Quantcast
Channel: Ερμιόνη – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 77 articles
Browse latest View live

Οι βασιλιάδες των χριστουγεννιάτικων παιχνιδιών!

$
0
0

Οι βασιλιάδες των χριστουγεννιάτικων παιχνιδιών! – Γιάννης Μ. Σπετσιώτης


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Ο Γιάννης Σπετσιώτης θυμάται και γράφει για τα δώρα των Χριστουγέννων στην Ερμιόνη.    

 

Αν κι έχουν περάσει πολλές δεκαετίες θέλω να μοιραστώ μαζί σας μια γλυκιά και τρυφερή ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων. Όταν τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς μάς έκαναν δώρα φούσκες και μπαλόνια, που στο μυαλό μας φάνταζαν σαν… οι βασιλιάδες όλων των παιχνιδιών!

Κυκλοφορούσαν πανηγυρικά μόνο στις γιορτές των Χριστουγέννων, σε τέσσερα χρώματα (κόκκινο, μπλε, πράσινο, κίτρινο), ενώ τις υπόλοιπες μέρες σπάνια τα έβλεπες. Κι αν μερικά παιδιά είχαν κάποια φυλαγμένα και τα «ξεφούρνιζαν» στη διάρκεια της χρονιάς για να εντυπωσιάσουν, κανείς δεν τους έδινε σημασία. Κατασκευασμένα από ελαστικό υλικό, φούσκες ονοματίζαμε τα μικρά, μπαλόνια τα μεγάλα, ήταν χωρισμένα σε δύο διακριτά μέρη. Τον λαιμό, όπως τον λέγαμε και τον …αεροφύλακα, τον ξεχωριστό χώρο  -σφαιρικό ή ωοειδή, όπου αποθηκευόταν ο αέρας.

 

Χριστουγεννιάτικα μπαλόνια.

 

Τα μπαλόνια, μόνο, ήταν διακοσμημένα με χριστουγεννιάτικες ζωγραφιές. Διπλές καμπάνες, κεράκια στολισμένα με γκι, αγγελάκια και φάτνες καθόριζαν το κόστος τους και αναδεικνύονταν, καθώς τα μπαλόνια μεγάλωναν γεμίζοντας με αέρα. Οι φούσκες, με κόστος δυο δεκάρες μόλις, χρειάζονταν μεγαλύτερη προσπάθεια και δύναμη για να …ανοίξουν σε σχέση με τα μπαλόνια και προκαλούσαν καμάρι και αυτοθαυμασμό στους κατόχους τους! Κάποιες φορές βέβαια το φούσκωμα παρουσίαζε τις δυσκολίες του: Με τη συνεχή προσπάθεια τα χείλη ερεθίζονταν και τα πνευμόνια «πρήζονταν», κατά την εκτίμηση των μεγαλυτέρων που φώναζαν κουνώντας νευρικά τα χέρια τους:

– Τι φυσάς έτσι, βρε!

– Θα σκάσεις! Άσε που θα σου φύγει και καμιά και θα μας πουμώσεις…

– Φέρ’ την εδώ! έλεγαν.

Κι ενώ το φούσκωμα των «ελαστικών αεροφυλάκων» γινόταν αργά – αργά, επιβλητικά, με δυναμισμό και μεγαλοπρέπεια, το ξεφούσκωμα ήταν σπιρτόζικο, γρήγορο, θορυβώδες και διασκεδαστικό. Συνοδευόταν από ένα περίεργο σφύριγμα που το δημιουργούσε η ανεξέλεγκτη έξοδος του αέρα. Αν μάλιστα οι φούσκες και τα μπαλόνια ξέφευγαν από τα χέρια των παιδιών και αιωρούνταν στον αέρα ή «κυκλοφορούσαν στους δρόμους», το θέαμα γινόταν εντυπωσιακό και επεισοδιακό, με τα παιδιά να τρέχουν του σκοτωμού για να τα πιάσουν.

 

Χριστούγεννα – Αθήνα, δεκαετία ’60. Μουσείο Μπενάκη, φωτογραφία: Δημήτρης Χαρισιάδης.

 

Στο τέλος της 10/ετίας του ’50 έκαναν την εμφάνισή τους στην Ερμιόνη μπαλόνια διαφόρων σχημάτων. Μπαλόνια μακρουλά (επιμήκη), μπαλόνια χωρισμένα σε μεγάλα διακριτά μέρη (φέτες), μπαλόνια με αυτιά (κουνελάκια), ενώ με τα χρόνια η ποικιλία σχημάτων, μεγεθών και χρωμάτων γινόταν πλουσιότερη.

Τι συνέβαινε, όμως, όταν εκείνα τα πολυαγαπημένα μας και μοναδικά παιχνίδια έσκαζαν (έσπαζαν) είτε από δικό μας φταίξιμο, είτε από τη ζήλεια κάποιων «φίλων», είτε ακόμα και για την «πλάκα» των μεγάλων; Τα μικρά παιδιά έβαζαν αμέσως τα κλάματα συχνά και από το «μπαμ» της …ολικής καταστροφής! Τα μεγαλύτερα, μετά από το αρχικό «σοκ» που συνόδευε το συννέφιασμα του προσώπου, συνέρχονταν και με …έμπνευση διασκέδαζαν την «απώλεια». Ένα – ένα κομμάτι, απ’ όσα είχαν απομείνει με τεντωμένη την επιφάνειά του, το βάζαμε στο στόμα και το ρουφούσαμε εισπνέοντας δυνατά. Κατόπιν με τη βοήθεια των δοντιών κι ένα γρήγορο στρίψιμο της ελαστικής επιφάνειας σχηματίζαμε μικρές φούσκες. Στη συνέχεια τις τρίβαμε στις παλάμες και προκαλούσαμε έναν ιδιαίτερο θόρυβο που εκνεύριζε τους μεγάλους φέρνοντας «ανατριχίλα».

– Σταμάτα βρε, δεν μπορώ πια να σ’ ακούω! Ανατριχιάζω!

Θυμάμαι ακόμη την περιέργεια που μας κατέκλυζε και τα γέλια που κάναμε στη θέαση κάποιων παιδιών, που περιέφεραν ως λάφυρο λευκοκίτρινες «φούσκες» από την ουροδόχο κύστη των ζώων!

Αργότερα στα χρόνια της εκπαιδευτικής μου δράσης, ανακάλυψα πως το «τσίμπημα» των φουσκωμένων μπαλονιών στη νηπιακή ηλικία, είναι μια χρήσιμη όσο και διασκεδαστική ψυχοκινητική άσκηση. Έτσι βελτιώνεται η λεπτή κινητικότητα και εξελίσσεται η γραφοκινητική ικανότητα των παιδιών, καθώς ενδυναμώνονται οι αντίστοιχοι μύες.

Φούσκες και μπαλόνια, λοιπόν, ήταν τότε τα παιχνίδια και τα δώρα μας. Μ’ αυτά στολίζαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο και αυτά σπεύδαμε να αγοράσουμε με το χαρτζιλίκι ή με τα χρήματα που μαζεύαμε απ’ τα κάλαντα.

Με αφορμή τις φετινές γιορτές του Δωδεκαήμερου «εμνήσθην ημερών αρχαίων», όπως λέγει και ο ψαλμωδός. Τότε που το φέγγος των εορτών, όπως ισχυρίζονται πάντα οι μεγαλύτεροι, στόχευε τις ψυχές των ανθρώπων, αφήνοντας ανεπηρέαστα τα σαρκικά τους μάτια. Έτσι μπορούσαν, με καθαρό νου να αντιλαμβάνονται το αληθινό νόημα της ζωής!

 

Χρόνια πολλά!

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

 


«Σφραγίδες Ελευθερίας» – Με αφορμή την ευχετήρια κάρτα του Ερμιονικού Συνδέσμου

$
0
0

«Σφραγίδες Ελευθερίας» – Με αφορμή την ευχετήρια κάρτα του Ερμιονικού Συνδέσμου του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη


 

«…Και εσφραγίσθη μεν ως έθος δια του σημείου του σταυρού ευχόμενοι καλήν ελευθερίαν»

 

Στη φετινή ευχετήρια κάρτα του Συνδέσμου μας παρουσιάζονται δύο σφραγίδες που βρέθηκαν σε έγγραφα της εποχής της Επανάστασης του 1821 και σώζονται στο βιβλίο «Σφραγίδες Ελευθερίας 1821 – 1832», έκδοση της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.

Στην εσωτερική σελίδα της κάρτας, αριστερά, υπάρχει η παλαιότερη σωζόμενη σφραγίδα της Πολιτείας Καστρί (Κάτω Ναχαγέ), χρονολογούμενη από το 1808, σε έγγραφο της 16ης Αυγούστου 1821, που απεικονίζει την Κοίμηση της Θεοτόκου. Στη δεξιά σελίδα φαίνεται η ελλειψοειδής σφραγίδα του Δημογεροντίου Ερμιόνης σε έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 1831, όπου απεικονίζεται η Πρόμαχος Αθηνά με την κουκουβάγια, το δόρυ και την ασπίδα, σύμβολα δύναμης και σοφίας.

Η επιλογή του θέματος συνδέεται με επετειακά γεγονότα σχετικά με την Επανάσταση του 21 και την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

 

  1. Η σφραγίδα της Πολιτείας Καστρί-Κάτω Ναχαγέ 1808

(επί εγγράφου της 11ης Αυγούστου 1821, από Καστρί [1])

 

Το έγγραφο

 

Φιλογενέστατοι πρόκριτοι και επίτροποι της νήσου Σπέτζας ταπεινά προσκυνούμεν. Με το δουλικόν και προσκυνητικόν γράμμα σάς φανερώνομεν ημείς κατά την συνήθειαν του τόπου μας αύριο «Τετράδη» συν Θεώ θέλομεν να τρυγήσωμεν τα αμπέλια μας και αν αγαπάτε κοπιάστε να πάρετε [2] ως καθώς και άλλες πολλές φορές επήρατε το μούστο μας και τη φετινή χρονιά ως γειτόνοι όπου είμαστε και «θεόθεν; Υγειαίνετε».

1821 Αυγούστου 16, Καστρί

Οι δούλοι σας πρόκριτοι και λοιποί Καστριώτες στους ορισμούς σας

…. (λέξη δυσανάγνωστη) και την βούλα της Κοινότητος.

 

Η σφραγίδα είναι φθαρμένη και δύσκολα αναγνωρίζεται το αποτύπωμά της. Πρόκειται για τη γνωστή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην οποία απεικονίζονται μόνο τα δύο κύρια πρόσωπά της, ο Χριστός και η Παναγία. [3] Η Παναγία παρουσιάζεται τεθνεώσα επάνω σε στρωμένη κλίνη. Ακριβώς πάνω από το θεοδόχο σώμα Της ο Χριστός και γιός Της κρατά την Αγία ψυχή Της με τη μορφή σπαργανωμένου βρέφους.

Σύμφωνα με την παράδοση όταν η Θεοτόκος έμαθε από τον Θεό τον επικείμενο θάνατό της ανέβηκε στο όρος των Ελαιών για να προετοιμαστεί και από εκεί ειδοποίησε τους Αποστόλους για το γεγονός που επρόκειτο να συμβεί. Επειδή όμως κατά την ημέρας της Κοίμησής της ορισμένοι Απόστολοι δεν βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, λέγεται ότι μια μεγάλη νεφέλη τους έφερε κοντά Της.

Είναι γνωστό πως η Παναγία αποτελεί το πνευματικό στόλισμα της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας μας. Το πρόσωπο της Θεοτόκου το ευλαβούνται όλοι οι Χριστιανοί και το περιβάλλουν με τιμή και σεβασμό ακόμα και οι αλλόθρησκοι, αφού η Παναγία αποτελεί «προστασία και σκέπη του γένους των ανθρώπων». Γι’ αυτό σε κάθε μέρος του κόσμου είναι χτισμένα μοναστήρια και αμέτρητες εκκλησίες μεγάλες και μικρές σε βουνά, χαράδρες, θαλασσινούς βράχους και ξέφωτα που μοσχοβολούν από την πνευματική ευωδιά της.

Ιδιαίτερα σε μας τους Έλληνες είναι βαθιά ριζωμένη η πίστη πως σε καιρούς και χρόνους χαλεπούς, όπως ήταν εκείνοι οι χρόνοι, αλλά και στις δύσκολες προσωπικές μας στιγμές πάντα η Παναγία «βάζει το χέρι της» και είναι συμπαραστάτης και βοηθός.

Δεν χρειάζεται να τονίσουμε πως όσα προαναφέραμε δικαιολογούν την επιλογή του προσώπου της Θεοτόκου να αποδίδεται σε σφραγίδες των διαφόρων Πολιτειών εκείνης της εποχής. Ωστόσο, έχω τη γνώμη πως πιθανόν να υπήρχαν και ιδιαίτεροι λόγοι που ενέπνευσαν τους τότε Προεστούς του τόπου να επιλέξουν την απεικόνιση της εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη σφραγίδα της «Πολιτείας του Καστρίου». Ίσως, λοιπόν, η επιλογή αυτής της σκηνής και μάλιστα στην πιο λιτή αγιογραφική της απεικόνιση (πιθανότατα για τεχνικούς λόγους) να οφείλεται στο γεγονός ότι ο δεύτερος ενοριακός ναός της Ερμιόνης (Παναγία) αλλά και ο κεντρικός ναός της Ι. Μ. των Αγίων Αναργύρων είναι αφιερωμένοι στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αυτά, ωστόσο, σημειώνονται με κάθε επιφύλαξη, γιατί είναι πιθανόν να υπήρχαν και άλλοι λόγοι που με την πάροδο τόσων ετών είναι δύσκολο να διερευνηθούν.

Τέλος επισημαίνουμε πως σφραγίδες και άλλων κοινοτήτων, όπως για παράδειγμα εκείνη «της Κοινότητας της Νήσου των Σπετζών», φέρουν την παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου ενδεχομένως για τοπικούς λόγους.

 

Η σφραγίδα της Πολιτείας Καστρί-Κάτω Ναχαγέ 1808

 

  1. Η σφραγίδα του Δημογεροντίου της Ερμιόνης

(επί εγγράφου της 12ης Φεβρουαρίου 1831, από Ερμιόνη)

 

Το έγγραφο αρ.469: Ελληνική Πολιτεία

Η Δημογεροντία Ερμιόνης προς την Ειρηνοδικίαν Ύδρας

 

Συνεπεία της υπ’αριθμ.154 προσκλήσεως της ειρηνοδικίας ταύτης προσεκαλέσαμεν τον εδώ κατοικούντα Κωνσταντίνον Ρουμελιώτη βαφέα και εξετάσαντες τον ως προσκαλούμεθα, μας ωμολόγησεν ότι το βρακίον της Αικατερίνης Θεώδας Φρούτης ηλλάχθη και ότι πολλάκις διελέχθη περί τούτου μετ’ αυτής και δεν …(λέξη δυσανάγνωστη) δια να λάβη… αλλ’ εζήτα όμοιον πανίον ως εκ τούτου έμεινεν εις αυτόν και ότι είναι πρόθυμος ή την τιμή του να δώση ή όμοιον πανίον αυτού αν επιτύχη.

Εν Ερμιόνη τη 12 Φεβρουαρίου 1831

Οι Δημογέροντες Ερμιόνης

Σταμάτης Γεωργίου

Λάζαρος Νικολάου

 

Η σφραγίδα του Δημογεροντίου της Ερμιόνης

 

Στη σφραγίδα του ανωτέρω εγγράφου διακρίνουμε την Πρόμαχο Αθηνά με τα σύμβολα της δύναμης, την περικεφαλαία, το δόρυ και την ασπίδα αλλά και της σοφίας, την κουκουβάγια, καθισμένη σε ένα από τα δύο κλωνάρια δάφνης που στολίζουν την Θεά. Η σφραγίδα, απλής χαρακτικής τεχνικής, είναι ελλειψοειδής και η εικόνα της Θεάς χαραγμένη στην κάθετη διάσταση, ώστε να φαίνεται μεγαλύτερη και τα σύμβολά της να είναι ευκρινέστερα.

Ένα στοιχείο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ερευνητές, ιστορικούς και φιλίστορες αλλά κυρίως για τους κατοίκους της Ερμιόνης, είναι η αλλαγή του ονόματος της Πόλης, όπως παρουσιάζεται στα προαναφερόμενα έγγραφα. Στην πρώτη σφραγίδα (1808) η πόλη αναφέρεται ως Καστρί, ενώ στη δεύτερη (1831) έχει την αρχαία της ονομασία, δηλ. Ερμιόνη.

Ήδη από της εποχή της διακυβέρνησης της Χώρας από τον Ιωάννη Καποδίστρια αλλά και νωρίτερα είχε επικρατήσει η άποψη ότι ορισμένοι Δήμοι κρίνεται αναγκαίο να λάβουν τα αρχαία ονόματά τους. Εξετάζοντας διάφορα έγγραφα διαπιστώσαμε πως ορισμένοι δήμοι μεταξύ των οποίων και της Ερμιόνης, προχώρησαν άμεσα στην αλλαγή του ονόματος.

Στο δημοσίευμα «Δήμων οργάνωσις» της εφημερίδας «ΣΩΤΗΡ» της 13ης Μαΐου 1834 σημειώνεται: «Κατά την ονοματοθεσία οι δήμοι να λάβουν αρχαία ονόματα. Οι μέλλοντες να απαρτίσουσι του Νομού τούτου Δήμου Αργολιδοκορινθίας είναι εξήντα πέντε(65). Ναυπλίας οκτώ(8), Άργους δεκαέξ (16)ι, Κορινθία τριάκοντα τρεις (33), Τροιζηνία τέσσερις (4), Σπετσών και Ερμιονίδος τέσσερις (4) και Ύδρας ένας (1)… Τέλος πάντων η Ερμιονίδα (με δύο(2) πόλεις, δύο(2) κώμας, δύο(2) χωρία».

Τέλος είναι γνωστό πως με το Β.Δ. στις 28 Απριλίου/10 Μαΐου 1834 (Φ.Ε.Κ. 19/Α/20.5.1834) ο δήμος ονομάστηκε και κατατάχθηκε στη Γ΄ τάξη με έδρα την Ερμιόνη. Η σφραγίδα του δήμου ήταν κυκλική χωρίς έμβλημα, όπως και άλλες φορές έχουμε επισημάνει. Σφραγίδες με την παράσταση της Προμάχου Αθηνάς με μικρές χαρακτικές διαφορές είχαν και:

  • Η Προσωρινή Διοίκησης της Ελλάδος
  • Το Επαρχείον Κάτω Ναχαγέ (1825)
  • Η Επαρχιακή Δημογεροντία του Κάτω Ναχαγέ (1829)
  • Η Αστυνομία Κρανιδίου και Κάτω Ναχαγέ (1829)
  • Η Αστυνομία του Κάτω Ναχαγέ (1832) και
  • Ο Διοικητικός Τοποτηρητής Επαρχίας του Κάτω Ναχαγέ (1832)

 

Υποσημειώσεις


  1. «Σφραγίδες Ελευθερίας», έκδοση Ιστορικού Εθνολογικού Μουσείου, Αθήνα 1983/Ευχετήρια κάρτα Ερμιονικού Συνδέσμου.
  2. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η φράση του εγγράφου «αν αγαπάτε κοπιάστε να πάρετε». Την άκουγα να την χρησιμοποιούν, όταν ήμουν παιδί, άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας στην Ερμιόνη. Σήμερα δεν ακούγεται συχνά.
  3. Η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου γενικά είναι σύνθεση πολυπρόσωπη. Εκτός από τον Χριστό και την Παναγία που αναπαύεται σε στολισμένο νεκρικό κρεβάτι εμφανίζονται άγγελοι δίπλα στον Χριστό, οι δώδεκα Απόστολοι, Ιεράρχες της Εκκλησίας μας καθώς και άλλα πρόσωπα σε διάφορες στάσεις.

Πηγές


  • Γενικά Αρχεία του Κράτους
  • Ιστορικό Εθνολογικό Μουσείο
  • «Σφραγίδες Ελευθερίας», Έκδοση του Ιστορικού Εθνολογικού Μουσείου, Αθήνα 1983.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας της Εθνικής Παλιγγενεσίας στο Κρανίδι και την Ερμιόνη

$
0
0

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας της Εθνικής Παλιγγενεσίας στο Κρανίδι και την  Ερμιόνη | Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου


 

Ιστορικά στοιχεία

 

Σπυρίδων Λάμπρος (1851-1919). Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης και ιστορικός, διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας (27 Σεπτεμβρίου 1916 – 21 Απριλίου 1917). Τσιγκογραφία, «Νέα Ελλάς», 2 (1896) σ. 345.

Ο πρώτος που εισηγήθηκε το θέμα του μεγαλοπρεπούς εορτασμού της 100/ετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης ήταν ο Σπύρος Λάμπρου το 1899. Όταν το 1916 ανέλαβε Υπουργός Παιδείας σύστησε Επιτροπή για την προετοιμασία του εορτασμού του 1821. Ωστόσο, οι δύσκολες περιστάσεις εκείνων των χρόνων δεν επέτρεψαν τη λειτουργία της. Το θέμα επανήλθε δύο χρόνια αργότερα και τότε η Βουλή ομόφωνα «ψήφισε τον Νόμο 1375/1 Απριλίου 1918 που προέβλεπε λαμπρό εορτασμό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 1921.

Με το Β.Δ. της 11ης Μαΐου 1918 συστάθηκε η Κεντρική Επιτροπή του εορτασμού. Πρόεδρός της ανέλαβε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, Πρόεδρος της Βουλής, Αντιπρόεδροι ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, ο Παύλος Κουντουριώτης, Αντιναύαρχος και Υπουργός των Ναυτικών και ο Παναγιώτης Δαγκλής, Αντιστράτηγος και Γενικός Αρχηγός του Στρατού. Ως μέλη της Επιτροπής τοποθετήθηκαν πέντε βουλευτές, τέσσερις πρώην υπουργοί, ένας πρώην βουλευτής, τέσσερις καθηγητές Πανεπιστημίου, ο δημοσιογράφος Άδωνις Κύρου και ο λογογράφος Ιωάννης Δαμβέργης.

Θεμιστοκλής Σοφούλης (1860-1949). Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, υφηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Για τις ανάγκες του εορτασμού, με το ίδιο Β.Δ., συστάθηκαν, μεταξύ των άλλων, είκοσι ειδικές επιτροπές. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε Πρόεδρος της «Επιτροπής Μεγάλου Μνημείου», ενώ ο Εμμανουήλ Ρέπουλης Πρόεδρος της «Επιτροπής πνευματικών αγωνισμάτων». Η παραπάνω Επιτροπή καταργήθηκε μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1920. Την επόμενη χρονιά καταρτίστηκε νέα πολυμελής Επιτροπή με επίτιμο Πρόεδρο τον διάδοχο Γεώργιο και Πρόεδρο τον πρίγκιπα Νικόλαο, σύμφωνα με το Β.Δ. της 20ης Φεβρουαρίου 1921.

Η Μικρασιατική εκστρατεία δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθούν οι εκδηλώσεις του εορτασμού, όπως είχε προβλεφθεί. Στις 17 Μαρτίου 1921 συστάθηκε Εκτελεστική Επιτροπή η οποία, μεταξύ άλλων, καθόρισε ιωβηλαίο το έτος 1930. Έτσι στο διάστημα που θα μεσολαβούσε η Κεντρική Επιτροπή θα μπορούσε να προετοιμάσει τις όποιες εκδηλώσεις.

Η Μικρασιατική καταστροφή και τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν, όπως ήταν φυσικό, δεν επέτρεψαν να γίνουν οι εορταστικές εκδηλώσεις, χωρίς όμως και να ματαιωθούν οριστικά. Στις 28 Δεκεμβρίου 1928 με Π.Δ. ανασυστάθηκε η Κεντρική Επιτροπή εορτασμού. Πρόεδρος ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, πρώην Πρωθυπουργός και Αντιπρόεδροι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος και ο Πρόεδρος της Βουλής Ιωάννης Τσιριμώκος. Στην Κεντρική Επιτροπή συμμετείχαν τριάντα οκτώ μέλη, προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών. Με το Π.Δ. της 22ας Αυγούστου του 1829 συστάθηκαν δέκα πέντε ειδικές επιτροπές, οι οποίες αποτελούνταν από οκτώ έως είκοσι εννέα επιτροπές που ανέλαβαν ισάριθμες δράσεις του εορτασμού.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στο Κρανίδι

 

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1930 ημέρα Δευτέρα τελέσθηκε με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια αλλά και συγκίνηση ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στο Κρανίδι. Πρόεδρος της Κοινότητας ήταν τότε ο Εμμανουήλ Σκλαβούνος, ενώ Πρόεδρος της Επιτροπής εορτασμού ανέλαβε ο Ιωάννης Κοκκίνης, Πρόεδρος του Συνδέσμου Κρανιδιωτών «Ο Προφήτης Ελισσαίος». Μέλη της Επιτροπής ήσαν οι Γεώργιος Παρασκευόπουλος, Θεόδωρος Χαρακόπουλος, Δημήτριος Μπαστούνης και Άγγελος Στυλιάτης.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων στις 28 Σεπτεμβρίου 1930 ημέρα Κυριακή θα αναχωρούσε από τον Πειραιά το ατμόπλοιο «Ιωάννα» κατευθείαν για το Πόρτο Χέλι. Όσοι Κρανιδιώτες επιθυμούσαν μπορούσαν να ταξιδεύσουν δωρεάν, για να παρακολουθήσουν και να τιμήσουν με την παρουσία τους τις εκδηλώσεις.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στο Κρανίδι

 

Την επομένη, 29 Σεπτεμβρίου 1930, αναχώρησε από το Φάληρο για το Πόρτο Χέλι το αντιτορπιλικό «ΛΕΩΝ», στο οποίο επέβαιναν οι επίσημοι. Στην είσοδο του Ιερού Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τους έγινε η καθιερωμένη υποδοχή και ακολούθησε δοξολογία. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Μεσολωράς.

Στη συνέχεια εψάλη επιμνημόσυνη δέηση, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Ηρώου των πεσόντων και κατάθεση των στεφάνων. Ακολούθησε δεξίωση των επισήμων στο Κοινοτικό κατάστημα και στις 1:00 μ.μ. γεύμα «εις την πλατείαν του Αγίου Χαραλάμπους υπό σκιάδαν» προς τιμή των επισήμων και των καλεσμένων. Το γεύμα περιλάμβανε ορεκτικά Κοιλάδας, μπαρμπούνια Πορτοχελίου, τυρόπιττα Διδύμων, κοτόπουλα Φούρνων, δίπλες Κρανιδίου, φρούτα Ερμιόνης και ρετσινάτο απ’ τα Φλάμπουρα. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Ερμιονίτης Υπουργός Οικονομικών Βασίλειος Δεληγιάννης.[1]

Στις 15 Οκτωβρίου 1930 η Επιτροπή των εκδηλώσεων συνέταξε τον οικονομικό απολογισμό του εορτασμού. Τα έσοδα ήσαν 91.554 δραχμές, τα έξοδα 131.443,30 δραχμές, ενώ το «έλλειμμα» ανερχόταν στις 39.894,70 δραχμές. Για να καλυφθεί το έλλειμμα η Επιτροπή απευθυνόμενη «προς τους απανταχού εκ της επαρχίας καταγομένους», σημείωνε στο κάτω μέρος της 4ης σελίδας του εντύπου απολογισμού «να συνεισφέρουν τον οβολόν των».

Επίσης με το από 20 Νοεμβρίου 1930 έγγραφό της ενημέρωνε την Κεντρική Επιτροπή ότι με τους εράνους που έκαμε μεταξύ των Κρανιδιωτών δεν κατάφερε να καλύψει τα έξοδα της ανέγερσης του μνημείου και της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου. Ως εκ τούτου ζητούσε από την Κεντρική Επιτροπή των εκδηλώσεων 15.000 δραχμές, ενώ τις 25.000 δραχμές που υπολείπονταν «θέλομεν εξεύρει αλλαχόθεν». Πάντως από τα σχετικά έγγραφα (έντυπο απολογισμού προς Κ.Ε.) διαπιστώνεται ότι τα μέλη της Επιτροπής εκδηλώσεων Κρανιδίου «έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους» για τον επετειακό εορτασμό.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στην Ερμιόνη

 

Με ιδιαίτερη λαμπρότητα αλλά και σεμνότητα η Ερμιόνη απέδωσε τον φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης σ’ εκείνους που με τη θυσία τους κράτησαν ζωντανό το δέντρο της λευτεριάς.[2]

Με το υπ’ αριθμ. 3/9 Μαρτίου 1930 ψήφισμά του το Κοινοτικό Συμβούλιο της Ερμιόνης που το αποτελούσαν ο Απόστολος Παπαβασιλείου ως Πρόεδρος, ο Αντώνιος Τσαούσης ως Αντιπρόεδρος και τα μέλη Γεώργιος Φραγκούλης, Δημήτριος Παναγιώτου, Σπύρος Γκάτσος, Δημήτριος Μερτύρης, Εμμανουήλ Σκούρτης και Ιωσήφ Μερτύρης αποφάσιζε η Ερμιόνη, ως ιστορική πόλη, να μετέχει του εορτασμού της 100/ετηρίδας.

 

Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας στην Ερμιόνη

 

Πρότεινε δε να κατασκευαστούν, με δαπάνες της Κοινότητας, δύο αναμνηστικές πλάκες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης «εκ Πεντελισίου μαρμάρου» με τα σχετικά επιγράμματα και να εντοιχιστούν η μία στην (ανατολική) πρόσοψη του Ι.Ν. των Ταξιαρχών, όπου ορκίστηκαν οι πληρεξούσιοι της Συνέλευσης και η άλλη στη (βορεινή) πρόσοψη της οικίας κληρονόμων Κοσμά Δ. Οικονόμου, όπου συνήλθε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Η πίστωση που καταγράφηκε στον κοινοτικό προϋπολογισμό για την αξία της κατασκευής ανερχόταν στις 20.000 δραχμές. Τα αποκαλυπτήρια των δύο μαρμάρινων επιγραφών θα γίνονταν την ημέρα του εορτασμού της 100/ετηρίδας που πρότειναν να είναι η 8η Νοεμβρίου, ημέρα που πανηγυρίζει ο ιστορικός Ι.Ν. των Ταξιαρχών.

Κατόπιν αυτών με την από 20 Μαρτίου 1930 αναφορά του προς την Κεντρική Επιτροπή του εορτασμού της 100/ετηρίδας ο Πρόεδρος της Κοινότητας Απόστολος Παπαβασιλείου παρακαλεί να συμπεριληφθεί η Ερμιόνη στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων, οι οποίες θα διεξαχθούν όπως ακριβώς περιγράφονται στο ψήφισμα του Κοινοτικού Συμβουλίου, το οποίο και τους κοινοποιεί.

Επίσης αναφέρει ότι όλοι οι επίσημοι θα τύχουν «αξιοπρεπούς υποδοχής». Για τον σκοπό αυτό με δεύτερο έγγραφό του την ίδια ημερομηνία, 20 Μαρτίου 1930, ζήτησε τη μεσολάβηση του αρχηγού της Αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη στην Κεντρική Επιτροπή, για να συμπεριληφθεί η Ερμιόνη στο πρόγραμμα του εορτασμού της 100/ετηρίδας.

Ζήτησε επίσης και τη μεσολάβηση του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος έστειλε το έγγραφο απευθείας στην Κ.Ε. του εορτασμού ζητώντας ενημέρωση. Ενώ γίνονταν οι παραπάνω διεργασίες και καθώς αναφέρει ο Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης στο βιβλίο του «Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις», η Κοινοτική αρχή Ερμιόνης αποφάσισε «να υψώση εις την κεντρικήν πλατείαν της πόλεως εις την του λιμένος εκ λευκού Πεντελησίου μαρμάρου Ηρώον» για εκείνους τους συμπολίτες μας που έπεσαν στους ένδοξους πολέμους 1912-1913 και να χαράξει επ’ αυτού τα ονόματά τους με χρυσά γράμματα.

Όταν η Κ.Ε. απάντησε θετικά στις προτάσεις της Κοινοτικής Αρχής ξεκίνησαν οι προετοιμασίες. Πρόεδρος της τοπικής επιτροπής του εορτασμού ορίστηκε ο πρώην δήμαρχος Ερμιόνης Κωνσταντίνος Κυρ. Γκολεμάς ο οποίος εκπροσωπούσε και τον δήμαρχο Άργους. Παράλληλα εκλέχτηκε 25μελής επιτροπή αποτελούμενη από ευυπόληπτα μέλη της ερμιονίτικης κοινωνίας, για να βοηθήσει στην οργάνωση του τοπικού εορτασμού.

Οι εορτές της 100/ετηρίδας διεξήχθησαν το Σάββατο 8 Νοεμβρίου 1930 με περισσή μεγαλοπρέπεια και τη συμμετοχή πλήθους κόσμου σύμφωνα με το πρόγραμμα, αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στο αρχείο μας. Το Υπουργείο των Ναυτικών εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 95/10530/7 Νοεμβρίου 1930 διαταγή του σύμφωνα με την οποία: «Δι’ ατμοπλοίου «Ιωάννα» διερχομένου αύριον Σάββατον εκ Πόρου αποστείλατε εις Ερμιόνη μουσικήν Πόρου όπως παραστή εις τα εκεί εορτάς της 100/ετηρίδας.

Επιπροσθέτως από την Κ.Ε. ο Ιωάννης Δαμβέργης έστειλε το υπ’ αριθμ. 2235/7-11-1930 τηλεγράφημα προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής εορτασμού της 100/ετηρίδας Κωνσταντίνο Γκολεμά γνωρίζοντάς του ότι:

«Πολεμικόν φέρον επισήμους αποπλεύσει δεκάτην πρωϊνήν Σάββατον. Κ.Ε. 100/ετηρίδας αντιπροσωπεύσει Στρατηγός Πετρίδης, καταθέσει στέφανον, αναμνηστικήν πλάκα οικία, Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως.

 

Πρόγραμμα Εορτών

 

Α΄

Ώρα 8:00 π.μ. αναχώρηση από τον Πειραιά του ατμόπλοιου της γραμμής «Ιωάννα», για να μεταβούν στην Ερμιόνη οι προσκεκλημένοι και όσοι επιθυμούν να παρευρίσκονται στις εορτές.

Ώρα 10:00 π.μ. αναχώρηση από το Ν. Φάληρο πολεμικού του Στόλου για να μεταβούν στην Ερμιόνη οι επίσημοι.

Β΄

Ώρα 2:00 μ.μ. άφιξη των επισήμων και των προσκαλεσμένων στην Ερμιόνη.

Γ΄

Προσφώνηση του Προέδρου της Κοινότητας, μετάβαση στον Ι.Ν. των Ταξιαρχών, Δοξολογία χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Ύδρας κ. Προκοπίου και αποκαλυπτήρια των δύο επιγραφών.

Δ΄

Επιμνημόσυνη δέηση στο Ηρώον, αποκαλυπτήρια του Ηρώου και κατάθεση στεφάνου.

Ε΄

Μετάβαση στα Μαντράκια και αποκάλυψη της αναμνηστικής μαρμάρινης επιγραφής που εντοιχίστηκε στο σπίτι των Μητσαίων από τον εγγονό τους στρατηγό Σταμάτη Αντ. Μήτσα. Δεξίωση των επισήμων. Λήξη των εορτών.

Την Κεντρική Επιτροπή 100/ετηρίδας εκπροσώπησε ο υποστράτηγος Ιωάννης Πετρίδης, τη δε Κυβέρνηση ο Ερμιονίτης Υφυπουργός Οικονομικών Βασίλειος Δεληγιάννης.

 

Υποσημειώσεις


[1] Λεπτομερής περιγραφή των εκδηλώσεων υπάρχει στο βιβλίο του Γ. Π. Παρασκευόπουλου: «Ακτίνες και Νέφη», Αθήνα 1932.

[2] Ο εορτασμός της 100/ετηρίδας περιγράφεται στο βιβλίο του Ιωάννη Ηρ. Μάλλωση: «Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις», Αθήναι 1930.

 

Πηγή


Γ.Α.Κ. «Αρχείο Ιωάννη Δαμβέργη»

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

 

Διαβάστε ακόμη:

Μήτσας ή Μήτζας Γιάννης (1794 ή 1795-1827)

$
0
0

Μήτσας ή Μήτζας Γιάννης (Καστρί Ερμιονίδας 1794 ή 1795 – Ταμπούρια, Πειραιάς  27 Μαρτίου 1827)


 

Προεπαναστατικός ένοπλος, Φιλικός, Στρατιωτικός του Αγώνα, ο Γιάννης Μήτσας ή Μήτζας (προσωνύμιο Καστρίτης – Γκογκαγιάννης), γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στο Καστρί (σημερινή Ερμιόνη). Γιος του Αδριανού Μήτζα και της Θεοδώρας, το γένος Σαρρή από το Κρανίδι. Όταν πέθανε ο πατέρας του, σπογγαλιέας στο επάγγελμα, την κηδεμονία του όπως και του αδελφού του, Σταμάτη, ανέλαβε «ο εκ μητρός πάππος τους».

Κατά τις υπάρχουσες μαρτυρίες διέθετε εντυπωσιακή εμφάνιση. Ήταν επιβλητικός και με εξαιρετική σωματική δύναμη. Σε νεαρή ηλικία επέλεξε το επάγγελμα του κλέφτη και του πειρατή επιχειρώντας καταδρομικές – πειρατικές επιχειρήσεις με ιδιόκτητα πλοιάρια, μαζί τον αδελφό του και τον κουνιάδο του, ερμιονίτη ναυτικό Γιάννη Αποστόλου.

 

Προσωπογραφία του Γιάννη Μήτσα ή Μήτζα, έργο του Ευσταθίου Μ. Μπούκα (1870-1960). Δημοτική Κοινότητα Ερμιόνης.

 

Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, από τον απόστολο της οργάνωσης, Αναγνώστη Παπαγεωργίου – Αναγνωσταρά.

Συμμετείχε εξαρχής στον Αγώνα, επικεφαλής σώματος ενόπλων από το Καστρί το Κρανίδι και τα Δίδυμα.

Συγκεκριμένα, στις 27 Μαρτίου 1821 ο Σπετσιώτης (με καταγωγή από το Κρανίδι) πλοιοκτήτης και Φιλικός Γκίκας Μπότασης έφτασε στο Κρανίδι από τις Σπέτσες και κήρυξε την επανάσταση. Επτά ημέρες αργότερα, στις 2 Απριλίου ο Μήτσας και ο αδελφός του κήρυξαν την επανάσταση στο Καστρί (Ερμιόνη). Στις 4 Απριλίου η επανάσταση επεκτάθηκε σε όλη την επαρχία Ερμιονίδας (Κάτω Ναχαγές).

Τον πρώτο χρόνο του αγώνα πολέμησε στο Βαλτέτσι (12 και 13 Μαΐου), στη μάχη των Βερβένων (18 και 19 Μαΐου) και συμμετείχε στην πολύμηνη πολιορκία της Τρίπολης, στις μάχες που προηγήθηκαν (Γράνα, 10 Αυγούστου) και στην ιστορική Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου).

Τον επόμενο χρόνο (1822) ο Γιάννης Μήτσας ακολούθησε τον Νικήτα Σταματελόπουλο – Νικηταρά σε εκστρατεία στην Ανατολική Στερεά και διακρίθηκε, ως επικεφαλής σώματος, μαζί με τις δυνάμεις του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιώργου Δυοβουνιώτη και Δημητρίου Υψηλάντη, στη μάχη της Αγίας Μαρίνας (1η Απριλίου), κοντά στη Στυλίδα, όπου τραυματίστηκε στο χέρι και το πόδι.

Επέστρεψε, στην Πελοπόννησο και στις 26 Ιουλίου πολέμησε στην μεγάλη μάχη στα Δερβενάκια, ενώ στη συνέχεια συμμετείχε στις επιχειρήσεις της πολιορκίας του Ναυπλίου και στην κατάληψη του Παλαμηδίου (30 Νοεμβρίου).

Τον Μάιο του 1823 ακολούθησε τον Υδραίο ναύαρχο Μανώλη Τομπάζη που είχε διοριστεί από την Διοίκηση, Αρμοστής Κρήτης, στο νησί. Πολέμησε σε σειρά συγκρούσεων εκεί και διακρίθηκε στις επιχειρήσεις της επαρχίας Σελίνου Χανίων. Τον επόμενο χρόνο, επέστρεψε στην Πελοπόννησο μαζί με τον Μανώλη Τομπάζη.

Πολιτικά ανήκε στην φατρία των Πελοποννησίων στρατιωτικών του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με τον οποίο συμπαρατάχθηκε στη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων.

 

Προτομή του Γιάννη Μήτσα ή Μήτζα στην Ερμιόνη.

 

Η πολεμική του δράση συνεχίστηκε και μετά την αποβίβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στη σημαντική μάχη των Μύλων, (13 Ιουνίου 1825), που έκοψε την προέλαση του Ιμπραήμ Πασά προς το Ναύπλιο, ενώ τον επόμενο μήνα (18 και 20 Ιουλίου) αντιμετώπισε τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στο χωριό Μεχμέταγα, (σημερινή Γαρέα) από την Τριπολιτσά. Η πολεμική δράση του εναντίον των αιγυπτιακών στρατευμάτων συνεχίστηκε αμείωτη και το επόμενο έτος. Συγκεκριμένα πολέμησε, επικεφαλής ενόπλων της επαρχίας του, στη μάχη του Αγίου Πέτρου και στις 14 Αυγούστου συμμετείχε υπό την αρχηγία του Γενναίου Κολοκοτρώνη στις μάχες της Βαμβακούς, στα Βέρροια, του Βασαρά και της Βαρβίτσας, ορεινά χωριά της Λακωνίας, πολεμώντας τα αιγυπτιακά στρατεύματα.

Το επόμενο έτος, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Ερμιόνης (18 Ιανουαρίου – 17 Μαρτίου 1827), ανέλαβε μετά από πρόταση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, φρούραρχος της Συνέλευσης, επικεφαλής ομάδας 45 ενόπλων με καθήκον την εξασφάλιση της ευταξίας.

Αμέσως μετά εκστράτευσε ενταγμένος, ως μπουλουκτσής, στο σώμα του Γενναίου Κολοκοτρώνη, μαζί με τον αδελφό του, με άλλα πελοποννησιακά σώματα (υπό τους Νικηταρά, Χρύσανθο Σισίνη, Πετμεζαίους, Γιώργο Λεχουρίτη κ.ά.) στην Αττική και εντάχθηκε στο στράτευμα του αρχιστράτηγου Γιώργου Καραϊσκάκη, που τότε συγκρουόταν με τις δυνάμεις του βαλή της Ρούμελης Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχή Πασά για τον έλεγχο ευρύτερης περιοχής και για να διατηρήσει ελεύθερη την Ακρόπολη των Αθηνών.

Σκοτώθηκε στη φονική μάχη στα Ταμπούρια, περιοχή ανάμεσα στο Κερατσίνι και τον Πειραιά: «Την Εױ της προ του τότε Πάσχα Μεγάλη Εβδομάδα εφονεύθησαν οι υπό τον Γενναίον οπλαρχηγόν, ο εξ Ερμιόνης Ιωάννης Μήτσας και ο εκ Στεμνίτσης Μηλιώνης, εις τα μεταξύ Πειραιώς και Κερατσινίου Ταμπούρια του Μπιν-Βασίρι, επιπεσόντες νυκτός να κυριεύσουν και κυριεύσαντες το μεγαλύτερον». 

Ο θάνατός του μνημονεύτηκε από τον ρομαντικό ποιητή Αχιλλέα Παράσχο, στο ποίημά του Οι νεκροί του Φαλήρου. Εντάχθηκε μετά θάνατο, από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων στην Ε’ τάξη των αξιωματικών. Σε ένδειξη αναγνώρισης των υπηρεσιών του  στην κόρη του Θεοδώρα, μετά τον γάμο της με τον Ερμιονίτη Δημήτριο Νικολάου, διατελέσαντα Δήμαρχο Ερμιόνης, παραχωρήθηκε, με δωρεά, (Β.Δ. 25/3/1842 – Φ.Ε.Κ. 7 «περί ορφανών του αγώνος»), καλλιεργήσιμη γη από τις διαθέσιμες «εθνικές γαίες» κατ’ εκτίμηση αξίας 2.500 δραχμών.

Ο Γιάννης Μήτζας υπήρξε ένας παραδοσιακός ένοπλος της περιόδου του Αγώνα, από τους σημαντικούς ενόπλους της επαρχίας Ερμιονίδας, με αξιοσημείωτη δράση στις επιχειρήσεις της περιόδου, ως μπουλουκτσής (επικεφαλής ενόπλων) ενταγμένος στα σώματα μειζόνων οπλαρχηγών, και συγκεκριμένα ως στρατιωτικός πελάτης της οικογένειας Κολοκοτρώνη.

 

Βιβλιογραφία


  • Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Βουλή των Ελλήνων, τόμος 3ος, σ. 366. 399, τόμος 5οςpassim. [https://paligenesia.-parliament.gr/]
  • Γενικά Αρχεία του Κράτους, «Αρχείο οικογένειας Μήτσα», [https://greekarchivesinventory.gak.gr/index.php/35-2
  • Βουτσίνος Γεώργιος, Μητρώον Ερμιονέων Αγωνιστών…, Αθήνα, 2005.
  • Ησαΐας Αγγ. Ιωάννης, Ιστορικές σελίδες του Δήμου Ερμιόνης, Αθήνα 2005.
  • Μάλλωσης Ηρ. Ιωάννης, Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις, Αθήνα 1930.
  • Οικονόμου Μιχαήλ, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας…, Αθήνα 1873.
  • Παρασκευόπουλος Γ. Παναγιώτης, «Ακτίνες και Νέφη», Αθήνα 1932.
  • Σπετσιώτης Μ. Γιάννης – Ντεστάκου Δ. Τζένη, Η εκπαίδευση στην Ερμιόνη κατά την Καποδιστριακή και Οθωνική περίοδο 1829-1862, Αθήνα 2016.
  • Χρυσανθόπουλος Φώτιος, Βίοι Πελοποννησίων…, Αθήνα 1888, σ. 67.

 

Γιάννης Μ. ΣπετσιώτηςΤζένη Δ. Ντεστάκου

«1821 – Lexicon» του Κ.Ε.Ν.Ι. (Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας) του Παντείου Πανεπιστημίου.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Η ιστορική ερμιονίτικη οικογένεια των Μερκούρηδων

$
0
0

Η ιστορική ερμιονίτικη οικογένεια των Μερκούρηδων


 

Γεώργιος Μερκούρης

Από τις πιο παλιές και ένδοξες οικογένειες της Ερμιόνης που έδρασαν προεπαναστατικά, στη διάρκεια της επανάστασης αλλά και στους μετέπειτα χρόνους μέχρι τις ημέρες μας, είναι και η οικογένεια των Μερκούρηδων.

Γενάρχης της φέρεται να είναι ο Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος έζησε στην Ερμιόνη στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο Γεώργιος Π. Παρασκευόπουλος αναφέρει ότι η οικογένεια αριθμούσε 14 αδέλφια, 11 αγόρια και 3 κορίτσια. Υποθέτουμε ότι ο ανωτέρω άντλησε αυτή την πληροφορία από τον Σπύρο Γ. Μερκούρη, τον Δήμαρχο Αθηναίων και δισέγγονο του Γεωργίου Μερκούρη, όταν ο Γ. Π. Παρασκευόπουλος υπηρετούσε ως Γενικός Γραμματέας στον Δήμο και είχε συνδεθεί μαζί του με αδελφική φιλία.

 

Σπύρος Γεωργ. Μερκούρης

Γιος του Γεωργίου Μερκούρη, ένας από τους ηρωικότερους άνδρες του Κάτω Ναχαγιέ της Επανάστασης του 1821. Με την έναρξη του αγώνα οι δημογέροντες και οι κάτοικοι της Ερμιόνης τον διόρισαν αρχηγό του εκστρατευτικού σώματος του χωριού.

Αφού ορκίστηκε με τους άλλους αγωνιστές στο «Γκούρι Βιτόρεσε» έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου, όπου ο καπετάν Σπύρος Μερκούρης επέδειξε ιδιαίτερη ανδρεία μαχόμενος με τους άνδρες του υπό τις διαταγές του Παπαρσένη. Με στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από 50 – 100 παλληκάρια συμμετείχε στις μάχες του Άργους, των Δερβενακίων και των Μύλων.

Το 1821 και το 1826 διατέλεσε πρόκριτος της Ερμιόνης, ενώ το 1822 ήταν έφορος του τόπου. Στις 29 Μαρτίου 1823 συμμετέχει, ως εκλεγμένος πληρεξούσιος της επαρχίας Ερμιονίδος, στη Β΄ Εθνική Συνέλευση, που έγινε στο Άστρος Κυνουρίας.

Ο Νικήτας Σταματόπουλος (Νικηταράς) αναγνωρίζοντας τη γενναιότητά του τον επαινεί με έγγραφό του στις 13 Μαΐου 1823. Στις 10 Ιουνίου 1823 ονομάζεται χιλίαρχος του ελληνικού στρατού. Δύο μήνες αργότερα, στις 13 Αυγούστου, ο Μινίστρος του Πολέμου Ιωάννης Κωλέττης του χορηγεί πιστοποιητικό αναγνώρισης των υπηρεσιών του για την ελευθερία της πατρίδας.

Το 1829 στη Μονή της Κοιλάδας εκλέχθηκε πάλι πληρεξούσιος της επαρχίας Κάτω Ναχαγιέ για την Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους (11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829). Μετά την εκλογή του έλαβε την εντολή να ακολουθήσει τον Καποδίστρια, όπως και έπραξε.  Λέγεται, ακόμη, ότι όταν του πρότειναν να ζητήσει αποζημίωση από το Κράτος για τις υπηρεσίες του στον αγώνα, απάντησε «δεν θέλω τίποτε».

Η μεγάλη προσφορά, όμως, του καπετάν Σπύρου Μερκούρη στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ερμιόνη, ήταν η κατάθεση του από 5 Αυγούστου 1829 εγγράφου, στη διάρκεια της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, με το οποίο αιτείται προς το Σώμα τη σύσταση σχολείου «ίνα και η πατρίς ημών ισοτίμως με την πόλιν του Άργους και των άλλων πόλεων εγκαυχάται, έχουσα αυτό τούτο ως εν μνημείον της περί ημάς φιλανθρωπίας αιώνιον». Στη συνέχεια κατέθεσε 60 γρόσια ως συνεισφορά για τη σύσταση της σχολής, όπως αποδεικνύεται από τον σχετικό κατάλογο της 19ης Δεκεμβρίου 1829.

Στις 9 Ιουνίου 1865 οι γιοι του Σπύρου Μερκούρη, Γεώργιος, Ιωάννης και Χριστόφιλος αξιώνουν με αίτησή τους που υπέβαλαν στο Υπουργείο των Οικονομικών την προβλεπόμενη από τον νόμο ενίσχυση προικοδότησης του πατέρα τους, για την προσφορά του στην Εθνεγερσία. Το σχετικό έγγραφο που πιστοποιείται από τον Ταγματάρχη Σταμάτη Μήτσα, έχει δε ως εξής:

 

«Επί τη από τον ποινικόν Νόμον οριζομένην ποινήν και επί τη υποχρεώσει της ανηκούσης πολιτικής αποζημιώσεως πιστοποιώ ο υποφαινόμενος ότι ο εξ Ερμιόνης καπετάν Σπύρος Μερκούρης, μεμυημένος ων το μυστήριον του υπέρ ανεξαρτησίας της πατρίδος Ιερού Αγώνος, άμα έφθασεν η προσδιορισμένη δια την έναρξιν τούτου ημέρα ώπλισε και έλαβε μεθ’ εαυτού πλείστους όσους στρατιώτας εκ των συμπολιτών του και έδραμεν εν πρώτοις εις την πολιορκίαν Ναυπλίου μαχόμενος ανδρειότατα μετά των υπό την οδηγίαν του στρατιωτών εκεί, εις πάσαν περίστασιν υπό τον αρχηγόν Αρσένιον Κρέσταν.

