάχες κατά της Τουρκίας, της Ελασσώνος, Σαρανταπόρου, Γιαννιτσών, Πρεσπών και Αετοράχης. 2) Στην εκστρατεία κατά της Βουλγαρίας το 1913 και 3) για τον τραυματισμό του στη μάχη της Μανωλιάτας.

Το 1916 έλαβε μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης ακολουθώντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Εκεί διεύθυνε με το βαθμό του τμηματάρχου B’ τον Οκτώβριο του 1916 την επίσημη εφημερίδα της προσωρινής κυβέρνησης.

Έπειτα, πάντα στη Θεσσαλονίκη, πέρασε στην υπηρεσία της Ανωτάτης Διευθύνσεως Οικονομικών, σύμβουλος της οποίας ήταν ο Μιλτιάδης Νεγρεπόντης. Σκοπός του Βασιλείου Δεληγιάννη δεν ήταν να σταδιοδρομήσει ως Δημόσιος Υπάλληλος, αλλά να εξυπηρετήσει το πατριωτικό έργο της προσωρινής Κυβερνήσεως. Συνέπεια δε της πολυσχιδούς υπηρεσιακής συμβολής, ιδιαίτερα αποτελεσματικής προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχου Α’ τάξεως.

 

Στην Αθήνα

 

Μετά την επιστροφή στην Αθήνα, και επί Υπουργίας Μιλτιάδη Νεγρεπόντη τοποθετήθηκε Τμηματάρχης του Υπουργείου Οικονομικών και στις 4 Μαρτίου 1919 προήχθη κατ’ εκλογήν σε Γενικό Οικονομικό Επιθεωρητή, οπότε και του ανετέθη η Διεύθυνση Διοικητικού του Υπουργείου Οικονομικών. Στη νέα αυτή θέση χάρις στον άφθαστο υπηρεσιακό του ζήλο προσέφερε τα μέγιστα γι’ αυτό το λόγο ο Υπουργός εξέφρασε την πλήρη ευαρεσκεια του. Με αίτηση του όμως παραιτήθηκε από τη νευραλγική αυτή θέση του Υπουργείου Οικονομικών και αργότερα διορίσθηκε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Επισιτισμού.

Μετά τις εκλογές του 1920 και την αποτυχία των Φιλελευθέρων, αναχώρησε με το Βενιζέλο και τον Ρέπουλη στη Γαλλία, όπου τελειοποίησε τις οικονομικές του σπουδές. Επέστρεψε από το Παρίσι μετά από 14 μήνες και διεύθυνε προσωρινά την Εμπορική εταιρεία «Μεσόγειος». Μετά την παραίτηση του από την εταιρεία διετέλεσε μέλος διαφόρων προπαρασκευαστικών επιτροπών και το 1924 ο Αθανάσιος Ευταξίας εκτιμώντας τις ικανότητές του, τον διόρισε εισηγητή στην ιστορική επιτροπή των Οικονομικών. Εξεπόνησε επίσης και τον κώδικα των Δημοσίων Υπαλλήλων.

Το 1924 παντρεύτηκε την Μαρία Μελέγκογλου γνωστής οικογένειας της Κωνσταντινουπόλεως και απέκτησε δύο κόρες την Μάρθα και την Έφη. Το 1926 δημιούργησε την Οικονομική Εφημερίδα του «Ελεύθερου Βήματος» τον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», του οποίου υπήρξε διευθυντής για αρκετό χρονικό διάστημα.

 

Οικονομικός Ταχυδρόμος, 1926.

 

Ο Βασίλης Δεληγιάννης πολιτικός και Υφυπουργός

 

Το 1928 πολιτεύθηκε για πρώτη φορά και εξελέγη πρώτος βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων στην Αθήνα, πράγμα που εξέπληξε τους πάντες, και το 1929 έγινε υφυπουργός των Οικονομικών. Κατά την άσκηση της υπουργικής του εξουσίας ο Β. Δεληγιάννης άγρυπνος φρουρός των συμφερόντων του Δημοσίου, εξυπηρέτησε, τα νόμιμα συμφέροντα των πολιτών αδιακρίτως πολιτικών φρονημάτων. Όταν μιλούσε προς τους υπαλλήλους, τους έλεγε: «Το Δημόσιο φορολογεί, δεν καταστρέφει, ούτε εξοντώνει. Είστε φορολογικοί δικαστές των πολιτών και όχι φορολογικοί αντίπαλοι. Οι φορολογούμενοι είναι πελάτες του Κράτους, που το συντηρούν με το υστέρημα τους και όχι ζημιωτές του για να προκαταλαμβανόμεθα εναντίον τους. Μην τους ταλαιπωρείται μην τους εχθρεύεστε. Εξετάζετε με προσοχή τις απόψεις τους. Μην λησμονείται ότι μονόπλευρο δίκαιο δεν υπάρχει, ούτε δύναται να υπάρξει».