Παρευρέθη δ’ επίσης ως καπετάνιος πότε με 50, πότε δε με 60 και πότε με 100 στρατιώτας και εις τας εφεξής περιστάσεις. Εις την εν Άργει μάχην κατά του Κεχαγιάμπεη, υπό τον ίδιον αρχηγόν εις την εις Μεγάλα Δερβένια μάχην, υπό τον αρχηγόν Νικήτα Σταματελόπουλον. Εις την δευτέραν πολιορκίαν της Κορίνθου, μέχρις ου παρεδόθη το εκεί φρούριον εις τους Έλληνας υπό τον Αβδελάμπεην υπό τας διαταγάς του Αρχηγού Στάικου Σταϊκόπουλου. Εις όλας τας κατά του Ιμπραήμ συγκροτηθείσας μάχας, υπό τους κατά πάσας ταύτας Αρχηγούς. Ενί λόγω, απ’ αρχής μέχρι τέλους του Ιερού Αγώνος δεν έλειψεν εξ αυτού ως τούτο γνωρίζουν κάλλιστα και δεν δύνανται ίνα επιβεβαιώσουν και οι διάσημοι αρχηγοί Ιωάννης Θ. Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Τσώκρης. Κατ’ αίτησιν δε των υιών και κληρονόμων του εν λόγω Σπύρου Μερκούρη, Ιωάννου, Γεωργίου και Χριστοφίλου εφοδιάζω αυτούς με το παρόν πιστοποιητικόν.

Εν Αθήναις τη 9 Ιουνίου 1865

Ο Ταγματάρχης

Σταμάτιος Μήτσας

Επικυρούται η γνησιότης της υπογραφής του Ταγματάρχου Σταμάτη Μήτσα.

Αθήναι την 9 Ιουνίου 1965

ο Δήμαρχος (ανυπόγραφον)

 

Δήμαρχος Ερμιόνης ήταν τότε ο Ιωάννης Γ. Οικονόμου.

Το ιδιαίτερο καλογραμμένο κείμενο φαίνεται πως γράφτηκε από άνθρωπο που γνώριζε αρκετά καλά την ελληνική γλώσσα. Ταυτόχρονα, όμως, μαρτυρεί και αναδεικνύει τη μεγάλη προσφορά του Σπύρου Μερκούρη στον μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους. Έτσι το όνομά του δικαιολογημένα αναγράφεται στο «Ηρώον» του Κρανιδίου.

Κατά τους προεπαναστατικούς και επαναστατικούς χρόνους η οικογένεια των Μερκούρηδων ήταν, καθώς λέγεται, η πρώτη στην Ερμιόνη. Στην «καταγραφή των κατοίκων της κοινότητος του Καστρίου» με ημερομηνία 20 Μαρτίου 1822 ο Σπύρος Μερκούρης αναφέρεται μαζί με τα έξι άτομα (ψυχαίς) της οικογενείας του.

Έχουμε ήδη κάνει λόγο για τα τρία παιδιά του Σπύρου Γ. Μερκούρη, Γεώργιο, Ιωάννη και Χριστόφιλο. Τους δύο πρώτους τους εντοπίσαμε στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Ερμιόνης του έτους 1853. Ο Γεώργιος είναι γραμμένος με α/α 22, ετών 32, ναυτικός και ο Ιωάννης με α/α 211, ετών 31, ναύτης. Τα τρία αδέλφια σημειώνονται και στον βουλευτικό κατάλογο του Δήμου Ερμιόνης τους έτους 1867 ως εξής:

α/α 110 Γεώργιος Σπ. Μερκούρης, ετών 40, κυβερνήτης

α/α 279 Ιωάννης Σπ. Μερκούρης, ετών 45, ναυτικός

α/α 459 Χριστόφιλος Σπ. Μερκούρης, ετών 34, κυβερνήτης

Οι δύο πρώτοι είναι εγγεγραμμένοι και στους αντίστοιχους εκλογικούς κατάλογους του έτους 1876.

Κλείνοντας να επισημάνουμε ότι η ηλικία των ανωτέρω είναι πολύ πιθανόν να μην είναι η ακριβής.

 

Γεώργιος Σπ. Μερκούρης

Ο πρωτότοκος γιος του Σπύρου Μερκούρη γεννημένος στην Ερμιόνη το 1826, στα χρόνια της Επανάστασης, συνέχισε ουσιαστικά την παράδοση της ιστορικής οικογένειας. Ήταν ναυτικός, κυβερνήτης ιστιοφόρου (λαδάδικου) με δικό του κεφάλαιο (σερμαγιά). Επειδή το καΐκι του ήταν μικρό του είχαν «κολλήσει» το παρατσούκλι «καρλάκι», που θα πει καϊκάκι.

 

Γεώργιος Σπ. Μερκούρης (1826-1900)

Θεοδότα Μήτσα (1839-1917).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παντρεύτηκε τη Θεοδότα Μήτσα, κόρη του καπετάν Σταμάτη Μήτσα και έτσι οι δύο οικογένειες, που βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα, συμπεθέριασαν και συμφιλιώθηκαν. Απόκτησαν δύο παιδιά, τη Σοφία και τον Σπύρο, μετέπειτα Δήμαρχο Αθηναίων.

Ο Σπύρος Γεωργίου Μερκούρης (1856 – 1939) είναι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του έτους 1876 του Δήμου Ερμιόνης με α/α 511, ετών 24 και επάγγελμα μαθητής. Σπούδασε ιατρική, παντρεύτηκε την Αμαλία Ιωάν. Κάσκα (1858 – 1931) και απόκτησαν δύο παιδιά, τον Γιώργο (1886 – 1943) και τον Σταμάτη (1897 – 1967). Κόρη του Σταμάτη ήταν η ηθοποιός και Υπουργός Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη (1924 – 1994).

 

Ο Σπύρος Μερκούρης, Έλληνας πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής, δήμαρχος της Αθήνας επί σειρά ετών και παππούς της Μελίνας Μερκούρη, γεννήθηκε το 1856 στην Ερμιόνη και πέθανε στις 3 Απριλίου 1939 στην Αθήνα.

 

Το σπίτι που διέμενε η οικογένεια, όταν εκείνη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, το αγόρασε κάποιος Σακαρέλος, ο οποίος στη συνέχεια το πούλησε στον Θεοδόση Γκάτσο, πατέρα του αείμνηστου Προέδρου του Ερμιονικού Συνδέσμου Απόστολου Γκάτσου.

 

Ο Σπύρος Μερκούρης με την εγγονή του Μελίνα Μερκούρη.

 

Ο Γεώργιος Σπ. Μερκούρης πέθανε το 1900 σε ηλικία 74 ετών, ενώ η γυναίκα του Θεοδότα το 1917, σε ηλικία 78 ετών. Και οι δύο είναι θαμμένοι στον οικογενειακό τάφο των Μερκούρηδων στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

 

Πρόσωπα και γεγονότα στην Εθνανάσταση του 1821 στον Κάτω Ναχαγιέ (Ερμιονίδα)  Τεύχος  Β’ – Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου, Αθήνα 2021.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Η ιστορική οικογένεια Μάλλωση της Ερμιόνης

$
0
0

Η ιστορική οικογένεια Μάλλωση της Ερμιόνης


 

Θεοδωράκης Μάλλωσης (1791-1864)

  

Ο Θεοδωράκης Μάλλωσης φέρεται ως ο γενάρχης της ερμιονίτικης οικογένειας Μάλλωση γεννημένος στην Ερμιόνη περί το 1791.

Από την έναρξη της Επανάστασης βρέθηκε στο πλάι του πολέμαρχου καπετάν Γιάννη Μήτσα, τον οποίο ακολουθούσε σε όλες τις μάχες. Ήταν ο αχώριστος μπιστικός του. Έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου, κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκε στην Άρεια, προάστιο της πόλης. Στη συνέχεια συμμετείχε στις μάχες του Άργους, των Δερβενακίων, της άλωσης του Παλαμηδίου καθώς και στην εκστρατεία του Καραϊσκάκη στον Πειραιά. Έτσι βρέθηκε κοντά στον καπετάνιο Γιάννη Μήτσα τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, ενώ η παράδοση θέλει να θρήνησε πικρά το χαμό του.

Στις 20 Φεβρουαρίου του 1825 προάγεται σε υποχιλίαρχο, ενώ οι διάφορες επιτροπές εκδουλεύσεων μετά την ανεξαρτησία της χώρας τον ενέταξαν στους αξιωματικούς και του χορηγήθηκε ο βαθμός Ζ΄ του ανθυπολοχαγού. Με τον βαθμό αυτό κατατάχθηκε το 1838 στη Βασιλική Φάλαγγα και το 1845 προήχθη σε υπολοχαγό. Επίσης τιμήθηκε «με το Αργυρούν Αριστείον Αγώνος», ενώ η Πολιτεία μετά την επανάσταση του χορήγησε μια μπρατσέρα [από το ιταλικό Bracciera ή brazzera ήταν τύπος μικρού ιστιοφόρου πλοίου με δύο ιστούς (κατάρτια)] ως αμοιβή για τις υπηρεσίες του προς αυτή κατά τη διάρκεια του αγώνα.

Αξιόλογη ήταν η προσφορά του Θοδωράκη Μάλλωση και στην κοινωνική ζωή της Ερμιόνης. Στον κατάλογο των συνεισφορών της 19ης Δεκεμβρίου 1829 φαίνεται να έχει καταθέσει 50 γρόσια για τη σύσταση της Αλληλοδιδακτικής (Καποδιστριακής) Σχολής Ερμιόνης. Μάλιστα από λάθος του συντάκτη της κατάστασης καταχωρείται στην 11η θέση ως Σταμάτης Μάλλωσης κάτω ακριβώς από το όνομα του Σταμάτη Μήτσα.

Το 1842, ως μέλος της εξεταστικής επιτροπής, υπογράφει τον κατάλογο «των ευδοκιμησάντων μαθητών εις τας Δημοσίας εξετάσεις διενεργηθησομένας την 16ην Αυγούστου 1842».[1] Τα στοιχεία του αναφέρονται και στους πίνακες ενόρκων της Ερμιονίδας των ετών 1842, 1845, 1849 και 1850. Επίσης τον βρίσκουμε στους εκλογικούς καταλόγους έτους 1853 του Δήμου Ερμιόνης με α/α 191, ετών 48; και επάγγελμα κτηματίας. Στην καταγραφή των κατοίκων της κοινότητος Καστρίου, που έγινε στις 20 Μαρτίου 1822, ο Θοδωράκης Μάλλωσης αναγράφεται ως «Θοδωράκος» χωρίς επίθετο με «ψηχαίς» πέντε (5).

Τέλος, όπως υποστηρίζει, με ιδιαίτερη πικρία, ο εγγονός του Γιάννης Ηρ. Μάλλωσης, ο Καπετάν Θοδωράκης Μάλλωσης, για κομματικούς λόγους, «δεν ανεγράφη εις τους εξ Ερμιόνης αγωνιστάς εις την αναμνηστικήν στήλην την στηθείσαν εν Κρανιδίω και αποκαλυφθείσαν την 29ην Σεπτεμβρίου 1930 κατά τας αυτόθι εορτάς της εκατονταετηρίδας…». Ο γηραιός πολέμαρχος απεβίωσε στην Ερμιόνη το 1864 σε ηλικία 73 χρόνων.

Από την μέχρι τώρα έρευνά μας προκύπτει ότι ο Θοδωράκης Μάλλωσης είχε τρία αγόρια, τους Γιάννη, Δημήτρη και Ηρακλή. Είναι όμως πολύ πιθανόν να είχε και κορίτσια, τα οποία δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε, καθώς οι γυναίκες τότε δεν ψήφιζαν και δεν αναγράφονταν στους εκλογικούς καταλόγους της πόλης, στους οποίους ανατρέξαμε.

 

Ιωάννης Θ. Μάλλωσης

 

 Ο Ιωάννης Θ. Μάλλωσης γεννήθηκε στην Ερμιόνη περί το 1827 τον τελευταίο, δηλαδή, χρόνο της Επανάστασης. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον ανιψιό του, βουλευτή Γιάννη Ηρ. Μάλλωση, «εσπούδασεν εις το Γυμνάσιον Ναυπλίου» σε ανταμοιβή του Ελληνικού Κράτους των υπηρεσιών που πρόσφερε ο πατέρας του στον εθνικό αγώνα. Τα στοιχεία του Γιάννη Θ. Μάλλωση για πρώτη φορά καταχωρούνται στους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης τους έτους 1853, με α/α 42 και ηλικία 26 ετών.

Στους βουλευτικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης του έτους 1867 ο Ιωάννης Θ. Μάλλωσης έχει α/α 267, ηλικία 40 ετών και επάγγελμα υπάλληλος. Από πληροφορίες γνωρίζουμε ότι ήταν ανώτερος ταμειακός υπάλληλος του κράτους. Επίσης αναγράφεται και στους βουλευτικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης του έτους 1876, με α/α 287 και ηλικία 59 ετών.

Τον Ιωάννη Θ. Μάλλωση, ως δημόσιο υπάλληλο, εκτιμούσε ιδιαίτερα για τις ικανότητές του και την τιμιότητά του ο Πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης. Ο Ι. Θ. Μάλλωσης φέρεται να διετέλεσε Δήμαρχος Ερμιόνης στα μέσα της 10/ετίας του 1880 (1885-1886), ενώ την υπογραφή του εντοπίσαμε σε αρκετά έγγραφα εκείνης της εποχής που αφορούν το Σχολείο της Ερμιόνης. Τέλος, από τους καταλόγους του Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Ερμιόνης, έτους 1866, φαίνεται πως ο Ι. Θ. Μάλλωσης είχε μια κόρη την Ευανθία, η οποία γεννημένη το 1860 ήταν τότε μαθήτρια της Α΄ τάξης, με αριθμό καταλόγου 97.

 

Δημήτριος Θ. Μάλλωσης

 

Ο Δημήτριος Θ. Μάλλωσης ήταν ο δεύτερος γιος του Θοδωράκη Μάλλωση και αδελφός του Γιάννη, γεννημένος στην Ερμιόνη περί το 1838. Είναι γραμμένος στους βουλευτικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης έτους 1867, με α/α 186, ηλικία 29 ετών και επάγγελμα εργάτης. Τα στοιχεία του επίσης υπάρχουν και στους αντίστοιχους καταλόγους του έτους 1876, με α/α 200 και ηλικία 39 ετών.

 

Ηρακλής Θ. Μάλλωσης

 

Ο τρίτος γιος του Θοδωράκη Μάλλωση, Ηρακλής, γεννημένος και αυτός στην Ερμιόνη περί το 1842, φέρεται εγγεγραμμένος στους βουλευτικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης του έτους 1867 με α/α 232, ηλικία 25 ετών και επάγγελμα ναύτης. Στους ίδιους καταλόγους του έτους 1876, έχει α/α 257, ηλικία 33 ετών, επάγγελμα ναυτικός, ενώ στους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης έτους 1906 έχει α/α 232, ηλικία 64 ετών, επάγγελμα ναυτικός.[2]

Ο Ηρακλής Θ. Μάλλωσης, μετά τον θάνατο της συζύγου του από την οποία είχε ένα γιο τον Θεόδωρο, φαίνεται πως ήρθε σε δεύτερο γάμο με την Ελένη το γένος Βόντα, η οποία είχε και αυτή μια κόρη την Αικατερίνη από τον πρώτο της γάμο. Ο Ηρακλής και η Ελένη Μάλλωση απόκτησαν δυο γιους τον Κυριάκο και τον Γιάννη, μετέπειτα βουλευτή.

 

Θεόδωρος Ηρ. Μάλλωσης

 

Ο Θεόδωρος Ηρ. Μάλλωσης γεννήθηκε στην Ερμιόνη το 1875 και είναι γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης του έτους 1907 με α/α 740, ηλικία 31 ετών και επάγγελμα μηχανικός.

 

Κυριάκος Ηρ. Μάλλωσης

 

Ο Κυριάκος Ηρ. Μάλλωσης γεννήθηκε στην Ερμιόνη το 1878 και φοίτησε στο μονοτάξιο Ελληνικό Σχολείο της πόλης το σχολικό έτος 1890 – 1891 σε ηλικία 12 χρόνων. Είναι γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης του έτους 1907, με α/α 620, ετών 25 και επάγγελμα γεωργός. Ο Κυριάκος Ηρ. Μάλλωσης παντρεύτηκε τη Δέσποινα Δημ. Νικολάου με καταγωγή από την Ερμιόνη και απεβίωσε σε νεαρή ηλικία.

 

Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης (1890-1949)

  

Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης (1890-1949)

Ο Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, γιος του Ηρακλή και της Ελένης Μάλλωση (το γένος Βόντα), γεννήθηκε στην Ερμιόνη το 1890. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων του τόπου (Καποδιστριακό) και είναι γραμμένος στο Μαθητολόγιο του Σχολείου κατά το σχολικό έτος 1899 – 1900 στην Δ΄ τάξη, ενώ φαίνεται να συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα.

Ακολούθησε τη δημοσιογραφία και μετά τους Βαλκανικούς πολέμους διορίστηκε Διευθυντής του Γραφείου Τύπου Θεσσαλονίκης, ενώ στη συνέχεια τοποθετήθηκε ως Υποδιοικητής των επαρχιών Κιλκίς και Έδεσσας. Όταν ιδρύθηκε το Λαϊκό Κόμμα διετέλεσε Γραμματέας του αρχηγού του κόμματος Δημητρίου Γούναρη.

Το 1917, μετά τα δραματικά γεγονότα του εθνικού διχασμού, εξορίζεται στο Αιάκειο της Κορσικής μαζί με τους Δημήτριο Γούναρη, Ιωάννη Μεταξά, Σπύρο Μερκούρη,Ίωνα Δραγούμη, Κωνσταντίνο Έσλιν, Ιωάννη Πεσμαζόγλου και άλλους.

Το 1921 τοποθετήθηκε Διευθυντής των Γραφείων της Βουλής, όπου παρέμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922. Από το 1924 μέχρι το 1928 ήταν εκδότης της εβδομαδιαίας Πολιτικής Επιθεώρησης «Νέα Εποχή».

Τη 10/ετία του 1930 ασχολήθηκε με την πολιτική, πολιτεύτηκε με το Λαϊκό Κόμμα και εκλέχθηκε τρεις φορές Βουλευτής, δύο Αργολιδοκορινθίας και μία Ερμιονίδας.

Αναλυτικότερα:

  • Από 25 Σεπτεμβρίου 1932 έως 24 Ιανουαρίου 1933, Βουλευτής Αργολιδοκορινθίας, ενώ εκλέχθηκε και Γραμματέας της Βουλής.
  • Από 5 Μαρτίου 1933 έως 1 Απριλίου 1935, Βουλευτής Ερμιονίδας, ενώ εκλέχθηκε και πάλι Γραμματέας της Βουλής. Στην ΚΗ (28η) συνεδρίασή της, την Τετάρτη 16 Μαΐου 1934, ο Ιωάννης Μάλλωσης, αναφερόμενος στα πρακτικά της 14ης Μαΐου, υποστήριξε ότι η Βουλή μέσω του προϋπολογισμού της πρέπει να ενισχύσει τον πρώην Βουλευτή Πετρακάκο για την έκδοση της εξαιρετικής του εργασίας, που αφορά την Κοινοβουλευτική Ιστορία της Ελλάδας. «Νομίζω –είπε- ότι εκπροσωπώ την γνώμην ολοκλήρου της Βουλής συνιστών όπως ενισχυθή ο εν λόγω συγγραφεύς και αναγραφή το σχετικόν κονδύλιον εις τον προϋπολογισμόν».

Ο προεδρεύων Αντιπρόεδρος Σπ. Τρικούπης ανακοίνωσε ότι το Προεδρείο αποφάσισε να εγγραφεί πίστωση 100.000 δραχμών. Ο Ιωάννης Μάλλωσης ανταπαντώντας τόνισε ότι το ποσό δεν επαρκεί για την αγορά τετρακοσίων σωμάτων για τους πρώην Βουλευτές. Μετά απ’ αυτό ο προεδρεύων δεσμεύτηκε λέγοντας ότι αν χρειαστεί μεγαλύτερη ενίσχυση θα δοθεί. Πρωθυπουργός ήταν τότε ο Παναγής Τσαλδάρης ο οποίος με παρέμβασή του υποστήριξε την πρόταση του Μάλλωση.

  • Από τις 9 Ιουνίου 1935 έως 17 Δεκεμβρίου 1935 Πληρεξούσιος (Βουλευτής) της Ε΄ Εθνικής Συνελεύσεως του 1935 στην Αθήνα, στην οποία εκλέχθηκε ως Γραμματέας και τον Μάιο του 1946 ανέλαβε τη διεύθυνση του Γραφείου Προσωπικού της Βουλής.

Ο Ιωάννης Μάλλωσης διακρίθηκε και ως συγγραφέας βιβλίων, κυρίως ιστορικού περιεχομένου, μερικά από τα οποία περιέχουν και προσωπικά βιώματα. Αυτά είναι:

  • «Μάρτυρες», Αθήνα 1920. Βιβλίο αφιερωμένο στον «αλησμόνητο» αδελφό του Κυριάκο, που αναφέρεται στον Κωνσταντίνο Έσλιν και τον Ίωνα Δραγούμη.
  • «Ο Ίων Δραγούμης εξόριστος».
  • «Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις, 18 Ιανουαρίου – 18 Μαρτίου 1827», Αθήνα 1930. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον καπετάν Θοδωράκη Μάλλωση, αγωνιστή της Επανάστασης του 1821.
  • «Δίτομη Πολιτική Ιστορία Δημήτριος Γούναρης», Τόμος Α΄, 1902-1920. Ο δεύτερος τόμος δεν εκδόθηκε.

 

Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις, 18 Ιανουαρίου – 18 Μαρτίου 1827

 

Ο Γιάννης Ηρ. Μάλλωσης και η σύζυγός του Θάλεια, με καταγωγή από τη Βυτίνα, απόκτησαν τρία παιδιά, δύο κορίτσια (Θεοδότη, Αγγελική) και ένα αγόρι (Κυριάκος/Κούλης). Η Θεοδότη και ο σύζυγός της Αντώνιος Βλάχος είχαν δύο παιδιά (Γιάννης, Χαρίκλεια). Η Αγγελική και ο σύζυγός της Ευάγγελος Γιαννακόπουλος είχαν τρία κορίτσια (Θάλεια, Λυδία, Άννα) και ο Κυριάκος (Κούλης), υπάλληλος Δ.Ε.Η., παντρεμένος με την Σπυριδούλα Κωστελένου είχαν δύο παιδιά (Γιάννης, Θάλεια).

Ο Γιάννης Μάλλωσης απεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου 1949 σε ηλικία 59 ετών. Ο θάνατός του προξένησε ιδιαίτερη θλίψη σ’ ολόκληρη την επαρχία Ερμιονίδας, γιατί ο «κυρ» Γιάννης ήταν πολύ αγαπητός σε όλους. Εξυπηρετούσε χωρίς καμιά διάκριση κομματικούς φίλους και αντιπάλους, γι΄ αυτό τις πολιτικές του νίκες τις υποδέχονταν όλοι με μεγάλη χαρά. Απόδειξη τα πολλά αυτοσχέδια τραγούδια που έφτιαχναν γι’ αυτόν μετά τις εκλογικές νικηφόρες αναμετρήσεις με τη γνωστή επωδό: «Μαλλωσάκη, Μαλλωσάκη/συ τους πότισες φαρμάκι».

Αναπαύεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών στον οικογενειακό τάφο Ιωάννη Βλάχου. Εκεί είναι θαμμένοι, επίσης, ο γαμπρός του Αντώνιος Βλάχος (6-8-1976) και η σύζυγός του Θεοδότη (14-8-2004), κόρη του Ιωάννη Μάλλωση.

 

Υποσημειώσεις


[1] Στον κατάλογο είναι γραμμένοι δεκαπέντε άρρενες μαθητές μεταξύ των οποίων ο Αντώνης Μήτσας και ο μετέπειτα ιερέας Διαμαντής Φασιλής.

[2] Πολλοί Ερμιονίτες, μεταξύ αυτών και ο αείμνηστος «Κυρ» Απόστολος, αναφερόμενοι στο πρόσωπό του, τον αποκαλούσαν «ο γέρο-Ηρακλής».

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

 

Πρόσωπα και γεγονότα στην Εθνανάσταση του 1821 στον Κάτω Ναχαγιέ (Ερμιονίδα)  Τεύχος  Β’ – Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου, Αθήνα 2021.

* Θεωρούμε υποχρέωση να ευχαριστήσουμε τον κύριο Γιάννη Αντ. Βλάχο, εγγονό του Γιάννη Μάλλωση, για τις πολύτιμες πληροφορίες που μας εμπιστεύτηκε.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Η ιστορική οικογένεια Νικολάου της Ερμιόνης

$
0
0

Η ιστορική οικογένεια Νικολάου της Ερμιόνης


 

Νικόλαος Δημητρ. Νικολάου

  

Φέρεται να είναι ο γενάρχης της ιστορικής οικογένειας γεννημένος στην Ερμιόνη στα τέλη της 10/ετίας του 1780. Ο Γεώργιος Μ. Βουτσίνος στο βιβλίο του «Μητρώον Ερμιονέων Αγωνιστών» τον αναφέρει ως επί κεφαλής (μπουλουξή) σώματος ατάκτων που έδρασε κατά τους χρόνους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Μετά την απελευθέρωση οι διάφορες επιτροπές εκδουλεύσεων τον ενέταξαν στους αξιωματικούς με τον βαθμό Ζ΄(ανθυπολοχαγού). Ένας από τους γιους του φαίνεται να είναι ο Δημήτριος Νικολ. Νικολάου που στη συνέχεια παρουσιάζουμε.

 

Δημήτριος Νικ. Νικολάου

 

Γεννήθηκε στην Ερμιόνη το 1813 και παντρεύτηκε τη Θεοδώρα Ιω. Μήτσα θυγατέρα του Γιάννη Μήτσα. Προύχοντας στην Ερμιόνη ο Δημήτριος Ν. Νικολάου ασχολήθηκε με την τοπική αυτοδιοίκηση και έχοντας πάντα στο πλευρό του τον καπετάν Σταμάτη Μήτσα διετέλεσε Δήμαρχος της πόλης για πολλά χρόνια με πολιτικό του αντίπαλο τον Ιωάννη Γεωργ. Οικονόμου. Από σχετικά έγγραφα που φέρουν το όνομα και την υπογραφή του φαίνεται να ήταν δήμαρχος την τριετία 1842 – 1845, οπότε και παύτηκε για πολιτικούς λόγους. Εκλέχθηκε ξανά το 1850 -1855 και για μια ακόμη φορά το 1860 – 1862, πάντα με αντίπαλο τον Ιωάννη Γεωργ. Οικονόμου.

Στις 2 Οκτωβρίου 1843 εξελέγη ως ένας από τους τέσσερις εκλέκτορες της Ερμιόνης του σώματος των είκοσι τεσσάρων εκλεκτόρων της επαρχίας του Κάτω Ναχαγιέ, οι οποίοι θα αναδείκνυαν τους δύο πληρεξούσιους αντιπροσώπους της επαρχίας για την «Α΄ εν Αθήναις της Γ΄ Σεπτεμβρίου Εθνοσυνελεύσεως».

Ο Δημήτριος Νικολάου, όντας ιδιαίτερα δραστήριος, συμμετείχε σε εφορευτικές επιτροπές για τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών, σε επιτροπές εξετάσεων του Σχολείου και γενικά ήταν παρών στην κοινωνική ζωή του τόπου.

Στον πίνακα των υποψηφίων Δημάρχων του Δήμου Ερμιόνης έτους 1851 του Επαρχείου Σπετσών, ο Δημήτριος Νικολάου αναφέρεται «ως κτηματίας γιγνώσκων τα Γραμματικά, καλής διαγωγής, ικανός για δημαρχιακήν υπηρεσίαν».

Ως δήμαρχος Ερμιόνης ο Δημήτριος Νικολάου υπογράφει τον εκλογικό κατάλογο του Δήμου του έτους 1853. Να σημειώσουμε επίσης και την αναφορά την οποία υπέβαλλαν προς τον Νομάρχη Αργολιδοκορινθίας 60 κάτοικοι της Ερμιόνης στις 11 Σεπτεμβρίου 1861. Παρακινούμενοι από τον πολιτικό αντίπαλο του Δημάρχου, Ιωάννη Γ. Οικονόμου, διαμαρτυρήθηκαν προς τον Νομάρχη, γιατί ο Δήμαρχος Δημ. Νικολάου δεν είχε προχωρήσει, ενώ είχαν παρέλθει τρία χρόνια περίπου, στην «εκκρεμή δημοτικήν εκλογήν», όπως είχε διαταχθεί.

Στην οικογενειακή του ζωή ο Δημήτριος Νικ. Νικολάου και η γυναίκα του Θεοδώρα, το γένος Μήτσα, είχαν τέσσερα αγόρια (πολύ πιθανόν να είχαν και κορίτσια), τους Νικόλαο, Ιωάννη, Γεώργιο και Σταμάτη.

Τέλος, να αναφέρουμε ότι ο Δημήτριος Νικ. Νικολάου είναι γραμμένος στους βουλευτικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης του έτους 1867, με α/α 168, ετών 51, υπάλληλος (τελωνοσταθμάρχης), ενώ στους ίδιους καταλόγους του έτους 1876 είναι εγγεγραμμένος με α/α 188. Απεβίωσε στα μέσα της 10/ετίας του 1880.

Αν για τις προηγούμενες πληροφορίες της οικογένειας στηριχτήκαμε σε γραπτές μαρτυρίες που διασώθηκαν, τα καινούργια στοιχεία που θα αναφέρουμε στη συνέχεια στηρίζονται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στις προφορικές διηγήσεις μέλους της οικογένειας και σε προσωπικά βιώματα.

 

Νικόλαος Δημ. Νικολάου

  

Πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Νικ. Νικολάου γεννήθηκε στην Ερμιόνη περί το 1842. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων της πόλης και είναι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του έτους 1866 με α/α 376, ετών 25 και επάγγελμα μυλωνάς, ενώ στους αντίστοιχους καταλόγους του 1877 έχει α/α 417, ετών 35 και επάγγελμα οινοπώλης. Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστηρίζαμε πως ο Νικόλαος Δημ. Νικολάου ήταν από τους πλουσιότερους Ερμιονίτες εκείνων των χρόνων. Το αρχοντικό που κατασκεύασε και κατοικούσε ήταν το ένα από τα δύο μεγαλόπρεπα και περιώνυμα σπίτια του τόπου στα μέσα του 19ου αιώνα. [1] Σώζεται μέχρι σήμερα, ερειπωμένο, περιμένοντας την «καλή του τύχη»…

Το συναντάς καθώς ανεβαίνεις από το Λιμάνι, στα αριστερά, στην προτελευταία ανηφόρα πριν βγεις στον Ταξιάρχη. Εκείνο που ιδιαίτερα εντυπωσιάζει είναι τα μεγάλα δοκάρια που στηρίζουν τον σκελετό και χωρίζουν τα πατώματα που ήσαν κατασκευασμένα από το πανάκριβο, τροπικό ξύλο τικ. Τα δωμάτια ήταν μεγάλα και ευρύχωρα με υπέροχη θέα τα Μαντράκια. Στο ισόγειο τεράστια αίθουσα καφενείο/ταβέρνα και στο βαθύ πελώριο υπόγειο, όπως αναφέρει ο δάσκαλος Μιχαήλ Παπαβασιλείου, υπήρχε διπλή στίβα βαρελιών γεμάτα με διαλεχτό κρασί. Στην κουζίνα βρισκόταν η στέρνα του σπιτιού σκεπασμένη με καπάκι πελεκητό, γι’ αυτό και το νερό που μάζευε από τα κεραμίδια και τη μεγάλη ταράτσα ήταν πάντα δροσερό. Την καθαριότητά του «φρόντιζαν» δύο μεγάλα χέλια, που εξαφάνιζαν τους βλαβερούς μικροοργανισμούς. Το αρχοντικό Νικολάου ήταν το μοναδικό σπίτι που διέθετε εσωτερική τουαλέτα!

Ο Νικόλαος Δημ. Νικολάου, ως πλούσιος Ερμιονίτης, λέγεται πως ήταν ο μόνιμος χρηματοδότης των σφουγγαράδων της Ερμιόνης στα ταξίδια τους στην Μπαρμπαριά.[2]

Στην οικογενειακή του ζωή ήταν παντρεμένος με την Αδαμαντία Γερτρούδη, αυστριακής καταγωγής. Ίσως έτσι δικαιολογούνταν και τα βαριά βιεννέζικα έπιπλα του σπιτιού με το επιβλητικό μεγάλο ρολόι! Απόκτησαν πέντε παιδιά, τρία αγόρια (Δημήτριος, Βασίλειος, Ιωάννης – Γιάγκος) και δύο κορίτσια (Ευαγγελία και Δέσποινα). Όταν η γυναίκα του πέθανε ξαναπαντρεύτηκε. Όπως πληροφορηθήκαμε, η δεύτερη γυναίκα του, της οποίας δεν θυμούνταν το όνομα, ήταν το γένος Παπαβασιλείου.

Λέγεται πως ο Νικόλαος Δημητρ. Νικολάου πέθανε από καρδιακή προσβολή γιορτάζοντας τα επινίκια μιας εκλογικής νίκης στην Ερμιόνη, στην προσπάθειά του να πηδήσει σε ώρα ευθυμίας επάνω από το στρωμένο τραπέζι!

 

Δημήτριος Νικ. Νικολάου

Δημήτριος Νικ. Νικολάου

 

 Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Νικολάου Δημ. Νικολάου, παντρεμένος με τη Βασιλική Μεντόγιαννη. Απόκτησαν τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια (Νικόλαο και Χρήστο) και δύο κορίτσια (Αδαμαντία και Ιουλία). Ο Δημήτριος Νικ. Νικολάου ήταν ο Έλληνας Γενικός Διευθυντής της Εταιρείας Ηλεκτρισμού Αθηνών-Πειραιά. Από τα παιδιά τους ο Νικόλαος ήταν Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών και ο Χρήστος Διευθυντής της Ηλεκτρικής Εταιρείας αλλά και σπουδαίος βαθύφωνος. Η Αδαμαντία απεβίωσε στην Κατοχή, ενώ ήταν μαθήτρια και η Ιουλία, σύζυγος Αναστασίου Μεντόγιαννη, βρίσκεται στη ζωή με δύο παιδιά, τον Μιχάλη και την Παναγιώτα (Μπέσυ).

 

Βασίλειος Νικ. Νικολάου

 

Κλειώ – Αδαμαντία Νικολάου

Γεννήθηκε στην Ερμιόνη το 1884 και φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο του τόπου. Παντρεμένος με την Ελένη Βακαλοπούλου; ανιψιά του Κρανιδιώτη τραπεζίτη Γεωργίου Στρίγκου. Ο Βασίλειος Νικ. Νικολάου ήταν εργοστασιάρχης, συνεταίρος με τον Γ. Πετζετάκη του εργοστασίου «ΒΟΥΛΚΑΝΙΑ», που κατασκεύαζε ελαστικά είδη.

Κόρη τους ήταν η Κλειώ – Αδαμαντία Νικολάου, ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και σύζυγος του καθηγητή του Α.Π.Θ. και ακαδημαϊκού Μανούσου Μανούσακα.

Ο Βασίλειος Νικ. Νικολάου, δισέγγονος του καπετάν Γιάννη Μήτσα, παραβρέθηκε στις εορταστικές εκδηλώσεις της 100/ετηρίδας στην Ερμιόνη. Απεβίωσε το 1960.

 

Ιωάννης (Γιάγκος) Νικ. Νικολάου

 

Τον «κυρ» Γιάγκο τον γνώρισα ως επίτροπο στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών. Ανύπαντρος, ήταν αυτός που έμενε στο σπίτι που περιγράψαμε. Καταγινόταν με τα κτήματα και είχε ωραιότατο περιβόλι με οπωροφόρα δέντρα.

 

Ευαγγελία Νικ. Νικολάου

 

 Πέθανε πολύ νέα.

 

Δέσποινα Νικ. Νικολάου

 

Ήταν «η όμορφη της οικογένειας», όπως μας αποκάλυψε απόγονός της. Η Δέσποινα ήρθε σε γάμο με τον Κυριάκο Ηρ. Μάλλωση, αδελφό του βουλευτή Γιάννη Ηρ. Μάλλωση, ο οποίος πέθανε πολύ νέος. Ως μικρότερα αδέλφια του Νικολάου Δημ. Νικολάου αναφέρονται στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Ερμιόνης έτους 1907 με τα εξής στοιχεία οι:

 

Ιωάννης Δημ. Νικολάου

 

Έφερε το ένδοξο όνομα του παππού του, του καπετάν Γιάννη Μήτσα. Είναι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης του έτους 1867 με α/α 251, ετών 25 και επάγγελμα ιδιώτης. Στους αντίστοιχους καταλόγους τους έτους 1876, είχε α/α 277 ετών 33, ενώ στους καταλόγους του έτους 1907 έχει α/α 285, Α.Μ. 263, ετών 62 και επάγγελμα υπάλληλος. Τον αποκαλούσαν «Στρατηγό» και διετέλεσε Δήμαρχος Ερμιόνης τα έτη 1879, 1881 και 1883. Την υπογραφή του τις παραπάνω χρονολογίες συναντήσαμε σε έγγραφα που αφορούσαν την εκπαίδευση στην Ερμιόνη. Κατά μία πληροφορία ήταν Δήμαρχος και το 1895, χωρίς, ωστόσο, να επιβεβαιώνεται.

 

Γεώργιος Δημ. Νικολάου

 

Φέρεται εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης του έτους 1876, με α/α 177, ετών 24, ναύτης, ενώ στους αντιστοίχους καταλόγους του έτους 1907, έχει α/α 283, Α.Μ. 360, ετών 57, επάγγελμα ναυτικός. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και απέκτησε τρεις γιους: Τον Δημήτριο, τον Ιωάννη και τον Διονύσιο, δισέγγονα του καπετάν Γιάννη Μήτσα. Ο Δημήτριος, γεννήθηκε στην Ερμιόνη το 1887 και φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο του τόπου το σχολικό έτος 1898 – 1899. Παραβρέθηκε στις εορτές της 100/ετηρίδας στην Ερμιόνη. Διετέλεσε Γενικός Επιθεωρητής Ταχυδρομείων. Ο Ιωάννης τραυματίστηκε στο Μπιζάνι και έχασε το ένα του μάτι, ενώ ο Διονύσιος υπηρέτησε ως δικαστικός γραμματέας στο Πρωτοδικείο Αθηνών.

 

Σταμάτιος Δημ. Νικολάου

 

Είναι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του Δήμου Ερμιόνης του έτους 1876, με α/α 499, ετών 28, επάγγελμα μυλωνάς, ενώ στους αντίστοιχους καταλόγους του έτους 1907, έχει α/α 300, Α.Μ. 455, ετών 56, ιδιώτης.

 

Υποσημειώσεις


[1] Το δεύτερο αρχοντικό ανήκε στον Ιωάννη Γ. Οικονόμου.

[2] Το αρχοντικό της οικογένειας Νικολάου επισκεπτόμαστε με τον δάσκαλό μας, όταν ήθελε να μας δείξει πώς είναι τα τρίπατα σπίτια.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

 

Πρόσωπα και γεγονότα στην Εθνανάσταση του 1821 στον Κάτω Ναχαγιέ (Ερμιονίδα)  Τεύχος  Β’ – Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου, Αθήνα 2021.

* Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Μπέσσυ Μεντογιάννη και τον κύριο Μιχάλη Μεντόγιαννη, υπάλληλο του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, για την προθυμία και την καλοσύνη με την οποία δέχθηκαν να δώσουν πληροφορίες για την οικογένεια Νικολάου της οποίας είναι απόγονοι.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Το «Καποδιστριακό» Σχολείο Αρρένων Ερμιόνης

$
0
0

Το «Καποδιστριακό» Σχολείο Αρρένων Ερμιόνης


 

Ένα από τα σπουδαιότερα ζητήματα της απρόσκοπτης λειτουργίας της εκπαίδευσης κατά την καποδιστριακή περίοδο ήταν και η αντιμετώπιση των στεγαστικών αναγκών, που πολλές φορές αποτελούσαν τροχοπέδη στη σύσταση και λειτουργία των αλληλοδιδακτικών σχολείων.

Στην επαρχία του Κάτω Ναχαγιέ (Ερμιονίδα) οι δημογέροντες και πρόκριτοι των τριών δήμων Κρανιδίου, Διδύμου και Ερμιόνης, υπέβαλαν εγγράφως το σχετικό με τη στέγαση των σχολείων αίτημα στον «Γραμματέα των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως», Νικόλαο Χρυσόγελο. Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός πως αρκετοί κάτοικοι και των τριών δήμων στήριζαν την προσπάθεια αυτή με ποικίλους τρόπους.

Στο Κρανίδι οι εργασίες οικοδόμησης νέου διδακτηρίου για τη στέγαση της «Αλληλοδιδακτικής Σχολής» ξεκίνησαν κατά το διάστημα Αυγούστου – Οκτωβρίου 1829 και ολοκληρώθηκαν στις αρχές Φεβρουαρίου 1830, ενώ εκκρεμούσε η διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου.[1] Έτσι ένα νέο διδακτήριο δημιουργήθηκε στο Κρανίδι που αριθμούσε τότε τέσσερις χιλιάδες οκτακόσιους δεκατρείς (4.813) κατοίκους με οκτακόσιες εξήντα τρεις (863) οικογένειες.

Στο Δίδυμο για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών της Ελληνοαλληλοδιδακτικής Σχολής εκδήλωσε ενδιαφέρον η τοπική δημογεροντία. Με έγγραφό της τον Οκτώβριο του 1829 ζητούσε από τον Έκτακτο Επίτροπο Αργολίδας Κωνσταντίνο Ράδο να παραχωρηθεί για τον σκοπό αυτό «το ευρισκόμενον εις το χωρίον… οσπίτιον εθνικόν ως απερριμένον και παρ’ ουδενός περιποιούμενον κινδυνεύει μετ’ ολίγον να εξοντωθεί». Μέχρι τότε χρησίμευε ως αποθήκη για τη συγκέντρωση των καρπών από τους ενοικιαστές αυτού.[2]

Με το υπ’ αριθμ. 3744/25 Οκτωβρίου 1829 έγγραφο του Έκτακτου Επιτρόπου προς την κυβέρνηση για την παραχώρηση της οικίας, ο Κυβερνήτης παραχώρησε το εθνικό οίκημα που ζητήθηκε «κείμενον εν τω χωρίω άνευ τινός χρήσεως δια να χρησιμεύσει ως σχολείον ελληνοαλληλοδιδακτικόν προς εκπαίδευσιν των τέκνων των», όπως ανέφερε ο επίτροπος.[3]

Κοκκώνης Π. Ιωάννης (1795 Καστρί Κυνουρίας -1864). Το 1836 διορίστηκε διευθυντής του Διδασκαλείου και επιθεωρητής των διδακτικών ιδρυμάτων της Πελοποννήσου.

Αργότερα, τον Οκτώβριο του 1830, ο Γενικός Επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων Πελοποννήσου Ιωάννης Κοκκώνης ανέφερε στην έκθεσή του ότι το οίκημα αυτό, «είναι αρκετόν εις τους εντοπίους μαθητάς»,[4] καθώς παρά το μικρό μέγεθος είχε χωρητικότητα πενήντα (50) μαθητών.

Στην Ερμιόνη τη στέγαση της Αλληλοδιδακτικής Σχολής ανέλαβε, μετά από πρόταση των εφόρων, η τοπική δημογεροντία που με το υπ’ αριθμ. 40/19 Δεκεμβρίου 1829 έγγραφό της γνωστοποίησε προς τον Κυβερνήτη της Ελλάδας ότι «εν τη κωμοπόλει ταύτη ευρίσκεται εν οίκημα του Οθωμανού Αλή Μπαρδουνιώτη[5] και είναι εις κατάστασιν να χρησιμεύση εις την υπηρεσίαν αυτήν, αν η Αυτού Εξοχότης ευαρεστηθή και διατάξη δια του ανήκοντος να μας δοθή».

Οι Δημογέροντες

Λογοθέτης Ράδος

Α. Μπουκουβάλας

Μάλιστα, συνοδευτικά με το έγγραφο υπήρχε και κατάσταση τριάντα οκτώ (38) πολιτών της Ερμιόνης που «κατέβαλεν έκαστος κατά την δύναμίν του» τον οβολό του. Έτσι, συγκεντρώθηκαν αρχικά, χίλια οκτακόσια τριάντα πέντε (1.835) γρόσια. Την προθυμία των κατοίκων της Ερμιόνης «να ανεγείρωσιν εν τη εαυτών» σχολή τόνιζε με την υπ’ αριθμ. 4306/21 Δεκεμβρίου 1829 αναφορά του ο έκτακτος Επίτροπος Αργολίδας Κωνσταντίνος Ράδος «Προς την επί της Παιδείας και των Εκκλησιαστικών Γραμματείαν της Κυβερνήσεως».

Είκοσι πέντε ημέρες αργότερα η Δημογεροντία της Ερμιόνης με το υπ’ αριθμ. 55/13 Ιανουαρίου έγγραφό της και αφού προηγουμένως ενημερώθηκε με το υπ’ αριθμ. 4432 έγγραφο του επιτρόπου, ευχαριστεί την Αυτού Εξοχότητα, τον Κυβερνήτη, ο οποίος «εδέχθη ευαρέστως την αίτησιν και παραχωρεί χάριν της νεολαίας μας το εθνικόν οσπίτιον του Αλή Μπαρδουνιώτη δια να μας χρησιμεύση ως σχολείον Αλληλοδιδακτικόν».[6]

 

Το «Καποδιστριακό» Σχολείο Αρρένων Ερμιόνης. Το Καποδιστριακό Σχολείο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν το σπίτι του Αλή Μπουρδουνιώτη. Στα χρόνια του Καποδίστρια και συγκεκριμένα το 1831 μετατράπηκε σε σχολικό κτίριο με προσφορές των κατοίκων της Ερμιόνης. Στέγασε για πάνω από 100 χρόνια το δημοτικό σχολείο της πόλης μας.

 

Για άγνωστους λόγους η οικία αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε άμεσα ως σχολείο, αλλά, καθώς φαίνεται, κατεδαφίστηκε και στη θέση της ξεκίνησε η ανέγερση του διδακτηρίου «εκ θεμελίων».[7]

Αξιοπρόσεχτες είναι οι παρακάτω μαρτυρίες για την πορεία των εργασιών της Σχολής.

Με το υπ’ αριθμ.1152/2 Ιουλίου 1830 έγγραφό του προς τον Διοικητή Ναυπλίας ο προσωρινός Αστυνόμος Κρανιδίου Γεώργιος Κλήρης, αναφέρει:

«Τρίτον κατάστημα διδακτικόν ανεκτίσθη και εις Ερμιόνην, αλλ’ είναι ακόμη ασκεπές και ατελείωτον. Η κατασκευή και το κτίσιμον του αυτού καταστήματος είναι από τα χρήματα εθνικής τινος οικίας, όπου η Σ. Κυβέρνησις εις τούτους εδωρήσατο ή δε τελείωσίς του θέλει γίνει από ετοίμους συναθροίσεις συνεισφορών των ιδίων πολιτών και λοιπόν και από (δυσανάγνωστες λέξεις) συνεισφοράς της Μονής Αναργύρων….».[8]

Έξι μήνες αργότερα, στην υπ’ αριθμ. 14/30 Δεκεμβρίου 1830 έκθεση «Περί σχολείων Ναυπλίου, Κρανιδίου, Διδύμου Ερμιόνης…» του επιθεωρητή «των κατά την Πελοπόννησον διδακτικών καταστημάτων», Ιωάννη Π. Κοκκώνη, αναφέρεται ότι:

«Η εν Ερμιόνη σχολή χτίζεται έτι. Εμπορεί να είναι χωρητικότητος διακοσίων πενήντα (250) μαθητών. Το κτίριον γίνεται καλόν∙ μόλις άρχισαν να το στεγάσωσι τώρα και Κύριος οίδε πότε θέλει τελειώσει, διότι ο παρά της Κυβερνήσεως δοθείς πόρος ετελείωσεν. Οι κάτοικοι κατεγράφησαν εις συνδρομήν χιλίων εννιακοσίων (1.900) γροσίων, εκ των οποίων εσυνάχθησαν μόλις εκατόν πενήντα (150) και τα λοιπά δεν είναι ελπίς να συναχθώσιν γλήγορα, επειδή είς έτι εκ των διορισθέντων επιτρόπων εις την οικοδομήν, όστις είναι και Δημογέρων, φαίνεται ότι αντικόπτει την σύναξιν∙ δεν εξεύρω δια τίνα τέλη του ίδια. Η Κυβέρνησις νομίζω πρέπει να ταχύνη το έργον, προστάζουσα  ολίγον σφοδρώς τους επιστατούντας να φροντίσωσι την σύναξιν της συνδρομής, διότι κινδυνεύουν να ματαιωθώσι και τα όσα έδωσαν βοηθήματα, και να αποτελειώσωσι το κτίριον».[9]

Τέλος, στο υπ’ αριθμ. 410/α Ιουλίου 1832 έγγραφό του προς «Την επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως», ο διοικητικός τοποτηρητής του Κάτω Ναχαγιέ (Ερμιονίδας), Λογοθέτης Ζέρβας, καμία αναφορά δεν κάνει για την εξέλιξη των εργασιών του διδακτηρίου στην Ερμιόνη.[10]

Από τα ανωτέρω προκύπτει το συμπέρασμα ότι μέχρι τα μέσα του 1831 προχωρούσαν αρκετά οι εργασίες για την ανοικοδόμηση του διδακτηρίου της Καποδιστριακής Σχολής Ερμιόνης, χωρίς, ωστόσο, να ολοκληρωθούν. Η δολοφονία του Καποδίστρια το ίδιο έτος και οι τραγικοί χρόνοι που ακολούθησαν, βύθισαν τη χώρα σε μαρασμό και ασφαλώς δεν ευνόησαν την αποπεράτωση των εργασιών της Σχολής.

Έτσι φαίνεται να ξεκίνησαν εκ νέου στις αρχές του 1839, ίσως και λίγο ενωρίτερα, οπότε ετοιμάστηκε το διδακτήριο και το Σχολείο λειτούργησε, όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα, τον Οκτώβριο του 1839. Ονομάστηκε δε «Καποδιστριακό», επειδή οι ενέργειες σύστασης του Σχολείου αλλά και οι αρχικές οικοδομικές εργασίες έγιναν κατά τους χρόνους της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ο πρώτος δημοδιδάσκαλος που τοποθετήθηκε στο Σχολείο ήταν ο Ιωάννης Σακόρραφος και το έτος 1842 ήσαν εγγεγραμμένοι δεκαπέντε (15) μαθητές.

Ήδη από το 1828 το πρόβλημα των σχολικών κτηρίων τίθεται σε όλες του τις διαστάσεις και εξετάζονται ζητήματα όπως η καταλληλόλητα, η χωροθέτηση, το σχήμα και το μέγεθος των κτηρίων που θα συμβάλλουν στην αποδοτικότητα του εκπαιδευτικού έργου, με κέντρο την αλληλοδιδακτική μέθοδο διδασκαλίας.

Το Καποδιστριακό Σχολείο Ερμιόνης θεμελιώθηκε επάνω στο αρχαίο τείχος της πόλης και ακολουθώντας τις προδιαγραφές των διδακτηρίων των αρχών του 19ου αιώνα αποτελείται από μια ορθογώνια αίθουσα μεγάλων σχετικά διαστάσεων. Είναι λιθόκτιστο, ισόγειο (χαμόγειο) με ξύλινη επικλινή στέγη καλυπτόμενη με κεραμοσκεπή και ξύλινη ψευδοροφή.

Το κτήριο είναι ελεύθερο με εξαίρεση τη Β.Α. γωνία που συνδέεται με τη σημερινή βιβλιοθήκη (κτήριο παλαιάς Κοινότητας). Οι τρεις πλευρές του κτηρίου είναι επιχρισμένες με το κλασικό λεπτό κονίαμα της περιοχής, ενώ η βόρεια πλευρά, ανεπίχριστη, μεγαλόπρεπη και επιβλητική ορθώνεται επάνω στο αρχαίο τείχος.[11]

Η είσοδος του κτηρίου, που μοιάζει με αυτές των σπιτιών, βρίσκεται στη νότια πλευρά, επάνω στον δρόμο. Έχει ύψος 2,50 μ. και εσωτερικά 2,60 λόγω της μικρής, αψιδωτής οροφής, πλάτος 1,60 μ. και βάθος 0,50 μ. Οι εξωτερικές διαστάσεις είναι 15,80 μ. χ 7,80 μ. σε συνδυασμό με το πλάτος της εξωτερικής λιθοδομής που είναι 0,70 μ. Οι εσωτερικές διαστάσεις του κτηρίου είναι 14,40 μ. χ 6,40 μ. με καθαρό εμβαδόν 92,16 τ.μ.[12]

Στην εξωτερική λιθοδομή, σε ύψος 1,35 μ. από το ξύλινο δάπεδο, υπάρχουν επτά όμοια ξύλινα δίφυλλα παράθυρα ύψους 1,70 μ. και πλάτους 1,00 μ. με ξύλινο ενσωματωμένο πρέκι. Τα τρία εξ αυτών στον δυτικό τοίχο και τα δύο στον βορινό βρίσκονται σε πλήρη συμμετρική διάταξη. Στον ανατολικό τοίχο (προς την αυλή) τα δύο παράθυρα είναι σε αντιστοιχία (αντικριστά) εκείνων του δυτικού τοίχου.[13]

Προχωρώντας στο εσωτερικό του διδακτηρίου ας κάνουμε εικόνα, με τα μάτια της φαντασίας, όσα η σχετική βιβλιογραφία αναφέρει.

Δεξιά, δίπλα από την πόρτα της εισόδου, βρίσκεται το βάθρο, η έδρα του διδασκάλου. Λιτή και υπερυψωμένη, για να τονίζεται η υπεροχή του και η εξουσία που ασκεί στους μαθητές. Από τη θέση αυτή εποπτεύει τους μαθητές μέσα στην τάξη, χωρίς να μετακινείται, αλλά και την ευταξία τους κατά την είσοδο και την έξοδο από την αίθουσα. Κρατώντας μια μεγάλη ξύλινη ράβδο εστιάζει την προσοχή τους στις λέξεις, τα γράμματα και τους αριθμούς του μαυροπίνακα, που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά, και βέβαια τιμωρεί εκείνους που …αδιαφορούν για τη μάθηση.

Οι μαθητές με ρούχα φτωχικά, με κυρίαρχο το γκρι μουντό χρώμα, είναι καθισμένοι ανά δωδεκάδες σε μεγάλα θρανία, «εκ ξύλου δρυός», τοποθετημένα κατά μήκος της αίθουσας. Αργότερα χρησιμοποιούσαν και σκαμνιά, φερμένα από το σπίτι τους. Μπροστά τους είχαν τα «αβάκια», πλάκες από σχιστόλιθο, που έγραφαν με πλακοκονδύλι, ενώ για να σβήνουν μεταχειρίζονταν το «σπόγγο» που κρεμόταν από τον …λαιμό τους!

Κατά μήκος των τοίχων της αίθουσας βρίσκονται τα ημικύκλια, σχεδιασμένα στο πάτωμα ή κατασκευασμένα από ξύλο ή από σίδερο. Είναι το πιο χρήσιμο από τα λιγοστά εποπτικά όργανα του σχολείου, καθώς καθορίζουν την θέση που πρέπει να πάρει κάθε ομάδα μαθητών κατά τη διάρκεια του μαθήματος της Ανάγνωσης, της Γραμματικής και της Αριθμητικής.

Σπάνια φωτογραφία του Κώστα Σατραβέλα, που μας διέθεσε, στην οποία εικονίζεται στη μαρμαροκολώνα της «πρωτολιάς», που σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχει.

Στη μέση των ημικυκλίων στέκονται οι «μαθητοδιδάσκαλοι», οι πρωτόσχολοι, σχεδόν κολλητά στον πίνακα. Είναι οι καλύτεροι μαθητές της τάξης που βοηθούν στη μάθηση τους πιο …αδύνατους! Στη δεξιά άκρη κάθε θρανίου βρίσκεται το αναλόγιό του και η πινακίδα των υποδειγμάτων της γραφής. Με χειροκίνητο κουδούνι δίνεται το σύνθημα του διαλειμματος. Περίπου  εκατό (100) παιδιά βγαίνουν από την αίθουσα και ξεχύνονται στη μεγάλη αυλή μπροστά στην είσοδο του Σχολείου: Στην Πλατεία Μπουσουλόντα, που έφερε το όνομα κάποιου πλούσιου γαιοκτήμονα της Ερμιόνης, με τη σπασμένη στη μέση μαρμαροκολώνα,  όπου παίζουν την «πρωτο(ε)λιά….».[14]

Οι μικρότεροι συγκεντρώνονται στη μικρή «αυλή» στην ανατολική πλευρά του Σχολείου. Κάποιοι τρέχουν περιμετρικά της αυλής για να «ξεμουδιάσουν». Με τη λήξη του διαλείμματος περνούν ξανά στην αίθουσα, με τον «διδάσκαλο» να στέκει βλοσυρός στην είσοδο για να «συλλάβει» τους …καθυστερημένους.

Μέχρι το 1848 το διδακτήριο του Καποδιστριακού Σχολείου, με τη φροντίδα της Δημοτικής Αρχής και της Εφορείας τους Σχολείου, διατηρήθηκε σε πολύ καλή κατάσταση, όπως ενημερωθήκαμε από τους σχετικούς πίνακες που διασώθηκαν. Τότε διαπιστώθηκε ότι χρήζει επισκευής που ξεκίνησε άμεσα.

Κατά την 90/ετή (1839-1929) λειτουργία του Σχολείου η Δημοτική/Κοινοτική Αρχή Ερμιόνης αλλά και η Εφορεία του Σχολείου στέκονταν με ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη δίπλα στο Σχολείο και προσπαθούσαν με τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους να «θεραπεύουν» τις φθορές και τις ανάγκες που παρουσιάζονταν. Έτσι στα τέλη της 10/ετίας του 1860, τοποθετηθήκαν δύο μεγάλα κιούπια, δεξιά και αριστερά της εισόδου, «προς υδροποσίαν των μαθητών». Τότε φτιάχτηκε κι ένας πρόχειρος «απώπατος» για τις ανάγκες τους.

Τα δύο πρώτα χρόνια της 10/ετίας του 1890 το Σχολείο προήχθη σε 2/τάξιο και η μεγάλη μακρόστενη αίθουσά του χωρίστηκε στα δύο. Στο μπροστινό μέρος (νότια) στεγάστηκε η Πρώτη και η Δευτέρα ενώ πίσω, στο βορινό, που ήταν το μικρότερο, η Τρίτη και η Τετάρτη, γιατί είχαν λιγότερους μαθητές. Επισημαίνουμε πως ήδη από τις 22 Σεπτεμβρίου 1847 είχε ζητηθεί να τοποθετηθεί στο Σχολείο και δεύτερος δημοδιδάσκαλος λόγω της αύξησης του αριθμού των μαθητών.

Στις αρχές του 20ου αιώνα που το Σχολείο έγινε 3/τάξιο, χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση της Πέμπτης και της Έκτης τάξης ο διπλανός «Στρατώνας».

 

Ο Στρατώνας. Βρίσκεται δίπλα από το Καποδιστριακό και μπροστά από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Ερμιόνης.

 

Στο Σχολείο αυτό έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα και φοίτησαν εξαιρετικές προσωπικότητες της μετέπειτα ζωής της Χώρας, όπως ο Συνταγματάρχης και Βουλευτής Ερμιονίδας Αντώνης Σταμ. Μήτσας, ο Δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Γεωργ. Μερκούρης, ο Υπουργός Οικονομικών Βασίλης Ιωάν. Δεληγιάννης και ο βουλευτής Ερμιονίδας Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης.

Το Καποδιστριακό έπαυσε να λειτουργεί «ως Σχολείο» από το σχολικό έτος 1931-1932, όταν ετοιμάστηκε το «νέο» μικτό Δημοτικό Σχολείο, καθώς με τη νομοθέτηση της συνεκπαίδευσης (1929) φοιτούσαν μαζί αγόρια και κορίτσια.

Από τότε το Καποδιστριακό Σχολείο χρησιμοποιούταν …ποικιλοτρόπως. Στη 10/ετία του 1950, θυμάμαι την αίθουσα να έχει την εικόνα δικαστηρίου και ένα κιτρινωπό ξύλινο κάγκελο να χωρίζει τον χώρο της έδρας των δικαστών από εκείνον του ακροατηρίου. Στο κέντρο του βορινού τοίχου υπήρχε κρεμασμένη και η εικόνα του Χριστού. Δίκες τότε δεν γίνονταν αλλά, όπως μου είχαν πει, εκεί στεγαζόταν, το τοπικό Ειρηνοδικείο, που είχε παύσει πλέον να λειτουργεί. Τα επόμενα χρόνια κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στο ιστορικό Σχολείο της Ερμιόνης με αποτέλεσμα μέρα τη μέρα να λαφυραγωγείται ανελέητα από τον χρόνο, να οδηγείται στην καταστροφή. Μέσα στην απόλυτη σιωπή ανάσαινε βαριά ενώ από στο σώμα του κάθε τόσο νέες πληγές παρουσιάζονταν…

Στο τέλος της 10/ετίας του 1970 με συντονισμένες ενέργειες της Κοινότητας Ερμιόνης και του Ερμιονικού Συνδέσμου το «Καποδιστριακό» χαρακτηρίζεται ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο μαζί με το παλαιό Κοινοτικό Κατάστημα και τον Στρατώνα.

Στο υπ’ αριθμ. 731/26 Αυγούστου 1979 Φ.Ε.Κ. αναφέρεται ότι τα κτήρια αυτά «συνδέονται με την ιστορία της πρώτης περιόδου του ελεύθερου ελληνικού κράτους και παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον∙ είναι χτισμένα πάνω στο αρχαίο τείχος του 4ου π.χ. αιώνα και διασώζουν αξιόλογα μορφολογικά στοιχεία παραδοσιακής αρχιτεκτονικής (το Καποδιστριακό Σχολείο) ή αποτελούν συνδυασμό νεοκλασικής και νησιωτικής αρχιτεκτονικής (το Παλαιό Κοινοτικό κατάστημα και ο Στρατώνας με εντοιχισμένη επιγραφή κατασκευής 1880)».

Την υπ ’αριθμ. Γ/22853/1025 απόφαση υπογράφει στις 19 Ιουνίου 1979 ο τότε Υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών Δημήτριος Νιάνιας.

Ήδη ο Ερμιονικός Σύνδεσμος, καθώς αναφέρεται στο υπ’ αριθμ. 11/5 Μαΐου 1977 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, «εξέταζε τον τρόπο σύνταξης μελέτης επισκευής του κτηρίου και μάλιστα προ της «ολοκληρώσεως της διαδικασίας ανακηρύξεώς του ως διατηρητέου μνημείου».

Ύστερα από συνεχή και εμπεριστατωμένα διαβήματα του Διοικητικού Συμβουλίου του Ερμιονικού Συνδέσμου ο Υπουργός Πολιτισμού με την από 16 Ιουλίου 1979 απόφασή του ενέκρινε την παραχώρηση του «Καποδιστριακού» στον Ερμιονικό Σύνδεσμο, για να επισκευαστεί και να χρησιμοποιηθεί ως Πνευματικό Κέντρο της Ερμιόνης, με τον όρο να διατηρηθεί η παραδοσιακή μορφή του.

Έτσι η Διεύθυνση Πολιτιστικών Κτηρίων του Υπουργείου Πολιτισμού ανταποκρίθηκε σε νέα αίτηση του Ερμιονικού Συνδέσμου και ανέθεσε στην Κα Καριώτου, αρχιτέκτονα της Υπηρεσίας, η οποία ήλθε στην Ερμιόνη, να καταρτίσει τεχνική έκθεση και σχέδια αποκατάστασης του κτηρίου.

Την έκθεση αυτή, ύστερα από σχετική Γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, ενέκρινε στις 17 Ιουλίου 1980 το Υπουργείο Πολιτισμού (Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων).

Η έκθεση δόθηκε στον πολιτικό μηχανικό Αντώνη Σκληρό που «όλως αφιλοκερδώς» συνέταξε τεχνική μελέτη προϋπολογισμού δαπάνης εννιακοσίων μιας χιλιάδων (901.000) δραχμών. Δήλωσε, επίσης, ότι ευχαρίστως αναλαμβάνει το έργο χωρίς καμιά αμοιβή και μάλιστα στην προσπάθεια εξεύρεσης των χρημάτων προσφέρει και εκείνος δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές.

Μετά από αυτές τις εξελίξεις το Δ.Σ. του Ερμιονικού Συνδέσμου εξουσιοδότησε ομόφωνα τον Πρόεδρο της Κοινότητας Απόστολο Σπετσιώτη και τον πολιτικό μηχανικό Αντώνη Σκληρό, από κοινού είτε χωριστά, να ενεργούν τα δέοντα για λογαριασμό του Συνδέσμου προς κάθε αρμόδια υπηρεσία, ώστε να εκδοθούν οι σχετικές άδειες και να ξεκινήσουν οι εργασίες αποκατάστασης του Καποδιστριακού.

Έτσι το Δ.Σ. με τις εισφορές των μελών του Ε.Σ. και με την ενίσχυση του Υπουργείου Οικονομικών συγκέντρωσε το ποσό των διακοσίων εβδομήντα χιλιάδων (270.000) δρχ. και «αμέσως προέβη στην έναρξη των εργασιών και συγκεκριμένα στη στερέωση της τοιχοποιίας και στην ανακεράμωση της στέγης, ενώ ξεκίνησαν οι εργασίες επισκευής των παραθύρων και του πατώματος».[15]

Επειδή όμως τα χρήματα εξαντλήθηκαν, με πρωτοβουλία του αείμνηστου Αντώνη Κατσογιώργη, έγινε μια μεγάλη επιτυχημένη προσπάθεια εξεύρεσης χρημάτων από φίλους του αλλά και μέλη του Συνδέσμου, ενώ ο ίδιος προσέφερε σημαντική οικονομική ενίσχυση για τη συνέχιση του έργου. Επιπλέον ζητήθηκε οικονομική ενίσχυση από το Υπουργείο Πολιτισμού για την ολοκλήρωση των προγραμματισμένων αναγκαίων εργασιών.

Την Τετάρτη 1 Ιουλίου 1981 ανήμερα των Αγίων Αναργύρων στη συνεδρίαση του Δ.Σ. ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Ε.Σ. ανακοινώνουν ότι οι εργασίες επισκευής του «Καποδιστριακού» ολοκληρώθηκαν, ενώ στις 21 Αυγούστου 1981 έγιναν τα εγκαίνια της αναπαλαιωμένης αίθουσας.[16]

Τα επόμενα χρόνια η αίθουσα χρησιμοποιήθηκε ως Πνευματικό Κέντρο της Ερμιόνης, παραχωρήθηκε, όμως, και σε συλλόγους και ομάδες για τις διάφορες δράσεις τους. Για σαράντα (41) χρόνια μέχρι σήμερα (2022) καμιά προσπάθεια δεν έγινε ούτε κανένα ενδιαφέρον εκδηλώθηκε για τη συντήρησή του. Έτσι, αναπόφευκτα, «νίκησε» η φθορά που ο χρόνος και η χρήση έχουν φέρει…

Κι όμως το «Καποδιστριακό» ένα από τα δύο σωζόμενα τέτοιου τύπου διδακτήρια του Νομού Αργολίδας, το άλλο βρίσκεται στο Άργος, κτήριο ανεκτίμητης ιστορικής αξίας, εξακολουθεί να στέκει εκεί αγέρωχο…

Τον Οκτώβριο του 2010, παρουσιάστηκε μελέτη αποκατάστασης του Καποδιστριακού Σχολείου και η επέκταση στους χώρους του της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ερμιόνης «Απόστολος Γκάτσος». Η μελέτη αυτή παραμένει ακόμα ανενεργή, ενώ το «Καποδιστριακό» μέρα τη μέρα παραδίδεται στη λεηλασία του χρόνου και βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην ανυποληψία των κατοίκων, αφού μάλιστα κάποιοι αρμόδιοι το χρησιμοποιούν ενίοτε και ως αποθήκη!

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Γ.Α.Κ. Υπουργείον Θρησκείας, Φακ. 24, Σχολικά, Φεβρουάριος 1830.

[2] Γ.Α.Κ. Υπουργείον Θρησκείας, Φακ. 20, Σχολικά, Οκτώβριος 1829.

[3] Γ.Α.Κ. Υπουργείον Θρησκείας, Φακ. 23, Σχολικά, Νοέμβριος 1829.

[4] Γ.Α.Κ. Υπουργείον Θρησκείας, Φακ. 32, Σχολικά, 10 Οκτωβρίου 1830.

[5] Οι Μπαρδουνιώτες ήσαν σκληροτράχηλοι Μουσουλμάνοι Αρβανίτες που αψηφούσαν την Τούρκικη κυριαρχία. Αλλά και αυτή τη μουσουλμανική θρησκεία την έφεραν στα μέτρα τους. Έτσι ούτε τζαμιά, ούτε ιμάμηδες είχαν ούτε Ραμαζάνια και νηστείες κρατούσαν. Οι Μπαρδουνιώτες από τον 15ον αιώνα κατείχαν την περιοχή της Βαρδωνίας στη Λακωνία, νότια της Προσηλιακής Μάνης, δηλαδή της περιοχής του Γυθείου. Στην πορεία των χρόνων άλλοτε συνεργάζονταν με τους Κλέφτες κατά των Τούρκων και άλλοτε με τους Τούρκους κατά των Ελλήνων.

[6] Γ.Α.Κ. Υπουργείον Θρησκείας, Φακ. 23, Σχολικά, 13 Ιανουαρίου 1830.

[7] Γ.Α.Κ. Υπουργείον Θρησκείας, Φακ. 29, Σχολικά, 2 Ιουλίου 1830.

[8] Γ.Α.Κ. Υπουργείον Θρησκείας, Φακ. 29, Σχολικά, 2 Ιουλίου 1830.

[9] Γ.Α.Κ. Υπουργείον Θρησκείας, Φακ. 34, Σχολικά, 30 Δεκεμβρίου 1830.

[10] Γ.Α.Κ. – Υ.Ε.Δ.Ε. Α΄(1833–1847).

[11] Μ.Ε.Α.Σ. Α.Ε. Π. Πετρακόπουλος – Ε. Διγώνης και συνεργάτες.

[12] Μ.Ε.Α.Σ. Α.Ε. Π. Πετρακόπουλος – Ε. Διγώνης και συνεργάτες.

[13] όπ. π.

[14] Ευχαριστούμε πολύ τον φίλο Κώστα Σατραβέλα για τη σπάνια φωτογραφία που μας διέθεσε, στην οποία εικονίζεται ο ίδιος στη μαρμαροκολώνα της «πρωτολιάς», που σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχει.

[15] Τα παραπάνω αναφέρονται στο από 20 Οκτωβρίου 1980 υπόμνημα του Ερμιονικού Συνδέσμου προς το Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο υπογράφουν ως Πρόεδρος ο αείμνηστος Απόστολος Γκάτσος και ως Γενικός Γραμματέας η Κα Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, με αντιπρόεδρο του Συνδέσμου τον Αντώνη Κατσογιώρη, ταμία, την Ελένη Τράκη και μέλη τους Γαβριήλ Φραγκούλη, Ιωάννη Λαμπρόπουλο και Γεώργιο Νοταρά.

[16] Στην αίθουσα αυτή, στις 7 Ιουλίου 1984, είχα την τιμή να μιλήσω με θέμα «Λάσος ο Ερμιονεύς».

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου, «Σταθμοί στον χρόνο και την ιστορία (Τα τρία παλαιά διδακτήρια της Ερμιόνης)», Αθήνα, 2022.

 

Διαβάστε ακόμη:

 


Το Σύγγρειο Σχολείο Θηλέων Ερμιόνης (Συγγρού)

$
0
0

Το Σύγγρειο Σχολείο Θηλέων Ερμιόνης (Συγγρού)


 

Το σχολείο Θηλέων στα τέλη του 19ου αιώνα και τα πρώτα χρόνια της νέας 10ετίας του 20ου αιώνα στεγαζόταν, καθώς φαίνεται, σε δημοτικό κτήριο που βρισκόταν στην ίδια θέση όπου στη συνέχεια οικοδομήθηκε το Σχολείο του Συγγρού για να στεγαστεί εκεί, από το έτος 1904, το Δημοτικό Σχολείο Θηλέων Ερμιόνης.

Η απόφαση της κατασκευής του πάρθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1900 από το Εποπτικό Συμβούλιο του Νομού Αργολίδας, το οποίο στην 37η πράξη του §2 αναφέρει προς τον Υπουργό επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως να ενεργήσουν για την κατασκευή διδακτηρίου στην Ερμιόνη γιατί «το υπάρχον δημοτικόν διδακτήριον του Σχολείου Θηλέων όπερ κείται εν θέσει καταληφθησομένη υπό του νέου διδακτηρίου, δεν δύναται να μετασκευασθή ούτως ώστε να επαρκέση εις τας ανάγκας του 2/ταξίου Σχολείου Θηλέων».[1]

Μετά την έκδοση δύο υπουργικών αποφάσεων για τη διενέργεια των μειοδοτικών δημοπρασιών που δημοσιεύτηκαν η πρώτη (υπ’ αρ. 19605/24-10-1900) στο Φ.Ε.Κ. 331/28 Οκτωβρίου 1900 και κατέστη άγονη, η δε δεύτερη (υπ’ αρ. 23373/4-12-1900) στο Φ.Ε.Κ. 385/8 Δεκεμβρίου 1900 επί υπουργίας Σ. Στάη. Τα κείμενα και των δύο δημοπρασιών είναι ακριβώς τα ίδια και αποτελούνται από 6 άρθρα. Η δεύτερη δημοπρασία, όπως και η πρώτη, «διενεργήθη» στο Ναύπλιο από 12-14 Ιανουαρίου. Την άνοιξη του ίδιου έτους ξεκίνησαν οι εργασίες οικοδόμησης του διδακτηρίου σύμφωνα με τα σχέδια του Δημητρίου Καλλία (1859-1939) μηχανικού του Υπουργείου των Εσωτερικών.

 

Σχολείο Θηλέων Ερμιόνης. Σήμερα στο σχολείο στεγάζεται το Πνευματικό Κέντρο Ερμιόνης.

 

Ο Δημ. Καλλίας με καταγωγή από τη Χαλκίδα μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή των Τεχνών, όπως ονομαζόταν τότε το σημερινό Πολυτεχνείο, ως πολιτικός μηχανικός συνέχισε τις σπουδές του στη Γάνδη του Βελγίου και επηρεασμένος από το γερμανικό νεοκλασικισμό σχεδίασε τέσσερις (4) τύπους διδακτηρίων (Τ/Α΄6/τάξιο, Τ/Β΄4/τάξιο, Τ/Γ΄2/τάξιο, Τ/Δ΄ μονοτάξιο) ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών.

 

Αντίγραφο του πρωτότυπου τυπικού μονοθέσιου Β’ τύπου (κάτω δεξιά υπογραφή Καλλία).

 

Το Σχολείο «Συγγρού» της Ερμιόνης ήταν τύπου Γ΄2/τάξιο με προϋπολογισμό δαπάνης του έργου δεκαεννέα χιλιάδες (19.000) δραχμές. Τα χρήματα θα πληρώνονταν από τη διαθήκη του Ανδρέα Συγγρού και τα εκπαιδευτικά τέλη, όπως ο νόμος όριζε. Το κτήριο, αν και δεν αναφέρεται πουθενά η ημερομηνία αποπεράτωσής του, φαίνεται, να τελείωσε στις αρχές του 1904.

Έτσι την ίδια σχολική χρονιά στεγάστηκε σ’ αυτό το Δημοτικό Σχολείο Θηλέων μέχρι το 1929, οπότε και νομοθετήθηκε η συνεκπαίδευση των δύο φύλων.

Η θέση του μοναδική σ’ ένα από τα ωραιότερα σημεία της ήσυχης πόλης. Με ανατολικό προσανατολισμό που άφηνε τη ματιά να ανταμώνει τα νερά του Ερμιονικού κόλπου και να «αρμενίζει» στον απέραντο θαλασσινό ορίζοντα που ξανοιγόταν μπροστά της. Εκείνη η προκλητική θέα ήταν που έκανε τη σκέψη των παιδιών να πετά και να αναδεύει μυθολογικές διηγήσεις και ταξίδια κοντινά ή μακρινά που έφταναν ίσαμε την Μπαρμπαριά θαλασσοδαρμένων ναυτικών της Ερμιόνης που μπορεί να ήσαν γονείς, συγγενείς ή φίλοι τους.

Η αρχιτεκτονική του μορφή νεοκλασική, σε έντονη αντίθεση με το περιβάλλον πρόβαλε κυρίως με την μπροστινή του όψη σαν «μικρό Πανεπιστήμιο». Άλλωστε καθώς μας πληροφορούν οι ειδικοί όλα τα Σχολεία τύπου Καλλία (Συγγρού) ήσαν αποτύπωμα του ίδιου προτύπου που παρέπεμπε, ανάλογα του τύπου του, λιγότερο ή περισσότερο στο κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το διδακτήριο ισόγειο, επίμηκες, υπερυψωμένο, επιβλητικό, αγέρωχο, μεγαλειώδες. Ελεύθερο από τις τρεις πλευρές του βόρεια, δυτικά και ανατολικά με την πέτρινη σκάλα και έξι σκαλοπάτια σε σχήμα Π. Μεγαλύτερο το πρώτο καθώς την ανεβαίνουμε και μικρότερο το τελευταίο σε οδηγούν στη μεγάλη δίφυλλη πόρτα της εισόδου. Αυτή είναι στολισμένη με δύο παραστάδες (τετράγωνος κολόνες), μια σε κάθε πλευρά που φέρουν κορινθιακά κιονόκρανα, ενώ πάνω από την πόρτα βρίσκεται τριγωνικό αέτωμα με τρία ακροκέραμα, ανθέμια εννέα φύλλων με το μεσαίο φύλλο της κορυφής μεγαλύτερο των άλλων.

Τα παράθυρα μεγάλα, στενόμακρα, ξύλινα, τέσσερα δεξιά και τέσσερα αριστερά με κορνίζες ανάμεσα, προβάλλουν το αισθητικό αποτέλεσμα. Παράλληλα βοηθούν τον άπλετο μονόπλευρο φωτισμό των αιθουσών και την εύκολη ανανέωση του αέρα. Ένας διάδρομος στον κεντρικό άξονα της εισόδου χώριζε τις δύο αίθουσες διδασκαλίας, ενώ υπάρχει και τρίτη αίθουσα που προοριζόταν για γραφείο των διδασκαλισσών. Στο εσωτερικό υπάρχουν δύο πόρτες εξόδου των μαθητών για διάλειμμα στην ευρύχωρη αυλή του Σχολείου, που βρισκόταν στο δυτικό μέρος.

Η στέγη του διδακτηρίου δικλινής, με εντυπωσιακή κορυφογραμμή, κεραμοσκεπής. Έξι ακροκέραμα, λιτά, ανθέμια των εννέα και έντεκα φύλλων, ανομοιογενή, ένα σε κάθε γωνιά του κτηρίου και από ένα στις δύο άκρες της κορυφογραμμής σχηματίζουν δύο νοητά τεράστια τρίγωνα βόρεια και νότια. Το διδακτήριο στην αρχική του μορφή είχε και υπόγειο με είσοδο από την αυλή και φεγγίτες στην πρόσοψη.

Ασφαλώς το περιώνυμο Σχολείο του Συγγρού ή Σύγγρειο Σχολείο, όπως συνήθιζε να το ονομάζει ο αείμνηστος πρόεδρος του Ερμιονικού Συνδέσμου Απόστολος Γκάτσος, ήταν το μεγαλοπρεπέστερο και λαμπρότερο από τα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια που οικοδομήθηκαν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα στην πόλη μας. [2]

Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του Σχολείου 1904 – 1905 ήσαν εγγεγραμμένες εκατόν τριάντα πέντε (135) μαθήτριες. Στην Α’ τάξη σαράντα τέσσερις (44), στη Β’ σαράντα (40), στην Γ’ τριάντα τρεις (33) και στην Δ’ δεκαοκτώ (18) ενώ φοίτησαν εκατόν είκοσι επτά (127). Διευθύντρια του Σχολείου ήταν η Μαρία Νικολέττου και δεύτερη δασκάλα η Αικατερίνη Φρούτα από τις Σπέτσες.

 

Μαθήτριες του 3/τάξιου Δημοτικού, περίπου στο 1922, με τις δασκάλες τους Πόπη Ζησιάδου, Μαρία Νικολέτου και Μαρίκα Μπακούρου – Παπαμιχαήλ (από το αρχείο του Ι.Λ.Μ.Ε.).

 

Αργότερα όταν προστέθηκαν οι τάξεις Ε’ και Στ’ και το Σχολείο έγινε 3/τάξιο χρησιμοποιήθηκε ως αίθουσα το γραφείο των διδασκαλισσών, ενώ η τρίτη δασκάλα που διορίστηκε ήταν η Ερμιονίτισσα Χαριτίνη Παπαμιχαήλ-Σταυριανού.

Στις 4 Ιουλίου 1927 ο υπομηχανικός Μαζαράκης με σημείωμά του ενημερώνει ότι το διδακτήριο Θηλέων Ερμιόνης τύπου Καλλία, που ήδη είχε υποβιβαστεί σε 2/τάξιο, «χρήζει των εξής επισκευών»:

  • Επισκευή της στέγης
  • Επισκευή των κουφωμάτων και τοποθέτηση μερικών στηριγμάτων
  • Ελαιοχρωματισμό των κουφωμάτων
  • Υδροχρωματισμό εξωτερικό και εσωτερικό
  • Τοποθέτηση μιας υδρορροής στο υπόστεγο

«Δια τας ως άνω επισκευάς θα δαπανήση η Κοινότης εκ των εσόδων της».

Δύο χρόνια αργότερα, το 1929, με τη θεσμοθέτηση της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων, δημοσιεύτηκε το Π.Δ. συγχώνευσης του 3/ταξίου Δημοτικού Σχολείου Αρρένων με το 2/τάξιο Δημοτικό Σχολείο Θηλέων σ’ ένα 5/τάξιο μικτό Σχολείο, Φ.Ε.Κ. 257/2 Αυγούστου 1929.

Επειδή, ωστόσο, το νέο διδακτήριο που κτιζόταν σε δημοτικό οικόπεδο στην άκρη τότε της πόλης για να στεγαστεί το 5/τάξιο μικτό σχολείο δεν είχε ολοκληρωθεί, χρησιμοποιήθηκαν για τα τρία χρόνια οι αίθουσες των Σχολείων του Συγγρού, του Καποδιστριακού και του Στρατώνα.

Αυτό επαναλήφθηκε και τα επόμενα χρόνια, όταν οι αίθουσες του «νέου» διδακτηρίου δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Τότε πάλι το Σχολείο του Συγγρού χρησιμοποιήθηκε εφεδρικά στεγάζοντας ανά μία τάξη κατ’ έτος.

Το 1931, σύμφωνα με δημοσίευμα του Βασίλη Λιάτζουρα στην εφημερίδα «Ναυπλιακή Ηχώ», στο Σχολείο του Συγγρού στεγάστηκε, για μια τετραετία περίπου, η Ταπητουργική Σχολή, στην οποία εργάζονταν με αμοιβή δέκα πέντε (15) κορίτσια που μάθαιναν ταυτόχρονα και την τέχνη της ύφανσης των ταπήτων. Έτσι η Σχολή «συν τω χρόνω θα αποβή ένας καλός παράγων δια την οικονομικήν ζωήν του τόπου», υποστήριζε ο Βασίλης Λιάτζουρας.

Διευθυντής της Σχολής ήταν ο Βασίλειος Μεταξάς σχεδιαστής, ειδικός στην ταπητουργία, ενώ την εφορευτική επιτροπή της Σχολής αποτελούσαν οι Μιχαήλ Δεληγιάννης, Δημήτριος Παναγιώτου, Γρηγόρης Καραγιάννης και Άγγελος Παπαμιχαήλ.

Με τον διορισμό του δασκάλου μας Μιχαήλ Παπαβασιλείου στην Ερμιόνη και ιδιαίτερα με την ανάληψη της Διεύθυνσης του Δημοτικού Σχολείου κάθε γωνιά του Σύγγρειου αναδεικνύεται και αξιοποιείται προς όφελος των μαθητών και γενικότερα της νεολαίας της Ερμιόνης.

Εδώ, λοιπόν, για μια 20/ετία (1940-1960) στήνεται η «Θεατρική Σκηνή» του Δημοτικού Σχολείου που με το μεράκι, το ταλέντο, τη γνώση, την τέχνη του δασκάλου ανεβαίνουν από τους μικρούς μαθητές αξιόλογες θεατρικές παραστάσεις κυρίως στις εθνικές γιορτές και στη λήξη των μαθημάτων. Οι γιορτές αυτές άφηναν έντονο το αποτύπωμά τους στην κοινωνία της πόλης και είναι αρκετοί αυτοί που μέχρι σήμερα τις θυμούνται και τις νοσταλγούν.[3] Εδώ, στη μεγάλη αυλή του Σχολείου, δημιουργείται ο σχολικός κήπος και παίρνει σάρκα και οστά το όραμα των σχολικών συνεταιρισμών και της συνεργασίας με τα προϊόντα που καλλιεργούσαν οι μαθητές να τα πωλούσαν οι ίδιοι. Με τα χρήματα που κέρδιζαν αγόραζαν εποπτικό υλικό για τις ανάγκες του σχολείου ή τα χρησιμοποιούσαν για την κάλυψη των αναγκών απόρων συμμαθητών τους καθώς και σε εράνους και άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Εδώ παρασκευαζόταν και μοιραζόταν στους μαθητές το πρωινό συσσίτιο που περιλάμβανε το σοκολατούχο γάλα, φτιαγμένο από την κυρά-Τριάδα, το κίτρινο Ολλανδίας και το σταφιδόψωμο ζυμωμένο από τον φούρναρη Παντελή Κομμά.

Εδώ ήταν η έδρα των ερυθροσταυριτών και της ομάδας, των ναυτοπροσκόπων της Ερμιόνης, που ανασύστησε ο δάσκαλος και λάμπρυνε με τη συμμετοχή της τις παρελάσεις καθώς και άλλες εκδηλώσεις κάτω από τους ήχους των τυμπάνων και των σαλπίγγων που «έπαιζαν» οι ναυτοπρόσκοποι.

Οι πολλαπλές δραστηριότητες που γίνονταν εκεί καθώς και η επιβλητική «θωριά» του κτηρίου έκαναν το Σχολείο να φαντάζει τεράστιο στα παιδικά μας μάτια!

Τη 10/ετία του ’50 το Σχολείο νοικιάζεται από τον αείμνηστο Λευτέρη Γ. Γκάτσο και η μεγάλη μονοκόμματη αίθουσα μετατρέπεται σε αίθουσα κινηματογράφου. Είναι ο πρώτος κινηματογράφος που λειτούργησε στην Ερμιόνη με την ονομασία «ΣΙΝΕ ΛΑΣΟΣ» προς τιμή του φημισμένου μουσικού της Ερμιόνης Λάσου του Ερμιονέα, που έζησε την 58η Ολυμπιάδα και χρονολογικά συμπίπτει με το 548 – 545 π.Χ.

Το όνομα του κινηματογράφου που ήταν γραμμένο με μαύρα κεφαλαία γράμματα στην πρόσοψη του κτηρίου το έδωσε ο αείμνηστος Άγγελος Παπαβασιλείου παίρνοντας ως αντάλλαγμα τη δωρεάν παρακολούθηση των κινηματογραφικών ταινιών για έναν μήνα! Τα χρόνια που ακολούθησαν τον κινηματογράφο ανέλαβαν οι Στέφος Αλεξανδρίδης και Γιάννης Σαλαμούρης μετονομάζοντάς τον σε «ΜΟΝ ΣΙΝΕ». Θυμάμαι ορισμένα παιδιά να στέκονται υπομονετικά στην είσοδο του κινηματογράφου περιμένοντας κάποιον γνωστό τους να πληρώσει το εισιτήριο ή να τους βάλει μέσα …«δωρεάν».

Όταν δημιουργήθηκε ο νέος κινηματογράφος, χειμερινός και θερινός του Δημητρίου Πάλλη στο Λιμάνι με το όνομα «ΣΙΝΕ ΠΑΡΙ», το κτήριο του Συγγρού παρέμεινε για είκοσι χρόνια εγκαταλελειμμένο με αποτέλεσμα να το λαφυραγωγήσει ο χρόνος, γιατί όπως λέει και ο λαός «Σπίτι που δεν κατοικείται φεύγει».

Ήδη από τα μέσα της 10/ετίας του 1970 το ιστορικό κτήριο είχε αρχίσει να παρουσιάζει σημαντικές φθορές. Στις 10 Ιουνίου 1976 ο αείμνηστος πρόεδρος του Ερμιονικού Συνδέσμου Απόστολος Γκάτσος, ενημέρωνε το Δ.Σ. ότι το Σχολείο Συγγρού καταρρέει και υπάρχει άμεση ανάγκη αποκατάστασής του.

Πράγματι, το 1978, με τη συμπαράσταση του τοπικού βουλευτή Ιωάννη Κοντοβράκη και με τη χρηματοδότηση του Υπουργείου Παιδείας (Ο.Σ.Κ.) ο Ερμιονικός Σύνδεσμος κατάφερε να διασώσει το ιστορικό κτήριο.

Έναν χρόνο αργότερα με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 555/15 Ιουνίου 1979 το διδακτήριο Συγγρού της Ερμιόνης χαρακτηρίστηκε ως «Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο», όπως έχουν χαρακτηριστεί και όσα σχολεία Συγγρού διασώθηκαν μέχρι σήμερα.

Με το Π.Δ. 530/11 Ιουλίου 1979 που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 163/19 Ιουλίου 1979 ιδρύθηκε το Γυμνάσιο Ερμιόνης, πόθος πολλών δεκαετιών των κατοίκων της πόλης μας και στεγάστηκε στο Σχολείο του Συγγρού.

Τα εγκαίνια έγιναν μέσα σε έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα στις 25 Σεπτεμβρίου 1979. Τον επόμενο χρόνο, πάλι με ενέργειες του Ερμιονικού Συνδέσμου και ιδιαίτερα της κυρίας Άννας Ψαρούδα Μπενάκη, που ήταν τότε Γενική Γραμματέας του Συνδέσμου, προς το Υπουργείο Παιδείας εγκρίθηκαν άλλες διακόσιες πενήντα χιλιάδες δραχμές (250.000 δρχ.) για την επισκευή της πρόσοψης του Σχολείου, ενώ σημαντική ήταν και η προσφορά της τοπικής κοινωνίας για την ολοκλήρωση του έργου με πρωτεργάτη τον Σύλλογο Γονέων του Σχολείου, που είχε ήδη συσταθεί.

Το Γυμνάσιο στεγάστηκε εκεί για μια 10/ετία, μέχρι το 1990, οπότε μεταφέρθηκε στο «δικό του» διδακτήριο, που είχε κατασκευαστεί ήδη στα «Αλώνια».

Το 2004 η Δημοτική Αρχή Ερμιόνης προχώρησε σε εκτεταμένη αλλά και απαραίτητη ανακαίνιση του κτηρίου και του προαύλιου χώρου δίνοντας έτσι ζωογόνα πνοή στο εκατοντάχρονο πλέον Σχολείο, που το 2007 ονομάστηκε «Πνευματικό Κέντρο Ερμιόνης».

 

Σχολείο Θηλέων Ερμιόνης. Σήμερα στο σχολείο στεγάζεται το Πνευματικό Κέντρο Ερμιόνης.

 

Το 2014 η πρώτη Δημοτική αρχή του νέου Δήμου Ερμιονίδας με πρώτο Δήμαρχο τον Δημήτρη Καμιζή, γιατρό με ιδιαίτερη καλαισθησία, εμπλούτισε και διακόσμησε τους εσωτερικούς χώρους (καθίσματα, φωτισμό), ενώ η αίθουσα σήμερα διαθέτει και τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό.[4]

Θεωρώ πως είναι αξιομνημόνευτες οι γενιές εκείνες των συμπολιτών μας που κράτησαν ολόρθο το σχολείο Συγγρού όπως και το Καποδιστριακό συχνά κάτω από αντίξοες συνθήκες. Συγχαρητήρια, όμως, αξίζουν και σ’ εκείνους που το αναζωογόνησαν, ανανέωσαν την αισθητική του και είχαν την έμπνευση να αναπροσαρμόσουν και να εξελίξουν την αποστολή του, ώστε σήμερα να φαντάζει ως η ωραιότερη αίθουσα πολιτιστικών εκδηλώσεων του Δήμου μας αλλά και ένας διαχρονικός και συνάμα γοητευτικός ναός της γνώσης και του πολιτισμού μέσα στην πόλη. Σε μας απομένει ο σεβασμός, το ενδιαφέρον και η φροντίδα τούτου του κτηρίου, που είναι ομολογουμένως ζηλευτό στολίδι της Ερμιόνης.

Ήταν ένα καλοκαιρινό μεσημέρι από κείνα που η Ερμιόνη «βράζει» και παλεύει με τους 40ο βαθμούς, ενώ οι ρυθμοί της ζωής επιβραδύνονται. Βρέθηκα εκεί -στου Συγγρού- με το βλέμμα πάντα …αδηφάγο και απαιτητικό. Ήθελα να αποτυπώσω με όση περισσότερη ακρίβεια μπορούσα στοιχεία του εξωτερικού χώρου και της γειτονιάς, «που τον έφερα ολόγυρα» γνωρίζοντας ότι πάντα ορισμένες «λεπτομέρειες» πολύ σημαντικές γλιστράνε μέσα από τα χέρια «σαν το χέλι»!

Η ματιά μου έπεσε στα έξι σκαλοπάτια της κεντρικής εισόδου. Ήταν ακριβώς όπως τα θυμόμουν. Γονάτισα και παρατήρησα πάνω στις ταλαιπωρημένες μαρμάρινες πλάκες χαραγμένα, από μαθητές και παιδιά της γειτονιάς, ονόματα και χρονολογίες. Πρώτο και δεύτερο σκαλοπάτι τα αρχικά Κ.Ι.Κ., στο κέντρο και στο πλάι. Τρίτο, το όνομα Γεώργιος Σκούρτης με ημερομηνία 12-4-64. Τέταρτο, τα αρχικά Α.Α.Οι., ενώ στο πέμπτο ολογράφως το όνομα του Άγγελου Αναστασίου Οικονόμου 1964. Είχε και δικαίωμα, σκέφτηκα, γιατί ήταν γείτονας! Στο έκτο, «δικαιωματικά» πάλι, το όνομα ενός γειτονόπουλου, Δημήτρης Ευσταθίου Λίτσας. Ο γερασμένος πεύκος πλαγιαστός, έτσι τον θυμάμαι πάντα, όχι κυρτωμένος, δίπλα στο σπίτι του Δημήτρη, μας κράτησε για λίγο στη σκιά του, ενώ το διπλανό πεζούλι αποκαλυπτικό και με πολλές …εκπλήξεις, μας περίμενε!

 

Στις μαρμάρινες πλάκες χαραγμένα, από μαθητές και παιδιά της γειτονιάς, ονόματα και χρονολογίες.

 

Αρχίσαμε να διαβάζουμε από Β. προς Ν. Αδαμαντία Κρική, Αργυρούλα Σαρρή Ερμιόνη 1965 και ένας Σταύρος Αγ; 1965. Συνεχίζουμε, Ιωάννης και Δημήτρης Λίτσας, αδέλφια, 1965, Α. Μερτύρης 1938,13 ετών και Γ.Μ. 1938, παιδιά μιας άλλης δεκαετίας, προπολεμικής και ακόμη Ε. Π. Παυλίδης 1960, ΣΙΔ 1951, ΚΑΣ 1957, ΘΔΣ 1947, ΠΕΖ 1947, ΕΣΜ, ΚΕΖ και δύο ολόκληρες πλάκες με τα αρχικά ΒΔΤ, ΠΚΘ, ΛΚΘ, ΜΔΤ, ΚΙΚ, ΦΙΣ, ΓΔΘ διάφορα ονόματα παιδιών με άδηλη την επιθυμία της αιωνιότητας. Πόσο γοητευτικοί είναι οι κύκλοι της ζωής μέσα στην καρδιά της πόλης! Στην τελευταία πλάκα γραμμένη η «θρυλική» ισπανική ομάδα REAL, αναμφισβήτητα η πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα εκείνων των χρόνων, ενώ ένα ακόμη δέντρο, νομίζω πασχαλιά, στην άλλη άκρη «στολίζει» την πρόσοψη του κτηρίου.

 

Στις μαρμάρινες πλάκες χαραγμένα, από μαθητές και παιδιά της γειτονιάς, ονόματα και χρονολογίες.

 

Στις μαρμάρινες πλάκες χαραγμένα, από μαθητές και παιδιά της γειτονιάς, ονόματα και χρονολογίες.

 

Ακριβώς κάτω από το πεζούλι στέκει το όμορφο εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, «της Παναγίτσας», με επίσης μεγάλη ιστορία αλλά και μικροπεριπέτειες με τους κατά καιρούς ιδιοκτήτες του πάντα περιποιημένο και πεντακάθαρο. Σήμερα φαίνεται μόνο το καμπαναριό του, αφού ένα «πελώριο» κτήριο μέσα στο προαύλιο του ναού έχει αποκλείσει τη θέα του.

Νότια το σπίτι του Μήτσου Σκούρτη με τη μεγάλη αυλή, μπροστά σ’ έναν από τους τρεις πρώτους προπολεμικούς τσιμεντόδρομους της Ερμιόνης «ποτισμένο» με παιδικές δράσεις και μνήμες. Στο βάθος ένα νέο κτίσμα, το σπίτι του Πέτρου Σκούρτη, γιού του Μήτσου. Βόρεια τα περιποιημένα και καλοσυντηρημένα σπίτια Λίτσα και Νάκου, μια πινελιά ανανέωσης του τοπίου. Δυτικά, ο χωμάτινος δρόμος, λασπωμένος τον μισό χρόνο, τώρα τσιμεντοστρωμένος και η γειτονιά με τα λίγα τότε παλιά σπίτια αγνώριστη.

Τα θραύσματα της μνήμης εκτοξεύονται! Ήταν η γειτονιά που είχε τις πιο παράξενες κρυψώνες για το παιχνίδι μας «στρατιώτες – κλέφτες». Την γνωρίζαμε σπιθαμή προς σπιθαμή. Περνώντας θυμήθηκα κάποιες απ’ αυτές και ανάμεσα σε ίχνη κατεδαφισμένων σπιτιών καθώς και μερικών άλλων που στέκονταν ακόμα γαντζωμένα στις θέσεις τους.

Τολμήσαμε ένα άλμα στον χρόνο. Πράγματι αισθανθήκαμε τον απόηχο και τη μυρωδιά ενός άλλου κόσμου. Μέσα από εξερευνήσεις, αναμνήσεις και κυρίως ζωντανά κτήρια που αποτελούν αψευδείς μάρτυρες της τοπικής ιστορίας και φωτίζουν ορισμένες πτυχές της δίνοντας σχήμα στην Παράδοση, την Ιστορία και τον Πολιτισμό. Με τον Νόμο ΚΝ 5351/1932 «Περί αρχαιοτήτων» το Σχολείο Συγγρού ανήκει στα διατηρητέα μνημεία της Ερμιόνης.

 

Υποσημειώσεις


[1] Γ.Α.Κ. – Υ.Ε.Δ.Ε. Δ΄ «Εποπτικό Συμβούλιο», Θ.182, Υλικό αταξινόμητο.

[2] Σχολεία «Συγγρού ή τύπου Καλλία», όπως είναι γνωστά, άρχισαν να κατασκευάζονται σε όλη την Ελλάδα από το 1895. Ως το 1911 είχαν κατασκευαστεί τετρακόσια επτά (407) τέτοια σχολικά κτήρια με χρήματα κυρίως από τα εκπαιδευτικά τέλη. Στον Νομό Αργολίδας κατασκευάστηκαν δέκα έξι (16) Σχολεία από τα οποία, τέσσερα (4) στην επαρχία Ερμιονίδας (Κρανιδίου 2/τάξιο 1905, Ερμιόνης 2/τάξιο 1904, Διδύμων Αρρένων 2/τάξιο 1900 και Θηλέων μονοτάξιο 1902, το οποίο, δυστυχώς, δεν σώζεται).

[3] Προσωπικά με εντυπωσίαζαν οι θαλασσιές κουρτίνες της αυλαίας που χώριζαν την υπερυψωμένη σκηνή από την αίθουσα και ανοιγόκλειναν κατά τη διάρκεια της παράστασης!

[4] Ήταν ιδιαίτερη τιμή για μένα το ότι στη νέα αίθουσα, με πρόσκληση του Ι.Λ.Μ.Ε., πραγματοποίησα την πρώτη ομιλία στις 23 Μαρτίου 2014 με θέμα «Το ξεκίνημα της Επανάστασης στην Ερμιονίδα μέσα από γραπτές μαρτυρίες και παραδόσεις».

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου, «Σταθμοί στον χρόνο και την ιστορία (Τα τρία παλαιά διδακτήρια της Ερμιόνης)», Αθήνα, 2022.

 

Διαβάστε ακόμη:

Το «Νέο» 5/τάξιο Μικτό Σχολείο Ερμιόνης

$
0
0

Το «Νέο» 5/τάξιο Μικτό Σχολείο Ερμιόνης


 

Ήδη από τη δεύτερη 10/ετία του 20ου αιώνα το διδακτήριο του Σχολείου Αρρένων (Καποδιστριακό) ήταν φανερό πως δεν επαρκούσε να καλύψει τις ανάγκες των διακοσίων (200) μαθητών, κατά μέσο όρο, που φοιτούσαν σ’ αυτό. Για τον λόγο αυτό είχε επεκταθεί και στο διπλανό κτήριο στους «Στρατώνες», όπου στεγάζονταν συνήθως οι τάξεις Ε’ και Στ’, όταν η Δημοτική Εκπαίδευση έγινε εξαετής.