Δεχότανε κατά τις ημέρες εισόδου του υπουργείου το κοινό και όρθιος πάντοτε μετά μεγάλης προσοχής, πραότητας και καλοσύνης, άκουγε τα αιτήματα και τις απόψεις τους και έδινε πάντοτε ορθές, νόμιμες και κατά κρίσιν αγαθού ανδρός, λύσεις και απαντήσεις.

Τον Νοέμβριο του 1931 παραιτήθηκε από το αξίωμα του υφυπουργού, στην πραγματικότητα επειδή διαφώνησε με τον τότε υπουργό των Οικονομικών Γεώργιο Μαρή. Σάλος δημιουργήθηκε από την παραίτηση του Δεληγιάννη. Συμπολιτευόμενος και αντιπολιτευόμενος Τύπος του πλέκει εγκώμια και εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον.

Ο αθηναϊκός λαός, που εκτίμησε τα ιδιαίτερα προσόντα και την μεγάλη του τιμιότητα, την προς όλους τους ανθρώπους αγάπη, της καλοσύνης και της ευθυκρισίας του, τον εξέλεξε πρώτο βουλευτή Αθηνών επί τρεις φορές και το 1933 μοναδικό βουλευτή Αθηνών από το κόμμα των Φιλελευθέρων.

Είχε μαθητεύσει στη μεγάλη σχολή του Ελ. Βενιζέλου και του κορυφαίου συνεργάτη του Εμμ. Ρέπουλη, με τον οποίο τον συνέδεε οικογενειακή φιλία.

Ο Ελ. Βενιζέλος με ιδιαίτερη προσοχή και εκτίμηση παρακολουθούσε στα υπουργικά συμβούλια την ανάπτυξη των γνωμών «του αγαπητού Βασιλάκη» όπως τον έλεγε, επί θεμάτων θεμελιώδους σημασίας και πολλές φορές ο Βενιζέλος ενώ είχε διαφορετική γνώμη μετεπείθετο.

Την επομένη του εγκλήματος του Ιουνίου του 1933 το οποίο στράφηκε κατά της ζωής του Ελ. Βενιζέλου, ο Β. Δεληγιάννης, μόνος τότε βουλευτής Αθηνών του κόμματος των Φιλελευθέρων, υπέβαλλε την παραίτηση του.

Πίστευε ειλικρινά και σταθερά στις ηθικές αρχές του ελευθέρου συστήματος και στην Πολιτική και Εθνική ιδεολογία των φιλελευθέρων. Στάθηκε δε επίμονα, μακριά από τις αυταρχικές καταστάσεις και όχι τούτο μόνο, αλλά και το μηνιαίο βοήθημα το οποίο χορήγησε ο Ιω. Μεταξάς στους βουλευτές μετά της διάλυσης υπ’ αυτού της βουλής, δεν το αποδέχθηκε αν και το είχε απόλυτη ανάγκη τούτο, αλλά δια του Υπουργείου Οικονομικών κατ’ εντολή του διατίθετο στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και λοιπά κοινωφελή ιδρύματα.

 

Ο Βασίλης Δεληγιάννης στα χρόνια της Κατοχής

 

Ο Β. Δεληγιάννης κατά τα χρόνια της κατοχής προτίμησε να μείνει στην Ελλάδα. Πίστευε πως δεν έπρεπε όλοι οι πολιτικοί να φύγουν για την Αίγυπτο και να εγκαταλείψουν μόνο και αβοήθητο τον ελληνικό λαό. Και έτσι μετά από μια συνάντηση που είχε με τον βασιλέα Γεώργιο αρνήθηκε να τον ακολουθήσει και του εξήγησε πόσο πιο χρήσιμη θα ήταν η παρουσία του στην Ελλάδα. Και πράγματι ο κόσμος έτρεχε κοντά του κάθε πρωί στο «Ελεύθερο Βήμα» όπου είχε το γραφείο του και εκείνος τον βοηθούσε όσο μπορούσε. Με διασυνδέσεις διάφορες που είχε δημιουργήσει είχε φυγάδευση πλήθος Εβραιών και καταδιωκόμενων γενικά εκτός Ελλάδας.

Στις 2 Μαΐου 1944 συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε στο Χαϊδάρι. (Λίγες ημέρες πριν είχαν συλλάβει οι Γερμανοί τους Θεμιστοκλή Σοφούλη, Στυλιανό Γονατά και Απόστολο Αλεξανδρή). Προβλέποντας οι Γερμανοί την ήττα τους ήθελαν να φυλακίσουν τους

πολιτικούς αρχηγούς οι οποίοι πιθανόν να τους δημιουργούσαν πολιτικά θέματα και έτσι συνέλαβαν και τον Β. Δεληγιάννη. Ήταν ο μόνος που δεν ήταν αρχηγός κόμματος, αλλά όπως είπε τότε στη σύζυγο του Μαρία ο Γερμανός που τον συνέλαβε «είναι πολύ δυνατός και ο μέλλων αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων».