Τα γεγονότα αυτά προβλημάτιζαν έντονα το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, το οποίο αποφάσισε στην ιστορική συνεδρίαση της 23ης Μαΐου 1913 «να παραχωρηθεί δωρεάν εις το δημόσιον, οικόπεδον εκτάσεως ενός και ημίσεως στρέμματος εκ των εν θέσει Μπίστι της πρωτευούσης του δήμου τούτου κείμενον… προς κατασκευήν εν αυτώ Δημοτικού Σχολείου Αρρένων του Δήμου μας».

Τότε ήταν Δήμαρχος ο Άγγελος Παπαβασιλείου, (πατέρας του δασκάλου Μιχαήλ Παπαβασιλείου), ενώ Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου ο Μιχαήλ Παπαμιχαήλ (Γιαταγάνας). Να σημειώσουμε πως ήταν ο τελευταίος χρόνος που η Ερμιόνη αποτέλεσε Δήμο.

Έτσι στις 16 Οκτωβρίου 1914 ενώπιον του Συμβολαιογράφου Κρανιδίου Γεωργίου Μπόλμπου παρουσιάστηκαν ως μάρτυρες ο Πρόεδρος της Κοινότητας (πλέον) Ερμιόνης Ευάγγελος Παπαμιχαήλ (ο κυρ Άγγελος ο φαρμακοποιός) και ο οικονομικός έφορος Ερμιονίδας Δημήτριος Πετρίδης και συντάχθηκε η υπ’ αρ. 398 «πράξις δωρεάς» με την οποία «αμετακλήτως» παραχωρείται από την Κοινότητα Ερμιόνης προς το Δημόσιο «εν γήπεδον εκτάσεως ενός και ημίσεως στρέμματος κείμενον εν θέσει Μπίστι… συνορευόμενον γύρωθεν με Γυμναστήριον της Κοινότητος και οικόπεδα αυτής έτερα…».

Επειδή, όμως, οι εργασίες ανέγερσης του διδακτηρίου καθυστερούσαν και ήδη είχε παρέλθει 4/ετία από την παραχώρηση του οικοπέδου, το Κοινοτικό Συμβούλιο Ερμιόνης συνήλθε σε συνεδρίαση στις 2 Νοεμβρίου 1917, με πρόεδρο τον Μιχάλη Δεληγιάννη «και αποφαίνεται παμψηφεί»:

Παρακαλεί την Κυβέρνηση όπως διατάξει την ταχεία ανέγερση του 4/τάξιου Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Ερμιόνης στο «παραχωρηθέν» οικόπεδο. Ψηφίζει δε πίστωση τριών χιλιάδων (3.000) δραχμών από το αποθεματικό κεφάλαιο του προϋπολογισμού της Κοινότητας ως συνεισφορά της προς το Δημόσιο με σκοπό την ανέγερση του διδακτηρίου.

 

Το «Νέο» 5/τάξιο Μικτό Σχολείο Ερμιόνης

 

Το 1920, με Υπουργό Παιδείας τον Θρασύβουλο Ζαΐμη ξεκίνησαν οι εργασίες για τη δημιουργία του νέου διδακτηρίου. Το έργο κατασκευής του 4/ταξίου Σχολείου, καθώς φαίνεται σε σχετικά έγγραφα με ημερομηνία 31 Μαρτίου 1921 και 29 Μαΐου 1923, το ανέλαβε ο εργολάβος Γεώργιος Σκρεπετός.

Μετά από τέσσερα χρόνια και ενώ οι εργασίες είχαν σταματήσει, προφανώς εξαιτίας της έλλειψης οικονομικών πόρων, ο Υπουργός Παιδείας Α. Αργυρός με το υπ’ αρ. 8488/12 Μαρτίου 1927 έγγραφό του προς τον Νομάρχη Αργολίδας και Κορινθίας, σε απάντηση σχετικού του εγγράφου, τον παρακαλεί να γνωρίσει στο Κοινοτικό Συμβούλιο Ερμιόνης ότι το Κράτος για τη συμπλήρωση του ημιτελούς διδακτηρίου Ερμιόνης δεν ευρίσκεται «εις την ευχάριστον θέσιν να διαθέτη την απαιτουμένην εκάστοτε δαπάνην δια την εξ ολοκλήρου ανέγερσιν του διδακτηρίου. Η πρωτοβουλία αυτή ανήκει πλέον εις τας τοπικάς αρχάς και κυρίως τα Ταμεία Εκπαιδευτικής Προνοίας και Σχολικών Επιτροπών το δε Κράτος έρχεται μόνο ως αρωγός δια μικράς πάντοτε συνδρομής εις συμπλήρωσιν του έργου».

Μετά τις εξελίξεις αυτές δημιουργήθηκε «διδακτηριακή επιτροπή» στην Ερμιόνη, η οποία θα αναλάμβανε «την εξεύρεσιν πόρων και την διαχείρισιν αυτών δια την αποπεράτωσιν του ημιτελούς διδακτηρίου του Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Ερμιόνης».

Με το υπ’ αρ. 371/30 Ιουνίου 1927 έγγραφο του επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Αργολίδος Γ. Τσιότρα πληροφορούμεθα ότι την επιτροπή αποτελούν οι: Μιχαήλ Δεληγιάννης, Διονύσιος Μέξης, Ιωσήφ Μερτύρης, Νικόλαος Βογανάτσης και Αλέξανδρος Τσεβούκας (Διευθυντής του Σχολείου).

Στις 4 Ιουλίου 1927 ο υπομηχανικός του έργου Μαζαράκης σε υπηρεσιακό του σημείωμα ανέφερε τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία:

 

«Αι εργασίαι της τοιχοποιίας διεκόπησαν κατά μήνα Φεβρουάριο 1921 λόγω της επελθούσης αυξήσεως των τιμών διαλυθείσης της σχετικής εργολαβίας. Δια την συνέχισιν των εργασιών του διδακτηρίου τούτου η Κοινότης θα επιβάλλη φορολογίαν επί του ελαίου 1%, υπολογίζεται δε ότι θα εισπράξη περί τας ογδόντα χιλιάδας (80.000) δραχμάς. Επίσης εκ της ενοικιάσεως των λιβαδίων θα εισπράξη περί τας πενήντα χιλιάδας (50.000) δραχμάς. Εκ της τεθείσης δε φορολογίας επί του ελαίου υπέρ του ταμείου Εκπαιδευτικής πρόνοιας εισεπράχθησαν τριάντα οκτώ χιλιάδαι (38.000) δραχμαί. Επίσης δύνανται να εκποιηθώσι τα παλαιά διδακτήρια των αρρένων (Καποδιστριακό και Στρατώνες). Εκ της εκποιήσεως δε ταύτης υπολογίζεται ότι θα εισπραχθώσι περί τας εβδομήντα χιλιάδας (70.000) δραχμάς. Συνιστάται όπως δοθή αρωγή εξ εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) δραχμών ίνα και με τα συλλεχθησόμενα χρήματα της Κοινότητος και της αρωγής του Δημοσίου δυνηθή και αποπερατωθή το διδακτήριον».

 

Παράλληλα συνεχίζει να λειτουργεί και η διδακτηριακή επιτροπή που είχε συσταθεί και για την οποία έχουμε ήδη κάνει λόγο. Σ’ αυτή συμμετέχουν ως μέλη, περιοδικά, όλοι οι εύποροι πολίτες της κοινωνίας της Ερμιόνης που έχουν ανάμειξη και στα «κοινά» του τόπου (Δημήτρης Παναγιώτου, Νικόλαος Λαζαρίδης, Μιχαήλ Κιοσσές, Άγγελος Παπαμιχαήλ, Γρηγόριος Καραγιάννης κ.α).

Στην από 4 Ιουλίου 1927 έκθεση του υπομηχανικού Μαζαράκη ότι «πρέπει, προκειμένου να βρεθούν τα αναγκαία χρήματα δια την αποπεράτωσιν του έργου, να εκποιηθούν τα δύο παλαιά διδακτήρια», διαπιστώνουμε ότι  ορισμένοι είχαν σκεφθεί σοβαρά την εκποίηση του Καποδιστριακού και του Συγγρού.

Μάλιστα τα πράγματα προχώρησαν αρκετά καθώς φαίνεται από τις παρακάτω ενέργειες. Ο τότε Υπουργός Παιδείας Α. Παππάς με το υπ’ αρ. 4774/21 Αυγούστου 1931 έγγραφό του προς τον Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Αργολίδας του διαμηνύει ότι εγκρίνεται η εκποίηση των δύο παλαιών σχολείων σύμφωνα με το Β. Δ. άρθρο 9/1 Δεκεμβρίου 1930 «ίνα το εκ της εκποιήσεως αυτού προϊόν διατεθή δια την ανέγερσιν νέου διδακτηρίου». Στη συνέχεια συστήθηκε επιτροπή αποτελούμενη από τον Επιθεωρητή, τον Διευθυντή του Ταμείου Εκπαιδευτικής Πρόνοιας και τον Διευθυντή του Σχολείου για να προχωρήσει η δημοπρασία. Ως τιμή προσφοράς για το πρώτο σχολείο ορίσθηκε το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) δραχμών και για το δεύτερο το ποσόν των ογδόντα χιλιάδων (80.000) δραχμών. Η ανακοίνωση της απόφασης θα γινόταν «εις το κοινόν δι’ αναγνώσεως εις εκκλησία». Φαίνεται, όμως, στη συνέχεια πως οι κάτοικοι της Ερμιόνης αντέδρασαν έντονα και τα πράγματα εξελίχθηκαν θετικά ως προς τη μη παραχώρηση των δύο ιστορικών κτηρίων, τα οποία και τελικά διασώθηκαν.

Στις 25 Αυγούστου 1931 ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Σταματίου υποβάλλει στις αρμόδιες υπηρεσίες την παρακάτω έκθεση μετά την αυτοψία που έκανε στο διδακτήριο.

Έκθεσις αρχιτέκτονος Σταμ. Σταματίου

Περί του αποπερατωθέντος τετραταξίου διδακτηρίου Ερμιόνης

Κατά την μετάβασίν μου εις Κρανίδιον μετέβην και εις Ερμιόνην ίνα παραλάβω τας αποπερατωθείσας ήδη εργασίας του εν λόγω διδακτηρίου.

Κατά την παραλαβήν παρετήρησα τα εξής:

Τα κουφώματα κατεσκευάσθησαν όλως κακοτέχνως χωρίς ο αναλαβών εργολάβος να καταβάλλη ουδέ την ελαχίστην προσπάθεια και περιποιηθή ταύτα, προσέτι δε και η τοποθέτησις αυτών έγινε κατά τρόπον εντελώς άτεχνον. Έδωσα επομένως εντολήν εις την Δ. Επιτροπήν να μην τον εξωφλήση εάν δεν συμμορφωθή προς τας υποδείξεις μου.

Αι παρατηρηθείσαι κακοτεχνίαι είναι αι εξής:

  1. Άπαντα τα κουφώματα εξήχθησαν εκ του εργοστασίου χωρίς να τριφθώσιν δια σμιροδοχάρτου και παρουσιάζουσι κυμματώδην την όψιν λόγω κακού χειρισμού της πλάνης.
  2. Η εφαρμογή των δεν εγένετο κανονική.
  3. Παρουσιάσθησαν ήδη εις τρεις θύρας σκευρώσεις εις τα μπόγια των.
  4. Αι κάσσαι των θυρών δεν ήσαν εις το αυτό επίπεδον μετά της επιφανείας των κονιαμμάτων ώστε κατόπιν το πρεβάζι να καλύψη τον αρμόν, τουτέστιν η τοποθέτησις εγένετο ως δεικνύει το παρακείμενον σχέδιον.
  5. Η σύνδεσις των τετραξύλων (κάσσαι) μετά των τοίχων εγένοντο δια στραβοκάρφων και ουχί ως εμφαίνεται εν τω σχεδίω δια σιδηρών ελασμάτων, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξεν όταν έσυρα δια της χειρός μου το εν λόγω τετράξυλον και ενώπιον του εργολήπτου να αποχωρισθή τούτο από της τοιχοποίας.
  6. Τα χρησιμοποιηθέντα πρεβάζια προέρχονται από μισόταβλες.

Πλην του ξυλουργού και ο ελαιοχρωματιστής δεν υστέρησε εις το να οργιάση από απόψεως κακοτεχνίας και αμαθείας διότι καθώς ήσαν τα κουφώματα εις την ως άνω περιγραφείσαν κατάστασιν, ούτε τα έτριψε ούτε τα εξερώζιασε, αλλ’ ούτε και τα εστάρωσε παρά αφού δια των δακτύλων επέρασε τον στόκον εις τας σχισμάς και επί των ρόζων επέρασε την πρώτην στρώσιν του ελαιοχρώματος το οποίον ήτο παχύτατον και το οποίον παρουσιάσεν εξογκώσεις (φούσκες).

Επίσης τα υδροχρώματα εγένοντο πλημμελώς χαρακτηριστικόν δε της αμαθείας του είναι το ότι δεν έξυσε προηγουμένως τους τοίχους δια της σπάτουλας ίνα εξαλείψη τους υπάρχοντες κόκκους της άμμου ή άλλας εξογκώσεις και δια καταλλήλου υλικού να καλύψη κάθε είδους κοίλωσιν η οποία προήλθε αποκρούσης είτε των μαδερίων είτε από άλλα αντικειμένα…. των τοίχων.

Καίτοι τους υπέδειξα το δέον να διορθώσι εν τούτοις δεν θεωρώ άσκοπον να τους αποστείλλομεν τας κάτωθι οδηγίας με τα οποίας πρέπει να συμμορφωθώσιν οι εν λόγω εργολήπται.

Ξυλουργός

α) Να τρίψη δια της σμιριδοχάρτου άπαντα τα κουφώματα καθώς και να αποκόψη τας όπου τυχόν εμφανιζομένας σκλήθρας.

β) Να συμμορφωθή πλήρως προς το εις χείρας του υπάρχον σχέδιον όσον αφορά την τοποθέτησιν των κουφωμάτων (θυρών) επίσης και να αντικαταστήση τα στραβόκαρφα δια σιδηρών ελασμάτων ως ακριβώς εμφαίνεται εν τω ως άνω αναφερομένω σχεδίω.

γ)Να κατασκευάση τα πρεβάζια δια σανιδώματος σουϊδικής πάχους είκοσι πέντε χιλιοστών (τάβλας).

δ) Τα σιδηρά ελάσματα δέον να χωνευθώσιν εντός της κάσσας και να μη εξέχουν ως συμβαίνει νυν με τα στραβόκαρφα και να συνδεθώσιν με ξυλόβιδας και ουχί με βελόνας.

ε) Τας σκευβρωμένας θύρας να αντικαταστήση παντελώς ή να αντικαταστήση τα μπόγια δι’ άλλων ευθυίνων τοιούτων.

στ) Τέλος να καταβάλλη κάθε προσπάθεια ώστε άπαντα τα κουφώματα να λειτουργούσι ευχερώς.

Ελαιοχρωματισής

α) Να τρύψη δια λεπτοτέρου σμιριδοχάρτου κάθε τυχόν υπάρχουσα ανωμαλία επί των κουφωμάτων.

β) Δι’ ημικυκλικού σκαρπέλου να εκβαθύνη τους ρόζους καθώς και δι’ ευθέους τοιούτους να καθαρίση τις σκλήθρες καθώς και κάθε πορώδες μέρος του ξύλου (νεύρα).

γ) Ο χρησιμοποιηθησόμενος στόκος δια την κάλυψιν των ρόζων και των σχισμών πρέπει να είναι καινουργής δια καλής ποιότητος ελαίου και με μικράν περιεκτικότητα τσίγγου ώστε να μην αποκολλάται όπως συμβαίνει σήμερον.

δ) Αι κατόπιν δύο άλλαι στρώσεις δέον να γίνωσι δι’ υλικών αρίστης ποιότητος ή ίνα μη παρουσιάζουσι εξογκώσεις.

ε) Επίσης και τα υδροχρώματα δέον να επιστήση την προσοχήν του ο ειρημένος εργολήπτης να αποξήση δια της σπάτουλας τας κάθε τυχόν εξογκώσεις και δια καταλλήλου υλικού να εμφράξη απάσας τας κοιλότητας.

Επειδή η τιμή των δύο και πενήντα (2,50) δραχμών το τετραγωνικό μέτρο με την οποίαν ανέλαβεν να υδροχρωματίση τα εσωτερικά και εξωτερικά αμμοκονιάματα είναι πολύ μικρά υπέδειξα εις την Διδακτηριακήν Επιτροπήν δια τας ως άνω εργασίας των υδροχρωμάτων να του αποζημιώση με ένα ποσόν πεντακοσίων (500) δραχμών.

Πλην των ως άνω εργοληπτών και ο αναλαβών την πλακόστρωσιν του διδακτηρίου τούτου καθώς και τα αμμοκονιάματα δέον και αυτός να κάνη μερικάς επισκευάς ας και του υπέδειξα.

Εν Αθήναις τη 25η Αυγούστου 1931

Ο Αρχιτέκτων

Από την έκθεση αυτή διαπιστώνεται ότι οι περισσότερες εργασίες του διδακτηρίου διακρίνονται από προχειρότητα και κακοτεχνία λόγω ασφαλώς και της έλλειψης των απαιτούμενων χρημάτων.

Ωστόσο πολλές από τις παρατηρήσεις που συμπεριέλαβε ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Σταματίου στην έκθεσή του διορθώθηκαν και το σχολικό έτος 1931 – 1932 το «Νέο Σχολείο» παραδόθηκε στα παιδιά της Ερμιόνης.

Το διδακτήριο είχε τέσσερις αίθουσες διδασκαλίας συνεχόμενες, έναν μεγάλο διάδρομο και ένα γραφείο. Επειδή, όμως, είναι 5/τάξιο χρησιμοποιείται και μια επιπλέον αίθουσα του Σχολείου του Συγγρού. Από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Σχολείου διαπιστώθηκε η ανάγκη της ανέγερσης μιας επιπλέον αίθουσας. Το 1937 έχουμε «το σχέδιο προσθήκης αιθούσης εις το Διδακτήριον Ερμιόνης» το οποίο θεωρήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1938.

Το 1940, με εργολαβία Γεωργίου Σχοινά γίνεται η προσθήκη και της άλλης αίθουσας με γραφείο στο Β.Α. μέρος του Σχολείου. Έτσι το Σχολείο διαθέτει πέντε ευρύχωρες αίθουσες διδασκαλίας, τον μεγάλο διάδρομο και δύο μικρές αίθουσες που χρησιμοποιούνται η μία ως γραφείο του Σχολείου και η άλλη ως βοηθητικός χώρος των μαθητών. Παράλληλα υπήρχε και σχετική μελέτη (4 Μαΐου 1940) για την κατασκευή αποχωρητηρίου και μαντρότοιχου.

Αλλά ας επανέλθουμε στο θέμα της εκποίησης των δύο διδακτηρίων. Με το υπ’ αρ. 35235/12 Δεκεμβρίου 1937 έγγραφο του Νομάρχη Αργολιδοκορινθίας προς το Υπουργείο Παιδείας αναφέρεται ότι:

 

«Πληροφορούμεθα, ότι πολίτης τις προσφέρει εξωδίκως εκατόν δέκα πέντε χιλιάδας (115.000) δραχμάς» για το παλαιό διδακτήριο (Συγγρού) του Δημοτικού Σχολείου «το οποίον έχετε εκθέσει εις πλειοδοτικήν δημοπρασίαν με πρώτη προσφορά εκατόν είκοσι χιλιάδας (120.000) δραχμάς». Και συνεχίζει:

«’Εχομεν την γνώμην αντί να πωληθή το παλαιόν διδακτήριον εις ιδιώτην, προτιμότερον είναι να χορηγηθή εις την Διοίκησιν Δημοσίων Κτημάτων ήτις, διαρρυθμίζουσα αυτό καταλλήλως να το χρησιμοποίηση προς στέγασιν του Τελωνείου και Τηλεγραφείου Ερμιόνης».

 

Η Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, επίσης, μπορεί να χορηγήσει ανάλογη πίστωση στο Υπουργείο Παιδείας, για να βρεθούν τα χρήματα, ώστε να κατασκευαστεί η μία τάξη.

Φαίνεται όμως ότι τελική συμφωνία δεν πραγματοποιήθηκε και έτσι στις εφημερίδες «Ναυπλιακή Ηχώ» και «Σύνταγμα» στις 13 Οκτωβρίου 1940 δημοσιεύτηκε το σχετικό κείμενο της εκποίησης του Διδακτηρίου (Συγγρού).

Εντύπωση προκαλεί, ωστόσο, το γεγονός ότι παρά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και τη γενική αναστάτωση της χώρας το Σχολείο λειτουργούσε κανονικά. Ο Μιχαήλ Παπαβασιλείου αναφέρει πως το Σχολείο στα χρόνια της Γερμανοϊταλικής κατοχής στεγάστηκε ολόκληρο (έξι τάξεις) στο σχολείο του Συγγρού.[1]

Στις 7 Φεβρουαρίου 1941 ο Διευθυντής του Σχολείου Δημήτριος Βαρελάς υποβάλλει προς το Υπουργείο Παιδείας με αναφορά του τα στοιχεία «της ενεγερθείσης πολεοδομικής δημοπρασίας». Τελικά οι δημοπρασίες και λόγω της αντίδρασης των κατοίκων δεν προχώρησαν.

Σήμερα τολμούμε να πούμε πως είμαστε ιδιαίτερα υπερήφανοι που η Ερμιόνη κατάφερε να διασώσει παρά την ένδεια των καιρών, τα δύο της Διδακτήρια. Είναι κόσμημα της πόλης, μνημεία Ιστορίας και Πολιτισμού!

Στις 21 Μαρτίου 1951 ο Διευθυντής του Σχολείου Μιχαήλ Παπαβασιλείου συμπληρώνοντας το «Δελτίον διδακτηριακής καταστάσεως» του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο αριθμός των μαθητών του Σχολείου είναι διακόσιοι ενενήντα δύο (292) και υπάρχουν ογδόντα έξι (86) θρανία νέου τύπου, τριάντα (30) παλαιού, τέσσερις (4) πίνακες και τέσσερα (4) βάθρα. Επίσης επισημαίνει, ότι πρέπει να κατασκευαστεί μαντρότοιχος.

Δύο χρόνια αργότερα, στις 20 Απριλίου 1953,[2] από τον ίδιο Διευθυντή συντάχθηκε νέα έκθεση, πληρέστερη, γραμμένη υποδειγματικά από τη διδασκάλισσα Βασιλική Οικονόμου (κυρία Κική). Δημοσιεύουμε στη συνέχεια ένα μεγάλο και ενδιαφέρον τμήμα της.[3]

 

«Το Σχολείον σήμερον ευρίσκεται εν καλή καταστάσει πλουτιζόμενον δι’ οικοπέδων ιδιοκτήτων∙ αγορασθέντων τμηματικώς παρά της εκάστοτε σχολικής εφορείας από του έτους 1949 πέριξ αυτού τμήμα των ως άνω οικοπέδων ανατολικώς αυτού μετεσχηματίσθη εις Γυμναστήριον δια δαπάνης του Σου Υπουργείου Παιδείας εκ δραχμών 2.000.000 χορηγηθέντων προς τούτο κατά το έτος 1950 και 1951. Εις έτερον τμήμα ανηγέρθησαν τελευταίως αφοδευτήρια άτινα έλλειπον, δι’ ιδιωτικής προσφοράς εκ 10 εκατομμυρίων παρά του κ. Σοφ. Βενιζέλου επισκεφθέντος την κωμόπολίν μας ως Πρωθυπουργός το θέρος του 1951, αποπερατωθέντων τούτων δαπάναις της νυν Σχολικής Εφορείας. Προς συμπλήρωσιν ιδρύσεως Σχολικού κήπου ελλείπει τμήμα νοτιανοτολικώς του Διδακτηρίου, το οποίον η Σχολική Εφορεία δι’ αποφάσεως της πρόκειται να προβή εις την αγοράν του εντός του τρέχοντος σχολικού έτους, οπότε ο χώρος ούτος ανατολικώς θα ανέρχεται εις 5 χιλ. μέτρα τετραγωνικά, ο οποίος με την βοήθειαν του Κράτους και των κατοίκων αφού περιφραχθή, θέλει μετασχηματισθή εις χώρον κατάλληλον δια πάσαν σχολικήν χρήσιν (Γυμναστήριον, Ανθόκηπος, Δενδρόκηπος κ.λπ.).

Επίσης εις την περιουσίαν του Σχολείου συμπεριλαμβάνονται και τα παλαιά διδακτήρια αρρένων και θηλέων, εκ των οποίων, των μεν αρρένων η μία αίθουσα η μεγαλυτέρα χρησιμοποιείται παρά του περιοδεύοντος διδακτηρίου, αι δε δύο μικραί παρακείμεναι (Στρατώναι) επισκευασθείσαι παρά της σχολικής Εφορείας εφέτος, ενοικιάζονται εις διαφόρους ιδιώτας. Το δε θηλέων επισκευασθέν δαπάναις της Μαθητικής Κοινότητος του Σχολείου και των Ερυθροσταυριτών αυτού, χρησιμοποιείται από του 1948 ως αίθουσα εορτών, διαλέξεων, συγκεντρώσεων γονέων. Τελευταίως ενοικιασθείσα ως αίθουσα Κινηματογράφου προς ενίσχυσιν του Σχολικού Ταμείου.

Η εν τω Σχολείω υπάρχουσα πενιχρά βιβλιοθήκη φέρει την αρχήν της ιδρύσεως της από του έτους 1931 και εντεύθεν με συνολικόν αριθμόν βιβλίων σήμερον 113, ήτοι: Διδακτικών 23, Βοηθητικών 14, Παιδαγωγικών 14, Εγκυκλοπαιδικών 29 και Μαθητικών 33. Των περισσοτέρων αγορασθέντων παρά του Σχολικού Ταμείου, πλην ελαχίστων άτινα προσεφέρθησαν παρά της Κοινότητος Ερμιόνης και διαφόρων εκδοτικών οίκων. Εποπτικά μέσα και όργανα διδασκαλίας έχοντα πραγματικήν και μόνιμον αξίαν υπάρχουν τα κάτωθι:

Εποπτικά μέσα και όργανα

  1. Τεσσαράκοντα εικόνες (40) διδασκαλίας Φυσικής Ιστορίας ήτοι είκοσι τέσσαρες ζώων (24) και δέκα έξ (16) φυτών αγορασθείσαι παρά του Σχολικού Ταμείου το έτος 1937.
  2. Βιβλίον μετά είκοσι (20) εικόνων ζώων Φυσικής Ιστορίας υπάρχουν από το Τριτάξιον Σχολείον Αρρένων.
  3. Βιβλίον μετά τριάκοντα (30) εικόνων Παλαιάς Διαθήκης υπάρχουν από το τριτάξιον Σχολείον Θηλέων.
  4. Εις γεωγραφικός άτλας αγορασθείς παρά του Σχολικού Ταμείου το έτος 1933.
  5. Εις γεωφυσικός χάρτης της Ελλάδος αγορασθείς εφέτος παρά των μαθητών των Γ΄ και Δ΄ τάξεων.
  6. Ιστορικοί χάρτες Ελληνικής Επαναστάσεως και Θρησκευτικών αγορασθέντες παρά του Σχολικού Ταμείου το σχολ. έτος 1951-52.
  7. Εις χάρτης του ανθρωπίνου σώματος αγορασθείς παρά του Σχολικού Ταμείου το έτος 1936.
  8. Εν κιβώτιον γεωμετρικών σωμάτων παραχωρηθέν παρά του Σου Υπουργείου το έτος 1932.
  9. Μία υδρόγειος σφαίρα δωρηθείσα το 1938 παρά του κ. Γεωργ. Μαρμαρινού.
  10. Ένα παλαιόν ξύλινον αριθμητήριον από το τριτάξιον Σχολείον Θηλέων.
  11. Κινηματογραφικόν μηχάνημα αγορασθέν παρά του Σχολικού Ταμείου το έτος 1950.
  12. Ναυτική πυξίς δωρηθείσα παρά του κ. Αποστ. Κατσογιώργη, πλοιάρχου, το 1951-1952.
  13. Εις πεταλοειδής μαγνήτης δωρηθείς παρά της Εταιρείας Μεταλλείων Ερμιόνης ως και διάφορα μέταλλα σιδηροπυρίτου.

 

Τη σχολική χρονιά 1953 – 1954, όπως αναφέρει ο δάσκαλος Μιχαήλ Παπαβασιλείου, «στο μεσημβρινό προαύλιο του σχολείου έπειτα από αλλεπάλληλα σκαψίματα που με τους μαθητές, κάναμε…. δέντρα και θάμνους να φυτέψουμε», εντοπίστηκαν λείψανα ψηφιδωτού δαπέδου.[4]

Ειδοποιήθηκε στη συνέχεια το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων το οποίο έδωσε εντολή στον αρχαιολόγο Ευστάθιο Γ. Στίκα να μεταβεί στην Ερμιόνη για να προχωρήσει «εις την διάσωσιν και συντήρησιν του κινδυνεύοντος να καταστραφή ψηφιδωτού».[5]

Όπως δε, ο ίδιος γράφει το Συμβούλιο της Αρχαιολογικής Εταιρείας με προθυμία ενέκρινε τη σχετική πίστωση και τον Αύγουστο του 1955 άρχισαν οι ανασκαφές για την αποκάλυψη του κτηρίου.

Επειδή στον χώρο των ανασκαφών γίνονταν κάθε χρόνο οι γυμναστικές επιδείξεις και οι αθλητικοί αγώνες του σχολείου, θυμάμαι, τον «προβληματισμό» όλων των μαθητών για το πού θα βρεθεί ο κατάλληλος χώρος, ώστε να συνεχίσουν να γίνονται «οι αγώνες», που τόσο πολύ μας άρεσαν.

Τελικά το «νέο γήπεδο» δημιουργήθηκε δυτικότερα και συνέχεια του παλαιού, αφού πρώτα όλα τα παιδιά μαζέψαμε σωρούς από πέτρες για να το καθαρίσουμε. Ο χώρος ευπρεπίσθηκε και τοποθετήθηκε μέσα σ’ ένα όμορφο κηπάριο προσκυνητάρι, όπου γινόταν η πρωινή προσευχή.

Οι ενέργειες για την προσθήκη μιας επιπλέον αίθουσας στο διδακτήριο ξεκίνησαν το 1962 με τις συντονισμένες προσπάθειες του Διευθυντή του Σχολείου Ιωάννη Σιωρά και του Προέδρου της Σχολικής Εφορείας Ερμιόνης Ευάγγελου Δημαράκη.[6]

Στις 4 Δεκεμβρίου 1962 ο Διευθυντής του Σχολείου Ιωάννης Β. Σιωράς υποβάλλει αίτηση προς τον Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Ναυπλίας – Ερμιονίδος Ιωάννη Γκρίλα για την εκπόνηση σχεδίου ανέγερσης νέας αίθουσας στο Δημοτικό Σχολείο Ερμιόνης. Την ανάγκη αυτή επιβεβαιώνει και η αίτηση του Προέδρου της Σχολικής Εφορείας Ευάγγελου Δημαράκη. Ο Επιθεωρητής Ιωάννης Γκρίλας[7] υποβάλλει τις αιτήσεις στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, σημειώνοντας στο έγγραφο και τη δική του παράκληση, για την εκπόνηση σχεδίου επέκτασης του διδακτηρίου κατά μία αίθουσα.

Μετά παρέλευση 3/τίας περίπου και ενώ το θέμα, καθώς φαίνεται, δεν είχε καν εξετασθεί επανέρχεται με την υπ’ αρ. 29/18 Φεβρουαρίου 1965 αναφορά του ο Διευθυντής του Σχολείου Ιωάννης Σιωράς προς τον αναπληρωτή Επιθεωρητή του Νομού Αργολίδος, Γεώργιο Δρούγκα. Εκείνος με την από 461/26 Φεβρουαρίου 1965 αναφορά του προς το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ζητά να μάθει σε ποιο σημείο βρίσκονται οι ενέργειες για την επέκταση του διδακτηρίου.

Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Διεύθυνση Τεχνικής Υπηρεσίας) απαντά με το υπ’ αρ. 28613/3022/15 Μαΐου 1965 έγγραφό του προς τη Σχολική Εφορεία του Δημοτικού Συμβουλίου Ερμιόνης ότι:

 

Αποστέλλει «την εκπονηθείσαν αρχιτεκτονικήν μελέτην υπό της ημετέρας Υπηρεσίας» ενημερώνοντας ταυτόχρονα «ότι αυτή παραμένει εις τον παρ’ ημίν Τμήμα Κατασκευών μη συντασσομένης της σχετικής οικονομικής μελέτης δια την δημοπράτησιν του έργου λόγω μη χορηγήσεως χρηματικής πιστώσεως υπό του Οργανισμού Σχολικών Κτηρίων».

 

Έναν χρόνο περίπου μετά άρχισαν να εκτελούνται οι εργασίες με ταχύ ρυθμό. Έτσι έχουμε την με ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου 1966 λεπτομερή τεχνική περιγραφή «της κατασκευής οικοδομικού σκελετού και στέγης προστιθεμένης αιθούσης» από τον υπομηχανικό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Χ. Περεσιάδη.

Ακολουθεί το υπ’ αρ 137284/22 Σεπτεμβρίου 1966 έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Διεύθυνση Τεχνικής Υπηρεσίας, Διευθυντής Ορέστης Φιντακάκης) προς τη Σχολική Εφορεία Δημοτικού Συμβουλίου Ερμιόνης με το οποίο «εγκρίνεται μελέτη κατασκευής οικοδομικού σκελετού και στέγης προσθήκης μιας αιθούσης εις το διδακτήριον του Δημοτικού Σχολείου. Ομοίως εγκρίνομε την εκτέλεσιν». Το έργο θα εκτελεσθεί από πόρους του Σχολικού Ταμείου του Δημοτικού Συμβουλίου Ερμιόνης μέχρι του ποσού των εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών και την επίβλεψη θα έχει η Τεχνική Υπηρεσία του Ν. Αργολίδας.[8]

Με το υπ’ αρ 10021/22 Μαρτίου 1967 του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς τον Πρόεδρο της Σχολικής Εφορείας τον ενημερώνει ότι εγκρίνει τον μειοδοτικό διαγωνισμό που έγινε για την εκτέλεση του έργου με τελευταίο μειοδότη τον εμπειροτέχνη Οδυσσέα Τσακίρη «προσενεγκόντα έκπτωσιν 20% επί των τιμών του τιμολογίου».

Όπως όμως ήταν διαμορφωμένο το σχέδιο έκλεινε τη «μία (Δυτική) των δύο θυρών εισόδου του διδακτηρίου». Έτσι δεν ήταν εύκολη η είσοδος και η έξοδος μεγάλου αριθμού των μαθητών του Σχολείου. Αυτό επεσήμανε με την υπ’ αρ. 13/1 Ιουνίου 1967 αναφορά του ο Πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας Ευάγγελος Δημαράκης προς τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ζητώντας παράλληλα την τροποποίηση του σχεδίου προσθήκης της αίθουσας.

Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων απάντησε άμεσα με το υπ’ αρ. 75565/3 Ιουνίου 1967 (φαίνεται πως αυτά έγιναν, όπως λέμε, χέρι-χέρι) σημειώνοντας πάνω στο έγγραφο «δια ερυθράς μελάνης την αιτουμένην τροποποίησιν μεταθέσεως της εν λόγω αιθούσης».

Έναν χρόνο αργότερα έγινε ο οικοδομικός σκελετός από τον εμπειροτέχνη εργολάβο Οδυσσέα Τσακίρη και με έγγραφο της αρμόδιας αρχής (7 Ιουνίου 1968) εγκρίνεται και η πληρωμή του. Οι εργασίες ολοκλήρωσης του έργου προχώρησαν με κάθε νομιμότητα, όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά έγγραφα.

Τις ξυλουργικές εργασίες της αίθουσας ανέλαβε ο Ερμιονίτης εμπειροτέχνης ξυλουργός Ευάγγελος Μουτσάτσος. Έτσι με έγκριση της υπ’ αρ. 5/69 απόφασης της Σχολικής Εφορείας, η οποία έγινε από τον αρμόδιο επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Ναυπλίας – Ερμιονίδος Δημήτριο Σ. Παπαδημητρίου, με την υπ’ αρ. 11081/23 Απριλίου 1969 απόφασή του «κοινοποιηθείσα αρμοδίως» αποφασίστηκε η πληρωμή του Ευάγγελου Μουτσάτσου. Η δαπάνη ανερχόταν στις είκοσι επτά χιλιάδες επτακόσιες τέσσερις και πενήντα (27.704,50) δραχμές, πληρώθηκε από το Σχολικό Ταμείο με βάση τον δεύτερο λογαριασμό πιστοποίησης της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Ν. Αργολίδος και την εξουσιοδότηση ανάληψης του παραπάνω ποσού από την Εθνική Τράπεζα Κρανιδίου, στον ταμία της Σχολικής Εφορείας Λάζαρο Κρητικό.

Τον επόμενο χρόνο (1970) ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την επισκευή και την περίφραξη του διδακτηρίου, οι οποίες προχώρησαν με γρήγορους ρυθμούς. Την πρώτη απόφαση έλαβε η Σχολική Εφορεία του Δημοτικού Σχολείου Ερμιόνης, τη διαβίβασε προς έγκριση με το υπ’ αρ. 2784/13 Φεβρουαρίου 1970 έγγραφό της προς τον Επιθεωρητή Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Ναυπλίας – Ερμιονίδος και εκείνος ενημέρωσε τη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που ενέκρινε με το από 25 Φεβρουαρίου 1970 έγγραφο την απόφαση επισκευής του διδακτηρίου.

Η πρώτη μειοδοτική δημοπρασία ανάθεσης του έργου έγινε στις 20 Μαρτίου 1970. Τελευταίος μειοδότης ήταν ο Παναγιώτης (Πάνος) Παπαμιχαήλ, ο οποίος και ανέλαβε το έργο αντί του ποσού των εκατόν πέντε χιλιάδων (105.000) δραχμών. Ο Νομάρχης Αργολίδας Θ. Μπουκουβάλας μέσω του αρμοδίου Επιθεωρητή Δημόσιας Εκπαίδευσης και με το 7649/3 Απριλίου 1970 έγγραφο ενέκρινε το πρακτικό της μειοδοτικής δημοπρασίας επισκευής του διδακτηρίου και της περίφραξης.

Τέλος, ο επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων με το από 24 Οκτωβρίου 1970 έγγραφό του ενέκρινε την 13/70 απόφαση της Σχολικής Εφορείας, ώστε να πληρωθεί δαπάνη εξήντα έξι χιλιάδων (66.000) δραχμών στον εμπειροτέχνη Παναγιώτη (Πάνο) Δημ. Παπαμιχαήλ εξουσιοδοτώντας τον ταμία της Σχολικής Εφορείας Λάζαρο Κρητικό για την ανάληψη του ποσού από την Εθνική Τράπεζα Κρανιδίου.[9] Το σχολείο στεγάστηκε σ΄ εκείνο το διδακτήριο μέχρι το 1999.

Τη 10/ετία 1999 – 2019 φιλοξενήθηκε σ’ αυτό το νεοσύστατο τότε Δημαρχείο της Πόλης, ενώ από το 2010, μετά την κατάργηση του Δήμου, στεγάζεται μέχρι σήμερα (2022) το Κοινοτικό Κατάστημα.

 

Υποσημειώσεις


[1] Μιχαήλ Αγγ. Παπαβασιλείου: «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης», Αθήνα 1988.

[2] 1953: Ήταν η χρονιά της φοίτησής μου στην Α΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου.

[3] Την έκθεση μάς την παραχώρησε η κα Ήρα Φραγκούλη – Βελλέ την οποία και ευχαριστούμε.

[4] Μιχ. Παπαβασιλείου: «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης», Αθήνα 1988.

[5] Ευσταθίου Γ. Στίκα: «Ανασκαφή Παλαιοχριστιανικής Ερμιόνης» Π.Α.Ε. 1955, σελ. 236-240.

[6] Ο εκπαιδευτικός Ιωάννης Σιωράς ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα αξιόλογος, ευθύς, σεμνός, πράος με εξαιρετικές πρακτικές δεξιότητες, πλούσιες διοικητικές γνώσεις και άριστη παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση. Εξίσου σοβαρός και δραστήριος, χωρίς μεγαλοστομίες και έπαρση ήταν και ο πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας Ευάγγελος Δημαράκης, γι’ αυτό και η συνεργασία τους καρποφόρησε.

[7] Ο Επιθεωρητής Ιωάννης Γκρίλας, τον οποίο γνώριζα και προσωπικά, ήταν άριστος Παιδαγωγός, αυστηρός αλλά ακριβοδίκαιος με δημοκρατικές ιδέες. Εξέδιδε το παιδαγωγικό περιοδικό «Το Νέο Σχολείο» και εκτελούσε τα καθήκοντά του με ευσυνειδησία και ευπρέπεια.

[8] Πληροφορηθήκαμε ότι για την ανέγερση της 6ης αίθουσας του Σχολείου καταλυτική ήταν η βοήθεια του καθηγητή της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Πέτρου Στεριώτη, ο οποίος εκείνους τους χρόνους ήταν Υπουργός Οικονομικών. Ο Πέτρος Στεριώτης επισκεπτόταν συχνά την Ερμιόνη, παραθέριζε τα καλοκαίρια και του άρεσε να κάνει τη βόλτα του στο Μπίστι.

[9] Γ.Α.Κ. Νομού Αργολίδος: «Εκπαιδευτικά…», Φακ. 127.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου, «Σταθμοί στον χρόνο και την ιστορία (Τα τρία παλαιά διδακτήρια της Ερμιόνης)», Αθήνα, 2022.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912) στη Μικρασιατική καταστροφή (1922)

$
0
0

Από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912) στη Μικρασιατική καταστροφή (1922) – (Τεκμήρια της τοπικής μας Ιστορίας)


 

Γαλαξίας κατάσπαρτος μ’ αστέρια μοιάζει η Ιστορία της Ελλάδας μας. Κάποια λαμπρά και φωτεινά στον ξάστερο ουρανό της σηματοδοτούν με το ανέσπερο φως τους τις ένδοξες σελίδες της. Κι άλλα θολά, χλωμά και άτονα στον συννεφιασμένο ουράνιο θόλο σημαδεύουν τις οδυνηρές στιγμές της.

Την επέτειο δυο τέτοιων εκ διαμέτρου αντίθετων γεγονότων καλούμεθα οι πανέλληνες αυτόν τον χρόνο να θυμηθούμε και να τιμήσουμε.

Δύο γεγονότα που η Ελλάδα από τις κορυφές της δόξας οδηγήθηκε και από τα δικά της σφάλματα, στον όλεθρο και την καταστροφή ζώντας τραγικές στιγμές. Φέτος λοιπόν, συμπληρώνονται 110 χρόνια από τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 αλλά και 100 χρόνια από την οδυνηρή Μικρασιατική καταστροφή. Τότε, εκείνη τη 10ετία (1912-1922) των αλλεπάλληλων πολέμων και των καταιγιστικών εξελίξεων στο κάλεσμα του χρέους, στις τάξεις του Ελληνικού στρατού κατετάγησαν και τα νεαρά βλαστάρια της γενέτειράς μας [Ερμιόνη Αργολίδας].

Ορισμένα απ’ τα παιδιά της πολεμώντας γενναία δεν γύρισαν πίσω, χύνοντας το αγιασμένο αίμα τους και σπέρνοντας τα ιερά τους κόκκαλα σε στεριές και θάλασσες για να βάλουν τα θεμέλια μιας καινούργιας ελεύθερης πατρίδας.

Η Ερμιόνη για εκείνα τα παλληκάρια της έστησε λαμπρό Ηρώον και χάραξε με ολόχρυσα γράμματα πάνω στο λευκό μάρμαρο τα ηρωικά τους ονόματα για να θυμίζουν στους αιώνες τη θυσία τους.

Για όλους τους ήρωες των Βαλκανικών πολέμων η «Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος», της οποίας πρόεδρος ήταν ο Αθηνών Θεόκλητος και συμμετείχε σ’ αυτή ο αοίδιμος Μητροπολίτης Ύδρας Προκόπιος, με την από 8 Φεβρουαρίου 1913 εγκύκλιό της «Προς τους Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας του Κράτους» ανακοίνωνε την απόφασή της «Περί τελέσεως εν τοις ναοίς του Κράτους την Γ’ Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (Σταυροπροσκυνήσεως) εκάστου έτους, μνημοσύνου των υπέρ της πίστεως και πατρίδος αγωνισαμένων και πεσόντων».

Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια και όταν η Ερμιόνη το 1930 έφτιαξε το μνημείο των πεσόντων μετά το μνημόσυνο στην εκκλησία ψαλλόταν η επιμνημόσυνη δέηση στο Ηρώον. Την παρακολουθούσε πλήθος κόσμου και παρευρίσκονταν σ’ αυτή οι συγγενείς των νεκρών. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη.

 

Ηρώον των Πεσόντων Αγωνιστών κατά τους πολέμους του 1912 – 1913 και 1940 -1944, στο κεντρικό λιμάνι της πόλης το 1930.

 

Η αείμνηστη Ανθούλα Λαζαρίδου-Δουρούκου θυμάται τη μητέρα της να θρηνεί, καθώς είχε χάσει τον αδελφό της Κυριάκο Κων/νου Γκολεμά κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ αυτή την τραβούσε για να απομακρυνθούν, καθώς η παιδική ψυχή της δεν άντεχε στη θέα των θλιβερών αυτών εικόνων.

Στις επιμνημόσυνες εκείνες δεήσεις ακούστηκε για πρώτη φορά και ο πολύ γνωστός ύμνος «των κατά γη και θάλασσαν», αγνώστου συνθέτη. Στην Ερμιόνη τον «έφεραν» από την Ύδρα ο αείμνηστος Απόστολος Γκάτσος και ο πατέρας μου Μιχαλάκης Σπετσιώτης, οι οποίοι είχαν δεσμούς με το νησί και τον Μητροπολίτη Προκόπιο Καραμάνο. Τα ύστερα χρόνια στον ύμνο συμπληρώθηκε «των κατά ξηράν, θάλασσαν και αέρα», αφού πια μνημονεύονταν και οι «πεσόντες» ηρωικοί αεροπόροι μας.

Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε ανέκδοτα τεκμήρια των δύο αυτών πολέμων που απέχουν μεταξύ τους λιγότερο από μια 10/ετία και αφορούν την τοπική μας Ιστορία.

 

Βαλκανικοί Πόλεμοι

 

α) Οι νεκροί Ερμιονίτες στρατιώτες εκείνων των πολέμων ήσαν:

  • Γκολεμάς Ανάργυρος του Νικολάου ή Αναστασίου: Σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1913 στη μάχη του Μετσόβου.
  • Κατζιλιέρης Ιωάννης του Σπύρου: Πνίγηκε στον Στρυμόνα το 1913.
  • Καρεκλάς Δημήτριος του Παναγιώτου: Σκοτώθηκε στις 20 Ιουνίου 1913 στο Κιλκίς.
  • Νοταράς Γεώργιος του Σταματίου: Απεβίωσε τον Ιούνιο του 1913 στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Φλώρινας.
  • Κιούσης Αντώνιος του Γ.: Ήταν ναύτης και έπεσε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.

β) Στην εφημερίδα «Ερμιονική Ηχώ» είναι δημοσιευμένες φωτογραφίες Ερμιονιτών εφέδρων αξιωματικών και στρατιωτών που συμμετείχαν σε εκείνους τους πολέμους ως κληρωτοί και επιστρατευμένοι. Μάλιστα κάποιοι γύρισαν τραυματίες, όπως ο Βασίλειος Δεληγιάννης, ο Δαμιανός Νάκος και άλλοι.

γ) Δημοσιεύουμε το προσωρινό απολυτήριο από τις τάξεις του Στρατού του Ιωάννη Τράκη, πατέρα της κυρίας Ελένης Τράκη.

 

Επιστολικό δελτάριο: Φωτογραφία Αξιωματικών και Υπαξιωματικών του λόχου Γεφυροποιών (Μηχανικό).

 

7ον Σύνταγμα Πεζικού

42ος Λόχος

Προσωρινόν απολυτήριον

Ο στρατιώτης Τράκης Ιωάννης του Νικολάου γεννηθείς εν Ερμιόνη …καταταγείς ως έφεδρος της απογραφής 1907….μεταβαίνει σήμερα εις την εστίαν του δυνάμει της υπ’ αριθμ. 147845/581 εγκυκλίου διαταγής του Υπουργείου των Στρατιωτικών. Ο ειρημένος έλαβε μέρος εις την εκστρατείαν.

Εν Αθήναις τη 6 Νοεμβρίου 1913

Ο Διοικητής του Τάγματος

(Υπογραφή)

δ) Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 και σ’ εκείνους που ακολούθησαν έλαβαν μέρος ως ανώτεροι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού και οι απόγονοι της θρυλικής ερμιονίτικης οικογένειας των Μητσαίων Σταμάτης, Αθανάσιος και Κωνσταντίνος, τέταρτη γενιά, παιδιά του Αντώνη Μήτσα, όπως έχουμε γράψει.

ε) Το συγχαρητήριο τηλεγράφημα που απέστειλε ο Δήμαρχος Ερμιόνης Άγγελος Παπαβασιλείου προς τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.

 

Ερμιόνη, Αύγουστος 1913

Εξοχότατον Πρόεδρον,

Κυβερνήσεως Ελευθέριον Βενιζέλον

Αθήνας

 

Μεθ’ όλων (των) συνδημοτών μου σπεύδω (να) υποβάλλω θερμά και εγκάρδια συγχαρητήρια ευχόμενος να ζήσετε έτη πολλά προς δόξαν της πατρίδος.

Δήμαρχος

Άγγελος Παπαβασιλείου

 

Τέλος, να σημειώσουμε πως ο φόρος αίματος των Βαλκανικών πολέμων ήσαν τριακόσιοι σαράντα έξι (346) αξιωματικοί και εννέα χιλιάδες τετρακόσιοι τριάντα οκτώ (9.438) στρατιώτες.

 

Χάρτης της Νέας Μεγάλης Ελλάδος. Οροθετικός χάρτης της Ελλάδας του εκδοτικού οίκου ΕΣΠΕΡΙΑ, Λονδίνο, 1920. Παρουσιάζει την Ελλάδα προ του 1912, την Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την Ελλάδα κατά το 1920. «Πώς ο Βενιζέλος ευρήκε την Ελλάδα εις τα 1910 και πώς με τον ηρωισμόν του ελληνικού στρατού και τον πατριωτισμόν του Πανελληνίου την έκαμεν εις τα 1912 – 1913 και εις τα 1920». Λονδίνον, Εσπερία 1920.

 

Μικρασιατική Εκστρατεία

 

α) Ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Δημήτριος Αμπελάς στο βιβλίο του «Κάθοδος των νεωτέρων Μυρίων» αναφέρει:

 

«Ο εξ Ερμιονίδος έφεδρος ανθυπίατρος Παπαβασιλείου (πρόκειται για τον αείμνηστο γιατρό της Ερμιόνης Απόστολο Αγγ. Παπαβασιλείου) την προηγηθείσαν νύκτα εις Αλαγιούντ ακόμη, είδεν όνειρον, το οποίον μόλις εξύπνησεν, πριν και έτι αναχωρήσωμεν προς τα υψώματα Κιουτάχειας, όπου εδόθη η  μάχη, αφηγήθη προς τον Ταγματάρχην του Μιχαήλ Χριστόπουλον∙ Ονειρεύθη ότι όλοι μας είχαμεν επιβιβασθεί εις τα πλοία∙ ο Σκρέτας δεν είχεν επιβιβασθεί∙ αλλ’ έμεινεν εις την Ασίαν∙ Εκ του ονείρου ο δε Παπαβασιλείου και ο Χριστόπουλος έμειναν με την εντύπωσιν ότι ο Σκρέτας όστις τότε εξετέλει καθήκοντα γραμματέως του τάγματος, θα φονευθεί∙ και πράγματι κατά την αμέσως επακολουθείσασαν μάχην της Κιουτάχειας ο Σκρέκας εκ των πρώτων εφονεύθη».

 

Ο σεβαστός μου φίλος Παναγιώτης Πανταζής, Αντιστράτηγος ε.α., επίτιμος υπαρχηγός Γ.Ε.Σ., ο οποίος μου έδωσε το βιβλίο και μου υπέδειξε το σχετικό απόσπασμα, μου εξήγησε ότι: «Η Μεραρχία εκείνη ήταν ανεξάρτητη και βρισκόταν στο βόρειο μέρος της Μ.Α. Μαχόμενη δε κατέβαινε προς τα κάτω με σκοπό να φτάσει στα παράλια και να επιβιβασθεί στα πλοία για να φύγει και να γυρίσει στην Ελλάδα».

Ακούγοντας και διαβάζοντας τα παραπάνω αβίαστα ήρθε στο νου μου η εικόνα του γιατρού μας Απόστολου Παπαβασιλείου∙ ενός ανθρώπου που επί πέντε και πλέον δεκαετίες βοήθησε την κοινωνία της Ερμιόνης αλλά και όλη την επαρχία ώστε να ξεπερνά μικρές και σοβαρές ασθένειες ατομικές ή ομαδικές! Μικρόσωμος, σπιρτόζος μια ιδιαίτερη πράγματι φιγούρα. Τον φαντάζομαι να σηκώνει τα σπινθηροβόλα μάτια του προς τον Ταγματάρχη και με τη βαθιά, κυματιστή φωνή του να αφηγείται το όνειρο.

 

Μονάδα πεζικού του ελληνικού στρατού στο Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ), 6/7/1921. Συλλογή Μικρασιατικής Εκστρατείας. Αρχείο ΕΡΤ.

 

β) Στους «εξαφανισθέντες» στρατιώτες στη Μικρά Ασία είναι και ο Ερμιονίτης στρατιώτης Αθανάσιος Γεωργίου Παναγιώτου. Ήταν αδελφός του Δημητρίου Γεωργ. Παναγιώτου, που διετέλεσε Πρόεδρος της Κοινότητος Ερμιόνης από 6-6-1921 έως 2-10-1922 και πατέρας της αείμνηστης Άννας Ταγκάλου.

Επίσης κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1919 – 1922 και σύμφωνα με τα στοιχεία του Πίνακα Πεσόντων του Στρατού φέρονται ως νεκροί οι Ερμιονίτες στρατιώτες:

  • Δημήτριος Κωτσάκης του Γεωργίου: Απεβίωσε στις 25 Οκτωβρίου 1922 στο Ουσάκ.
  • Σταμάτης Οικονόμου του Αγγέλου: Απεβίωσε την 1η Φεβρουαρίου 1920 στο Α’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Διακομηδής.
  • Γεράσιμος Πάλλης του Γεωργίου: Απεβίωσε στις 17 Ιουλίου 1921 στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Το όνομά του δεν είναι γραμμένο στο Ηρώον της Ερμιόνης.
  • Δημήτριος Μαρόγιαννης του Αθανασίου: Έπεσε στη μάχη του Σαγγαρίου στις 13 Ιανουαρίου 1921. Το όνομά του είναι εσφαλμένα γραμμένο στο Ηρώον της Ερμιόνης.

Με τις παραπάνω αναφορές αναρωτηθήκαμε για ποιο λόγο έχουμε την υποχρέωση να γιορτάζουμε και να τιμούμε εκείνες τις επετείους; Για ποιο λόγο άραγε πρέπει να συμμετέχουμε ολόψυχα σ’ αυτές;

Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη, γιατί έχουμε αφήσει τον χρόνο να ξεθωριάσει τις εικόνες και να τις πάρει από τα μάτια και τη σκέψη μας. Έχουμε τη γνώμη πως ακόμη και στους δύσκολους χρόνους που περνάμε «τα ουσιώδη πρέπει να επαναλαμβάνονται» και να αποτελούν οδοδείκτες της ζωής μας. Η αντικειμενική γνώση των γεγονότων τονώνει την αγάπη προς την πατρίδα και καλλιεργεί την πατριωτική συνείδηση και την εθνική ομοψυχία.

Ειδικότερα φέτος που διανύουμε έναν ακόμη χρόνο μνήμης ενδόξων αλλά και οδυνηρών γεγονότων που καθόρισαν την ιστορική μας διαδρομή αλλά και τις συνθήκες της σημερινής μας κοινωνίας, ας δείξουμε ότι αυτά μας έχουν «γίνει μαθήματα» και ας τα αγγίξουμε με σοβαρότητα, ευαισθησία, υπευθυνότητα και ενότητα.

 

Σημείωση:

  1.  Με τους αγαπητούς φίλους και συνεργάτες στον Ερμιονικό Σύνδεσμο κυρίους Γιάννη Ησαΐα και Γιώργο Φασιλή έχουμε ξεκινήσει μεγάλη έρευνα για τα ονόματα των συμπολιτών μας που είναι γραμμένα στο Ηρώον και έπεσαν στους αγώνες της Πατρίδας. Από την έρευνα αυτή δανείσθηκα τα ονόματα των Ερμιονιτών που έπεσαν στους Βαλκανικούς Πολέμους.
  2. Ευχαριστώ την κα Ελένη Τράκη και τον φίλο και ανιψιό του ήρωα Δημ. Μαρόγιαννη κ. Θανάση Α. Μαρόγιαννη για τη συμμετοχή τους στην έρευνα και τις σχετικές πληροφορίες.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

 

George Jarvis – Από την Αλτόνα στην Ερμιόνη |Ο πρώτος Αμερικανός εθελοντής στην Επανάσταση του 1821

$
0
0

George Jarvis – Από την Αλτόνα στην Ερμιόνη | Ο πρώτος Αμερικανός εθελοντής στην Επανάσταση του 1821


 

Πρόλογος[1]

 

Αντιλαμβανόμαστε γενικά ότι είναι δύσκολο να αποτιμηθεί συνολικά η προσφορά των ξένων εθελοντών στην ελληνική υπόθεση. Η ιστορία του Φιλελληνισμού κινείται ουσιαστικά μέσα στα πλαίσια του θρύλου. Το κοινό αίσθημα, η σχολική διδασκαλία της ιστορίας του Εικοσιένα και οι προφορικές διηγήσεις από γενιά σε γενιά, υποβαθμίζουν την προσπάθεια για εμβάθυν­ση στην αντικειμενική κριτική θεώρηση της ιστορίας μας. Ποιές οι θετικές και ποιές οι αρνητικές πλευρές στο σύνολο των ξένων συμπολεμιστών; Ποιοί ήσαν οι γνήσιοι φιλέλληνες, ποιοί οι τυχοδιώκτες και ποι­οι οι πράκτορες των Μεγάλων Δυνάμεων; Ωφέλησαν την υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας οι ξένοι που κατέβηκαν στην Ελλάδα και σε ποιό βαθμό; Πολλές φορές αγνοήθηκαν ξένοι εθελοντές, που έδειξαν ηρω­ισμό, ήθος, ανιδιοτέλεια και συνέπεια, όπως συμβαί­νει εν πολλοίς στη περίπτωση του George Jarvis, κα­θώς και αυτών που έπεσαν στη μάχη του Πέτα και σε άλλα πεδία μαχών και αντίθετα, τιμήθηκαν εκείνοι οι εθελοντές με αποδεδειγμένη αρνητική παρουσία στην Επανάσταση. Για να βγάζουμε την αλήθεια σε κάθε πε­ρίπτωση πρέπει να την εξετάζουμε ιδιαίτερα.

Στις υπάρχουσες ιστορικές πηγές ο Αμερικανός εθελοντής George Jarvis είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ξένου αγωνιστή και φιλέλληνα, που πολέμησε και πρόσφερε τη ζωή του στον ιερό και ηρω­ικό αγώνα των Ελλήνων με τις πιο ειλικρινείς προθέσεις του  χωρίς υστεροβουλίες. Εγκατέλειψε τα πάντα, σπουδές, πατρίδα, γονείς και μέλλον και ήρθε πρώτος από τους Αμερικανούς στην επαναστατημένη Ελλάδα, τη νέα πατρίδα του, όπως την αποκαλούσε. Άγνωστος μέσα σε αγνώστους, μόνο με την αγάπη του για την ελευθερία και την Ελλάδα, αγωνίστηκε κοντά στους θαλασσινούς και στεριανούς επαναστάτες, Υδραίους και Ερμιονίτες, και διακρίθηκε παίρνοντας σταθερά με την αξία του τα αξιώματα του ναυτικού και του στρα­τού, ούτως ώστε να φτάσει μέχρι τον βαθμό του Αντιστρατήγου.

 

«Ο Θεμιστοκλής», υδατογραφία, έργο του Αντωνίου Ε. Κριεζή (1872-1944). Αντίγραφο από έργο του Antoine Roux που φιλοτεχνήθηκε στη Μασσαλία το 1811. Ο πίνακας απεικονίζει το μπρίκι Θεμιστοκλής της νήσου Ύδρας με ρωσική σημαία. Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας.

 

Η πρωτοφανής, βέβαια, συρροή των εθελοντών στην υπόδουλη Ελλάδα δεν ήταν διόλου ανυστερό­βουλη. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι εθελοντές απέβλεπαν σε αξιώματα, βαθμούς και απόκτηση πε­ριουσίας, διότι σε αρκετές περιπτώσεις ορέγονταν τα τουρκικά κτήματα, τα σπίτια, τους θησαυρούς και τις περιουσίες τους, ενώ ήταν απαιτητικοί και αξίωναν μεγάλους μισθούς, αξιώματα στο στρατό και στη δη­μόσια διοίκηση καθ’ ην στιγμή δεν υπήρχε τακτικός στρατός και δημόσιο Ταμείο. Ο Τζωρτζ Τζάρβις βρισκό­ταν στην άλλη άκρη. Ήταν ο πιο αγνός ήρωας που αγα­πούσε την ελευθερία και γι’ αυτό κατέβηκε στην Ελλάδα. Στόχος της ιστορίας δεν είναι να στηλιτεύσει ή να καταδικάσει, αλλά να αναζητήσει την αλήθεια και τα αίτια των γεγονότων. Και αυτό προσπαθούμε…

 

George Jarvis, η ζωή του

 

Ο George Jarvis – το όνομά του παρουσιαζόταν σε διά­φορες ελληνικές παραλλαγές των ντόπιων, όπως π.χ. Ζέρβας, Ζέρβις, Ζερβός, Ιάρβις, Γέρβης ή Ζέρβης, γεν­νήθηκε το 1798 στην Αλτόνα της Βόρειας θάλασσας, που τότε ανήκε στη Δανία (σήμερα είναι προάστιο του Αμβούργου της Γερμανίας), και ήταν περήφανος για την αμερικανική του καταγωγή. Ήταν γιος του Αμερι­κανού Benjamin Jarvis, εμπόρου και διπλωμάτη από τη Νέα Υόρκη, που είχε εγκατασταθεί ως Πρόξενος της Αμερικής στη δανική τότε Αλτόνα, πριν από το 1795. Η μητέρα του Maria Carolina Dede ήταν Γερμανίδα.[2] Το Νοέμβριο του 1821, σε ηλικία 23 χρόνων και γνώ­στης τριών γλωσσών (μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά), εμπνέεται από το φιλελληνικό ρεύμα και αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ελλάδα, για να πολεμή­σει κάτω από τις σημαίες των Ελλήνων επαναστατών, παρότι ο πατέρας του προσπάθησε να τον αποτρέψει χωρίς αποτέλεσμα.

Ο Jarvis διακόπτει τις σπουδές του και τον Νοέμ­βρη του 1821 φεύγει από την Χαϊδελβέργη και μέσω Φρανκφούρτης, Ζυρίχης, Στρασβούργου και Λυών κα­ταφθάνει στη Μασσαλία στις 12 Μαρτίου 1822, από όπου θα μπαρκάρει για την Ελλάδα, μέσω Μάλτας, μαζί με τον Άγγλο εθελοντή, αξιωματικό του Ναυτι­κού, Franc Abney Hastings. Στις 3 Απριλίου θα αποβιβασθούν, από το σουηδικό καράβι «Τροντχάϊμ» (Trondjem), σε μια έρημη ακτή της Ύδρας. Εκεί συνα­ντήθηκε με τον Μανώλη Τομπάζη και του ζήτησε να υπηρετήσει στο ελληνικό Ναυτικό παραδίδοντάς του συστατικά γράμματα, τα οποία έφερε μαζί του. Κοντά στην ακολουθία των οικογενειών Τομπάζη και Βούλ­γαρη και δίπλα στους Υδραίους και Ερμιονίτες ναυτι­κούς ο Γεώργιος Ζέρβης, όπως αρέσκονταν να υπο­γράφει στην ελληνική, αγωνίστηκε από τον Μάη του 1822 μέχρι το 1824 και είναι ο πρώτος Ευρωπαίος μάρτυρας της σφαγής στη Χίο.

Θα γράψει τα ακόλουθα λόγια σε μια επιστολή του γι’ αυτήν την περίοδο της ζωής του:

 

«Ως για μένα, εγώ, καθώς γνωρίζετε, κύριε, κατά το διάστημα της διαμο­νής μου στην Ελλάδα, έχω ζήσει πάνω από δυο χρό­νια με τους Υδριώτες και ομολογώ ότι έχω μια μεγάλη αγάπη γι’ αυτούς. Αλλ’ όμως ποτέ δεν θα συμβάλλω σε τίποτε που θα μπορούσε να είναι εναντίον των σχε­δίων και του συμφέροντος της Κυβερνήσεως… Όσον αφορά τις ναυτικές υποθέσεις, κολακεύομαι ότι με το να ήμουν σε όλες τους τις εκστρατείες και να παραβρέθηκα στα συμβούλιά τους, έχω γνωρίσει τις ανά­γκες τους, όπως, επίσης, τις διαθέσεις και τη δύνα­μή τους… Οι Έλληνες είναι άνθρωποι μεγαλοφυείς και γνωρίζουν τις ανάγκες τους καλλίτερα από κάθε ξένο, χρειάζονται, πρέπει να πω, μόνον τρία πράγ­ματα, δηλαδή, χρήματα, χρήματα, χρήματα… Κατά τα τρία λυπηρά και ζοφερά χρόνια, κατά τα οποία παρευρέθηκα μάρτυρας στις, χωρίς παράδειγμα, προ­σπάθειες των γενναίων και πατριωτών Ελλήνων… όντας αξιωματικός του Ελληνικού Ναυτικού, ήμουνα τα δύο χρόνια μαζί τους, στις διάφορες επιχειρήσεις στη Χίο, Μυτιλήνη, στις ακτές της Μικρός Ασίας, Συ­ρίας, Κρήτης, Κύπρου, στο Αρχιπέλαγος και στην Πε­λοπόννησο. Έκαμα δεκατρείς διάφορες εκστρατείες μαζί τους, κατά τις οποίες εκάψαμε αρκετά πλοία της γραμμής, καθώς και μικρότερα, κατελάβαμε άλλα, κυριέψαμε και υπερασπίσαμε φρούρια και δώσαμε κάθε δυνατή βοήθεια στους πρόσφυγες χριστιανούς. Οι νεώτεροι Έλληνες σε πολλές λεπτομέρειες ομοιά­ζουν με τους προγόνους τους. Οι ίδιοι άνθρωποι, οι οποίοι πολεμούν σαν ναυτικοί, όταν επιστρέφουν, κατατάσσονται σαν άνδρες της ξηράς. Έτσι ήμουνα παρών στην πολιορκία της Αθήνας, του Ναυπλίου, την υπεράσπιση του Μεσολογγίου και στη μάχη με τον Χουρσίτ-Πασά, στο Μοριά…».

 

Όλα αυτά τα είδε και τα κατέγραψε ο George Jarvis και στις επιστολές και το Ημερολόγιό του. Ο Jarvis ήταν αγνός, δεν είχε μνησικακία ούτε ιδιοτέ­λεια, δεν κατέγραψε ψευδείς πληροφορίες και ανυ­πόστατα περιστατικά στις επιστολές του.[3] Ελάμβανε μέρος στις μάχες, εμψύχωνε τους στρατιώτες του, αγαπούσε τον αγώνα των Ελλήνων, αισθανόταν την Ελλάδα σαν χώρα δική του, υπέστη όλες τις ταλαι­πωρίες της στρατιωτικής ζωής, τραυματίστηκε και στο τέλος έδωσε τη ζωή του. Ήταν τόσο γοητευμέ­νος εξάλλου από την αγνή Ελληνική Φύση που είχε συλλάβει την ιδέα να δημιουργηθεί μια αμερικανική αποικία σε κάποιο  ελληνικό χωριό σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές.

 

Άποψη της Ύδρας στα τέλη του 18ου αιώνα. Castellan “Lettres sur la Morée”, Paris 1808.

 

Η καθημερινότητα του Αμερικανού φιλέλληνα στην Ερμιόνη και στο Κρανίδι

 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει για τον αναγνώστη η καθημε­ρινή ζωή του κατά τα διαλείμματα των επιχειρήσεων του υδραίικου και ερμιονικού στόλου εναντίον του εχθρού.

Ο George Jarvis πολύ σύντομα έμαθε ελληνικά, φόρεσε φουστανέλα κι έγινε ένας Ρωμιός μικροκαπετάνιος και είχε στην υπηρεσία του – στις εκστρατείες, που ανελάμβανε – καμιά τριανταριά παλληκάρια, τα οποία τον αποκαλούσαν ο καπετάν Γιώργης ο Αμερικάνος. Ήταν σκληραγωγημένος και ευπροσάρμοστος, κάτι που ήταν πολύ σπάνιο στους ξένους εθελοντές. Ο Τζωρτζ Τσάρβις δεν έχανε την ευκαιρία ανάμεσα από τις περιπολίες και τις αψιμαχίες των ελληνικών Υδριώτικων καραβιών να κατεβαίνει – στα διαλείμματα των επιχειρήσεων – στα μέρη και στα λιμάνια, όπου λιμενίζονταν για ανεφοδιασμό, να πραγματοποιεί εκ­δρομές, μαζί με τους Έλληνες φίλους του μεταξύ των οποίων και ο επιστήθιος φίλος του, Δημήτριος Βούλγαρης, ο κατοπινός πρωθυπουργός την Ελλάδας, στις γύρω περιοχές του Κρανιδίου και της Ερμιόνης για δι­ασκέδαση και κυνήγι. Οι δύο αυτοί φίλοι ήσαν δεινοί κυνηγοί και περιπατητές. Γράφει κάπου στο ημερο­λόγιό του:

 

«Το ίδιο απόγευμα έκαμα μια εκδρομή αυ­θημερόν με τα πόδια στο Άργος και γυρίζοντας, εκτός από πέτρες και σκοτωμένα άλογα κ.λπ., δεν είδα τί­ποτε αξιοσημείωτο. Και ύστερα επιβιβάστηκα για την Ύδρα. Την 31η Αυγούστου 1822 έτρεξα στο Καστρί-Ερμιόνη, ένα φτωχό μέρος αλλά με αρχαία απομεινάρια από οικήματα που βρέθηκαν εκεί, ενάντια σε δυ­νατούς ενάντιους ανέμους· και έτσι νωρίς επέστρεψα στην Ύδρα κατά την 1 η Σεπτέμβρη».

 

Αλλού, λίγο αργότερα, αναφέρει:

 

«Στις 7 Νοεμβρί­ου 1822,[4] όντας η εορτή του Αγίου Δημητρίου των Ελ­λήνων, πήγα να συγχαρώ τον κύριο Δημήτριο Βούλ­γαρη και πήρα μαζί μου τον κύριο Εμμανουήλ Ξένο[5] και τον Ολλανδό καπετάνιο. Μας είχαν καφέ και κα­πνίσαμε πίπες κατά τον Υδριώτικο τρόπο. Καθήσαμε για δείπνο και ολόκληρη η ημέρα πέρασε χαρούμενα και ευχάριστα. Κατά το απόγευμα μερικές πολύ χαρι­τωμένες γυναίκες και κορίτσια έκαμαν την εμφάνισή τους. Στις 8 του Νοέμβρη, άφησα το εξοχικό σπίτι του κυρίου Βούλγαρη κοντά στο Καστρί, όπου πέρασα τέσ­σερις ημέρες και διασκέδασα κυνηγώντας. Στις 9 Νο­έμβρη, έκαμα μια επίσκεψη στο Μοναστήρι του ηγού­μενου, ενός πολύ κοινωνικού και καλού άνδρα, με τον οποίο είχα γνωριστεί στην Ύδρα· τότε, εκείνες τις ώρες με την εμφάνιση του τουρκικού στόλου είχε προστρέξει μαζί με πολλούς άλλους για άσυλο στην Ύδρα».

 

Ακολούθως καταγράφει, με κάποια λεπτομέρεια, ένα συμβάν στην Ερμιόνη, μέσα στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων.[6] Ήταν το περιστατικό του ακού­σιου θανάτου του Καπετάν Αχιλλέα, καταδικασμένου εκεί σε απομόνωση για την εγκατάλειψη και προδο­σία του Ακροκόρινθου. Συνεχίζοντας περιγράφει την ξεχωριστή και ευχάριστη θέση αυτού του μοναστηριού που βρίσκεται στην μισή απόσταση μεταξύ της Ερμι­όνης και του Κρανιδίου. Πολλά εδάφη του αρχίζουν τώρα να καλλιεργούνται και είναι περιτριγυρισμένο από πολλά ελαιόδεντρα. Ο κήπος του κυρίου Βούλγα­ρη ήταν περιτριγυρισμένος από ένα ψηλό μαντρότοιχο από πέτρες τέλεια ευθυγραμμισμένες στη σειρά και με νερό σε αφθονία. Από εκεί έκαμε μια εκδρομή στο Κα­στρί, ένα φτωχό απομεινάρι της κάποτε φημισμένης πόλης της Ερμιόνης, αλλά δεν είχε τότε το χρόνο να επισκεφθεί περισσότερες περιοχές.

Λίγους μήνες αργότερα στα μέσα του Ιουνίου του 1823, πέρασε με πλοιάριο από την Ύδρα απέναντι στο Μετόχι, όπου όλη την ημέρα κυνηγούσε και σκότωσε δεκατρία πουλιά, αγριοπερίστερα και άλλα. «Υπάρχει μεγάλη ποσότητα από λιμνάζοντα ύδατα, των οποί­ων οι ολέθριες και λοιμικές τους αναθυμιάσεις προξε­νούν τόση μεγάλη ανθυγιεινότητα που σχεδόν όλα τα παιδιά πεθαίνουν. Εδώ δεν βρήκα κανένα παιδί γεν­νημένο ζωντανό».

 

Η σφραγίδα της Πολιτείας Καστρί-Κάτω Ναχαγέ 1808

 

Εκείνες τις ημέρες έκαμε εκδρομές στο εσωτερικό της περιοχής και έβρισκε ακαλλιέργη­τες και άγριες εκτάσεις. Κοιμόταν σε καλύβες βοσκών ή σε χωράφια με αραβόσιτο, τα οποία ήσαν αλωνισμέ­να, δίπλα σε άλογα στον καθαρό αέρα. Προηγουμέ­νως είχε στείλει πίσω στην Ύδρα τα πουλιά μαζί με τον σκύλο που είχε μαζί του για το κυνήγι. Λίγες ημέ­ρες αργότερα την Τρίτη 17 Ιουνίου 1823, βαδίζοντας εντελώς μόνος από την Ερμιόνη στην Θερμησία συνά­ντησε ένα πολυπληθές σμήνος από πέρδικες, αγριο­περίστερα κι άλλα πουλιά και λαγούς. Φθάνοντας σε ένα μποστάνι με πράσινα αγγούρια και κρύο νερό φρεσκαρίστηκε. Συνεχίζοντας την πορεία του ανεβαίνει σε ένα φρούριο το οποίο φαίνεται να είναι από την εποχή των Ενετών. Το ύψωμα αυτό ήταν κρεμνώδες και δύσκολο να το διαβεί κανείς. Ο λόφος του μάλλον βραχώδης, χωρίζεται στα δύο και το κυρίως φρούριο στέ­κεται στο ψηλότερο σημείο του, αλλά τείχη, σπίτια και όλα είναι κατεδαφισμένα και όλα αυτά πάνε προς εξα­φάνιση. «Η χώρα εδώ φαίνεται πολύ ρομαντική, αλλά άγρια και μάλλον ψυχρή και έρημη. Περιοχή ήρεμη και ζεστή χωρίς ανθρώπινη δραστηριότητα στον ορί­ζοντα και ένα αμέτρητο σμήνος από ακρίδες στον κήπο του κυρίου Νικολού».

Φθάνοντας σε ένα δάσος από ελαιόδεντρα αντίκρισε απέναντι το Καστρί (Ερμιόνη), όπου έφθασε στη 1 το μεσημέρι. Εκεί φρεσκαρίστηκε στη στάνη του Λακάσση. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και ένοιωθε ότι όλες οι μέρες του περνούσανε υπερβολικά γρήγορα. Χωρίς την ελάχιστη αύρα, έγραψε. Μπαίνοντας μέσα στο χω­ριό λίγο αργότερα, το απόγευμα, τον είδαν οι κάτοικοι και «με αμφισβήτησαν και με υποψιάστηκαν… Δώδεκα άνδρες, πήδησαν ξαφνικά μπροστά μου και μου πήραν το δίκανο κυνηγετικό όπλο μου και με προσήγαγαν στην Καγκελαρία, κατηγορώντας με ότι είμαι Τούρ­κος και κατάσκοπος. Τότε όλοι οι κάτοικοι του χωριού έτρεξαν κοντά μου. Πιο πολύ περίεργες ήσαν οι γυναί­κες που κραύγαζαν εναντίον μου. Κάθε στιγμή ένοιω­θα ότι θα με έκαναν κομμάτια. Οι απαντήσεις μου δεν ωφελούσαν. Ζήτησαν το διαβατήριό μου. Στο τέλος μετά από ένα συμβούλιο, αφού με υποχρέωσαν να κα­τεβάσω τα εσώρουχά μου[7] για εξέταση, ήμουν ελεύθε­ρος. Κοιμήθηκα σε εκείνο το γραφείο υπό περιορισμό, φυλασσόμενος από έναν Μωραΐτη. Την επόμενη ημέ­ρα πήγα με έναν άνδρα από το Καστρί στο κτήμα του Δημητρίου Βούλγαρη, όπου ο τελευταίος τον διαβε­βαίωσε για την αλήθεια και τις φιλικές μας σχέσεις. Τότε αμέσως (άλλαξε το σκηνικό) προσφέρθηκαν να με γνωρίσουν και να γίνουν φίλοι μου…».

Επειδή ο Τζάρβις υπηρέτησε κατά το πλείστον σε Υδριώτικα και σε Σπετσιώτικα καράβια μας δίνει ενδι­αφέρουσες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των ναυτικών. Παρατήρησε ότι οι Υδραίοι είχαν καλύτε­ρη σειρά, στάση και τάξη στη ναυτική καθημερινότη­τα από τους Σπετσιώτες και τα καράβια των πρώτων ήσαν σε καλύτερη κατάσταση και έτοιμα να αναλά­βουν δράση. Οι δε άνδρες τους ήσαν ομοιόμορφα ντυ­μένοι στα μπλε χρώματα και όλοι τους ήσαν Έλληνες. Αντίθετα στα σπετσιώτικα καράβια υπήρχε προσωπι­κό από όλη την Ελλάδα, την Ασία και την Αφρική. Οι Άραβες ήσαν φυλακισμένοι λόγω του πολέμου ή από τον στόλο του Μωχάμετ Αλί. Μεταξύ αυτών των τελευ­ταίων, τον εντυπωσίασε ένας άνδρας χωρίς πόδια από τα γόνατα και κάτω, άλλος ένας μ’ ένα χέρι, δύο τυφλοί από το ένα μάτι κ.ά. Αυτοί δε με τα κομμένα πόδια ερ­γάζονταν καλύτερα από τους υπόλοιπους. Όλοι τους δεν μιλούσαν καθόλου ελληνικά…

 

Η σφραγίδα του Δημογεροντίου της Ερμιόνης

 

Η πλουσιότερη τάξη των Σπετσιωτών φορούσε ενδύματα με φωτεινά και ελαφρότερα χρώματα που συνοδεύονταν από ένα μαντήλι λαιμού, ένα μαντήλι γύρω από τη μέση τους και όλοι γενικά φορούσαν μα­ντήλια στο κεφάλι τους αντί για καπέλα.

Ο Τζ. Τζάρβις παρατηρούσε επίσης συμπεριφορές και νοοτροπίες. «Στο πλοίο του Τομπάζη κάποια ημέ­ρα όταν δειπνούσαν στο κατάστρωμα συζητώντας και κοντράροντας ο ένας τον άλλο κατά τον συνήθη ελλη­νικό τρόπο, δημιουργήθηκε ένας θόρυβος και αναβρα­σμός μεταξύ αυτών και όταν ο καπετάνιος παρήγγειλε τον βοηθό του να τους μιλήσει για να σωπάσουν, αυ­τοί αμέσως σώπασαν. Κι αυτό γίνεται, συνεχίζει στη διήγησή του, γιατί οι Έλληνες ευχαριστιούνται να φι­λονικούν και να συζητούν πολύ για το τίποτε και εί­ναι συνηθισμένο να μιλάνε όσο το δυνατόν φωναχτά και εκείνος που μιλά δυνατότερα και περισσότερο βρί­σκει τη μέγιστη προσοχή και κατανόηση από τους υπό­λοιπους. Οι Έλληνες αγαπούν τη καλή ζωή και στα πλοία, όταν δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους, ο καπετά­νιος που προνοεί για τρόφιμα και φέρεται καλά σ’ αυ­τούς, οι ναύτες θα τον υποστηρίξουν από την πλευρά τους φιλότιμα όσο κανέναν άλλον. Οι άνδρες συντρώ­γουν μεταξύ τους 3 φορές την ημέρα, περίπου στις 7 το πρωί, κοντά στις 12 το μεσημέρι και τέλος πριν το ηλιοβασίλεμα. Εκτός από το τυρί τους, τις ελιές και τις σαρδέλες, η κύρια τροφή τους είναι το κρέας ή ρύζι κάθε μέρα, το οποίο προετοιμάζεται με έναν έξοχο τρό­πο. Το κρέας κόβεται σε μικρά κομμάτια και βράζεται, αφού προηγουμένως τσιγαριστεί σε βούτυρο, σαν μέ­ρος μιας διαδικασίας για να δημιουργηθεί το πιλά­φι».

Επιπλέον παρατηρεί πάνω στο τραπέζι του πλοί­ου και ένα είδος πεπονιού, που τα κομμάτια του εάν βρασθούν ομοιάζουν στη γεύση με γογγύλια και σερ­βίρονται κατόπιν. «Το κρασί της Σάμου, το οποίο είναι πολύ δυνατό, σερβίρεται σε κάθε άνδρα σε δύο μεγά­λα ποτήρια μπύρας σε κάθε γεύμα της ημέρας. Οι άν­δρες συντρώγουν πέντε έξι μαζί, γύρω από ένα μικρό επίπεδο τραπέζι χωρίς πόδια, και κάθε τραπέζι έχει τον μικρό του βοηθό για να σερβίρει τους άνδρες όποτε του το ζητούν, να τους γεμίζει τα ποτήρια με κρασί κλπ. Είναι ιδιαίτεροι με το φαγητό και το κρασί τους. Εάν στο ποτήρι τους εμφανιστεί κάποιο μηδαμινό σκουπίδι, εάν το κρασί είναι θολό έστω και στο ελά­χιστο, κάνουν μεγάλη φασαρία πάνω σ’ αυτό. Μολοταύτατα δεν είναι τόσο ιδιαίτεροι σε άλλες εκδη­λώσεις τους».

Η οικογένεια Βούλγαρη εφοδίαζε συχνά τους ναυτικούς με πουλερικά και άλλα κηπευτικά από τον κήπο τους στο Καστρί. Και ο Τζωρτζ Τσάρβις, στα δια­λείμματα των αψιμαχιών μεταξύ του ελληνικού και τουρκικού στόλου, πεταγόταν συχνά στο σπίτι της οι­κογένειας Βούλγαρη, η οποία τον υποδεχόταν φιλι­κά και ευγενικά και του είχαν παραχωρήσει μάλιστα δικό του κατάλυμα για την εκεί διαμονή του, μέρος στο οποίο έμενε συχνά για διάστημα αρκετών ημερών. Άνετα και ευγενικά απολάμβανε όλες τις περιποιήσεις των ιδιοκτητών του σπιτιού. Έτσι έβρισκε, όπως έγρα­ψε, την ευκολία του για να ξεκουράζεται, να εργάζεται και να γράφει.

Την 26η Φεβρουάριου 1824, αφού αποχώρη­σε από τον στόλο των Υδραίων, φθάνει με ελληνικό διαβατήριο ως πληροφοριοδότης του υδραίικου κλι­μακίου, μέσω Τριπολιτσάς, Γαστούνης, Πύργου και Καλαβρύτων στο Μεσολόγγι και με σύσταση του Αλέ­ξανδρου Μαυροκορδάτου και Κουντουριώτη, γνωρίζε­ται με τον Λόρδο Βύρωνα, ο οποίος τον διορίζει υπα­σπιστή του και συνάμα ιδιαίτερο γραμματέα του. Βάση όμως πάντα παρέμεινε η Ύδρα, την οποία αγαπούσε σαν δεύτερη πατρίδα του. Την Ερμιόνη και το Κρανίδι επίσης. Η γνωριμία του με τον Δημήτριο Βούλγαρη υπήρξε καθοριστική.

Στο Ημερολόγιο[8] του Αμερικανού φιλέλληνα αντιστράτηγου George Jarvis, αγωνιστή της Ελληνι­κής Επανάστασης, βρέθηκαν πέντε κείμενα γραμμέ­να στα ελληνικά, που αναφέρονται στα γεγονότα του 1822 και 1823. Από αυτά, τα τέσσερα είναι ημερολό­για καραβιών του Ελληνικού Στόλου και το τελευταίο, το πέμπτο, είναι σύντομη εξιστόρηση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Κρήτη. Όλα αυτά τα κείμενα τα έγραψε ο Ζέρβης στα χαρτιά του, από ζήλο για να συ­γκεντρώσει όσα στοιχεία μπορούσε για την υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, που τον είχε συνεπάρει και με την οποία είχε συνδέσει τη μοίρα του. Υποθέτουμε όμως ότι χρησιμοποίησε αυτά τα ημερολόγια του και σαν άσκηση στο γράψιμο και στο διάβασμα, όταν πρωτομάθαινε ελληνικά από τη πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα. Διότι τα προαναφερόμενα τέσσερα ημερολόγια είναι αντιγραμμέ­να από τα ναυτικά ημερολόγια, τα οποία είχαν συντάξει γραμματικοί των  καραβιών του στόλου της Ύδρας, επειδή τα δύο πρώτα χρόνια παραμονής του στην Ελ­λάδα υπηρετούσε κάτω από τις εντολές των αδελφών Τομπάζη. Οι φιλικές σχέσεις του Ζέρβη με τους καπεταναίους και καραβοκυραίους της Ύδρας του έδωσαν την ευκαιρία να τα αντιγράφει για να μαθαίνει την ελληνική γλώσσα.

Εκείνο που έχει τελικά σημασία είναι η θυσία του Τζωρτζ Τζάρβις στον αγώνα του ’21, η απροσμέτρητη και αληθινή αγάπη του για τους Έλληνες και η σεμνό­τητα του. «Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του, οι συγγε­νείς του θέλησαν να διαθέσουν την όποια περιουσία του. Προς τιμήν τους, ως προϋπόθεση έθεσαν την τα­κτοποίηση οιασδήποτε οικονομικής εκκρεμότητας του Τζωρτζ Τζάρβις. Γι’ αυτό τον λόγο δημοσίευσαν ανα­κοίνωση στον τύπο και καλούσαν όποιον είχε κάποια απαίτηση να παρουσιασθεί στον «διορισμένο διαιτητή δια λογαριασμόν του μακαρίτου» προσκομίζοντας και τις σχετικές αποδείξεις».

Πρέπει να θεωρήσουμε τον George Jarvis ως τον χαρακτηριστικότερο τύπο ξένου αγωνιστή και αγνού Φιλέλληνα. Άγνωστος, ανάμεσα στους Έλληνες αγω­νιστές, πολέμησε με ζήλο κοντά στους θαλασσινούς και στεριανούς και διακρίθηκε. Και τέλος, όπως έγρα­ψε «Η Γενική Εφημερίδα», αρρώστησε πιθανόν από τις κακουχίες και προσβλήθηκε από επιδημική νόσο, ίσως από τύφο ή τέτανο. Πέθανε στο Άργος, όπου και ετάφη στις 11 Αυγούστου 1828/23 Αυγούστου 1828, στο προαύλιο του ναού του Αη-Γιάννη, με τιμές Αντιστρατήγου. Ήταν τότε 30 ετών!

 

Υποσημειώσεις


[1] Για όσα τυχόν λάθη απομένουν στο άρθρο αυτό την ευθύνη, φυσικά, φέρω εγώ. Για την αδιάλειπτη βοήθειά του ιδιαίτε­ρα ευγνώμων είμαι στον κ. Λίνο Μπενάκη, για την πρόσβαση και την καθοδήγηση στα έγγραφα και το υλικό του Τζωρτζ Τζάρβις και τη φιλοξενία του όσο μελετούσα αυτό το αρχείο, για την πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφερε. Τα σχόλια και οι παρατηρήσεις του, η υπομονή και εμπιστοσύνη που μου έδειξε, με οδήγησαν να καταλάβω τις κεντρικές ιδέες που πραγ­ματεύεται η παρούσα εργασία μου και με προετοίμασαν για το συναρπαστικό αυτό ταξίδι. Η συμβολή και η υποστήριξη του υπήρξε πολύτιμη στον μόχθο και στις χαρές της διαδικασίας, με την οποία το άρθρο αυτό αναδύθηκε στο φως του ήλιου.

[2] Λίνος Γ. Μπενάκης, Jarvis George, «Ένας λησμονημένος σπουδαίος Αμερικανός Φιλέλληνας», Άρθρο στο περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», τεύχος 1, σελ. 11, Ιανουάριος 2009.

[3] Jarvis George, Letters from Greece, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Ind. 756. G. Georgiades Arnakis, George Jarvis, His journal and related documents, εκδ. Institute for Balkan Studies, Thessaloniki 1965.

[4] Η εορτή του Αγίου Δημητρίου είναι στις 26 Οκτωβρίου, δηλ. 7 Νοεμβρίου με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο.

[5] Ένας πλούσιος Έλληνας από την Ολλανδία. Μετά τη πτώση του Ναυπλίου, αγόρασε το μέγαρο του τοπικού Πασά και δια­τηρούσε ανοικτό αυτό το σπίτι για τους Έλληνες και Φιλέλληνες φίλους του.

[6] Αντρικό τότε, ενώ σήμερα το μοναστήρι είναι γυναικείο και ένα από τα καλύτερα της Πελοποννήσου.

[7] Οι Τούρκοι κατά κανόνα είχαν κάνει περιτομή.

[8] Το ημερολόγιό του αρχίζει από τη Φραγκφούρτη στις 22 Νοεμβρίου 1821 και τελειώνει στο Μεσολόγγι στις 5 Δεκεμβρίου 1824. Καλύπτει 200 τυπωμένες σελίδες έκτων οποίων οι 40 σελίδες είναι στη γερμανική γλώσσα λόγω της μητέρας του που ήταν Γερμανίδα, 15 σελίδες στη γαλλική (σώζονται 6 επιστολές από τον πρίγκιπα Μαυροκορδάτο και 9 επιστολές προς εκείνον) και 145 σελίδες στην αγγλική γλώσσα, επιστολές κυρίως προς τον πατέρα του.

 

Πηγές


  • Νέα και ανέκδοτα στοιχεία για τους Τζωρτζ Τζάρ­βις, Πέτρο Μπελλίνο και Μπονιφάτσιο Μποναφίν, «Ναυπλιακά Ανάλεκτα», τ. 3, σ. 155-160, 1998.
  • Λίνος Γ. Μπενάκης, George Jarvis, Ένας λη­σμονημένος σπουδαίος Αμερικανός Φιλέλληνας, Άρθρο στο περιοδικό «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», τεύχος 1ο, Ιανουάριος 2009.

 

Σπύρος Κάλμπαρης

Δημοσιογράφος της Ένωσης Κυκλαδικού Τύπου, Ειδικός Γραμματέας της Ε.ΚΥ.Τ., Μέλος της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών.

 

Σχετικά θέματα:

 

Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης

$
0
0

Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης Αργολίδας


 

Το Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης, έργο του Ερμιονικού Συνδέσμου, βρίσκεται κοντά στον Ιερό Ναό της Παναγίας, στο Ιστορικό Κέντρο της Ερμιόνης. Στεγάζεται στην Εστία Πολιτισμού «Μιχαήλ Παπαβασιλείου»  και εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 2013. Το κτήριο είναι δωρεά του αείμνηστου δασκάλου της Ερμιόνης, Μιχαήλ Παπαβασιλείου.

 

Εστία Πολιτισμού «Μιχαήλ Παπαβασιλείου»

 

Τα εκθέματα, παιχνίδια και αντικείμενα χειροποίητα και βιοτεχνικά που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα το παιδί, προέρχονται από την περίοδο 1900 έως 1960 και ιδιαίτερα από την τελευταία δεκαετία 1950 – 1960.

Στο χώρο κυριαρχεί η αυθεντική φωτογραφία/κολλάζ της Ερμιόνης του 1940 με παιδιά να παίζουν, ανέμελα, στο Λιμάνι, που προεκτείνεται, ευρηματικά, στο δάπεδο της αίθουσας, για να δεχτεί το παιδί με το πατίνι, τους βόλους, το τζίτζι, τα φούσια, τα κανάρια, τις σβούρες και το πίτσι… Οι προθήκες με τσίγκινα παιχνίδια, στρατιωτάκια, κούκλες, πάνινα ζωάκια και μουσικά όργανα, τα αιωρούμενα αεροπλανάκια και οι μαριονέτες, η σχολική γωνιά με το θρανίο και το μαυροπίνακα, τα πήλινα αντίγραφα των αρχαίων παιχνιδιών, το παιδικό δωμάτιο και ο χώρος της ραπτικής, οι «ιπτάμενοι» χαρταετοί και το αερόστατο συνθέτουν ένα «παιγνιδαγωγείο», πολύχρωμο. Τη συλλογή συμπληρώνει η γωνιά του Καραγκιόζη, με τις αυθεντικές φιγούρες και το μπερντέ, του σπουδαίου καραγκιοζοπαίχτη Χαρίδημου.

 

Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης

 

Ο επισκέπτης του Μουσείου αντλεί σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία, την παράδοση, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του τόπου, καθώς και τη συμμετοχή του παιδιού στο παιχνίδι, ενώ παράλληλα διεγείρονται παιδικές μνήμες και προκαλείται συγκινησιακή φόρτιση.

 

Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης

 

Στόχος του Μουσείου είναι η καταγραφή, η διάσωση και η διάδοση των παραδοσιακών παιχνιδιών της Ερμιόνης και του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, καθώς και η διοργάνωση εκδηλώσεων, σεμιναρίων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

 

Μια «Χρονομηχανή» για μεγάλα και μικρά παιδιά στην Ερμιόνη

Ο πρόεδρος του «Ερμιονικού Συνδέσμου», κ. Γιάννης Σπετσιώτης, σχετικά με την ιδέα, μίλησε στον κ. Κώστα Πρώιμο, ιδιοκτήτη και εκδότη της περιφερειακής εφημερίδας «Ενημέρωση Πελοποννήσου», το Νοέμβριο του 2017:

 

Ουσιαστικά μέσα από την λειτουργία του μουσείου παιδικών παιχνιδιών, θέλουμε να δώσουμε συνέχεια, στα οράματα του αείμνηστου και μεγάλου πνευματικού ανθρώπου, Μιχαήλ Παπαβασιλείου, οποίος υπήρξε πραγματικά πρωτοπόρος. Το 1950 έπραττε, όσα εκπαιδευτικά προγράμματα, οι καθ’ ύλιν αρμόδιοι, προσπαθούν ακόμη να υλοποιήσουν στις μέρες μας. Έκανε τότε, σχολικούς συνεταιρισμούς, επέτρεπε την παρουσία των γονέων, στις σχολικές αίθουσες κατά την διάρκεια του μαθήματος, διοργάνωνε θεατρικές παραστάσεις, έφτιαχνε με τους μαθητές, σχολικούς κήπους. Μέχρι και θεία λειτουργία έκανε, στον ιερό ναό της Αρχαίας Αθηνάς στο «Μπίστι», για να συνδέσει το αρχαιοελληνικό πνεύμα, με το χριστιανικό στοιχείο, διότι εικάζεται ότι ο ναός, χρησιμοποιήθηκε από τους πιστούς, των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Στην Ερμιόνη του ’50! Είχε ο ίδιος εκφράσει την επιθυμία, μέσα στην διαθήκη του, μετά τον θάνατό του, να γίνει το σπίτι του, ένα πολιτιστικό κέντρο.

 

Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης

 

Εμείς ως «Ερμιονικός Σύνδεσμος», με την ανιδιοτελή προσφορά των μελών μας, ανακαινίσαμε την οικεία «Παπαβασιλείου» και αποφασίσαμε να το μετατρέψουμε, σε Μουσείο παιδικών παιχνιδιών. Την οργάνωση και την λειτουργία του, αναθέσαμε στην κ. Μαρία Τράκη, η οποία πραγματοποίησε ταξίδια στο εξωτερικό, ώστε να επισκεφτεί ξένα αντίστοιχα μουσεία και να εμπνευστεί ιδέες, διότι στην Ελλάδα είναι λιγοστά. Με κέφι «ρίχτηκε στην δουλειά» και επωμίστηκε, μια μεγάλη ευθύνη. Εμείς ως ελάχιστη αναγνώριση, προς την ανιδιοτελή της προσφορά, διότι οργάνωσε, έστησε, διέθεσε μια τεράστια προσωπική συλλογή παιχνιδιών, αλλά και δαπάνησε πολλά χρήματα από την τσέπη της, θεωρήσαμε ηθική υποχρέωση, να δώσουμε στην αίθουσα του μουσείου, το όνομα της (Mαρία Ι. Τράκη). Ιδιαίτερα ευχαριστούμε, την κ. Ανθούλα Λαζαρίδου – Δουρούκου, τον Γιώργο και την Ήρα Βελλέ, τη Ρίνα Λουμουσιώτη, τη Λίτσα Παγώνη, τη Βιβή Σκούρτη, την Ελένη Κούστα, τον Γιάννη και την Ελένη Κατσαρού, τον Γιώργο Καρακατσάνη και τον Γιάννη Αραπάκη.

 

Μια πολυθεµατική εστία πολιτισμού στο Μουσείο Παιχνιδιών της Ερµιόνης

Σημειώνει για το Μουσείο, στο περιοδικό Saronic Magazine το Νοέμβριο του 2016, η Βιβή Σκούρτη, τ. Σύμβουλος Προσχολικής Αγωγής, συγγραφέας και υπεύθυνη  του περιοδικού «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα».

 

Το Μουσείο Παιχνιδιών Ερµιόνης ιδρύθηκε από το εµπνευσµένο Δ.Σ. του Ερµιονικού Συνδέσµου και εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του 2013. Αναπτύχθηκε µε την αγάπη της τοπικής κοινωνίας, όσων πίστεψαν στην αναγκαιότητα της ύπαρξής του, προσφέροντας οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους, και κάτω από τη συνεχή φροντίδα, το εκλεπτυσμένο γούστο, την έγνοια και την ανιδιοτελή προσφορά της Μαρίας Τράκη, που ξεκίνησε να συλλέγει τα εκθέματα, για να φθάσει στη σημερινή συλλογή, που όλο και ανθίζει.

Στεγάζεται σε ένα ανακαινισμένο διώροφο κτίριο στην καρδιά της πόλης, δωρεά του επιφανούς δασκάλου του τόπου µας Μιχάλη Παπαβασιλείου. Αποτελείται από την αυλή και τον χώρο υποδοχής συνάμα και γραφείο του συλλόγου. Εκεί φιλοξενούνται ο µπερντές του αρίδηµου, το κουκλοθέατρο, προθήκη µε αντικείμενα της προσκοπικής µας ιστορίας, η αποθήκη, η κουζίνα, κ.α.

Στον δεύτερο όροφο, που οδηγούμαστε από µια πέτρινη σκάλα, φιλοξενούνται εκθέματα χειροποίητα και βιοτεχνικά που αφορούν άμεσα και έµµεσα το παιδί, προερχόμενα από την περίοδο 1900-1960, και κυρίως τη δεκαετία 1950-1960, αλλά και αντικείμενα από την τοπική σχολική ζωή. Οι συλλογές αποτελούν πηγή έμπνευσης και µνήµης για την ανάπτυξη των εκπαιδευτικών προγραµµάτων στο πλαίσιο πάντα των δράσεων.

 

Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης

 

Το Μουσείο Παιχνιδιών είναι ίδρυμα κοινής ωφέλειας, µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ανοιχτό στο κοινό και στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Περιέχει αντικείμενα ιστορικής, λαογραφικής και επιστημονικής αξίας, ενώ είναι πολυθεµατικό και σχεδιασμένο µε βάση τις δυνατότητες των παιδιών, αλλά και των επισκεπτών εν γένει.

Ο επισκέπτης αντλεί σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία, την παράδοση, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του τόπου, καθώς και τη συµµετοχή του παιδιού στο παιχνίδι ενώ παράλληλα διεγείρονται παιδικές µνήµες και προκαλείται συγκινησιακή φόρτιση.

 

Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης

 

Στόχος του Μουσείου είναι η καταγραφή, η διάσωση και η διάδοση των παραδοσιακών παιχνιδιών της Ερμιόνης και του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, καθώς και η διοργάνωση εκδηλώσεων, σεμιναρίων και εκπαιδευτικών προγραµµάτων. Συντηρεί, ερευνά, επικοινωνεί, εκθέτει υλικές µμαρτυρίες του ανθρώπου και του τοπικού περιβάλλοντος, µε σκοπό την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία. Κυρίως όμως σκοπό έχει να προσφέρει ευχαρίστηση και χαρά.