Αφέθηκε ελεύθερος λίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στις 20/9/44. Δε στάθηκε τυχερός να απολαύσει τους καρπούς των κόπων του και την ανταμοιβή των αγώνων του αναπνέοντας τον αέρα της ελευθέριας. Ο λεπτός και ευαίσθητος χαρακτήρας του δεν άντεξε στη στέρηση της ελευθερίας, τις κακουχίες και τις παντοειδείς δοκιμασίες του ελληνικού Λαού και στη δική του ταλαιπωρία και ειδικά κατά τη διάρκεια της φυλακίσεως του από τους Γερμανούς και όταν αφέθηκε ελεύθερος ήταν βαριά άρρωστος. Είχε προσβληθεί από καρκίνο του πνεύμονα και πριν συμπληρωθεί χρόνος από την απελευθέρωση της Ελλάδας στις 2 Ιουλίου 1945 απέθανε σε ηλικία 57 ετών.

Ο Β. Δεληγιάννης θα μπορούσε να προσφέρει πολλά, σ’ αυτό τον τόπο, που τόσο τον αγάπησε και ολοκληρωτικά δόθηκε σ’ αυτόν. Την επομένη του θανάτου ολόκληρος ο αθηναϊκός τύπος σκιαγράφησε την προσωπικότητα του και υποσημείωσε το κενό που ο πρόωρος θάνατος του αφήκε στον πολιτικό κόσμο της χώρας. Ιδιαίτερα η εφημερίδα «Καθημερινή» έγραφε: «Υπήρξε για εχθρούς και φίλους και όταν ήταν μαχητικός φιλελεύθερος και όταν εστάθη στην εφεδρεία «ο Βασιλάκης Δεληγιάννης» που με το θάνατο του αφήνει μόνο φίλους και κανένα εχθρό».

Αυτός υπήρξε ο Β. Δεληγιάννης, ο διακεκριμένος και οξυδερκής πολιτικός, ο άνθρωπος της αρετής, ο πράος, ο σεμνός, ο αφιλοχρήματος, ο ανεξίκακος, ο γεμάτος αγάπη για όλους, ο πραγματικός και γνήσιος Δημοκράτης και φιλελεύθερος και μεγάλος πατριώτης.

ΥΓ: Ο Β. Δεληγιάννης φιλοξένησε τον Ελ. Βενιζέλο τρεις ημέρες στην ιδιαίτερα του πατρίδα την Ερμιόνη και οι Ερμιονίτες αυτών των χρόνων ήσαν υπερήφανοι  που επισκέφτηκε τον τόπο τους και γνώρισαν από κοντά, αυτή τη μεγάλη πολιτική μορφή του Έθνους μας.

Ήταν αυτός που αν και βουλευτής Αθηνών είχε κάνει πολλά καλά στην Ερμιόνη και στους Ερμιονίτες. Και ακόμα σαν μνημόσυνο πρέπει να θεωρηθεί το άρθρο της εφημερίδας «Αυριανή» της Τετάρτης 25 Ιανουαρίου 1989 στη στήλη «Αυριανά» με τίτλο, «Ν’ ανοίξουν τις πόρτες τους όλοι οι υπουργοί» που εκτός των άλλων αναφερόταν και στα εξής για το Β. Δεληγιάννη: « Παλαιότερα είχε αφήσει όνομα σε κυβέρνηση φιλελεύθερη του Μεγάλου Βενιζέλου, ένας υφυπουργός των Οικονομικών, ο Βασίλης Δεληγιάννης. Ορισμένες ώρες άνοιγε το γραφείο του και έμπαινε ο κόσμος μέσα. Όρθιος εκείνος και ακούραστος άκουγε τον καθένα κι έδινε όχι βέβαια λύσεις, αλλά οπωσδήποτε κατευθύνσεις στους υπαλλήλους του υπουργείου. Του έφτανε του κοσμάκη αυτός ο πόνος και να προχωράει το ζήτημα του, έστω κι αν δεν έπαιρνε αμέσως στα χέρια του τη λύση, έστω κι αν κάποτε το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Ο Δεληγιάννης είχε γίνει δημοφιλέστατος σ’ όλο τον κόσμο, άσχετα με τα κόμματα».

 

Επιμέλεια: Σταμάτης Δαμαλίτης

Στοιχεία για το πιο πάνω κείμενο δανειστήκαμε από την βιογραφία του Β. Δεληγιάννη που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1981 στο φύλο 62-63 της τότε τοπικής εφημερίδας «Ερμιονική Ηχώ» από τον Ερμιονίτη Γαβριήλ Χ. Φραγκούλη.

«Αργολίδα σελίδες», Ένθετο της εφημερίδας «Αργολίδα», Χριστούγεννα 2006.

 

Viewing all 77 articles
Browse latest View live