Ο πολυδιάστατος χαρακτήρας του µε την τοπική ιστορία της εκπαίδευσης και του προσκοπισμού, µε τον υλικό αλλά και τον άυλο πολιτισμό, µε το θέατρο σκιών, µε κουκλοθέατρο και την τέχνη – καλεί τον επισκέπτη να αισθανθεί, να εξερευνήσει, να παίξει, να φανταστεί, να δημιουργήσει, να εξερευνήσει, να νοσταλγήσει, να θυμηθεί. Στον τόπο µας παρέχει έργο παιδαγωγικό, κοινωνικό, αισθητικό. Οι µμέθοδοι που χρησιμοποιούνται, ώστε να επιτύχουν οι κοινωνικοί του σκοποί, έχουν σίγουρα παιδευτικό χαρακτήρα. Εδώ τα παιδιά µμπορούν να ξεναγηθούν, να παρατηρήσουν, να ερευνήσουν, να ανακαλύψουν, να συγκρίνουν, να παίξουν, να ψυχαγωγηθούν, να δημιουργήσουν, να σκεφτούν.

 

Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης

 

Η  γνώση των παιχνιδιών του περασμένου αιώνα αξιοποιείται ως εργαλείο ανάπτυξης προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων, ως πηγή ευχαρίστησης, έμπνευσης, δημιουργικότητας και ως καταλύτης αξιών. Τα εκπαιδευτικά προγράµµατα αναπτύσσονται σύμφωνα µε τις σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες, που υποστηρίζουν πως η µμάθηση είναι αποτελεσματική όταν συνδέεται µε την ενεργό συµµετοχή, την επαφή και την εμπειρία µε τα αντικείμενα. Γενικά, προσφέρει πολύπλευρη εκπαίδευση και ψυχαγωγία και αποτελεί σημαντικό βήμα εξοικείωσης µε την έννοια «Μουσείο».

 

Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης

 

Μουσείο Παιχνιδιού Ερμιόνης

 

Οι δράσεις του: Οργανώνει φεστιβάλ παιχνιδιού, ξεναγήσεις και εκπαιδευτικά προγράµµατα σε σχολεία και ομάδες επισκεπτών. Έχει δική του ιστοσελίδα και αναπτύσσει συνεργασίες µε διάφορους φορείς τοπικούς ή µη, µε το Πανεπιστήμιο κ.λπ. Λειτουργεί µε τη συµµετοχή εθελοντών, κυρίως εκπαιδευτικών.

Μελετώντας το ιστορικό της ανάπτυξης των εκθεμάτων, διαπιστώνεται ότι ο σχεδιασμός, η δημιουργία και η τοποθέτησή τους αναδεικνύουν αξίες όπως η αγάπη για τον τόπο και η σύνδεση των γενεών, η διατήρηση της µνήµης, η αξία του σεβασμού, η καλλιέργεια της συνεργασίας, η αξία της προστασίας και της προσφοράς, της διάσωσης και της διατήρησης, της επαναχρησιμοποίησης των αντικειμένων, της οικολογίας και της ανακύκλωσης. Επίσης, της ευαισθησίας, της έμπνευσης, της ανάπτυξης της δημιουργίας και δημιουργικότητας, του κεντρίσματος, της φαντασίας, της χαράς, της άσκησης µνήµης και προσοχής, της ανάπτυξης διαπροσωπικών σχέσεων κ.λπ.

Για τις ημέρες και τις ώρες λειτουργίας επικοινωνήστε με τις Ελένη και Μαρία Τράκη στα τηλ. 210-4515081, 27540-31228.

 

Σχετικά θέματα:

 

Το χρονικό μιας τραγωδίας. Η υποδοχή των προσφύγων του 1922 και η ζωή τους στην Ερμιόνη

$
0
0

Το χρονικό μιας τραγωδίας. Η υποδοχή των προσφύγων του 1922 και η ζωή τους στην Ερμιόνη – Γιώργος Ν. Φασιλής*


 

Μεγάλο το βάρος της ευθύνης, όταν καλείσαι να ερευνήσεις και να παρουσιάσεις ένα θέμα που σχετίζεται με κορυφαία ιστορικά γεγονότα της πατρίδας και αγγίζει τις καρδιές ολόκληρης της Ελληνικής κοινωνίας.

Ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, γεμάτο πόνο και δυστυχία και μεγάλη πρόκληση για μένα, αφού ανάλογη έρευνα δεν είχε ξαναγίνει στο παρελθόν. Ένα χρόνο πριν, με σεβασμό στη προσφυγιά, ξεκίνησα τη συλλογή στοιχείων, ένα εγχείρημα ομολογώ δύσκολο, διότι οι πληροφορίες από τα τοπικά αρχεία ήταν ελάχιστες και οι ζωντανές πηγές πληροφόρησης, οι πρωταγωνιστές δηλαδή, που έζησαν τις φοβερές στιγμές του 1922, δυστυχώς, δεν υπήρχαν στη ζωή.

 

Σμύρνη

 

Μοναδική πηγή μου οι απόγονοί τους, οι οποίοι μετά το αρχικό αναμενόμενο ξάφνιασμα, επειδή κάποιος θέλησε να ασχοληθεί με τις ρίζες τους, μου άνοιξαν τα σπίτια τους και τη καρδιά τους και με δέχτηκαν με ζεστασιά και μεγάλη διάθεση να βοηθήσουν. Αγκάλιασαν τη προσπάθειά μου, την έκαναν δική τους υπόθεση, με εμπιστεύθηκαν και με συγκινητική προθυμία, ήθελαν να μου μεταφέρουν τις αφηγήσεις των γονιών τους, αυτό το σπαρακτικό και συνάμα θαυμαστό βίωμα με τον πόνο της προσφυγιάς, αλλά και το κουράγιο τους για μια νέα αρχή. Στις ευχαριστίες μου, απαντούσαν ευγενικά: «Εμείς σ’ ευχαριστούμε, που βγάζεις από το σεντούκι μας κομμάτια της ζωής μας, για τα οποία είμαστε υπερήφανοι, αλλά κανένας μέχρι τώρα, δεν θέλησε να ασχοληθεί».

Η προσφυγιά είναι ένα θέμα που μας προκαλεί και μας προσκαλεί να σκύψουμε στο πόνο, τη θλίψη και την εξαθλίωση, αλλά και στην υπερηφάνεια, την αξιοπρέπεια, την ψυχική δύναμη, τη δημιουργία και το πάθος για τη ζωή.

Ο ποιητής Νίκος Γκάτσος γράφει:

«Άντρα και γείτονα και φίλε,

στη φτώχεια και την προσφυγιά,

μια παγωμένη σπίθα στείλε,

να σου την κάνω πυρκαγιά».

 

Σύντομη ιστορική αναδρομή

 

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει, η Οθωμανική Αυτοκρατορία συντρίβεται και παραδίδεται στους συμμάχους άνευ όρων. Η Ελλάδα βρίσκεται στο στρατόπεδο των νικητών και περιμένει την ανταμοιβή της. Η έκταση και ο πληθυσμός της έχουν διπλασιασθεί, αλλά ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος με τη διορατικότητά του κρίνει ότι είναι η κατάλληλη συγκυρία για την πραγματοποίηση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας, που επί 465 χρόνια από την άλωση της Πόλης, μεταφέρεται ως θρύλος από γενιά σε γενιά των Ελλήνων.

Το θωρηκτό Αβέρωφ με άλλα συμμαχικά πλοία αγκυροβολεί στον Βόσπορο και πλημμυρίζει με συγκίνηση και εθνική υπερηφάνεια τους 200.000 Έλληνες της Πόλης. Στο Πατριαρχείο τελείται δοξολογία, οι Βυζαντινοί ύμνοι δονούν την ατμόσφαιρα, οι θρύλοι ζωντανεύουν και οι Έλληνες αρχίζουν να ονειρεύονται. Πιστεύουν ότι έφτασε η ώρα να πληρωθεί ο μύθος του «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι!!».

Στη διάσκεψη της ειρήνης (Ιαν. 1919) για το μοίρασμα των κεκτημένων του πολέμου, ο Βενιζέλος με την προσωπικότητα και τη ρητορική του δεινότητα κερδίζει την εύνοια των συμμάχων και διεκδικεί εδάφη της Μ. Ασίας και ιδιαίτερα της Σμύρνης.

Οι σύμμαχοι για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή το εγκρίνουν και στις 2 Μαΐου 1919, νηοπομπή με Ελληνικό Στρατό καταφθάνει στο λιμάνι της Σμύρνης και ανατέλλει ο ήλιος της λευτεριάς. Πρώτο δένει στη προκυμαία συμβολικά το υπερωκεάνιο «Πατρίς» και προκαλεί φρενίτιδα ενθουσιασμού και συγκίνησης στη λαοθάλασσα των Ελλήνων, που 465 χρόνια περίμεναν την ευλογημένη αυτή μέρα. Με ροδοπέταλα και δάφνες ραίνουν τους στρατιώτες και με τις σημαίες έχουν μετατρέψει τους δρόμους σε γαλανόλευκους χειμάρρους! Ακόμα και τα γαμήλια στέφανα κατέβασαν από τις στεφανοθήκες οι γυναίκες, για να στεφανώσουν τους στρατιώτες. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος ευλογεί τους στρατιώτες και αναφωνεί «Χριστός Ανέστη!» Η ατμόσφαιρα δονείται από το «Χαίρε, ω χαίρε λευτεριά!» Είναι μέρα Αναστάσεως και εθνικής υπερηφάνειας! Είναι η μέρα της πολυπόθητης λευτεριάς!

Σε λίγους μήνες οι Έλληνες στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και πολλοί νέοι της Ερμιόνης, με ηρωικές μάχες καταλαμβάνουν σημαντικές πόλεις γύρω από την Σμύρνη. Ωστόσο, ο νέος ηγέτης των Τούρκων Κεμάλ Ατατούρκ, που γνωρίζει ότι το ρολόι της ιστορίας σήμανε τη δική του ώρα για τη δημιουργία της Νέας Τουρκίας, οργανώνει στρατό και αντεπιτίθεται. Ο Βενιζέλος πετυχαίνει την έγκριση των συμμάχων για προέλαση στο εσωτερικό της Τουρκίας, με σκοπό να μειώσει τη δύναμη του Κεμάλ και σε 35 ημέρες οι Έλληνες, με νικηφόρες μάχες μοναδικής γενναιότητας, αλλάζουν τον χάρτη της Μ. Ασίας. Ο θρίαμβος της Μικρασιατικής εκστρατείας αρχίζει και η Ελλάδα μετατρέπεται σε δύναμη των δύο Ηπείρων και των 5 θαλασσών με τριπλάσιο πληθυσμό και έκταση.

Όμως, τα μεγάλα επιτεύγματα έχουν αξία όταν κατοχυρώνονται και εξασφαλίζονται. Σύμφωνα με τον Εμμανουήλ Ρέπουλη, «Στον τόπο μας, μαζί με τα δαιμόνια της αναδημιουργίας, γεννώνται και δαιμόνια καταστροφής. Τα πρώτα εν ώρα εθνικής δυσφορίας. Τα δεύτερα εν καιρώ ευτυχίας».

Ένα χρόνο μετά, ο Βενιζέλος, ο βασιλιάς χωρίς στέμμα, όπως τον αποκαλεί ο Γερμανός βιογράφος Λούντβιχ, με το τιμόνι μιας μεγάλης Ελλάδας στα χέρια του, στο απόγειο της δόξας του, αφού έχει υλοποιήσει το όραμά του, αιφνιδιάζοντας τους πάντες προκηρύσσει εκλογές.

Απρόσμενα γεγονότα φέρνουν πολιτική και κοινωνική αναταραχή και το δαιμόνιο του διχασμού, της διχόνοιας, της γνωστής κατάρας της φυλής μας, για μια ακόμη φορά γεννιέται, κυριαρχεί και επηρεάζει τις εξελίξεις. Ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές, το πηδάλιο της χώρας αλλάζει χέρια και η νέα Κυβέρνηση χωρίς όραμα και στρατηγική επιλέγει την συνέχιση της εκστρατείας προς την Άγκυρα, αγνοώντας τις σοβαρές επιφυλάξεις της στρατιωτικής ηγεσίας για την επιτυχία της. Οι Έλληνες στρατιώτες με απίστευτη γενναιότητα και μάχες που αποτελούν έξοχα παραδείγματα ανδρείας και τόλμης παγκόσμιας αναγνώρισης, γράφουν χρυσές σελίδες δόξας και καταφέρνουν να φθάσουν 50 χιλ. από την Άγκυρα. Ωστόσο, ολέθρια λάθη στρατηγικής και τακτικής και η υποτίμηση των ικανοτήτων του Κεμάλ, αφήνουν τον στρατό χωρίς έμπνευση και όραμα, δεν γνωρίζει γιατί πολεμά, κουράζεται, το ηθικό του καταρρακώνεται και αρχίζουν οι πρώτες ήττες.

Ο Κεμάλ καταφέρνει να στρέψει τη προσοχή των συμμάχων πάνω του, γίνεται συνομιλητής τους και τους πείθει ότι τώρα αυτός εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους.

Οι σύμμαχοι αλλάζουν πολιτική, αφήνουν την Ελλάδα μόνη και η Κυβέρνηση εισέρχεται σε διπλωματική δίνη. Το 1919 για τους συμμάχους η Ελλάδα ήταν η λύση και η Τουρκία το πρόβλημα. Τώρα, η Ελλάδα γίνεται το πρόβλημα και η Τουρκία η λύση. Ο Κεμάλ ισχυροποιείται στην Ευρώπη, η Ελλάδα απομονώνεται και η νικηφόρα Μικρασιατική εκστρατεία μετατρέπεται σε τραγική περιπέτεια.

Τον Αύγουστο 1922, ο Κεμάλ εκδηλώνει σφοδρή επίθεση, αποδιοργανώνει τον στρατό και τον υποχρεώνει σε γενική υποχώρηση. Οι Τούρκοι κερδίζουν την τελευταία μάχη του πολέμου, τη μάχη που έκρινε τα πάντα. Το μέτωπο του Ελληνικού στρατού διασπάται και αρχίζει η άτακτη φυγή του. Πανικόβλητοι οι στρατιώτες τρέχουν προς τα παράλια για να διαφύγουν στα νησιά του Αιγαίου. Αυτό το περήφανο στράτευμα, που μόνο το δρόμο της νίκης ήξερε και με τον ηρωισμό του προκάλεσε τον θαυμασμό της Ευρώπης, μετατρέπεται σε νεκρική πομπή και σε 15 μέρες χάνει ό,τι πέτυχε σε 3 χρόνια χωρίς ουσιαστικά να ηττηθεί.

Η Μικρασιατική εκστρατεία δεν κρίθηκε στο πεδίο τη μάχης. Όλα χάθηκαν από λανθασμένες αποφάσεις πολιτικών και στρατιωτικών, με μεγάλο υπεύθυνο και πραγματικό ένοχο τον εθνικό διχασμό. Γράφει ο Εμμ. Ρέπουλης: «Η συμφορά προήλθε από τα σπλάχνα της Ελλάδος, δεν προεκλήθη από την υποχώρηση του Στρατού. Ο Έλληνας στρατιώτης δεν ηττήθηκε! Το τρισχιλιετές δένδρο του Ελληνισμού το εξεριζώσαμεν ημείς οι ίδιοι με τα χέρια μας! Την Ελλάδα, δεν την συντρίβει το μοιραίον. Αυτοσυντρίβεται!». Ακόμα και ο Κεμάλ αργότερα θα ομολογήσει: «Η Ελλάς δεν ηττήθηκε! Αυτοηττήθηκε!».

Η Μικρασιατική εκστρατεία, που αναμενόταν ως θρύλος, άρχισε ως θρίαμβος και έκλεισε ως θρήνος, γίνεται κορυφαίο κεφάλαιο στη Μαύρη Βίβλο της Παγκόσμιας Ιστορίας, γίνεται η μητέρα των δεινών της Ελλάδας και κηλιδώνει το βιβλίο της Ιστορίας μας, με το ανεξίτηλο 1922! Ο Ελληνισμός αποχωρεί βαριά τραυματισμένος και η μακραίωνη ιστορία της Ιωνίας με το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας» κλείνει απότομα και οριστικά, στήνεται το σκηνικό και ανοίγει η αυλαία μιας ανελέητης και ανείπωτης τραγωδίας.

Η τραγωδία

 

Σμύρνη, Παρασκευή 26 Αυγούστου 1922. Ξημερώνει η Εθνική Μεγάλη Παρασκευή!

Το τελευταίο πλοίο του Στόλου μας σηκώνει άγκυρα και το βράδυ, το τελευταίο Ελληνικό βράδυ της Μικρασίας, η γαλανόλευκη υποστέλλεται για τελευταία φορά.

Τη νύκτα στα σοκάκια κυριαρχεί ο τρόμος. Την επομένη, Σάββατο, 27 Αυγούστου, χιλιάδες χριστιανοί έχουν κατακλύσει την Αγία Φωτεινή, όπου τελείται με τραγική μεγαλοπρέπεια η τελευταία Θεία Λειτουργία. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, γονατιστός μπρος στην Αγία Τράπεζα προσεύχεται σιωπηλά! Γνωρίζει ότι σε λίγο αυτός και το ποίμνιό του θα αντιμετωπίσουν την αγριότητα των Τούρκων και είναι έτοιμος να περάσει στην αθανασία! Να γίνει ο Χρυσόστομος της Σμύρνης.

Οι πιστοί περιμένουν τη Θεία Μετάληψη. Βγαίνει στην Ωραία Πύλη, μια θεϊκή γαλήνη έχει απλωθεί στο πρόσωπό του, αγέρωχος σηκώνει το Άγιο Ποτήριο και τους ενημερώνει ότι θα κοινωνήσει μόνο ένα μικρό παιδί, στο όνομα όλων. Στο τελευταίο του κήρυγμα λέει: «…Η Θεία Πρόνοια δοκιμάζει την πίστη μας, το θάρρος μας και την υπομονή μας την ώραν αυτήν. Αλλά ο Θεός, δεν εγκαταλείπει τους Χριστιανούς…».

Στις 11 ακριβώς, η Νύμφη της Ιωνίας, η Σμύρνη μας, η Γκιαούρ Ιζμίρ, (άπιστη Σμύρνη για τους Τούρκους), το μαργαριτάρι της Ανατολής για τους Ευρωπαίους παραδίδεται στο μεθυσμένο από μίσος τούρκικο γιαταγάνι και σε τρεις ημέρες τυλίγεται στις φλόγες. Οι καπνοί τυλίγουν τα κτίρια, τα δάκρυα πνίγουν τα όνειρα. Σπίτια, μαγαζιά, ορθόδοξοι ναοί, Ελληνικά σχολεία γίνονται στάχτη και το σκοτάδι σκεπάζει παρελθόν και παρόν. Ξεμαλλιασμένες κοπέλες, αλλόφρονες άντρες, γυναίκες, γέροι, γριές, παιδιά τρέχουν… τρέχουν… Ο τρόμος τους δίνει δύναμη να σέρνουν τα κουρέλια του κορμιού τους! Έρχονται!… Έρχονται! Οι μόνες κραυγές που ακούγονται! Χιλιάδες Χριστιανοί σφαγιάζονται. Παπάδες σταυρώνονται στις εκκλησιές και μισοπεθαμένα κορίτσια και αγόρια ατιμάζονται πάνω στις Άγιες Τράπεζες. Όσοι γλιτώνουν ξεχύνονται στη παραλία, ποδοπατούνται, λιποθυμούν, ξεψυχούν. Τους τρελαίνουν οι φλόγες, ο καπνός, οι χατζάρες και τα βόλια που αναζητούν σάρκα για να χορτάσουν! Παντού περπατάει ο τρόμος! Μπρος θάλασσα! Πίσω φωτιά και σφαγή! Πέφτουν στα νερά και πνίγονται! Πολλοί, κολυμπούν προς τα συμμαχικά πλοία για να σωθούν, αλλά οι ναύτες ρίχνουν ζεματιστό νερό και σε μερικούς, που καταφέρνουν να πιαστούν στην κουπαστή τους κόβουν τα χέρια! Τα ουρλιαχτά είναι φρικτά, ηχούν εκκωφαντικά και αποτρόπαια και ο διοικητής του Συμμαχικού Στόλου, διατάζει να παίξουν χαρούμενη μουσική για να μην ακούγονται οι κραυγές απελπισίας. Σκηνές μοναδικής αγριότητας και φρίκης που ξεπερνούν κάθε φαντασία. Στιγμές χάους, στιγμές ανυπαρξίας, κάτι σαν μούδιασμα, σαν νέκρωμα. Σταματά ο νους και στη ψυχή παλεύει ασυνείδητα η τραγική αλήθεια με το γλυκό ψέμα. Έχουν άραγε καμία σχέση αυτές οι σκηνές με «συνωστισμό», όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι, θέλοντας να εξαφανίσουν τη συλλογική μνήμη και την ιστορική αλήθεια;

O Αμερικανός Πρόξενος προσφέρει στον Χρυσόστομο άσυλο, μα ο Ιεράρχης απαντά: «Ο ποιμήν ο καλός, τίθησι την ψυχήν αυτού, υπέρ του ποιμνίου αυτού. Θα μείνω εδώ!». Και παραδίδεται στο λυσσαλέο αλλόθρησκο πλήθος, δέχεται τον απόλυτο ανθρώπινο εξευτελισμό και κατακρεουργημένος, ένα κατασπαραγμένο κουφάρι, χωρίς άκρα, τηρώντας την εντολή της Αποκάλυψης «Γίνου πιστός άχρι θανάτου» (μείνε πιστός μέχρι τον θάνατο), αφήνει τη τελευταία του πνοή στους δρόμους της αγαπημένης του Σμύρνης, με το αίμα του να ποτίζει τα καλντερίμια της. Ακόμα και οι Τούρκοι τρόμαξαν στην αποκάλυψη της θηριωδίας τους και έχουν καλύψει με βαθύ μυστήριο τις τελευταίες ώρες του Ιερομάρτυρα, που η θυσία του φώτισε ολόκληρο το Μικρασιατικό δράμα και έγινε ο άρρηκτος δεσμός του Ελληνισμού με τις αλησμόνητες πατρίδες. Κάθε τι το Ελληνικό και Χριστιανικό εξαφανίζεται και η γη της Ιωνίας, «το κατάλευκο κρίνο των ευαγγελισμών» για τον Κωστή Παλαμά, «η ευλογία του Θεού, το μύρο και το χρώμα του Αιγαίου» για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μετατρέπεται σε έναν τεράστιο ομαδικό τάφο του Ελληνισμού, με εκατόμβες θυμάτων και ανείπωτες φρικαλεότητες. «Όταν η φρίκη ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια», γράφει ο Στρατής Μυριβήλης, «ο πεζογράφος, ο ποιητής και ο δραματουργός, είναι ανίκανος να την αντικρίσει, κατά πρόσωπο! Ο λόγος, φαίνεται φτωχός, αναιμικός».

Η Μικρασιάτισα Διδώ Σωτηρίου, διάσημη συγγραφέας, έζησε την τραγωδία και περιγράφει:

 

«Θρασιμένοι ζεϊμπέκοι, φορτωμένοι κουμπούρια και χατζάρες, μπουκάρουνε και ξαφρίζουνε το άνθος των νιάτων! Χερούκλες απλώνονται πάνω σε λυμπιστερά παλληκάρια και σε όμορφα κορίτσια. Τα σέρνουνε πίσω από το τελωνείο, τα βιάζουνε και τα εκτελούνε! Έτσι έγινε με την Αφρούλα και με την Ρέα, μια μαθητριούλα 14 χρόνων. Η γιαγιά της Αφρούλας καλότυχη, με το που είδε να πιάνουν το κορίτσι, έμεινε στον τόπο! Μα η μάνα της Ρέας, σπάραζε και έσκιζε τα μάγουλά της και έτρεχε πίσω τους. “Αφήστε το κοριτσάκι μου, εμένα πάρτε!” Tα ματωμένα δάκτυλά της, τσάκωσαν το μπλουζάκι της και το ξέσκισαν. “Κοιτάχτε!” έκανε και έδειχνε το στήθος της, σαν υπόσχεση. “Εμένα πάρτε! Όχι αυτό!” Κοριτσάκι μου! Ρέα μου!»

 

Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Πάνω σε ένα μνήμα, μια γυναίκα ξαπλωμένη τα μπρούμυτα χτυπούσε με τις γροθιές τη μαρμάρινη πλάκα και φώναζε στον άντρα της. «Βρασίδα! Που είσαι να δεις τι κάνουν στο κοριτσάκι σου! Το αγνό σου κοριτσάκι, Βρασίδα! Το ατιμάσανε! Στρατός… λεφούσι… πάνω στο κορμάκι του! Βρασίδα σήκω! Αναστήσου! Αναστήσου! Έλα να μας παρασταθείς, Βρασίδα!».

Οι Τούρκοι στέλνουν τελεσίγραφο. «Σε τρεις μέρες, οι άνδρες μεταξύ 18 και 45, κηρύσσονται αιχμάλωτοι πολέμου και σε οκτώ μέρες, οι υπόλοιποι να έχουν εγκαταλείψει την Τουρκία». Και σαν σεισμός συθέμελος, αρχίζει ο ματωμένος ξεριζωμός των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες, με κορύφωση του δράματος της προσφυγιάς. Από τα βάθη της Ανατολής όπου υπήρχαν Έλληνες, ανθρώπινα μπουλούκια, πανικόβλητοι, φορτωμένοι με μπόγους, με την απόγνωση ζωγραφισμένη στα πρόσωπα, κατηφορίζουν στους δρόμους, στα χωράφια, στις όχθες των ποταμών, στις απόκρημνες πλαγιές βουνών και λόφων και ξεχύνονται προς τα παράλια. Που θα πάνε; Έχουν σκεφτεί; Όχι, δεν έχουν τέτοιες σκέψεις τούτη την ώρα. Τώρα πρέπει να σωθούν, να γλυτώσουν τη χατζάρα του Τούρκου, τώρα κοιτάζουν να γλυτώσουν το κεφάλι τους.

 

Η προσφυγιά

 

Με τη μάσκα της απελπισίας στο πρόσωπο, ρακένδυτοι και εξαθλιωμένοι, τραγικές φιγούρες, φτάνουν στα παράλια και ανάμεσα σε φλόγες και θάλασσα, ψάχνουν το καράβι της σωτηρίας για να γλιτώσουν από το τούρκικο λεπίδι. Με δεκάδες πλοία, τα «πλοία της συμπόνοιας», όπως τα χαρακτήρισαν, μεταφέρονται στις ακτές και τα λιμάνια της Ελλάδας. Χαρακτηριστικοί οι στίχοι του Ατταλιώτη δάσκαλου και ποιητή Π. Χατζηαντώνογλου «Φεύγαν τα πλοία …. βαριά πολύ τη δυστυχία φορτωμένα. Ψάχναν… της χαράς να βρούνε τα ακρογιάλι…». Και η δακρυσμένη Μικρασία, της προσφυγιάς και της απόγνωσης, απλώνεται σε ολόκληρη την Ελλάδα σαν το ποτάμι, που ξεχείλισε και έχασε τη στράτα του, σαν το πεινασμένο κοπάδι που αναζητά τροφή. Κανείς δεν ξέρει πόσοι τελικά είναι αυτοί που κουρνιάζουν σαν καταδιωγμένα πουλιά και πόσοι έρχονται ακόμα. Πνίγεται ο Πειραιάς! Ασφυκτιά η Αθήνα! Ζητά βοήθεια η ύπαιθρος! Η κοινωνική γεωγραφία αλλάζει και επικρατεί παντού χάος! Σε 2 μήνες από την ήττα του Ελληνικού Στρατού, θα βρεθούν στην Ελλάδα 700.000 πρόσφυγες και με τη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών θα ακολουθήσουν άλλοι 370.000.

Η καραβοτσακισμένη Ελλάδα, απροετοίμαστη, συνταράσσεται από την ειρηνική εισβολή χιλιάδων ψυχών, αλλά σαν πονεμένη μάνα βρίσκει τον τόπο και τον τρόπο να τις περιθάλψει στοργικά. Τότε ακριβώς, ο Κωστής Παλαμάς, έγραψε το περίφημο: «Μία είναι η πατρίδα και των αιμάτων και των γραμμάτων».

Τα πλοία δεν γνωρίζουν το λιμάνι προορισμού. Ανάλογα με τις συνθήκες της τελευταίας στιγμής παίρνουν εντολές από τον Πειραιά, πολλές φορές εν πλω. Λόγω του πανικού και της γενικής αναταραχής, δεν ετηρούντο στοιχεία και δε γνωρίζουμε πόσα και ποια πλοία προσέγγισαν τα λιμάνια και τις ακτές της χώρας.

Η μικρή μας Ερμιόνη, ως το ανατολικότερο λιμάνι της Πελοποννήσου και το πιο κοντινό στον Πειραιά, γίνεται και αυτή καταφύγιο του πόνου και της ελπίδας.

Το παρακάτω απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από συνέντευξη της εμβληματικής Μικρασιάτισσας Φιλιώς Χαϊδεμένου, της «γιαγιάς Φιλιώς», μαρτυρά το χάος που επικρατούσε και την άφιξη πλοίων στη περιοχή μας.

 

«… βγήκαμε εμείς στον Πειραιά. Εγώ με την μάνα μου. Αλλά πριν βγούμε στον Πειραιά, 17 μέρες κάναμε μέσα στο βαπόρι, ούτε ψωμί, ούτε νερό, ούτε τίποτα. Πηγαίναμε και σε κάθε λιμάνι μας έδιωχναν, ο κόσμος ήταν πολύς, δεν μας θέλανε. Στη Θεσσαλονίκη βρήκαμε τον αδελφό μου και γίναμε τρεις. Εδώ όταν ήλθαμε, μας είπαν, θα φύγετε θα πάτε στην Ερμιόνη. Τους είπαμε ότι εδώ είχαμε κάποιους συγγενείς, γιατί ο πατέρας μου ήταν από την Νάξο και θέλουμε να βγούμε στον Πειραιά. Ένας ναύτης μας λέει: Μη φοβόσαστε, θα σας βγάλω έξω κρυφά από την μπουκαπόρτα. Δεν έχουμε λεφτά, του λέμε. Δεν θα πληρώσετε τίποτα μας απάντησε και έτσι δεν πήγαμε στη Ερμιόνη…».

 

Επίσης η ιστορικός Παραρά-Ευτυχίδου, στη τηλεοπτική εκπομπή, «Η μηχανή του χρόνου» δήλωσε: «…κατεβαίνανε από τα βαπόρια… τους διώχνανε, πήγαιναν αλλού τους ξαναδιώχνανε. Έχουμε πολλούς άστεγους, έχουν γεμίσει τα σχολεία μας, δεν έχουμε σπίτια, φύγετε τους έλεγαν. Φτάσανε στην Πάτρα, φτάσανε στην Ερμιόνη, φτάσανε στην Πελοπόννησο και βρίσκονταν μέρες ολόκληρες όλοι μέσα στο καράβι. Όσοι πέθαιναν τους πέταγαν στη θάλασσα…».

 

Η Ερμιόνη το 1922

 

Πώς ήταν η Ερμιόνη έναν αιώνα πριν, όταν γινόταν θερμή αγκαλιά και καταφύγιο χιλιάδων πονεμένων ψυχών και εξαθλιωμένων προσφύγων;

Ο τόπος που γεννηθήκαμε, η αγαπημένη μας Ερμιόνη, ήταν μια ήσυχη κωμόπολη με λίγα, αλλά καλαίσθητα σπίτια, ομορφότερη και ποιο γραφική από σήμερα, αν και δεν υπήρχαν τα πεύκα στο Μπίστι. Οι 2.160 κάτοικοι, εργατικοί, απλοϊκοί, φιλότιμοι και φιλόξενοι, ήσαν άνθρωποι με αρχές και αξίες. Οι σφουγγαράδες και οι χταποδάδες, ξακουστοί για τη τέχνη τους, ήσαν οι πρεσβευτές της Ερμιόνης, από το Άγιο Όρος μέχρι τη Μπαρμπαριά και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Τα περιβόλια και τα αμπέλια του κάμπου, οι ελιές και τα έσοδα από το εμπόριο σιτηρών και τροφίμων, κάλυπταν τις ανάγκες των κατοίκων. Με το ατμοκίνητο «Λεούσης» και αργότερα με το «Υδράκι», οι κάτοικοι επισκέπτονταν συχνά την Αθήνα και τον Πειραιά.

Κοινωνικοί και γλεντζέδες, ξεπερνούν τον αγώνα της θάλασσας, τον ιδρώτα της γης και τη νοσταλγία της ξενιτιάς, με τη μουσική, τις καντάδες στους δρόμους και τους παραδοσιακούς χορούς. Μιλούν περισσότερο τα Αρβανίτικα και λιγότερο τα Ελληνικά. Οι συμπολίτες μας από την ορεινή Αρκαδία και ιδιαίτερα το Βαλτέτσι, δεν είχαν εγκατασταθεί ακόμα μέσα στην Ερμιόνη. Ζούσαν κυρίως στο κάμπο εποχιακά, ξεχειμωνιάζοντας και γύριζαν πάλι στα μέρη τους.

Η καρδιά της πόλης δεν ήταν τότε το Λιμάνι, ούτε τα Μαντράκια. Όλη η αγορά και η κίνηση συγκεντρωνόταν στο πλακόστρωτο δρόμο που ανηφόριζε από το λιμάνι προς την Παναγία, περνούσε από το Κοινοτικό Γραφείο (σημερινή Βιβλιοθήκη «Απόστολος Γκάτσος»), έστριβε αριστερά προς τον Ταξιάρχη και κατηφόριζε προς τα Μαντράκια. Ο κεντρικός «φιδίσιος» δρόμος, όπως τον αποκαλεί ο αείμνηστος δάσκαλος Μιχαήλ Παπαβασιλείου, ήταν η αγορά και το «νυφοπάζαρο» της Ερμιόνης. Επίκεντρο η πλατεία του Καποδιστριακού, που ήταν τα γραφεία της Κοινότητας και της Αστυνομίας, όπου γινόντουσαν όλες οι εθνικές εκδηλώσεις. Υπήρχαν κουρεία, σαμαρτζίδικα, πεταλάδικα, τσαρουχάδικα, τσαγκαράδικα, εμπορικά, κρεοπωλεία και καφενεία και σε κάθε γωνιά οπωσδήποτε μια ταβέρνα ή μπακαλοταβέρνα, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Παυσανία ότι «οι Ερμιονιείς αλιείς και οινοπότες ήσανε».

Ο δάσκαλος περιγράφει:

 

«…όταν έκανες τη βόλτα σου σε αυτόν το γραφικό δρόμο, κυριαρχούσαν οι μυρωδιές από τα ψητά κρέατα, τους κεφτέδες, τις μοσχομυρωδάτες σαρδέλες, τα τουλουμοτύρια, το ρετσινάτο κρασί και τους ναργιλέδες. Οι κιθάρες, τα νοσταλγικά από τη πλανεύτρα θάλασσα τραγούδια, οι χοροί, κυρίως το σέρβικο, το συρτό και το αρχοντορεμπέτικο και οι φωνές από τις συζητήσεις για τα πολιτικά θέματα τις εποχής ξεσήκωναν τους γείτονες. Κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή μετά το σχόλασμα της εκκλησίας έβλεπες τη κίνηση ολόκληρου του χωριού. Εκεί ξεπρόβαλε σφικτά δεμένη η ομορφιά της ψυχής, με της καρδιάς την καλοσύνη. Άρχοντες με τους υποτακτικούς τους, αφεντικά με τους δούλους τους, καπεταναίοι με τα τσούρμα τους, τσελιγκάδες με την κάτασπρη φουντωτή φουστανέλα τους, το σπαστό κατακόκκινο φέσι τους στραβά βαλμένο και τις αστραφτερές καδένες που κρέμονταν από το δερμάτινο σελάχι που τόνιζε το λεβέντικο περπάτημά τους. Όλοι τους βάδιζαν καμαρωτοί πλάι-πλάι, με πρόσωπα χαρούμενα και ματιά γεμάτη καλοσυνάτο φως, που ξεχυνόταν από τα μέσα τους. Οι κοπέλες βγαίνοντας από τις εκκλησίες, έκαναν τη βόλτα τους και την Πασχαλιά, του Ευαγγελισμού και τις Απόκριες, οι πρωτοκόρες των οικογενειών έστηναν το χορό τους έτοιμες να ζευγαρώσουν. Εκεί έφταναν και τα λεβεντόπαιδα για να διαλέξουν την καλή τους, να κρατήσουν το μαντήλι της και να δημιουργηθεί το δυνατό ερωτικό σκίρτημα».

 

Τα χρόνια πέρασαν και τα παραδοσιακά μαγαζιά του κεντρικού «φιδίσιου» δρόμου, άρχισαν ένα-ένα να κλείνουν και να ανοίγουν στο λιμάνι και τα Μαντράκια. Μπορεί τα νέα μαγαζιά να ήταν ποιο μοντέρνα, με περισσότερες ανέσεις από τα παλιά, δεν είχαν όμως τη ζεστασιά και τη γραφικότητά τους.

 

Οκτώβριος 1922. Άφιξη προσφύγων στην Ερμιόνη

 

Ένα φθινοπωρινό πρωινό, αρχές Οκτώβρη του 1922, στην είσοδο του λιμανιού, αγκυροβολεί ένα από τα πλοία της «συμπόνοιας». Είναι το αργοκίνητο φορτηγό υπερωκεάνιο «ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥ», που ξεκίνησε από την Αττάλεια, μια πλούσια πόλη στο Νότο της Μικράς Ασίας, με 30.000 Τούρκους και 15.000 Έλληνες και άριστα οργανωμένη Ελληνική κοινότητα. Είναι φορτωμένο με εξαθλιωμένα σώματα και ανταριασμένες ψυχές προσφύγων, είναι γεμάτο θρήνο και δυστυχία. Γυναικόπαιδα, γέροντες και γερόντισσες διωγμένοι, έχουν βρει την «Ιθάκη τους» στο απάνεμο λιμάνι μας. Άφησαν τα σπίτια τους, τα υπάρχοντά τους και ψάχνουν να βρουν καταφύγιο, ψάχνουν να βρουν στέγη για τον πόνο τους, τη δυστυχία τους. Δεν επέλεξαν αυτοί την Ερμιόνη ως τόπο προορισμού τους. Άλλοι αποφάσισαν για αυτό. Στο λιμάνι της Αττάλειας, με ραγδαία βροχή, 5.000 γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι στοιβάχτηκαν σαν τσουβάλια στο κατάστρωμα και τα αμπάρια του χωρίς αποσκευές. «Με τέτοιο καιρό, θα σώσω μόνο ψυχές και όχι πράγματα!», φώναζε ο καπετάνιος. Παρά τις άθλιες συνθήκες του πολυήμερου ταξιδιού, βλέποντας την πόλη μας, συγκινημένοι ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο και φιλούν τα σίδερα του καραβιού. Νοιώθουν ότι έφτασαν στη γη της επαγγελίας! Ο επτάχρονος τότε Σταύρος Πεχλιβανίδης, το 1992 περιγράφει:

 

«Όταν μας είπαν ότι σε 8 μέρες πρέπει να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και τα καλά μας και να φύγουμε, όσοι είχαν τη δυνατότητα νοίκιασαν μικρά πλοιαράκια και πήγανε στη Ρόδο. Για τους άλλους, το Ελληνικό κράτος επίταξε πλοία μεγάλα. Εμείς μπήκαμε στο “ΙΩΑΝΝΗΣ” και αποβιβαστήκαμε στην Ερμιόνη. Το πρώτο ελληνικό έδαφος που πατήσαμε ήταν η Ερμιόνη. Η εντύπωσίς μας ήταν ότι βρήκαμε την πόλη – κωμόπολη με κλειστά τα παράθυρα και κλειστές τις πόρτες και άκρα σιγή. Οι άνθρωποι είχαν κακές πληροφορίες για τους πρόσφυγες, ότι θα ερχόντουσαν εξαγριωμένοι να λεηλατήσουν κ.λπ. και κλείστηκαν στα σπίτια τους».

 

Είναι φυσικό οι δυστυχισμένοι πρόσφυγες να αισθάνονται μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό που θα πατούσαν επιτέλους χώμα ασφαλές. Χώμα Ελληνικό και ελεύθερο! Ξεκληρισμένες οικογένειες, χωρίς άντρες, που γλίτωσαν από τη μανία των Τούρκων, ελπίζουν και προσδοκούν να βρουν μια ζεστή αδελφική αγκαλιά για τη πονεμένη τους ψυχή και το βασανισμένο τους σώμα. Να λυτρωθούν από τη φρίκη! Αυτή ήταν η μια πλευρά του δράματος.

 

Η Αττάλεια στη Μικρά Ασία. Λιθογραφια, σχεδιάστηκε από τον W. H. Barlett και χαράχθηκε από τον F. J. Hawell. Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Βρετανού John Carne (1789-1844), με τίτλο: «Syria, The Holy Land, Asia Minor», Λονδίνο, Fisher, Son & Co., 1836-1838.

 

Απέναντι στη στεριά οι ντόπιοι είναι ανάστατοι. Στο αντίκρισμά τους αιφνιδιάζονται. Τα μηνύματα της καταστροφής, του πόνου και της φρίκης, έχουν διασχίσει το Αιγαίο και έχουν φθάσει στο ήρεμο λιμάνι τους. Γνωρίζουν για τους ξεριζωμένους που αναζητούν σωτηρία στα λιμάνια της χώρας και ήλθε η ώρα να αντιμετωπίσουν και οι ίδιοι την προσφυγιά, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν μια φρικτή, αλλά μακρινή είδηση. Τώρα είναι δίπλα τους, στην αυλή τους και καλούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους, ως άνθρωποι και πατριώτες. Η σκέψη ότι αυτή η κοσμοπλημμύρα θα κατακλύσει το χωριό, δοκιμάζει τα φιλόξενα και ανθρώπινα αισθήματά τους και τους φέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό τους. Ο φόβος και η ανασφάλεια βασανίζουν τις ψυχές τους και η προστασία της οικογένειας και της περιουσίας από τον κίνδυνο που προκαλεί η θέα του άγνωστου, κυριαρχεί στο μυαλό τους. Ξέρουν, ότι τα σπίτια και η σοδειά τους δεν επαρκούν για τις ανάγκες 7.000 ανθρώπων. Φυσικό λοιπόν είναι να φοβηθούν και να δουν τους ανθρώπους αυτούς ως καταπατητές του ιδιωτικού τους χώρου. Φυσική και η αντίδρασή τους με παγερή σιωπή, άρνηση, πανικό και με αίσθημα προστασίας του μόχθου τους.

Το καράβι αγκυροβολημένο, μη βλέποντας καΐκια να παραλάβουν τον κόσμο που αδημονεί, σφύριζε και ξανασφύριζε. Ακολουθούν ώρες αναμονής και μεγάλης αγωνίας. Ο Δημήτρης Παναγιώτου, Πρόεδρος της Κοινότητας και οι οικογένειες Δεληγιάννη και Καραγιάννη, από τις πιο δυναμικές του τόπου, γνωρίζουν ποιο είναι το καθήκον τους αυτή τη δύσκολη στιγμή, αισθάνονται βαριά την ευθύνη στους ώμους για το βόλεμα τόσων δυστυχισμένων και αναρωτιούνται: Πού θα τους πάμε; Πού θα χωρέσουν; Πώς θα τους ταΐσουμε; Πώς θα σκεπάσει όλους αυτούς η μικρή Ερμιόνη; Προσπαθούν να πείσουν τους φοβισμένους συμπολίτες τους ότι δεν κινδυνεύουν από τους αναπάντεχους επισκέπτες. Ένας ψύχραιμος νεαρός με τη βάρκα του ξεκινά από το λιμάνι, κάνει δυο – τρεις κύκλους γύρω από το καράβι και επιστρέφει στην ακτή. Η εικόνα της εξαθλίωσης που μεταφέρει, αλλάζει κυριολεκτικά τα αισθήματα των κατοίκων. Η αγάπη και η γενναιοψυχία κυριαρχούν του πανικού, οι επιφυλάξεις και οι δισταγμοί μένουν στην άκρη και αναδεικνύονται τα αισθήματα στοργής, συμπόνοιας και αλληλεγγύης. Η ανθρωπιά νικά και το φόβο και τη προκατάληψη.

 

Ερμιόνη

 

Η μικρή Ερμιόνη, στην ιστορική αυτή πρόκληση, σε αυτή τη κρίση, ακούει τη φωνή της ψυχής της και αρχίζει μια γιγαντιαία για την εποχή επιχείρηση υποδοχής. Στόλος από καΐκια και βάρκες πηγαινοέρχονται και μέχρι το σούρουπο χιλιάδες πονεμένες μάνες με ξυπόλητα και κουρελιασμένα παιδιά έχουν κατακλείσει το λιμάνι, γυρεύοντας μια γωνία για να ακουμπήσουν. Δεν έχουν κουράγιο ούτε να κλάψουν, ούτε να μοιρολογήσουν, ούτε να παραπονεθούν. Τους ζώνει μαύρη ανησυχία και απελπισία για το πώς θα περάσουν τη νύχτα.

Ποιος θα μείνει άπραγος και αμέτοχος αντικρίζοντας αυτό το θέαμα; Αρχίζει μεγάλη κινητοποίηση και με αξιοζήλευτη οργάνωση σε λίγες ώρες μοιράζουν τους πρόσφυγες σε σπίτια, μαγαζιά, στο Σχολείο Συγγρού, στις εκκλησίες, στο στρατώνα, στην Κοινότητα, σε αποθήκες, υπόγεια, ταράτσες και οπουδήποτε μπορούσε να κοιμηθεί άνθρωπος. Όλες ανεξαιρέτως οι οικογένειες εκείνο το βράδυ φιλοξένησαν πρόσφυγες. Μερικές ακόμη και 20 άτομα. Η συμμετοχή και η συνεργασία στην τεράστια αυτή ανθρωπιστική προσπάθεια υπήρξε καθολική. Ούτε ένας πρόσφυγας, δεν έμεινε στο δρόμο. Όλοι βρήκαν ένα ζεστό πιάτο φαγητό και μια κουβέρτα να σκεπαστούν.

Περασμένα μεσάνυχτα και ενώ όλα έχουν τελειώσει, ένα πεντάχρονο κοριτσάκι έχει απομείνει σε μια γωνιά μόνο του, φοβισμένο και ψελλίζει μοναχά το όνομά του. Μαρίτσα! Ο παππούς της Ανθούλας Δουρούκου, ο Κώστας Γκολεμάς το είδε, το πήρε σπίτι του και το μεγάλωσε σαν δικό του παιδί. Η Μαρίτσα αργότερα, βρήκε την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη και εγκατέλειψε την Ερμιόνη.

Στον Άγιο Θανάση, ανάμεσα στα γυναικόπαιδα και μια έγκυος νεαρή γυναίκα. Η νέα ζωή που έφερε μέσα της τής έδινε κουράγιο. Δεν ήθελε να γεννήσει την ώρα του ξεριζωμού. Κατάφερε να μπει στο καράβι, έσφιξε τα δόντια της, έκανε υπομονή και τώρα κάτω από τη σκέπη της Παναγίας, φέρνει στο κόσμο ένα κοριτσάκι και το πρώτο του κλάμα ήλθε να δώσει ελπίδα στους εξαθλιωμένους πρόσφυγες. Ήταν το πρώτο κλάμα που ακούστηκε εδώ και μέρες, κλάμα χαράς, όχι λύπης. Κλάμα αναγέννησης, που έφερνε μια αχτίδα ελπίδας στο πόνο του ξεριζωμού τους. Το κοριτσάκι αυτό, οι Ατταλιώτες το ονόμασαν Ερμιόνη. Μια συμβολική κίνηση, μια ελάχιστη απόδοση ευγνωμοσύνης σε αυτούς που άνοιξαν την αγκαλιά τους και μοιράστηκαν μαζί τους στέγη και τροφή.

Αυτή η φθινοπωρινή ημέρα θα παραμείνει στη συνείδησή μας ως ημέρα μνήμης, σημαδεμένη από τον πόνο και τη θλίψη των προσφύγων, αλλά και ημέρα υπερηφάνειας, σημαδεμένη από το μεγαλείο ψυχής, ανθρωπισμού, αλληλεγγύης και ευθύνης των προγόνων μας.

Το ταξίδι του ξεριζωμού και η ιστορική για την Ερμιόνη νύκτα της προσφυγιάς έχουν τελειώσει και αρχίζουν τα προβλήματα εγκατάστασης και περίθαλψης. Συγκροτείται επιτροπή Περίθαλψης Προσφύγων Ερμιόνης, με Πρόεδρο τον Κοινοτάρχη, τον φαρμακοποιό Άγγελο Παπαμιχαήλ και τον Μιχάλη Δεληγιάννη, με σκοπό να συντονίσει την τεράστια αυτή προσπάθεια.

 

Το έγγραφο το οποίο έστειλε η Επιτροπή στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων.

 

Το παραπάνω έγγραφο με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1922 απέστειλε η Επιτροπή στο αντρικό τότε μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, ενημερώνοντας το Ηγουμενικό Συμβούλιο για την αποστολή 150 προσφύγων. Η Κρατική Επιτροπή Αποκατάστασης και η Αμερικανική επιτροπή περίθαλψης στέλνουν τρόφιμα και ρουχισμό σε όλες τις προσφυγικές εστίες που μοιράζονταν με δελτίο κάθε εβδομάδα. Στην Ερμιόνη πρόεδρος επιτροπής είχε ορισθεί ο πρόσφυγας γιατρός Μίλτος Βλαστός από τα Σόκια.

Αλλά και οι Ατταλιώτες δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Υπερήφανοι και αξιοπρεπείς δεν άφησαν τον πόνο και τα δάκρυα να σκεπάσουν τη φλόγα της δημιουργίας, που είχαν κλεισμένη στα στήθη τους. Δεν υπήρχε χρόνος για θρήνους και μοιρολόγια! Στο καινούργιο αυτό τόπο που μεταφυτεύτηκαν σαν ξεριζωμένα δενδρύλια έπρεπε να προσπαθήσουν, να βρουν δύναμη να στηρίξουν καινούργιες ρίζες και να επιβιώσουν. Έπρεπε να ζήσουν τα μωρά, να περιθάλψουν τους ηλικιωμένους και αδύναμους και αφού οι άντρες ήσαν λίγοι, το βάρος πέφτει στα γυναικόπαιδα, που αρχίζουν αμέσως δράση. Τα βασικά τρόφιμα εξαντλήθηκαν σε μια εβδομάδα, τα αποθέματα σε αλεύρι έφταναν το πολύ για 20 ημέρες και η παραγωγή ψωμιού, από τον μοναδικό φούρνο του Μερτύρη, ήταν αδύνατο να θρέψει τους 7.000 τώρα κατοίκους της Ερμιόνης. Ακόμη και τα κυδώνια από τη μεγάλη παραγωγή που είχε τότε η Ερμιόνη τελείωσαν, αν και ήταν στην εποχή τους. Ο δρόμος για το Ναύπλιο και τον Πειραιά ήταν πολύ δύσκολος και όλη η επικοινωνία γινόταν από τη θάλασσα. Έτσι, τα προσφυγόπουλα θέλοντας να φανούν χρήσιμα, έφευγαν το πρωί με το “ΥΔΡΑΚΙ” για τον Πειραιά έφερναν τσουβάλια με ψωμί και το πουλούσαν. Στο πρώτο ταξίδι έφεραν δυο τσουβάλια και τα πούλησαν πριν ακόμα βγουν από τη βάρκα. Τα σπίτια γέμισαν ψωμιά και αυτοί κέρδος. Αργότερα έκαναν εμπόριο με πατάτες, ρέγκες, ξηρούς καρπούς και καραμέλες. Μικροί και μεγάλοι αναζητούν συνεχώς τρόπους να είναι χρήσιμοι. Βοηθούν σε οποιαδήποτε δραστηριότητα μπορούν, αρχίζουν να νοικιάζουν σπίτια και η κατάσταση αρχίζει να ομαλοποιείται.

Ωστόσο, η Ερμιόνη χωρίς υποδομή και δυνατότητες για εργασία, χωρίς οργανωμένη προσφυγική οικιστική δράση και προοπτική, δεν μπόρεσε να κρατήσει τους δραστήριους Ατταλιώτες. Πολλοί μετακινήθηκαν στα γύρω χωριά, άλλοι στο εσωτερικό της Πελοποννήσου και οι περισσότεροι έφυγαν για την περιοχή του Θησείου και των Σφαγείων, τον σημερινό Ταύρο. Πολλές οικογένειες, πήγαν στο παλαιό λατομείο του Φιλοπάππου και δημιούργησαν το συνοικισμό Ατταλιώτικα. Στην αρχή έφτιαχναν μόνοι τους παράγκες και αργότερα έμπαιναν σε καινούργια σπίτια σε νέους προσφυγικούς οικισμούς. Στον συνοικισμό Ατταλιώτικα σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας Ατταλιώτης. Όλοι διασκορπίστηκαν, δεν κατόρθωσαν να ιδρύσουν την «ΝΕΑ ΑΤΤΑΛΕΙΑ» και για αυτό θεωρούν ότι η πατρίδα τους, είναι η πιο αδικημένη πόλη της Μ. Ασίας. Αρκετοί έμειναν στην πόλη μας 6-8 μήνες και μερικοί ρίζωσαν εδώ για πάντα.

 

Οικογένειες προσφύγων της Ερμιόνης

 

Η Αγγελική Πεχλιβάνογλου, από την Αττάλεια, σύζυγος του Παντελή Πεχλιβάνογλου, ο οποίος πέθανε 5 μήνες πριν τη καταστροφή, μόλις άρχισε η τραγωδία με τα 5 παιδιά της, Μιχάλη, Γιώργο, Κώστα, Παναγιώτη, τον επτάχρονο Σταύρο και την μητέρα της Ελέγκω (Ελένη), μπήκε στο καράβι και βγήκε στην Ερμιόνη. Το πρώτο βράδυ στοιβάχτηκαν στην εκκλησία των Ταξιαρχών για να περάσουν τη νύκτα. Ξημερώνοντας άρχισαν να αναζητούν χώρο να εγκατασταθούν και με κάποιες λίρες που είχαν κατορθώσει να φέρουν μαζί τους, νοίκιασαν μια μικρή κάμαρα στο ισόγειο σπίτι της γερόντισσας καλόγριας Άννας Κουτούβαλη, με ενοίκιο 30 δρχ. τον μήνα. Στη μικρή αυτή σκοτεινή καμαρούλα, που δεν έμπαινε το φως της ημέρας, η διαβίωσή τους ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Ωστόσο, δεν τους ένοιαζε, ένοιωθαν ελεύθεροι και δεν κινδύνευαν να τους σφάξουν οι Τούρκοι. Η Παπάννα, όπως αποκαλούσαν τη σπιτονοικοκυρά, τους επέστρεψε το πρώτο νοίκι και τους ανακοίνωσε ότι δεν θα ξαναπληρώσουν, διότι ο γιος της Λάζαρος δεν ήθελε να παίρνουν χρήματα από τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους.

Οι περισσότεροι πρόσφυγες για να εξαλείψουν οτιδήποτε τους θύμιζε την Τουρκία και να μη μείνει στα παιδιά τους κανένα στίγμα από την οδυνηρή προσφυγιά, τα επώνυμα με την κατάληξη -ογλου, που σημαίνει παιδί, τα άλλαζαν προς το ελληνικότερο. Έτσι οι Πεχλιβάνογλου δήλωσαν στο Δημοτολόγιο Ερμιόνης το επώνυμο Πεχλιβανίδης. Η οικογένεια Πεχλιβανίδη έμεινε στην Ερμιόνη μέχρι το Πάσχα του 1923 και έφυγαν για τον Θησείο. Σε οικόπεδο που είχε επιτάξει το Κράτος για τους πρόσφυγες, έστησαν ιδιόκτητη παράγκα, εγκαταστάθηκαν και άρχισαν αμέσως δουλειά. Ξεκίνησαν ως μικροπωλητές και γυρολόγοι με πάγκους και καροτσάκια πουλώντας ρούχα και διάφορα άλλα είδη σε όλους στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Αθήνας και του Πειραιά. Τα παιδιά συγχρόνως σπούδαζαν και σε λίγα χρόνια τα μεγαλύτερα αδέλφια αξιοποιώντας τις σπουδές και το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, δημιούργησαν τη μεγάλη εκδοτική εταιρεία «ΑΒΕΕ ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ-ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ» και το γνωστό μεγάλο βιβλιοπωλείο της Αθήνας «ΑΤΛΑΝΤΙΣ» που αργότερα συγχωνεύτηκαν και δημιουργήθηκε η εταιρεία «ΑΤΛΑΝΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ- ΠΕΧΛΒΑΝΙΔΗ». Τα δύο μικρότερα αδέλφια έγιναν πολιτικοί μηχανικοί και δημιούργησαν μεγάλη τεχνική εταιρεία που κατασκεύασε μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά έργα.

Ο Παπά-Γιώργης Καπόγλου, γιος του παπα-Θανάση Καπόγλου, ήταν ένας από τους 8 ιερείς της Αττάλειας. Πριν χειροτονηθεί ιερέας ήταν Φαρμακοποιός και διατηρούσε Φαρμακείο στην Αττάλεια. Με την εγκατάστασή του στην Ερμιόνη άλλαξε το επώνυμό του σε Παπαθανασίου τιμώντας έτσι τον πατέρα του Παπά-Θανάση. Αρχικά, τοποθετήθηκε ως εφημέριος στον Ι. Ν. Παναγίας Ευαγγελίστριας στο Θερμήσι και λειτουργούσε επίσης στον Ι. Ν. Ταξιαρχών στο Πλέπι. Ο θάνατος ενός παιδιού του από ελονοσία, λόγω της λίμνης της Θερμησίας, τον ανάγκασε να μετακινηθεί στον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγία) της Ερμιόνης.

Ο τότε Μητροπολίτης Ύδρας Προκόπιος Καραμάνος στέλνει την παρακάτω επιστολή στον Επίτροπο της Παναγίας για το θέμα αυτό.

 

Επιστολή του Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιου Καραμάνου

 

Με την πρεσβυτέρα του Αικατερίνη (Κατίγκω) απέκτησαν 4 αγόρια τον Θανάση, τον Παντελή, τον Παναγιώτη και τον Αντώνη και 2 κορίτσια την Ελένη και τη Δέσποινα.

Ο Αντώνης πέθανε από ελονοσία στο Θερμήσι. Ο Παναγιώτης ήταν μέλος του ΕΑΜ Ταύρου και σε μπλόκο των Γερμανών στη περιοχή Νέα Κοσμοτά του Ταύρου το 1942 συνελήφθη, φυλακίστηκε και στις 6 Μαΐου 1943 οδηγήθηκε στα κάτεργα της Γερμανίας όπου βασανίστηκε σκληρά και τελικά υπέκυψε.

Ο παπα-Γιώργης ήταν ένας αγνός άνθρωπος, ολιγαρκής και σεβαστός από όλους τους πιστούς της ενορίας του. Δύο χρόνια μετά, με τη μετακίνηση πολλών Ατταλιωτών για τον Πειραιά, έφυγε με την οικογένειά του από την Ερμιόνη και τοποθετήθηκε εφημέριος στη ξύλινη εκκλησία της Τζικοπαναγιάς της Ατταλιώτισσας, στο Ταύρο.

Ο μεγαλύτερος γιος του Θανάσης, έμεινε στην Ερμιόνη, παντρεύτηκε την Ερμιονίτισσα Δήμητρα Παπαδάκη, κόρη του Μιχάλη Παπαδάκη και απέκτησαν τον Γιώργο (1937) και τον Μιχάλη (1950). Ο Θανάσης έγινε καλός ράφτης και το πρώτο μαγαζί του ήταν στο σπίτι του Γιώργου Σπετσιώτη (Κοκαλιάρη). Αργότερα έφτιαξε δικό του σπίτι και ραφείο στο σημερινό σπίτι του Σταμάτη Σχοινά (Μπίρλαλα). Ήταν ένας ήσυχος και ευγενής άνθρωπος, αφοσιωμένος στην οικογένεια και τη δουλειά του, πολύ κοινωνικός με πολλές φιλίες. Η Δήμητρα πέθανε νέα και ο Θανάσης παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με την Αργυρούλα Γιαννάκου, κόρη του Δημήτρη Γιαννάκου και απέκτησαν την Κατερίνα (1954), τον Δημήτρη (1956) και τον Παναγιώτη (1966). Ο καπετάνιος γιος του Δημήτρης, με μετριοπάθεια μου είπε: «Γιώργο για τον πατέρα μου μόνο καλά λόγια έχω ακούσει». Στο ραφείο του Θανάση εργάστηκαν πολλές κοπέλες από την Ερμιόνη και το Ηλιόκαστρο και μερικές εξελίχθηκαν σε πολύ καλές ράφτριες. Είχε μεγάλη πελατεία, όχι μόνο από την Ερμιόνη, αλλά και από τα γύρω χωριά. Πέθανε το 1974 από εγκεφαλικό. Ο αδελφός του παπα-Γιώργη, ο μεγάλος δημοδιδάσκαλος Νίκος Καπόγλου που υπηρετούσε στην Τραπεζούντα, Ρόδο και Καστελόριζο, προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην εκπαίδευση των παιδιών που ζούσαν κάτω από την Ιταλική κατοχή σχετικά με τις εθνικές παραδόσεις, τον ελληνικό πολιτισμό και την παιδεία και διέπρεψε ως χορογράφος και θεατρολόγος

Ο θρυλικός παπα-Σέργιος, ήταν ο δεύτερος ιερέας που ήλθε στην Ερμιόνη. Στην Αττάλεια είχε μεγάλη φιλανθρωπική και κοινωνική δράση. Με την παπαδιά του είχαν αποκτήσει 8 παιδιά, 3 αγόρια και 5 κορίτσια. Οι Τούρκοι θεωρούσαν τους ιερείς και δασκάλους υπεύθυνους για τη διατήρηση του Χριστιανισμού, επειδή εμπόδιζαν τους νέους να ακολουθήσουν τον Μουσουλμανισμό και δεν τους αιχμαλώτιζαν αλλά τους θανάτωναν με σφαγή. Ο παπα-Σέργιος, για να αποφύγει αυτή τη τιμωρία των Τούρκων, ξύρισε τα γένια του, μεταμφιέστηκε σε γυναίκα και με τα 10 μέλη της οικογένειάς του και τις δύο αδελφές του μπήκε στο καράβι και βρέθηκε στην Ερμιόνη. Το πρώτο βράδυ έμειναν σε κάποια εκκλησία και μετά στο σχολείο του Συγγρού που είχε μετατραπεί σε ξενοδοχείο. Σε λίγους μήνες διορίστηκε εφημέριος στον Άγιο Δημήτρη του Πειραιά και έφυγε, αφήνοντας στην Ερμιόνη την οικογένειά του προσωρινά. Αργότερα έγινε εφημέριος της Τσικοπαναγιάς στον Ταύρο και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί με την οικογένειά του. Ένα από τα κορίτσια του η Κατίνα, ήταν η μητέρα του αείμνηστου μεγάλου μας ηθοποιού Θύμιου Καρακατσάνη.

Η Δέσποινα Τουρμουσόγλου, με τον άντρα της Μιχάλη, που διατηρούσε στην Αττάλεια επιχείρηση επεξεργασίας μεταξοσκώληκα και τα παιδιά τους Γεσθημανή, Μαρία και τον 11χρονο Παναγιώτη, ανάμεσα σε χιλιάδες γυναικόπαιδα βρέθηκαν στην προκυμαία της Αττάλειας. Με αγωνία περίμεναν να επιβιβαστούν σε κάποια βάρκα που θα τους μεταφέρει σε κάποιο πλοίο, για το πολυπόθητο ταξίδι σε τόπους άγνωστους αλλά σωτήριους, σε τόπους της μητέρας πατρίδας. Ο μικρός Παναγιώτης ήταν γνωστό πειραχτήρι των μεγάλων και ιδιαίτερα των Τούρκων.

Η Δέσποινα και ο Μιχάλης έχουν καταφέρει να βάλουν τα κορίτσια στη βάρκα και απομένει ο Παναγιώτης, ο οποίος βρισκόμενος ακόμα στη στεριά, έτοιμος να πηδήξει στη βάρκα, σαν πειραχτήρι, στη χαρά του είπε κάτι προσβλητικό σε έναν Τούρκο στρατιώτη και αυτός θυμωμένος τον χτύπησε με το όπλο του, με αποτέλεσμα ο Παναγιώτης να λιποθυμήσει ελαφρά και να μείνει έξω από τη βάρκα, που είχε ήδη απομακρυνθεί από τη προκυμαία. Η Δέσποινα μέσα στη βάρκα βλέποντας το μονάκριβό της αγόρι ξαπλωμένο στη στεριά άρχισε να ουρλιάζει και να σπαράζει από τις φωνές και τα κλάματα. Με κόπο ο Μιχάλης την κρατούσε να μην πέσει στη θάλασσα. Κάποιος άλλος Τούρκος στρατιώτης, γνωστός της οικογένειας, βλέποντας το περιστατικό, σηκώνει γρήγορα τον Παναγιώτη βλέπει ότι έχει τις αισθήσεις του και γνωρίζοντας ότι ο μικρός είναι καλός κολυμβητής τον πετάει στη θάλασσα προς την κατεύθυνση της βάρκας. Ο μικρός πέφτοντας στο νερό συνέρχεται τελείως και κολυμπάει με δύναμη και λαχτάρα να φτάσει στην οικογένειά του. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια ανεβαίνει στη βάρκα, χώνεται στην αγκαλιά της μητέρας του και όλοι μαζί φτάνουν στο λιμάνι της Ερμιόνης. Κατά την εγγραφή τους στην Κοινότητα δηλώνουν το επώνυμο Κωνσταντινίδης. Ο Μιχάλης φυσικά δεν μπορούσε να ασκήσει στην Ερμιόνη την τέχνη της επεξεργασίας του μεταξοσκώληκα που έκανε στην Αττάλεια και έμαθε την τέχνη του σιδηρουργού και του πεταλωτή.

Ένα χρόνο μετά, η οικογένεια χωρίς τον Παναγιώτη ακολούθησε τους υπόλοιπους Ατταλιώτες στον Πειραιά. Ο Παναγιώτης έμεινε στην Ερμιόνη, έγινε τσαγκάρης και όσοι τον γνώρισαν τον περιγράφουν ως ένα σπουδαίο τεχνίτη και άριστο οικογενειάρχη, έναν ιδιαίτερα δημιουργικό, ευγενή, πράο και καλλιεργημένο άνθρωπο, λάτρη του καλού γούστου. Παντρεύτηκε την Αργυρούλα, κόρη του παπά-Δημήτρη Μπαρδάκου και αδελφή του Μακαριστού Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμονα Μπαρδάκου και απέκτησαν τρεις κόρες, τη Δέσποινα, την Μαρία και την Μαντίκα και ένα γιο τον Μιχαλάκη. Καθημερινά ο Παναγιώτης έβαζε το γραμμόφωνό του στη αυλή του σπιτιού του και μαζευόντουσαν εκεί όλα τα κορίτσια της γειτονιάς, φίλες της κόρης του και τους μάθαινε ευρωπαϊκούς χορούς, ταγκό, βαλς, φοξ αγκλέ, άγνωστους μέχρι τότε στην Ερμιόνη. Η αυλή του είχε μετατραπεί σε χοροδιδασκαλείο και όλα τα ζευγάρια της Ερμιόνης μάθαιναν από τον Παναγιώτη να χορεύουν τις καντρίλιες. Κέρδισε το λαχείο συντακτών και με τα χρήματα έκτισε στο οικόπεδο του πεθερού του κοντά στο λιμάνι μια όμορφη μονοκατοικία, με μεγάλο κήπο (κήπος Μαρουλά) και αργότερα την πούλησε στον Ανδρέα Βογανάτση.

Η αδελφή του Παναγιώτη, Μαρία, στην Αττάλεια ήταν αρραβωνιασμένη με τον Μιμίκο Τσολμεκτσόγλου (στα Τούρκικα σημαίνει αγγειοπλάστης). Ο Μιμίκος που το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών βρέθηκε στον Πειραιά, έμαθε από γνωστό του ότι η Μαρία ήταν στην Ερμιόνη, ήλθε την βρήκε, παντρεύτηκαν και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Νίκο και την Δέσποινα. Έμαθε την τέχνη του σιδηρουργού και άνοιξε δικό του μαγαζί. Μετά από 4 χρόνια έφυγαν για τον Πειραιά, αλλά με την έναρξη της κατοχής επανήλθαν και παρέμειναν μέχρι το 1945.

Ο Ατταλιώτης Παντελής Αναμουρλόγλου ήλθε με το καράβι στην Ερμιόνη, παντρεύτηκε την αδελφή του Θόδωρου Κωνσταντινίδη Ελένη και ήταν ο πρώτος πρόσφυγας που δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά στο τόπο μας. Πανέξυπνος επιχειρηματίας και εξαίρετος ζαχαροπλάστης, άνοιξε αμέσως ζαχαροπλαστείο στην καρδιά της πόλης, απέναντι στο ιερό της Παναγίας, στο πατρικό σπίτι του Ανδρέα Κρητικού. Το μαγαζί αυτό διατήρησε μέχρι που η κίνηση σταμάτησε να υπάρχει στην αγορά του «φιδίσιου δρόμου» και μεταφέρθηκε στη παραλία του λιμανιού όπου άνοιξε μεγάλο καφεζαχαροπλαστείο, με συνεργάτη το Θόδωρο Κωνσταντινίδη. Όταν η επιχείρηση έκλεισε, ο Παντελής μεταφέρθηκε στο κτίριο Τάγκαλου στο σημερινό μεζεδοπωλείο Στάικου, όπου υπάρχει ακόμα ένας δικός του πίνακας.

Το ζαχαροπλαστείο του σε μια εποχή που σπάνιζαν τέτοια μαγαζιά στο λιμάνι της Ερμιόνης, μετά τον περίπατο στο Μπίστι ήταν μια όαση. Όλοι κάθονταν σε ένα τραπεζάκι του κυρ Παντελή για μια ώρα απόλαυσης και ευτυχίας και αυτός με το μαύρο μουστάκι και τα χρυσά δόντια τους υποδεχόταν και τους σερβίριζε τα απολαυστικά γλυκά του. Δεν έδινε εύκολα συνταγές στις νοικοκυρές που τις ζητούσαν με παρακάλια, διότι τι θα έκανε μετά αυτός; όπως έλεγε. Το καφενείο του ήταν το μοναδικό όπου επιτρεπόταν να κάθονται γυναίκες μόνες τους, κυρίως Μικρασιάτισσες και να καπνίζουν ακόμα και ναργιλέ! Τέλος της δεκαετίας του ‘60 πούλησε το μαγαζί του στον Γιώργο Στάικο (σημερινό Ακταίον) και άνοιξε μεγάλο ζαχαροπλαστείο στον Περισσό, όπου και συνταξιοδοτήθηκε.

Η Δέσποινα Κατραμπάσογλου με τα 5 παιδιά της, τον Κώστα, την Μαρία την Ελένη, τον Θόδωρο και την Κούλα ήταν μέσα στο καράβι που έφτασε στην Ερμιόνη και βγήκε μαζί με τους άλλους Ατταλιώτες στο λιμάνι της. Μετά την αρχική εγκατάστασή τους άλλαξαν το επώνυμό τους σε Κωσταντινίδη. Λίγους μήνες μετά ο μεγάλος γιος, Κώστας βρήκε εργασία στο Κρανίδι όπου παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί. Η Ελένη με τις άλλες δύο αδελφές της και τη μητέρα τους ακολούθησαν τους άλλους Ατταλιώτες και βρέθηκαν στην Αθήνα. Εκεί η Ελένη γνώρισε τον Ατταλιώτη Παντελή Αναμουρλόγλου και επέστρεψε στην Ερμιόνη.

Ο Θόδωρος παρέμεινε στην Ερμιόνη και εργάστηκε στην κατασκευή του λιμανιού και σαν μούτσος στα καΐκια των Ερμιονιτών ψαράδων πηγαίνοντας και στη Μπαρμπαριά. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Παντελή Αναμουρλόγλου ανοίγοντας ζαχαροπλαστείο και όταν παντρεύτηκε την Κική από τους Φούρνους, άνοιξε δικό του μαγαζί απέναντι από το περίπτερο Καρακατσάνη, τελειοποιώντας την τέχνη του ζαχαροπλάστη. Τις πρώτες ύλες ζαχαροπλαστικής έπαιρνε από τον Ατταλιώτη Παντελή Ελμαόγλου στην οδό Γούναρη του Πειραιά και τις συνταγές από τον πρόσφυγα Γρηγόρη που είχε ζαχαροπλαστεία στη Νέα Σμύρνη, Καλλιθέα και Νέα Ιωνία. Το 1968 μεταφέρθηκε στο πρώην Ξενοδοχείο «Ολύμπιον» του Άγγελου Παπαβασιλείου κάνοντας ένα από τα πολυτελέστερα ζαχαροπλαστεία για την εποχή στην Ερμιόνη, όπου δούλευαν και τα δυο του παιδιά ο Σάββας και ο Σταύρος. Το 1972 πούλησε το κατάστημα του συνταξιοδοτήθηκε και πήγε στην Αθήνα για τα γεράματά του.

Ο Σταυρής Σταυρόγλου με την ετοιμόγεννη γυναίκα του βρέθηκαν μέσα στο καράβι με προορισμό την Ερμιόνη. Ωστόσο, από τις κακουχίες του ταξιδιού η γυναίκα πέθανε μέσα στο καράβι και αυτός μόνος του αποβιβάστηκε στο λιμάνι μας. Η υπόλοιπη οικογένειά του χάθηκε στο χάος του ξεριζωμού. Άλλαξε και αυτός το επώνυμό του σε Γεωργίου και παντρεύτηκε την προσφυγοπούλα Κούλα, ορφανή από πατέρα, κόρη της αδελφής του Μάρκου Γιαμουρόγλου που ζούσε στην Ερμιόνη και μαζί απέκτησαν 5 παιδιά, την Ευγενία, τον Γιώργο, τον Άγγελο, την Κατίνα και τον Χαρίτο.

Ο Σταυρής Γεωργίου, αγαπητός όλους τους Ερμιονίτες, γνωστός με το παρατσούκλι Γκιτς, ήταν ο άνθρωπος της αγοράς. Εργατικός και δραστήριος πουλούσε ξηρούς καρπούς και ζαχαρωτά στους δυο κινηματογράφους και στα πανηγύρια. Ήταν ο νερουλάς και ο παγωτατζής της Ερμιόνης και όλοι τον θυμούνται με τον άσπρο σκούφο και το καροτσάκι του, να γυρίζει τα σοκάκια τα μεσημέρια και να δροσίζει μικρούς και μεγάλους με το εξαίσιο καϊμάκι του. Οι πιτσιρικάδες κάθε απόγευμα με το δίφραγκο στο χέρι τον περιμέναμε στη γειτονιά μας, την ίδια ώρα κάθε μέρα για να αγοράσουμε το παγωτό χωνάκι. Ένας από τους γιους του, ο Γιώργος έμαθε στην Ερμιόνη την τέχνη του καλουπατζή έγινε πολύ καλός μάστορας και αργότερα δημιούργησε στην Αθήνα αρχικά δικό του συνεργείο και κατόπιν μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία.

Η οικογένεια Ορφανίδη ξεκληρίστηκε στην καταστροφή και απέμεινε μόνο η 18χτάχρονη Βασιλική και η συνομήλικη αδελφή της Μαρία. Τελείως μόνες πάτησαν στο λιμάνι μας, χωρίς τίποτα απολύτως από τα υπάρχοντά τους και ρίζωσαν εδώ για πάντα. Η Μαρία παντρεύτηκε τον Ερμιονίτη Παναγιώτη Στεργίου και η Βασιλική τον Φραγκίσκο Σιφναίο με καταγωγή από την Άνδρο και απέκτησε 2 αγόρια και 3 κορίτσια. Ένα από τα αγόρια ήταν ο αείμνηστος και αγαπητός σε όλη την Ερμιόνη Απόστολος Σιφναίος. Και οι δυο αδελφές ήσαν άριστες νοικοκυρές, ήσυχες και αγαπητές στη κοινωνία της Ερμιόνης.

Ο Σταύρος Καραγεωργίου, ο Χατζησταυρής, όπως τον αποκαλούσαν στην Αττάλεια, ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας. Σπούδασε στο φημισμένο Πρότυπο Γυμνάσιο της Σάμου και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία δεν τελείωσε, διότι ο αιφνίδιος θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αττάλεια για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση αλευροβιομηχανίας. Στη καταστροφή πιάστηκε αιχμάλωτος από τον τουρκικό στρατό και εξορίστηκε στα τάγματα εργασίας. Το 1923 ελευθερώθηκε και παρά τις κακουχίες τη εξορίας κατόρθωσε να φτάσει στον Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκε προσωρινά και ασχολήθηκε με το εμπόριο λίπους και λαδιού. Το 1929 γνώρισε και παντρεύτηκε την Ερμιονίτισσα Αργυρούλα Λαζαρίδου, κόρη του Σταμάτη και της Χρυσάνθης Λαζαρίδου και έζησαν στην Αθήνα όπου ήταν η εργασία του, αλλά η Ερμιόνη ήταν η αγαπημένη του πόλη. Γιος του Σταύρου είναι ο διαπρεπής Δικηγόρος Αθηνών Γιάννης Καραγεωργίου.

Ο Νικόλαος Σαρησυμεώνογλου, ο Νικόλα Εφέντη όπως τον αποκαλούσαν στην Τουρκία, ήταν μεγάλος τσιφλικάς της Αττάλειας. Είχε μια κόρη και δυο γιούς, τον πρωτότοκο Κώστα και τον Συμεών. Ασχολείτο με τα κοινά, ήταν δωρητής και χορηγός σε πολλά κοινωφελή έργα και εκδηλώσεις και έχαιρε σεβασμού και εμπιστοσύνης ακόμα και από τους Τούρκους και για αυτό στον ξεριζωμό τον μετέφεραν με δικό τους καΐκι στο Καστελόριζο. Από εκεί ήλθε στην Αθήνα όπου πέθανε το 1926. Ήταν μέλος της επιτροπής εκτιμήσεων των περιουσιών των Ελλήνων που άφησαν στην Μικρά Ασία και τις τουρκικές αποζημιώσεις. Ο γιος του Κώστας Σαρησυμεώνογλου, πολύ μορφωμένος, ο «διανοούμενος» όπως τον αποκαλούσαν, την περίοδο της καταστροφής ζούσε στην Γαλλία. Μετά τον ξεριζωμό ήλθε στην Ελλάδα αναζητώντας τους δικούς του και βρέθηκε στην Ερμιόνη να βοηθήσει έναν ξάδελφό του Ατταλιώτη πρόσφυγα όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την αξιόλογη Ερμιονίτισσα Ζαχαρούλα Πετρολέκα. Όπως όλοι, έδιωξε το Συμεώνογλου και έγινε Σαρρής. Απέκτησαν 2 παιδιά, τον Νίκο εισοδηματία και τον Μιχάλη Πολιτικό Μηχανικό. Ο γιος του Συμεών Σαρησυμεώνογλου, αδελφού του Νικόλα, ήλθε στην Ερμιόνη πιθανόν με το καράβι και έφυγε αμέσως για τον Πειραιά. Αργότερα παντρεύτηκε κόρη της οικογένειας Λαδά και απέκτησαν δύο γιους, τον Συμεών που αποφοίτησε από τη ΣΝΔ και έφτασε μέχρι το βαθμό του Πλοιάρχου και τον Δημήτρη αξιωματικό του ΕΝ.

Η 28χρονη Δέσποινα Παντέλογλου, βρέθηκε με τη μητέρα της και 3 θείες της στο καράβι με προορισμό την Ερμιόνη. Στη διάρκεια του ταξιδιού, από τις κακουχίες η μητέρα της Ελισάβετ πέθανε και το πτώμα της ρίχνεται στην θάλασσα. Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι άφησαν το πτώμα στην Ύδρα.

Αφού περνούν τις πρώτες μέρες σε κάποια εκκλησία της Ερμιόνης, βρίσκεται με άλλους πρόσφυγες στο Κρανίδι. Οι θείες της γνωρίζοντας πολύ καλά την τέχνη του αργαλειού, σε λίγες μέρες έφυγαν για τον Πειραιά αναζητώντας εργασία. Η Δέσποινα μόνη πλέον, βρίσκει δουλειά στον 75χρονο Κρανιδιώτη μεγαλοκτηματία Κώστα Πανούτσο, ο οποίος αργότερα της ζήτησε να παντρευτούν. Αρχικά η Δέσποινα αρνήθηκε λόγω της διαφοράς ηλικίας, αλλά για λόγους επιβίωσης δέχτηκε και απέκτησε μαζί του 3 παιδιά. Ο Πανούτσος 5 χρόνια αργότερα πέθανε και η Δέσποινα, αν και νόμιμη σύζυγος του, δεν κληρονομεί τίποτα από την περιουσία του. Οι δύο πρώην σύζυγοι του Πανούτσου, με το πρόσχημα ότι η Δέσποινα είναι πρόσφυγας, διεκδικούν και παίρνουν όλη την περιουσία του. Έτσι μένει πάλι στο δρόμο, τώρα με τρία παιδιά και αρχίζει να δουλεύει υπηρέτρια σε σπίτια, αλλά με σκληρή δουλειά και πείσμα καταφέρνει και τα μεγαλώνει τίμια και με αξιοπρέπεια. Η κόρη της Κατίνα παντρεύτηκε τον Ερμιονίτη Μανώλη Λακούτση και είναι η μητέρα του Γιάννη Λακούτση.

Σε ένα κιτρινισμένο από τη πολυκαιρία βιβλίο του 1926, που είχε εκδώσει ο Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών, με τίτλο «ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ» που βρήκα σε υπόγειο παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι, περιέχονται αυτοβιογραφίες προσφύγων κοριτσιών από τη ματωμένη γη της Μικρασίας. Προσφυγοπούλες 12-13 ετών από το οικοτροφείο που είχε οργανωθεί από τον Διεθνή Σύνδεσμο Γυναικών στην Αθήνα αμέσως μετά την καταστροφή, περιγράφουν το σκληρό ξεριζωμό όπως τον βίωσαν και με την αγνότητα και την ευαισθησία των παιδικών τους ψυχών αποτυπώνουν τα συναισθήματα του πόνου με ένα ατελείωτο παράπονο για τον άδικο ξεριζωμό τους από τη γη των γονιών και των προγόνων τους.

Ανάμεσά τους και 4 Ατταλιώτισσες, η Μαρίκα Γιαηλόγλου, η Ελένη Χατζηγεωργίου, η Μάρω Ιωαννίδου και η Κλειώ Δανιηλίδου που με τις οικογένειές τους ήλθαν στην Ερμιόνη. Η 13χρονη Μαρίκα Γιαηλόγλου στη δισέλιδη βιογραφία της αναφέρει ότι η οικογένειά της ήταν εύπορη και ευτυχισμένη και στο σχολείο ήταν άριστη μαθήτρια. Μετά την υποχώρηση του Ελληνικού στρατού και την αρχή του ξεριζωμού, ο πατέρας της εξορίστηκε από τους Τούρκους. Γράφει για το ερχομό τους στην Ερμιόνη:

 

«… ύστερα από 5 ημέρας δηλ. στις 17 Οκτωβρίου 1922, το πλοίον μας έφερε εις μιαν πόλιν της Πελοποννήσου, την Ερμιόνην και από εκεί δια ξηράς επήγαμεν στο Κρανίδιον. Εκεί δεν περνούσαμεν καθόλου καλά, διότι από τη μια εσκεπτόμεθα τι εγένετο ο πατέρας μου εις τα χέρια των τυράννων και από την άλλην τι θα γίνη η δική μας κατάστασις σε ένα ξένο μέρος που δεν εγνωρίζαμεν κανένα. Κατά τύχην, οι κάτοικοι ευρέθησαν φιλόξενοι και μας έδωσαν ένα σπίτι δωρεάν, δια να μη χάσω δε τα μαθήματά μου, πήγαινα και εκεί στο Σχολείον και με έδωσαν δωρεάν όλα τα χρειαζούμενα. Μετά 8 μήνες η μαμά μου εσκέφθη να υπάγει στας Αθήνας να εύρει ένα σπίτι και να μας πάρει».

 

Η Μάρω Ιωαννίδου, κόρη σηροτρόφου εύπορης οικογένειας με ωραίο σπίτι, έγραφε στα 13 της: «Στις 5 Οκτωβρίου 1922 ημέρα Σάββατο, οι Τούρκοι εμάζευσαν ως αιχμαλώτους όλους τους άνδρας από ηλικίας 18-45 ετών και μετά 2 ημέρας δίνουν διαταγή στα γυναικόπαιδα, αφού λάβουν τα χρειαζούμενα και ότι πολύτιμο είχαν και με προθεσμία μόνο 8 ημερών να φύγουν σε ξένα μέρη. Όταν όμως μας έβαλαν στη προκυμαίαν μας έψαξαν και μας πήραν όλα όσα πολύτιμα είχαμε μαζί μας, ιδίως τα χρυσαφικά μας. Έτσι χωρίς χρήματα επιβιβαστήκαμε σε Ελληνικό επίτακτο πλοίο με φοβερή τρικυμία και δυνατή βροχή. Μετά πέντε ημερών ταξίδι, εφθάσαμεν στην Ερμιόνην. Εκεί μείναμε ένα μήνα διότι το μέρος ήταν μικρό και δεν υπήρχαν εργασίαι, ενώ η οικογένειά μου είχε ανάγκη εργασίας δια να εξοικονομεί τα προς το ζην και ημείς δε αι μικραί σπουδής. Φύγαμε λοιπόν από την Ερμιόνην και ήλθαμεν εις τας Αθήνας».

Η Κλειώ Δανιηλίδου, κόρη μεγάλου κτηματία, ζούσε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια μέχρι την ημέρα που οι Τούρκοι πήραν τα κτήματα του πατέρα της και αυτόν αιχμάλωτο για τα τάγματα εξορίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Από τότε άρχισαν τα βάσανα της οικογένειάς της. Η Κλειώ που αργότερα έγινε δασκάλα γράφει στο βιβλίο.

 

«Δεν επέρασαν δύο ημέραι από τη συμφορά και οι Τούρκοι έδωσαν διαταγή. Όλα τα γυναικόπαιδα αφού πάρουν όλα τα απαιτούμενα να φύγουν δια θαλάσσης. Τότε ημείς επήραμε μερικά από τα πράγματά μας και την 23ην Σεπτεμβρίου ημέραν Τρίτην καταβήκαμεν εις το λιμάνι όπου μας επερίμενε ένα επίτακτο ελληνικό πλοίον. Προτού να φύγωμεν μας έκαναν έρευνα κατ’ άτομον και αφού μας αφήρεσαν τα κοσμήματα και τα χρήματά μας με την πρόφασιν ότι δεν επιτρέπεται η εξαγωγή χρυσού μας αφήκαν με δυνατή βροχή και τρικυμίαν αποχαιρετώντες για τελευταία φορά την πατρίδα μας, την οποίαν δεν θα βλέπαμε πλέον ποτέ. Τα μεσάνυκτα, μόλις εξεκίνησε το πλοίον αισθάνθηκα μια μεγάλη λύπη και δυο δάκρυα εκύλησαν από τα μάτια μου, διότι εκτός του ότι αποχωριζόμουν από την ποθητή μου πατρίδα, εσκεπτόμην και τους Χριστιανούς αδελφούς μας, οι οποίοι απέμειναν εκεί εις πολύ επικίνδυνον θέσιν. Μετά πέντε ημερών ταξίδι εφθάσαμεν εις την Ερμιόνη της Αργολίδος. Εκεί μας εφιλοξένησαν δυο ημέρας εις ένα ξενοδοχείον. Κατά την τρίτην ημέραν ενοικιάσαμεν ένα δωμάτιον, εις το οποίον διαμείναμεν επί 10 μήνες. Αλλά το μέρος τούτο, ήτο τόσον μικρό, που δεν υπήρχον ούτε εργασίαι, ούτε σχολείο δι’ εμέ. Και επειδή η οικογένειά μας, είχεν ανάγκην από εργασίαν και εμείς τα παιδιά από σπουδήν, αποφασίσαμεν να έλθωμεν εις τας Αθήνας».

 

Ένα χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 1923, έγινε γενική απογραφή προσφύγων και η Ερμιόνη είχε 401, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, το 1928, μόλις 35.

Ήταν οι Ατταλιώτες που είχαν απομείνει και άλλοι, από διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, ξεριζωμένοι και αυτοί, μετά από πύρινες δοκιμασίες ήλθαν στο τόπο μας να βρουν καταφύγιο. Οικογένειες πολυμελείς, κατατρεγμένες που η κάθε μια κουβαλούσε μια ξεχωριστή θλιβερή περιπέτεια, με κοινό ωστόσο για όλους τον πόνο της προσφυγιάς και την ελπίδα για μια νέα αρχή.

Η εύπορη οικογένεια του Νίκου και Γιώργου Προβελεγγιάδη με ρίζες από τα Κύθηρα ζούσε στην πλούσια περιοχή του Γκιούλ Μπαξέ της Σμύρνης. Λίγες μέρες πριν την καταστροφή της Σμύρνης μαθαίνουν από γνωστό τους Έλληνα Αξιωματικό για την επερχόμενη τραγωδία και μη χάνοντας χρόνο ναυλώνουν καΐκια και με όλη τη κινητή τους περιουσία περνούν απέναντι στη Χίο. Ο Νίκος, η σύζυγός του Ευαγγελία με τα παιδιά τους Βασίλη και Στέλλα και ο αδελφός του Νίκου, Γιώργος φτάνουν στον Πειραιά. Το τρίτο παιδί του Νίκου, ο Μιμίκος που υπηρετούσε ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Στον Πειραιά από γνωστό τους έμπορο γνωρίζονται με τις οικογένειες Κατσογιώργη και Γεωργίου, οι οποίοι τους προτείνουν να εγκατασταθούν στην Ερμιόνη, την οποία γνώριζαν από τους σφουγγαράδες μας.

Έτσι, φτάνουν στην Ερμιόνη έτοιμοι για μια νέα αρχή και κατά την εγγραφή τους στο δημοτολόγιο Ερμιόνης από λάθος το επώνυμο γίνεται Προβελλεγγάτος. Πρώτο μέλημά τους είναι να βρεθεί ο 20χρονος Μιμίκος και με έγγραφα προς τα Υπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών ο πατέρας τον αναζητά, αλλά η απάντησή τους ήταν θλιβερά αρνητική. Ο Μιμίκος αγνοείται! Μήνες αργότερα, ο Μιμίκος μετά από συγκλονιστική περιπέτεια αποκτά την ελευθερία του και έρχεται στην Ερμιόνη.

Ο Νίκος, πετυχημένος έμπορος στην Σμύρνη, συνεχίζει την εμπορική του δραστηριότητα και ανοίγει παντοπωλείο στον εμπορικό τότε δρόμο της Ερμιόνης κοντά στην Παναγία και τυροκομείο στο Λουκαΐτι. Μετά το θάνατό του, τα παιδιά του Μιμίκος και Βασίλης διατήρησαν το τυροκομείο και άνοιξαν δικά τους μαγαζιά. Οι «πρόσφυγες» όπως τους αποκαλούσαν είχαν τα καλύτερα τυροκομικά προϊόντα δικής τους παραγωγής και μεγάλη ποικιλία από ελιές. Με την εμπειρία τους στο εμπόριο, το πείσμα, τη σκληρή δουλειά και τη νοικοκυροσύνη τους έκαναν και πάλι προκοπή. Έλεγε ο Μιμίκος στη γυναίκα του: «Κατερίνα, η καλύτερη επένδυση είναι η οικονομία».

Ο Γιώργος, αγρότης στη Σμύρνη με μεγάλη ακίνητη περιουσία, έφερε μαζί του πολλά πολύτιμα αντικείμενα και τα πούλησε. Εργάστηκε ως επιστάτης στα κτήματα της οικογένειας Ιωσήφ Μερτύρη. Η Στέλλα σπούδασε νηπιαγωγός, απέκτησε μεταπτυχιακό στη Βαρκελώνη και αργότερα άνοιξε ιδιωτικό δημοτικό σχολείο στην Αμφιάλη. Ακούραστη, τελειομανής στη δουλειά της, το σχολείο της ήταν κυψέλη μάθησης και δίδαξαν εκεί οι Ερμιονίτισσες δασκάλες Παγώνα Κομμά για 5 χρόνια και η Κατερίνα Παπαμιχαήλ-Ρήγα για ένα χρόνο. Ο Μιμίκος παντρεύτηκε την Ερμιονίτισσα Κατίνα Αγγελή, αδελφή του Ησαΐα και ο Βασίλης την Ελένη Φραγκούλη, την οποία ερωτεύτηκε πολύ και την παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της.

Όλη η οικογένεια Προβελεγγάτου είχε άριστες σχέσεις με την κοινωνία της Ερμιόνης. Ήσυχοι, σοβαροί, εργατικοί άνθρωποι και οικονομικά ευκατάστατοι, ήσαν πολύ αγαπητοί και έκαναν παρέα με τις καλύτερες οικογένειες της Ερμιόνης.

Η οικογένεια του 16χρονου Γιώργου Μαιντανού στην κόλαση της Σμύρνης προσπαθεί να αποφύγει το τούρκικο γιαταγάνι. Ο πατέρας του, στη προσπάθειά του να ξεφύγει από τη μανία των Τούρκων, τρέχει στους μαχαλάδες και τα σοκάκια και πηδώντας ένα τοίχο, τραυματίζεται και ανήμπορο τον βρίσκουν οι θανατηφόρες σφαίρες. Η μητέρα του κυριολεκτικά ξυπόλυτη, με τα παιδιά της, ακολουθώντας τα μπουλούκια των προσφύγων, βρίσκεται απελπισμένη στον Πειραιά. Ο ίδιος χάνεται από την οικογένειά του, κατορθώνει όμως να τρυπώσει σε ένα πλοίο και φτάνει στην Ερμιόνη. Με τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκατάστασης, η οικογένεια σμίγει και ξεκινούν στην Ερμιόνη μια νέα ζωή. Ο Γιώργος μεγάλωσε, έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη, άνοιξε μαγαζί στα Μαντράκια και καθημερινά έβγαινε στο δρόμο με τα παπούτσια κρεμασμένα στη πλάτη του για να δίνει στου πελάτες του. Ήταν άνθρωπος του χορού και της μουσικής, συμπαθέστατος και αγαπητός σε όλους.

Ο Μιμίκος Τρουπόγλου, με τη γυναίκα του Ευγέγκω και τα 7 παιδιά τους, Ανάστα, Φωτεινή, Αρίστο, Μαριώ, Πατίτσα (Παναγιώτα), Γιάννη και Ζωίτσα, βρίσκονται στη προκυμαία της παραλιακής πόλης Αρτάκη με εκατοντάδες ξεριζωμένους και προσπαθούν να επιβιβαστούν σε πλοίο για να σωθούν. Επικρατεί μεγάλη αναστάτωση, το βίντσι δουλεύει ασταμάτητα και ο κόσμος πηγαινοέρχεται στις σκάλες φορτώνοντας πράγματα. Στην Αρτάκη υπηρετούσε ως Λιμενάρχης ο Ερμιονίτης αξιωματικός του ναυτικού Γιάννης Μπουκουβάλας, ένας πολύ δραστήριος πατριώτης που αντιπαθούσε τους Τούρκους και βοηθούσε πολύ τους Έλληνες. Ο Μιμίκος Τρουπόγλου είχε οικογενειακή φιλία με τον Μπουκουβάλα και μέσα στην αναταραχή προσπαθούσε να τον βρει για να τους βοηθήσει, αλλά δεν μπόρεσε. Ο Μπουκουβάλας, που παρακολουθούσε τη διαδικασία φόρτωσης και επιβίβασης αντιλήφθηκε επίθεση Τούρκων και πυροβολώντας στο αέρα, δίνει εντολή να λύσουν τα παλαμάρια, να σηκώσουν τις σκάλες και την άγκυρα. «Τούρκοι- Τούρκοι» φώναζε, «σηκώστε τις άγκυρες τις σκάλες, ξεκίνα καπετάνιε θα έχουμε πολλά θύματα. Ναύτη λύσε τα παλαμάρια!». Αρχίζει πανικός και όλοι ορμούν στο καράβι. Άλλοι πέφτουν στη θάλασσα, άλλοι κρέμονται στα σχοινιά, άλλοι έμειναν στο μώλο και οι τυχεροί έμειναν στο καράβι παίρνοντας το δρόμο της προσφυγιάς. Σκηνές τραγικές, απερίγραπτες! Οικογένειες σε δευτερόλεπτα χωρίστηκαν για πάντα! Στους τυχερούς και οι Τρουπόγλου, που μετά 20 ημερών ταλαιπωρία φτάνουν στη Ρεδαιστό και επιβιβάζονται στο πλοίο «Πάραλος Άνδρος» που πήγαινε κατευθείαν Πειραιά. Το καράβι είχε πολύ φορτίο, πήγαινε πολύ σιγά και σε μια εβδομάδα μέσω Θεσσαλονίκης φτάνει στον Πειραιά. Με εκατοντάδες άλλους πρόσφυγες για μέρες ολόκληρες στοιβάζονται σε μια πολύ μικρή αποθήκη. Όλη την ημέρα έτρεχαν στους δρόμους του Πειραιά να βρουν δουλειά και ένα σπίτι να στεγαστούν και το βράδυ πάλι στην αποθήκη. Σε ένα δρόμο του Πειραιά, μπροστά τους βρέθηκε και πάλι ο Μπουκουβάλας. «Γιατί δε φεύγετε για το χωριό μου, την Ερμιόνη στην Αργολίδα;» τους λέει. «Δεν έχει εργοστάσια, μα έχει κτήματα, θα βρείτε δουλειά. Έχω και τον θείο μου εκεί, τον καπετάν-Γιώργη, τον Τέσση και θα σας υποστηρίξει». Ο Μπουκουβάλας ήταν ο άνθρωπος που τους γλύτωσε στην Αρτάκη, γιατί να μη τον εμπιστευτούν τώρα; Δέχτηκαν και ο Μιμίκος με τον Μπουκουβάλα τρέχουν στα Λεμονάδικα, βρίσκουν τον Τέσση και σε μια βδομάδα βρίσκονται στην Ερμιόνη. Νοίκιασαν ένα δίπατο σπίτι δίπλα στη θάλασσα στα Μαντράκια. Ο καραβοκύρης καπετάν Γιώργης Τέσσης, τίμιος, μπεσαλής και λεβεντάνθρωπος, με το καΐκι του έκανε δρομολόγια από τον Σαρωνικό μέχρι και το Λεωνίδιο μεταφέροντας εμπορεύματα. Τους βρήκε δουλειά, τους προσέφερε τη φιλία του, τους αγάπησε, τους σεβάστηκε και ταπεινά ζήτησε σε γάμο τη μεγαλύτερη κόρη τους, την όμορφη Ανάστα. Μια ψηλή λυγερή ξανθιά κοπέλα που τη ζητούσαν σε γάμο επιφανείς Έλληνες στην Αρτάκη και τη Σμύρνη, ακόμα και στη Πόλη.

Ο καπετάν Γιώργης και η κυρα-Στάσα είναι οι γονείς της γνωστής συγγραφέως Ευαγγελίας Τέσση που έγραψε το βιβλίο «Ανατολικά του Αρχιπελάγους», ένα συγκλονιστικό βιβλίο που περιγράφει πώς βίωσαν οι προγονοί της την προσφυγιά.

Ο φαρμακοποιός Νίκος Βλαστός, από τα Σόκια, εξαθλιωμένος περιφέρεται στις γειτονιές του Πειραιά, ψάχνοντας μέρος να στεγάσει την οικογένειά του, τη σύζυγό του Σοφία και τα παιδιά του Μίλτο, Λίλη, Καίτη και Νιόβη. Τυχαία γνωρίζει τον έμπορο Νίκο Λαζαρίδη, πατέρα της Ανθούλας Δουρούκου, ο οποίος του προτείνει να πάνε για εγκατάσταση στην Ερμιόνη. Έτσι στήνουν το καινούργιο σπιτικό τους στο σπίτι του Στεργίου που ήταν η καφετέρια «ΕΡΩΔΙΟΣ». Ήταν οικογένεια με μεγάλη μόρφωση, κουλτούρα και ξεχωριστούς τρόπους. Ο Μίλτος, γιος του Νίκου Βλαστού, γιατρός νευρολόγος, με σπουδές στο Παρίσι, φυσικό ήταν να αφήσει την Ερμιόνη. Η πρώτη νευρολογική κλινική της Αθήνας ιδρύθηκε από αυτόν και η στάση λεωφορείων εκεί, ονομάστηκε «Στάση Βλαστού» και υπάρχει μέχρι σήμερα. Ο Ερμιονίτης Άγγελος Καραγιάννης, σε μια βεγγέρα σαγηνεύτηκε από την ομορφιά και τη χάρη της Καίτης Βλαστού και αμέσως την παντρεύτηκε αδιαφορώντας για τις επιφυλάξεις της οικογένειάς του. Η Λίλη παντρεύτηκε και έζησε στο Παρίσι, η Νιόβη παντρεύτηκε καπνέμπορο στη Πάτρα και έζησε εκεί.

Το 1922, ο Δημήτρης Χατζησωκράτης από τα Σόκια, προύχοντας και ιδιαίτερα ευκατάστατος, η γυναίκα του Αργυρώ και τα παιδιά τους, καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους, καταφεύγουν στη Σάμο, από εκεί στον Πειραιά και κατόπιν στη Δράμα, όπου με την ανταλλαγή προσφύγων και αποζημιώσεων τους επιδίδεται μεγάλος κλήρος για εγκατάσταση και καλλιέργεια. Η Αργυρώ, πολύ καλή μαγείρισσα, γνώριζε τη χρήση των βοτάνων και παρουσίαζε εξαίρετες Μικρασιάτικες συνταγές. Μετά 20 χρόνια, η κόρη τους Δέσποινα παντρεύεται αστυνομικό που υπηρετούσε στο Κρανίδι και εγκαθίστανται στην περιοχή μας. Στο τέλος της κατοχής, εγκαθίστανται στην Ερμιόνη και τα αδέλφια της Σωκράτης και Σοφοκλής με μεγάλη δράση στην Εθνική Αντίσταση. Εργάζονται ως διοικητικό προσωπικό στα μεταλλεία, παντρεύονται τις Ερμιονίτισσες Αργυρώ Δέδε και Ρίνα Σταματίου και από τότε αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας, που τους αγκάλιασε με στοργή.

Ο Μάρκος Γιαμούρογλου από το Ικόνιο, στη καταστροφή πιάνεται αιχμάλωτος.  Η γυναίκα του Αναστασία με τον 6χρονο Ιορδάνη, τον 4χρονο Γιάννη, τον 2χρονο Ηλία, την αδελφή του Μάρκου Κατίγκω (Κατίνα) και την κόρη της Κούλα φτάνουν στην Ελλάδα και μετά από απίστευτη περιπέτεια δύο μηνών βρίσκονται στα Ιωάννινα.

Ο Μάρκος το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών απελευθερώνεται και ξεριζωμένος βρέθηκε στην Ερμιόνη και αρχίζει μεγάλο αγώνα να βρει την οικογένειά του. Χάρη στη πρωτοβουλία της Εκκλησίας να ανακοινώνονται μετά την Κυριακάτικη λειτουργία από τους επιτρόπους αναζητήσεις αγνοουμένων προσφύγων, η γυναίκα του άκουσε στα Ιωάννινα για το άντρα της, ήλθε στην Ερμιόνη και τον βρήκε. Όλη η οικογένεια ενώνεται και αρχίζει να στήνει το σπιτικό της. Στο Ικόνιο είχαν μεγάλο διώροφο σπίτι, ήταν πολύ ευκατάστατη οικογένεια, έκαναν παραγωγή ούζου. Οι χανούμισσες αγαπούσαν πολύ την Αναστασία και την παρότρυναν να μη φύγει ως πρόσφυγας. Θα την βοηθούσαν και θα την προστάτευαν της έλεγαν. Ο Μάρκος άνοιξε καμίνι με τούβλα και κεραμίδια στο Κρανίδι και τον χειμώνα διατηρούσε σιδηρουργείο στην Ερμιόνη. Απέκτησαν και άλλα 4 παιδιά, την Δέσπω, τον Θεοδόση, την Κατίνα και την Κούλα. Όταν τα παιδιά άρχισαν το σχολείο στην Ερμιόνη, οι συμμαθητές τους τα αποκαλούσαν Τουρκόπουλα και ο Μάρκος άλλαξε το επώνυμο σε Βροχίδης. Στην Ερμιόνη ήσαν πολύ αγαπητοί και κοινωνικοί. Ο Μάρκος και η Αναστασία έπαιζαν πολύ καλά ούτι και κανονάκι, ένα μουσικό όργανο άγνωστο τότε στην Ερμιόνη (σαν το σαντούρι αλλά χωρίς ξύλα έπαιζαν με τα χέρια) και δημιούργησαν πολλές παρέες. Ο Μάρκος πέθανε νωρίς και η οικογένεια έφυγε για την Αθήνα, όπου τα αγόρια αρχικά άνοιξαν καμίνι στην Ιερά Οδό και μετά δημιούργησαν το γνωστό εργοστάσιο εκκλησιαστικών ειδών «Βροχίδης» που υπάρχει μέχρι σήμερα και ανήκει στα εγγόνια του Μάρκου από το γιο του Θεοδόση.

Ο αδελφός του Μάρκου, Χαρίτος Γιαμούρογλου, το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών ήλθε στην Ερμιόνη, φέρνοντας πολλές λίρες και χρυσό. Η κόρη του Μάρκου Κατίνα παντρεύτηκε τον Ερμιονίτη Σταύρο Γεωργίου και απέκτησαν 5 παιδιά. Το σπίτι τους είναι από τα ελάχιστα προσφυγικά που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Βρήκα στο Αιγάλεω την κόρη του Μάρκου Δέσπω, 88 ετών σήμερα, μιλήσαμε πάρα πολλές ώρες και μου εξιστόρησε πως κτίστηκε αυτό το σπίτι:

 

«… ο πατέρας μου συνάντησε τη μάνα μου το ‘23, ήλθε στην Ερμιόνη και άνοιξε καμίνι. Στην αρχή έμεναν στο νοίκι, ήθελε να αγοράσει ένα οικόπεδο κοντά στο λιμάνι να φτιάξει σπίτι, αλλά ένας μηχανικός που το είδε του είπε: Μάστρο-Μάρκο είσαι καλός άνθρωπος και σε λυπάμαι γιατί έχεις 8 παιδιά, αλλά αυτό το οικόπεδο μη το πάρεις, γιατί αν περάσει το ποτάμι του Καταφυκιού δεν θα μείνει ούτε πόρτα, θα σου βρω εγώ ένα. Όταν έκτιζε ο πατέρας μου το σπίτι, τα τούβλα ήταν δικά του και όταν έκανε αγιασμό στα θεμέλια δεν είχε λεφτά να πληρώσει τον Παπά και πάει απέναντι και ζήτησε ένα τάλιρο να πληρώσει τον Παπά και του λέει η μάνα μου: Τι κάνεις και θέλεις σπίτι αφού δεν έχεις λεφτά και της λέει ο πατέρας μου θα βρεθούν λεφτά. Δεν είχαμε τσακωθεί με τη γειτονιά ποτέ, ούτε με κανέναν είχε τσακωθεί ο πατέρας μου, τέτοια πράγματα δεν είχαμε, είχαμε αγάπη στο χωριό. Μετά ήθελε πολύ ξυλεία για τη σκεπή και βρήκε ένα μεγαλέμπορα στο λιμάνι και τον παρακάλεσε να του δώσει ξυλεία να βάλει μέσα τα παιδιά του και τον Οκτώβρη να του δώσει τα λεφτά. Εκείνος σκέφτηκε – σκέφτηκε και του λέει: Έλα Μάρκο πάρε την ξυλεία και τελείωσε το σπίτι. Ένας γείτονας του έμπορα του είπε: Τι έκανες; Έδωσες τόση ξυλεία χωρίς λεφτά σε έναν πρόσφυγα που δεν το ξέρεις; Δεν πειράζει, αν θέλει ας μην τα φέρει να συγχωρεθούν ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Ο πατέρας μου δούλεψε πολύ καλά το καλοκαίρι, πούλησε τούβλα και κεραμίδια, μάζεψε τα λεφτά και τέλος Σεπτέμβρη πάει τα δίνει, ευχαριστεί το έμπορο και αυτός του απαντά: Μάστρο-Μάρκο ό,τι θέλεις να έρχεσαι να παίρνεις. Συναντά τον γείτονά του και δείχνοντας τα λεφτά του λέει: Να ο πρόσφυγας μου έφερε τα λεφτά και σεις με κάνατε να έχω σκάσει που του έδωσα την ξυλεία».

 

Ο Αναστάσιος και η Βασιλική Κωτσόγλου από την πόλη Αλάγια, ήλθαν στις Σπέτσες και από εκεί στην Ερμιόνη με τα 5 παιδιά τους Γιώργο, Αναστασία, Φωτεινή, Ιορδάνη και Δημήτρη. Έμειναν στην Ερμιόνη 10 χρόνια στο σημερινό σπίτι της Θεοδότης Σκλαβούνου, εκτός από τον Γιώργο, ο οποίος έμεινε μόνιμα εδώ και έγινε γανωτής ή καλατζής. Ο μάστρο-Γιώργης ήταν άνθρωπος ήσυχος, φτωχός αλλά εργατικός και τίμιος. Με ένα τσουβάλι στην πλάτη και τα σύνεργά του γύριζε με τα πόδια όλα τα γύρω χωριά μέχρι και το Λουκαΐτι και αγωνιζόταν να θρέψει τα πολλά παιδιά του. Γάνωνε με κασσίτερο τα χάλκινα σκεύη, τα μοναδικά που χρησιμοποιούσαν τότε οι νοικοκυρές στην κουζίνα τους. Οι ντόπιοι τον αγαπούσαν για την καλοσύνη και το χιούμορ του και καλοπροαίρετα τον πείραζαν για την πολυτεκνία του και για την χαρακτηριστική περίεργη προφορά του, αφού δεν κατάφερε ποτέ να μάθει σωστά τα Ελληνικά. Ο Γιώργος έμεινε στην Ερμιόνη μέχρι τη δεκαετία του 1950.

Ο Κυριάκος Σακαλίδης από το Σαγιχλί, μετά την καταστροφή αρχικά βρίσκεται στο Ξυλόκαστρο, κατόπιν στον Πειραιά στα Άνω Πετράλωνα και στην Κατοχή καταλήγει στην Ερμιόνη. Δραστηριοποιήθηκε ως έμπορος με πολύ καλό μπακάλικο στην περιοχή της Παναγίας, στο οποίο μικρός πήγαινα καθημερινά. Παντρεύτηκε την Ερμιονίτισσα Ματίνα Νάκου, αδελφή του χρυσοχόου. Ήταν άνθρωπος ευγενικός, πνευματώδης με πολύ χιούμορ, ιδιαίτερα με τις γυναίκες που πάντα είχε κάποιο αστείο να πει για να τους φτιάξει την διάθεση. Στο σπίτι του έκανε πολλές κοινωνικές συγκεντρώσεις, τις λεγόμενες βεγγέρες, με φίλους του Ερμιονίτες.

Γόνος προσφύγων ήταν και ο αγαπητός σε όλους μας φωτογράφος Στέφος Αλεξανδρίδης, ο οποίος έζησε στο Κρανίδι, αλλά ο φακός του αποθανάτισε όλη την Ερμιονίδα. Ο πατέρας του σε ηλικία 25 ετών ήλθε στις Σπέτσες με το πλοίο «ΠΑΤΡΙΣ» από την Σπάρτη της Μικράς Ασίας, μια πόλη που βγάζει πολλά χαλιά τα λεγόμενα «σπαρταλίδικα χαλιά». Ο πατέρας του Στέφου ήθελε να τον κάνει ράφτη, αλλά αυτός ήθελε να γίνει τσαγκάρης και έτσι πήγε στο τσαγκαράδικο που είχαν δύο πρόσφυγες. Ωστόσο τον κέρδισε η τέχνη του φωτογράφου που την υπηρέτησε με πολύ μεράκι και έγινε ο εμβληματικός φωτογράφος της Ερμιονίδας.

Η Φωφώ Κωνσταντινίδη, από την Κωνσταντινούπολη βρέθηκε ως πρόσφυγας στην Ερμιόνη. Ήταν οδοντίατρος, με ιατρείο στο στενό μεταξύ Πραχαλιά και Τάγκαλου στο λιμάνι. Μοναχική, αξιοπρεπής, με καλούς τρόπους, αγαπούσε πολύ τα ζώα. Είχε έναν σκύλο με το όνομα «Σποτς» και πολλές γάτες. Τη δεκαετία του ‘60 έκανε και ιδιαίτερα μαθήματα Αγγλικών και Γαλλικών. Το σπίτι της στα Μαντράκια ήταν απέναντι στο σπίτι Απόστολου Γκάτσου και τα διπλανά σκαλάκια που βγαίνουν στη θάλασσα τα λέμε ακόμη και σήμερα «σκαλάκια της κυρά Φωφώς».

Ο Γιώργος Σιγανούλης, 6 χρονών βρέθηκε στην Ερμιόνη χωρίς γονείς και συγγενείς, ως πρόσφυγας. Ο κτηματίας Δημήτρης Κόντος τον πήρε στο περιβόλι του και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του. Με το κοπάδι του γύριζε όλο το κάμπο της Κινέτας και των Ποτοκίων. Ο τρόμος του ξεριζωμού και ο χαμός της οικογένειάς του τον είχαν σημαδέψει για πάντα. Δεν θυμόταν τίποτα για το πώς έφτασε στο τόπο μας.

 

Η ζωή τους στην Ερμιόνη

 

«Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός, ευθύς εγιόμισε άνθη» λέει ο στίχος του εθνικού μας ποιητή και πράγματι, η φτωχή Ελλάδα των 4.000.000 ψυχών με τιτάνια προσπάθεια, σε 3 χρόνια μόνο, κατάφερε να εξασφαλίσει στέγη, δουλειά και περίθαλψη, σε 1.500.000 πρόσφυγες. Και αυτοί σε μια δεκαετία, με τη φιλοπονία και το φιλοπρόοδο πνεύμα τους της έδωσαν δύναμη από τη δική τους δύναμη. Μετέτρεψαν την τραγωδία σε δημιουργία! Έκαναν το δράμα θαύμα και ο ξεριζωμός, σύμφωνα με τον Σαράντο Καργάκο, έγινε ριζωμός, έγινε ανθοβόλημα και νέα καρποφορία για την Ελλάδα. Πριν την καταστροφή, με σιδερένιο κρίκο την αλληλεγγύη, δημιουργικοί και ευρηματικοί, εμπορικά και επιχειρηματικά δραστήριοι, χρυσοχέρηδες, κυριαρχούσαν στο θαλάσσιο εμπόριο και σε όλα τα επαγγέλματα, με επιστήμονες και τεχνίτες απαράμιλλης καλαισθησίας.

Η εργατικότητα ενός Έλληνα έφτανε με 10 Τούρκων, αφού ως μεγαλύτερο ελάττωμα και από τη κλεψιά ακόμα, θεωρούσαν την τεμπελιά. Στη Σμύρνη, το 70% του εμπορίου και της οικονομίας κατείχαν οι Έλληνες και ήταν θέμα χρόνου να γίνει ολόκληρη η περιοχή ελληνική αν δε συνέβαινε η τραγωδία. Μόρφωναν τα παιδιά τους με υψηλού επιπέδου παιδεία, με δασκάλους πολύ μορφωμένους και αυστηρούς. Λάτρευαν τον Θεό και την Πατρίδα. Η τουρκική παρουσία ήταν αισθητή κάθε μέρα στη ζωή τους αλλά κυρίως στη βαθιά πληγωμένη καρδιά τους και η γνώση της γεωγραφίας και ιστορίας ήταν ένα γλυκό και θαυματουργό βάλσαμο για αυτήν. Ελληνικά βιβλία δεν είχαν, μάθαιναν όμως τα πάντα για την επανάσταση του 1821, τους ήρωες, τις θυσίες, τα ολοκαυτώματα, τις προδοσίες και τις διχόνοιες. Οι Τουρκικές αρχές τους απαγόρευαν να τραγουδούν πατριωτικά τραγούδια και τον Εθνικό Ύμνο, όμως όλοι τα ήξεραν και τα τραγουδούσαν κρυφά στο σπίτι, κάνοντας τους γονείς να ανησυχούν μήπως τα ακούσουν οι Τούρκοι.

Τούρκοι και Έλληνες είχαν κοινωνικές συναναστροφές και φιλίες. Πήγαιναν στις γιορτές, τα παιδιά έπαιζαν μαζί και οι μεγάλοι έτρεφαν σεβασμό μεταξύ τους. Ζούσαν σε υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο με ευρωπαϊκά πρότυπα. Αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη πέντε λυρικών θεάτρων στη Σμύρνη, όταν στην Αθήνα δεν υπήρχε ούτε ένα! Γι’ αυτό και οι Έλληνες στρατιώτες όταν αποβιβάστηκαν εκεί βρέθηκαν προ εκπλήξεως! Διαπίστωσαν πως δεν ήλθαν από τη Δύση στην Ανατολή. Η Δύση ήταν στην Ανατολή! Με τον ερχομό τους, εκτός από τον πολιτισμό τους έφεραν και μια μοναδική αξιοπρέπεια. Δεν υπήρξε ούτε ένας πρόσφυγας ζητιάνος. Στο κοινωνικό μίγμα που δημιουργείται από την υποχρεωτική συνύπαρξης δύο διαφορετικών κόσμων η αντιμετώπιση των ντόπιων χαρακτηρίζεται από αναστάτωση, σκεπτικισμό, δυσπιστία και πολλές φορές εχθρότητα. Χαρακτηριστικό ήταν το παράπονο της Φ. Χαϊδεμένου: «Στην Τουρκία μας φέρθηκαν σαν Έλληνες και στην Ελλάδα σαν Τούρκους».

Στην Ερμιόνη δεν υπήρχαν πράξεις εχθρότητας, υπήρχε όμως αρκετή δυσπιστία και επιφυλακτικότητα ακόμη και από τις αρχές του τόπου, όπως η απόρριψη από το Κοινοτικό Συμβούλιο πρότασης του Προέδρου για προσφορά 3.000 δρχ. από το αποθεματικό κεφάλαιο για την στέγαση και περίθαλψη απόρων προσφύγων. Εμφανείς ήσαν οι διαφορές στη κουλτούρα και την καθημερινότητα, όπως η συνήθεια ορισμένων συμπολιτών μας να αναφέρονται στα Θεία, προκειμένου να ξεθυμάνουν από το θυμό τους, που έκανε εξαιρετικά άσχημη εντύπωση στους πρόσφυγες, οι οποίοι δεν έβριζαν ποτέ τα θεία. Λύπη και περίσκεψη δημιουργούσαν στους πρόσφυγες κάποιοι λιγοστοί συμπολίτες μας, κυρίως έμποροι και άνθρωποι της αγοράς, που νόμιζαν ότι οι φτωχοί και εξαθλιωμένοι αυτοί άνθρωποι και κυρίως τα μικρά παιδιά ήταν εύκολα θύματα εκμετάλλευσης ή ακόμα και απάτης και προσπαθούσαν να κερδοσκοπήσουν εις βάρος τους.

Νεαροί Ερμιονίτες συνήθως μεθυσμένοι έκαναν καντάδα στις όμορφες προσφυγοπούλες και απαιτούσαν να βγουν από τα σπίτια τους να τις θαυμάσουν. Αυτές δεν έβγαιναν, οι νεαροί πετούσαν πέτρες και ακολουθούσαν κυνηγητά με μαγκούρες και άλλα σχετικά! Ωστόσο, αν και είχαν χάσει τον παράδεισό τους, όπως έλεγαν, αναπολώντας τα όμορφα χρόνια στην Αττάλεια, δέχθηκαν τη νέα πραγματικότητα καρτερικά και χαρακτήρισαν την Ερμιόνη, ως ένα «ήσυχο χωριό». Με τα χρόνια οι Ερμιονίτες τους αποδέχτηκαν ως ισότιμους συμπολίτες, συνεργάστηκαν μαζί τους, αναγνώρισαν την αξία τους και τον καλό τους χαρακτήρα, αξιοποίησαν τις ικανότητες και τα προτερήματά τους και όχι μόνο δεν τους ενοχλούσαν, αλλά τους αποδέχονταν με σεβασμό.

Την ημέρα που οι εξαθλιωμένοι αυτοί άνθρωποι κατέκλυσαν το λιμάνι μας, κανείς δεν φανταζόταν ότι με τη προκοπή τους και τις νέες ιδέες τους θα αποτελούσαν σημαντική δύναμη προόδου για την μικρή Ερμιόνη. Ο δάσκαλος Μιχαήλ Παπαβασιλείου γράφει: «Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, που κατακλύσανε το φθινόπωρο του ’22 το χωριό μας, δώσανε στη ζωή μας τελείως διαφορετικό νόημα».

Και η Δέσπω Βροχίδη, άκουσε έναν συμπολίτη μας, να λέει σε κάποιον άλλο: «Τούτοι οι άνθρωποι που ήρθαν από τη Μικρά Ασία, καινούργιο αίμα ήτανε στο κορμί του τόπου μας. Πολλά θα μάθουμε από αυτούς. Κοιτάξτε να τους μοιάσουμε για να δούμε άσπρη μέρα».

Ο Μιχάλης Δεληγιάννης, πρωταγωνιστής στα γεγονότα του Οκτωβρίου 1922 και γνωρίζοντας τις ικανότητές τους, αργότερα το 1927 ως Πρόεδρος της Κοινότητας, κάνει στο Κοινοτικό Συμβούλιο την παρακάτω πρόταση: «…ταπητουργοί, υφανταί, οικοδόμοι, υποδηματοποιοί και άλλοι τεχνίται εκ των προσφύγων, αποκαθιστάμενοι εις την κοινότητά μας, ούσα παραλιακή και έχουσα κλίμα και ύδατα πόσιμα, υγιεινά και άφθονα, θα εύρωσιν εργασίαν προς συντήρησιν των οικογενειών αυτών και θα αποβώσιν χρήσιμοι στο σύνολο των κατοίκων της κοινότητος» και το Συμβούλιο, αποφασίζει παμψηφεί να παραχωρηθούν δωρεάν κοινοτικά οικόπεδα στο Δυτικό άκρο της πόλης για να κτίσουν σπίτια. Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε.

Εμπορικά δαιμόνια τα αδέλφια Πεχλιβανίδη νοίκιαζαν καΐκια και όργωναν τον Σαρωνικό και Αργολικό κόλπο μεταφέροντας όχι μόνο τα προϊόντα της περιοχής, αλλά έφερναν και από τον Πειραιά κυρίως παστά, ξηρούς καρπούς και ζαχαρωτά.

Οι ζαχαροπλάστες Παντελής Αναμουρλόγλου και Θόδωρος Κωνσταντινίδης μας έμαθαν τα γλυκά ταψιού που έφτιαχναν μόνοι τους, το μπακλαβά, το ραβανί και το σαραγλί, την πάστα σοκολατίνα και τα απίθανα παγωτά τους, καϊμάκι, βανίλια σοκολάτα, πεπόνι, καρπούζι και βύσσινο, άγνωστα μέχρι τότε σε πολλούς Ερμιονίτες. Oι προσφυγοπούλες χειραφετημένες και οι μανάδες με τα μωρά στην αγκαλιά πήραν τα δρεπάνια, τις τσάπες και τα κλαδευτήρια και κατέκλυσαν τα χωράφια και τα περιβόλια.

Οι πρωτοποριακές μέθοδοι του Μιμίκου Τρουπόγλου στη γεωργία και ιδιαίτερα στο κλάδεμα, έγιναν γνωστές στην περιοχή και δεν υπήρχε κτηματίας να μη ζητήσει τη γνώμη του. Αρκετοί σάστιζαν με τις συμβουλές του και τον αντιμετώπιζαν με ειρωνεία, σχολιάζοντας πίσω από την πλάτη του: «Πάει, τουστριψε του κακομοίρη από της προσφυγιάς τον καημό. Ακούς, να μας λέει, να μιλάμε με τη γη μας και να αφουγκραζόμαστε τα δέντρα, γιατί αισθάνονται και μας μιλούν!». Στο τέλος όμως, όλοι αναγνώριζαν την αξία του, ζητούσαν τη γνώμη του και έλεγαν: «Μεγαλονοικοκύρης πρέπει να ήταν ο μπαρμπα-Μιμίκος!».

Από τους αργαλειούς έβγαιναν αριστουργήματα σε χαλιά και υφαντά που ξεχώριζαν για τον ιδιαίτερο τρόπο επεξεργασίας και για τα ανάλαφρα και με λαϊκά θέματα σχέδιά τους. Το σχολείο Συγγρού μετατράπηκε σε ταπητουργικό εργαστήρι, προσφυγοπούλες για δέκα χρόνια δίδασκαν ταπητουργία σε κοπέλες της Ερμιόνης. Άλλες, έπιασαν τις βελόνες και έκαναν αξιοζήλευτα κεντήματα και πλεκτά ρούχα. Οι κοπέλες της Ερμιόνης έτρεχαν σε αυτές να φτιάξουν την προίκα τους, μαθαίνοντας εργόχειρα και κυρίως τη βυζαντινή βελόνα, έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο κεντήματος. Οι Ερμιονίτισσες έμαθαν πολλά για το στόλισμα της νύφης, το στρώσιμο του τραπεζιού και για θέματα αισθητικής και καλαισθησίας.

Οι Μικρασιάτισσες ακολουθώντας την λαϊκή ρήση, «Τις ιστορίες του τόπου σου, για να μη τις ξεχνάς, να τις βάζεις στα φαγητά» με την ποικιλία των μπαχαρικών, των εξαίσιων μυρωδικών και βοτάνων, δημιούργησαν ένα γευστικό πολιτισμό που έχει κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Με τον ερχομό τους, εγκαταλείπεται η «σπαρτιάτικη» λιτότητα της Ελλαδικής κουζίνας και εισβάλει ορμητικά η Πολίτικη και Σμυρνέϊκη εξωτική γεύση. Μοιραία άλλαξε και η κουζίνα της Ερμιόνης, αποκτώντας μια άλλη διάσταση και ποιότητα, παρ’ ότι πολλά από τα υλικά τους ήταν άγνωστα στις Ερμιονίτισσες και πολλές φορές τα χρησιμοποιούσαν για άλλο σκοπό αντί για τη μαγειρική.

Η μουσική και ο χορός ήταν το βάλσαμο για τον πόνο της προσφυγιάς και οι μουσικές εκδηλώσεις ήταν ιεροτελεστίες για να διατηρηθεί η κοινή τους ταυτότητα και να μεταδοθεί στις επόμενες γενιές. Η ποικιλία των ήχων και ρυθμών που κυριάρχησε έσπασε την μονοκρατορία του Δημοτικού τραγουδιού και άνοιξε το δρόμο για το ρεμπέτικο. Οι Ερμιονίτες κατεξοχήν γλεντζέδες και κοινωνικοί ταίριαξαν με τους πρόσφυγες, δημιουργήθηκε ένα ιδανικό μείγμα και άρχισαν οι βεγγέρες και τα γλέντια. Οι σφουγγαράδες μας άλλωστε πριν την καταστροφή από τα παράλια της Μικράς Ασίας, εκτός από σφουγγάρια έφερναν και στοιχεία μουσικής και πολιτισμού.

Για παράδειγμα, το τραγούδι «Σε καινούργια βάρκα μπήκα και στο Άγιο Γιάννη βγήκα» είναι παραφρασμένο από το Μικρασιάτικο «… και στο Μιχαλίτσι βγήκα». Ο Μάρκος Βροχίδης με το ούτι και το κανονάκι του, οι κόρες του Τρουπόγλου με το μαντολίνο τους, ο Παναγιώτης Κωνσταντινίδης με το γραμμόφωνό του και η οικογένεια Βλαστού με τη μουσική της παιδεία και τη γνώση των ευρωπαϊκών και μοντέρνων χορών, έδωσαν ένα διαφορετικό χρώμα στη διασκέδαση της Ερμιόνης. Το ταγκό, το βαλς, η πόλκα, το φοξακλέ, ο καρσιλαμάς και το τσιφτετέλι άρχισαν να χορεύονται στα πάρτι, με τις προσφυγοπούλες να σαγηνεύουν τον ντόπιο ανδρικό πληθυσμό.

Ο Παναγιώτης Κωνσταντινίδης έμαθε στα ζευγάρια τις καντρίλιες και οι κόρες του είχαν μετατρέψει την αυλή τους σε χοροδιδασκαλείο ευρωπαϊκών χορών.

Ο Βασίλης Προβελλεγγάτος έμαθε σε πολλά παιδιά της Ερμιόνης και ειδικά στους προσκόπους τη σάλπιγγα και το τύμπανο. Οι συμπολίτες μας λαϊκοί οργανοπαίκτες Ηλίας και Λεωνίδας Νάκος, με το βιολί και το λαούτο τους, έπαιζαν με δεξιοτεχνία Μικρασιάτικους σκοπούς. Άριστοι τεχνίτες, όπως ο τσαγκάρης Παναγιώτης Κωνσταντινίδης, ο ράφτης Θανάσης Παπαθανασίου και ο σιδηρουργός Μάρκος Βροχίδης, είχαν στα μαγαζιά τους πολλά παιδιά και τους μάθαιναν με μεράκι την τέχνη τους. Από εκεί βγήκαν αργότερα εξαίρετοι Ερμιονίτες τεχνίτες.

 

Επίλογος

 

Η 14η Σεπτεμβρίου ανακηρύχθηκε ως «ημέρα μνήμης» για την Μικρασιατική τραγωδία. Είναι η μέρα που θυμόμαστε τη φλεγόμενη Σμύρνη, την εξαθλιωμένη προσφυγιά και το μαρτύριο του Χρυσόστομου. Είναι και ημέρα νοσταλγίας των αλησμόνητων πατρίδων, όπως τις αποκαλούν οι Μικρασιάτες και όχι των χαμένων πατρίδων. Αν και «Τώρα εκεί όλα είναι λείψανο. Τώρα εκεί ο μύλος αλέθει ερημιά», όπως γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης, οι πατρίδες χάνονται όταν ξεχνιούνται, δεν χάνονται όταν είναι ριζωμένες στην ψυχή μας. Είναι και ημέρα διδαγμάτων, για να θυμόμαστε ότι στις διακρατικές και συμμαχικές σχέσεις δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί παρά μόνο υποσχέσεις, οι οποίες ξεχνιούνται όταν θίγονται τα συμφέροντα. Είναι και ημέρα που πρέπει να θυμόμαστε την Ελληνίδα μάνα. Τη μάνα του Έλληνα στρατιώτη που έστειλε το παιδί της στα βάθη της Ανατολής, αλλά και τη μάνα – πρόσφυγα, που έφερε τα ξεριζωμένα βλαστάρια της στην Ελλάδα και προσπάθησε να τα φυτέψει πάλι. Τα είδε να ανθίζουν και να καρποφορούν, αλλά δεν ξέχασε και ποτέ δεν θα ξεχάσει, τη φοβερή σφαγή του 1922.

Στη προσπάθειά μου να προσεγγίσω τον πόνο και την προσφορά των προσφύγων και τη δράση των προγόνων μας το 1922, μέσα μου ριζώθηκε βαθιά η πεποίθηση ότι όλοι οι Έλληνες, την Μικρασία την κουβαλάμε μέσα μας σαν γλυκιά ανάμνηση, σαν πόνο, σαν καημό, αλλά και σαν αιτία περηφάνιας και ελπίδας. Ακόμη και αν δεν μας ανήκει πια, μας ανήκει η Ιστορία της, κάτι που κανείς, ούτε ο ίδιος ο χρόνος μπορεί να μας στερήσει. Χρέος μας είναι να θυμόμαστε, για να σώσουμε την Ιστορική μας μνήμη που θα σώσει και εμάς. Όποιος διασώζει την Ιστορική του μνήμη, διασώζει και την ύπαρξή του. Ξέρει ποιος είναι, ξέρει από πού έρχεται, από ποιους έρχεται, ξέρει πού πάει.

Ως Ερμιονίτες πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για τους προγόνους μας, οι οποίοι δεν είχαν πλούτη, δεν είχαν υποδομή, είχαν όμως αγνά αισθήματα φιλοξενίας και φιλαλληλίας, είχαν πραγματικό πολιτισμό, είχαν αξίες και αγκάλιασαν τους ρημαγμένους πρόσφυγες, τιμώντας για μια ακόμη φορά τη καταγωγή τους και την μακραίωνη ιστορία της πόλης μας. Ένοιωσα υπερήφανος στη γιορτή της Τζικοπαναγιάς του Ταύρου, χώρο ετήσιας συνάντησης των Ατταλιωτών, όταν συνάντησα παιδιά και εγγόνια τους, που γνωρίζοντας τη περιπέτεια των προγόνων τους, επαίνεσαν την μεγάλη προσπάθεια των συμπολιτών μας και πολλοί έχουν επισκεφθεί την Ερμιόνη για να τιμήσουν το Ελληνικό χώμα που πάτησαν για πρώτη φορά οι πρόγονοί τους. Απευθύνομαι στους απογόνους των Μικρασιατών και τους λέω με αγάπη και σεβασμό: «Οι παππούδες, οι γιαγιάδες και οι γονείς σας, με βαθιά πίστη στο Θεό και την Ελλάδα, αν και σκλαβωμένοι μεγαλούργησαν. Πονεμένοι και ρημαγμένοι, άφησαν τους νεκρούς, τα σπίτια τους, τον παραδεισένιο τρόπο ζωής τους, ήλθαν στην Ελλάδα και σύμφωνα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έγιναν “το νέο αίμα και η ευλογία της”. Αποτέλεσαν το λάδι της μηχανής για την πρόοδο της σύγχρονης Ελλάδας. Έδωσαν περισσότερα από όσα πήραν και μετέτρεψαν την τραγωδία σε θαύμα! Το 1922 είναι σταθμός συντριβής, αλλά και αφετηρία αναγέννησης της χώρας μας! Η Ελλάδα και οι Έλληνες τους οφείλουν πολλά! Να είστε υπερήφανοι και να αντλείτε δύναμη από τη μνήμη τους!

Γνωρίζοντας ότι όλοι σας, με αστείρευτο καημό, νοσταλγείτε την αγαπημένη γη των προγόνων σας, την Σμύρνη, την Αττάλεια, το Ικόνιο, τα Σόκια, σας αφιερώνω, τους στίχους του ποιητή μας Ιωάννη Πολέμη:

 

«Τι κι αν τρώει, τα σπλάχνα μου, το σαράκι;

Τι κι αν βαδίζω, αγύριστα, χρόνο με το χρόνο;

Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή,

γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω…».

 

*Γιώργος Ν. Φασιλής

Αντιπτέραρχος Ιπτάμενος ε.α

Επίτιμος Διοικητής Σχολής Ικάρων

Αντιπρόεδρος Ερμιονικού Συνδέσμου

Την έρευνα παρουσίασα στις 18 Αυγούστου 2012 στην Ερμιόνη, στην εκδήλωση του Ερμιονικού  Συνδέσμου, για τα 90 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή. 

 

Σχετικά θέματα:

 

Ηλιού Δημήτριος Π. (1885-1923)

$
0
0

Ηλιού Δημήτριος Π. (18851923)


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ο κ. Δημήτριος Ηλιού σκιαγραφεί την «εικόνα» του παππού του, Δημητρίου Ηλιού του Προκοπίου.

Εκτός από τους πεσόντες στα πεδία των μαχών υπερασπιζόμενους την πατρίδα και την ελευθερία, πολλοί ήσαν κι εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους τραυματίες στα νοσοκομεία ή άφησαν την τελευταία τους πνοή στα σπίτια τους ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες. Σε έναν τέτοιον ήρωα, τον Δημήτριο Προκοπίου Ηλιού, αναφέρεται το κείμενο που ακολουθεί. Το έγραψε ο συνονόματος εγγονός του Δημήτριος Προκοπίου Ηλιού, ο νεότερος, βασισμένος στις διηγήσεις της  γιαγιάς του Βασιλικής Κεφάλα Ηλιού.

 

Ο αείμνηστος παππούς μου, Δημήτριος Ηλιού του Προκοπίου, γεννήθηκε στο Κρανίδι στις 2 Ιουλίου 1885, όπως αναφέρεται στην οικογενειακή, διπλή εικόνα, που παραγγέλθηκε στο Άγιο Όρος, ως αφιέρωση των γονιών του για τη γέννησή του. Στην εικόνα αυτή απεικονίζονται στο επάνω μέρος ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και στο κάτω ο Άγιος Οσιομάρτυρας Προκόπιος. Επίσης, στην αφιέρωση της εικόνας μπορούμε να διαβάσουμε: «Η παρούσα εικών έζωγραφήθη εν τώ Αγίω Ορει του Άθωνος δια χειρός Αβραμίου Μοναχού Σεραφείμ Ιερομονάχου, δια συνδρομής του κυρίου Προκοπίου εκ της πόλεως Κρανιδίου, Εν τη ιερά Νέα σκήτη τη 2 Ιουλίου 1885».

 

Η διπλή εικόνα, που παραγγέλθηκε στο Άγιο Όρος, ως αφιέρωση των γονιών του για τη γέννησή του. Στην εικόνα αυτή απεικονίζονται στο επάνω μέρος ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και στο κάτω ο Άγιος Οσιομάρτυρας Προκόπιος. Στην αφιέρωση της εικόνας μπορούμε να διαβάσουμε: «Η παρούσα εικών έζωγραφήθη εν τώ Αγίω Ορει του Άθωνος δια χειρός Αβραμίου Μοναχού Σεραφείμ Ιερομονάχου, δια συνδρομής του κυρίου Προκοπίου εκ της πόλεως Κρανιδίου, Εν τη ιερά Νέα σκήτη τη 2 Ιουλίου 1885».

 

Ο αείμνηστος υπηρέτησε, συνολικά, στο Ναυτικό επί εξήμισι (6,5) χρόνια, αρχομένης της κανονικής του θητείας και κατόπιν ως έφεδρος υπαξιωματικός πυροβολητής στο Θ/Τ Γ. Αβέρωφ από την παραλαβή του. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο πολεμικό πλοίο ήταν αυτός που φρόντιζε και τον μικρό Ναό του Αγίου Νικολάου, αφού ως ιδιώτης, εκτός από τις εργασιακές ενασχολήσεις του ήταν και Ιεροψάλτης στον μοναδικό, τότε, Ναό της Παναγίας με το ομώνυμο Μοναστήρι, της Κοιλάδας, ιδιοκτησίας της οικογένειας, όπου και βρίσκεται το μνήμα του εξαδέλφου του, Αρχιμανδρίτη Μακαρίου Ηλιού.[1] Ο εν λόγω ιερός χώρος είχε ανεγερθεί προ της Επανάστασης του 1821 και ακόμη υπάγεται στη Μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης και Ερμιονίδος.

 

Φωτογραφία του Δημητρίου Ηλιού του Προκοπίου μετά την κατάληψη της Λήμνου.

 

Δυστυχώς οι κακουχίες[2] που πέρασε έγιναν αιτία να ζει πλέον μια ασθενική ζωή και όπως φαίνεται στη δεύτερη εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που αφιέρωσαν οι γονείς του και αποτέλεσε «μάταιο» τάμα για την υγεία του. Στο κάτω μέρος της εικόνας αναγράφεται η φράση: «Δαπάνη Προκοπίου Ηλιού του υιού αυτού Δημητρίου, 1921». Το τέλος του δεν άργησε να έλθει. Όταν η υγεία του επιβαρύνθηκε πολύ, εκλήθη ο γιατρός από το Κρανίδι, ο οποίος αρνιόταν να τον επισκεφθεί σχεδόν για μια εβδομάδα. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο είχε επηρεάσει ο Διχασμός της εποχής, μεταξύ Βενιζελικών και Βασιλικών, την κοινωνία. Τελικά αναγκάστηκαν να τον μεταφέρουν με κάρο της εποχής. Ήταν όμως αργά. Στη διάρκεια της διαδρομής άφησε την τελευταία του πνοή…

 

Η εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που αφιέρωσαν οι γονείς του και αποτέλεσε «μάταιο» τάμα για την υγεία του. Στο κάτω μέρος της εικόνας αναγράφεται η φράση: «Δαπάνη Προκοπίου Ηλιού του υιού αυτού Δημητρίου, 1921».

 

Ο Δημήτριος Πρ. Ηλιού ήταν παντρεμένος με τη Βασιλική Κεφάλα, κόρη της Θεοδώρας και του Γεωργίου Κεφάλα, Αρχιτελώνη[3] του Πόρου, Επινείου του Ναυπλίου, απογόνου του Αγωνιστή Παναγιώτη Γ. Κεφάλα, που συμμετείχε στην Επαναστατική Κυβέρνηση του 1823 – 1824 του Κρανιδίου.

 

Παναγιώτης Κεφάλας. Ο Κεφάλας σηκώνει τη σημαία της ελευθερίας στα τείχη της Τριπολιτσάς.

 

Ο τοίχος της Βιβλιοθήκης της Τριπόλεως με την απεικόνιση του Αρχιστράτηγου Θ. Κολοκοτρώνη και του Π. Κεφάλα.

 

Όπως δε φαίνεται στον πίνακα του Φον Ες, ήταν αυτός που κρατούσε τη σημαία μαζί με τον ιερωμένο στα τείχη της Τριπολιτσάς. Σκοτώθηκε με τον κουμπάρο του Παπαφλέσσα στις 20 Μαΐου 1825 στο Μανιάκι. Στο Δυρράχι της Αρκαδίας ανεγέρθη προτομή του και η μνήμη του εορτάζεται κατ’ έτος στην επέτειο της μάχης στο Μανιάκι. Στις εκδηλώσεις των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821 τιμήθηκε δεόντως, αφού ολόκληρος ο τοίχος της Βιβλιοθήκης της Τριπόλεως καλύφθηκε από ζωγραφική απεικόνιση του Αρχιστράτηγου Θ. Κολοκοτρώνη και του Π. Κεφάλα. Η γιαγιά Βασιλική υπήρξε και πρωτεξαδέλφη του Ιωάννη Κοντοβράκη, Δικηγόρου και Βουλευτή Αργολίδος.

 

Υποσημειώσεις


[1] Ο αρχιμανδρίτης Μακάριος Ηλιού υπηρετούσε ως εφημέριος στο Λυγουριό. Για αρκετά χρόνια παρέμεινε στο Άγιο Όρος με τον συμπατριώτη του ιερομόναχο Σαμιώτη. Ήταν μια ιερατική φυσιογνωμία και γνώστης της Βυζαντινής Μουσικής. Ήταν φίλος του πατέρα μου Μιχαλάκη Σπετσιώτη και είχε συγγένεια με την οικογένεια Κουτούβαλη (Διαμαντάρα) της Ερμιόνης.

[2] Επισκέφθηκα πολλές φορές το ένδοξο πολεμικό πλοίο το οποίο, ως γνωστόν βρίσκεται στο Π. Φάληρο και παρατηρώντας τις αιώρες που αναπαυόταν το πλήρωμα αντελήφθην τι μπορεί να προκληθεί, μόνο από αυτό, σε κάποιον μετά από χρήση 2-3 ετών.

[3] Οι κακές γλώσσες της εποχής υποστήριζαν ότι ο διορισμός του σχετιζόταν με την προσφορά του προγόνου του Π. Κεφάλα, καθώς και του πατρός της συζύγου, του εξαδέλφου του Κωνσταντίνου Ηλιού, που την αποκαλούσαν πάντα «Μποτσαρίνα» και όχι με το όνομά της. Υπήρξε κόρη του Ιωάννη Μπότσαρη, απογόνου της οικογενείας των Μποτσαραίων, που υπηρέτησε ως Τελώνης στη Σμύρνη.

 

Επιμέλεια: Γιάννης Σπετσιώτης 

 

Σχετικά θέματα:


Τα Μοναστήρια ως καταφύγιο των ατόμων με αναπηρία και η συμβολή της Ιεράς Μονής των Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης

$
0
0

Τα Μοναστήρια ως καταφύγιο των ατόμων με αναπηρία και η συμβολή της Ιεράς Μονής των Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης


 

Κατά τους πρώτους χρόνους της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους η προσφορά των ιερών μονών της Χώρας ήταν σημαντική σε πολλούς τομείς ανάπτυξης του κράτους. Ιδιαίτερα στους τομείς της υγείας, της πρόνοιας, των κοινωφελών έργων, της φτώχειας και της αντιμετώπισης των ανθρώπων με αναπηρίες, σωματικές πνευματικές, συναισθηματικές αλλά και των άλλων προβλημάτων υγείας, εξαιτίας μάλιστα των διαφόρων πανδημιών, με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Είναι γνωστό, πως τα πρόσωπα εκείνα που η παρουσία τους δημιουργούσε διάφορα προβλήματα στην οικογένεια και στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο κρίνονταν ανεπιθύμητα και απομακρύνονταν με επιλογή μάλιστα της οικογένειας. Η πιο συνηθισμένη κατάληξη ήταν ο εγκλεισμός τους σε μοναστήρια και αργότερα σε ιδρύματα που ήσαν ειδικά διαμορφωμένα, ώστε να δέχονται διάφορες «θεραπευτικές» υπηρεσίες, ανάλογα με το είδος και τον βαθμό της αναπηρίας για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα και με όχι ιδιαίτερα φιλάδελφα συναισθήματα.

Ας παρακολουθήσουμε ένα τέτοιο περιστατικό, όπως περιγράφεται σε έγγραφα εκείνης της εποχής. Μας το έθεσε υπόψη ο αγαπητός φίλος Κώστας Κουλαλόγλου, Πρόεδρος της Ένωσης Σπετσιωτών.

 

Το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, πάνω από το γαλήνιο κόλπο της Ερμιόνης – Ντιάνα Αντωνακάτου.

 

Ο Δήμαρχος, λοιπόν, των Σπετσών Νικόλαος Γκίνης με την υπ’ αρ. 654/3 Αυγούστου 1853 αναφορά του γνωστοποιεί στον Έπαρχο Σπετσών και Ερμιονίδος ότι: Στις Σπέτσες υπάρχουν δύο φρενοβλαβείς[1] δημότες ο Α.Α.Ζ. και Δ.Τ.Κ., που εδώ και πολλά χρόνια περιφέρονται στην πόλη «απεριόριστοι», γιατί δεν υπάρχει κατάλληλη δομή να τους δεχθεί. Οι δε συγγενείς τους, όντας άποροι, αδυνατούν να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη. Τα άτομα αυτά είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα, έχουν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην κοινωνία των Σπετσών και σκορπούν τον φόβο σε όλους τους κατοίκους.

Στη συνέχεια παρακαλεί τον Έπαρχο να ενδιαφερθεί, ώστε οι δύο αυτοί φρενοβλαβείς «περιοριστούν» στη Μονή του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα, που είναι «το καταλληλότερον σωφρονιστικό καταγώγιον!», ενώ αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώνει ο Δήμος τα έξοδα της διαμονής τους.

Ο Έπαρχος Σπετσών – Ερμιονίδας Γλαράκης με την υπ’ αρ. 1921/5 Αυγούστου 1853 αναφορά του ενημερώνει τον Νομάρχη Αργολίδας για την επικίνδυνη παρουσία των δύο «φρενοβλαβών» στην τοπική κοινωνία και την απομάκρυνσή τους απ’ αυτή, υποδεικνύοντας ως τον καταλληλότερο χώρο την Μονή του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα.

Επί πλέον συνυποβάλλει την από  17 Αυγούστου 1853 γνωμάτευση του τοπικού γιατρού Νικολάου Φυντανάκη, ο οποίος επιβεβαιώνει τα παραπάνω και συνηγορεί για την απομάκρυνσή τους.

Ο Νομάρχης Αργολιδο-Κορινθίας με την υπ’ αριθμ. 6961/13 Αυγούστου 1853 αναφορά του προς το Υπουργείο Εσωτερικών ενημερώνει τον Υπουργό για όσα έχουν προηγηθεί. Εκείνος στέλνει την αναφορά προς τον Υπουργό επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και τον παρακαλεί, με το από 17 Αυγούστου 1853 σημείωμά του, να διατάξει τα δέοντα.

Μετά την ανταλλαγή των σχετικών εγγράφων μεταξύ των Υπουργείων Εσωτερικών και Εκκλησιαστικών για τη διαμονή των δύο «φρενοβλαβών», ο Υπουργός επί των Εκκλησιαστικών με το υπ’ αριθμ. 4577/2 Σεπτεμβρίου 1853 έγγραφό του προς τον Νομάρχη Αργολιδο-Κορινθίας τον ενημερώνει ότι:

 

Στη Μονή του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα είναι αδύνατη η μεταφορά και η διαμονή των δύο «φρενοβλαβών» από τις Σπέτσες, γιατί ήδη η Μονή έχει δεχθεί πριν από λίγο καιρό τον πάσχοντα Κ.Τ. από την ίδια επαρχία.

Τον πληροφορεί, επίσης, ότι κάθε Μονή μπορεί να δεχθεί μόνο ένα «φρενοβλαβή» λόγω της μεγάλης φροντίδας που εκείνα τα περιστατικά χρειάζονται.

Γι’ αυτό «συνεννοηθήκαμε» με τον Υπουργό Εσωτερικών και καταλήξαμε ότι ο ένας από τους δύο ασθενείς να μεταφερθεί στην Ερμιονίδα και να παραμείνει στη Μονή της Κοιλάδας (Ζωοδόχος Πηγή) και ο άλλος στην Παλαιά Επίδαυρο στη Μονή της Αγνούντας (Κοίμηση της Θεοτόκου) οι οποίοι δεν απέχουν πολύ από το Δήμο τους. Στους ηγουμένους και το Συμβούλιο των δύο Μονών να «παραγγείλετε» να δεχθούν τις δύο αυτές περιπτώσεις ασθενών.

Επίσης, να συνεννοηθείτε με τη Δημοτική Αρχή των Σπετσών να πληρώνει, τακτικά, κάθε μήνα τις υποχρεώσεις της για τη διατροφή και την όποια άλλη φροντίδα των ασθενών στις Μονές.

 

Ο πρώτος νόμος για την αντιμετώπιση των «φρενοβλαβών» ψηφίστηκε στην Ελλάδα το 1862 και προέβλεπε την ίδρυση κρατικών φρενοκομείων με διευθυντή γιατρό. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιζόταν η ασφάλεια των πολιτών ενώ ταυτόχρονα θα δινόταν η απαραίτητη βοήθεια στους πάσχοντες (ιατρική περίθαλψη, διαμονή, σίτιση κ.λπ.).

Η εφαρμογή του νόμου του 1862 λόγω των υψηλών οικονομικών απαιτήσεων δεν προχώρησε και έτσι τα Μοναστήρια παρέμειναν το καταφύγιο εκείνων των ανθρώπων. Και όταν ακόμη εντάχθηκαν στο σύστημα υγείας τα νοσοκομεία – «φρενοκομεία» της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς και αργότερα το Δρομοκαΐτειο, η συμβολή των Μοναστηριών στον τομέα αυτό εξακολουθούσε να είναι θετική και απαραίτητη.

Το καλοκαίρι του 2019 επισκεφθήκαμε το Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης και ζητήσαμε από την ηγουμένη Καλλίνικη να μελετήσουμε το αρχείο της Μονής, που ως γνωστό με μεγάλο ενδιαφέρον και επιμέλεια έχει ταξινομήσει σε είκοσι έξι (26) φακέλους ο αείμνηστος Πρόεδρος του Ερμιονικού Συνδέσμου Απόστολος Γκάτσος. Στην έρευνά μας αυτή, που είχε ως στόχο τον εντοπισμό εγγράφων με αναφορές στη φιλοξενία «φρενοβλαβών» στη Μονή, σταθήκαμε ιδιαίτερα «τυχεροί».

Έτσι από το 1864 έως το 1879 εντοπίσαμε τα παρακάτω εννέα (9) έγγραφα τα οποία αφορούσαν τη φιλοξενία στη Μονή των Αγίων Αναργύρων ατόμων με αναπηρίες (φρενοβλαβείς) για διαμονή και περίθαλψη καθώς και πολλά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία που συνδέονται με τα προβλήματα των αναπήρων.

Έγγραφο 1ο/30 Δεκεμβρίου 1864

Έγγραφο 2ο/31 Δεκεμβρίου 1864

Το ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής απαντά στον Έπαρχο Σπετσών και Ερμιονίδος ότι δεν μπορεί να περιθάλψει τους δύο «φρενοβλαβείς», γιατί το μοναστήρι δεν διαθέτει ειδικούς χώρους και δωμάτια αλλά ούτε και κατάλληλους μοναχούς για τέτοιου είδους υπηρεσίες. Για τους λόγους αυτούς, απαντούν ότι δεν δύνανται να εκτελέσουν την εντολή του Υπουργείου των Εσωτερικών. Τα έγγραφα υπογράφει ο ηγούμενος της Μονής Δωρόθεος Δακουτρές (Φακ. 1, Νο 79).

Έγγραφο 3ο 6177/27 Νοεμβρίου 1866

Έγγραφο 4ο 2255/9 Δεκεμβρίου 1866

Με το αριθμ. 6177/27 Νοεμβρίου 1866 έγγραφο προς τους Επάρχους του Νομού ο Νομάρχης Αργολιδο-Κορινθίας ζητεί να υποβάλλουν πίνακα στον οποίο να αναγράφεται ο αριθμός των «φρενοβλαβών» που διαμένουν σε κάθε Μονή. Με το 2255/9 Δεκεμβρίου 1866 έγγραφο ο Έπαρχος Σπετσών και Ερμιονίδος ζητεί από το ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής να υποβάλει τον σχετικό πίνακα των «φρενοβλαβών» που περιθάλπονται εκεί. Φαίνεται ότι το ηγουμενοσυμβούλιο είχε καθυστερήσει την υποβολή του πίνακα (Φακ. 1, Νο 32 και 33).

Έγγραφο 5ο/α(1) Μαρτίου 1872

Στο έγγραφο αναφέρεται η περίθαλψη των «φρενοβλαβών» στη Μονή Αγίων Αναργύρων.

Έγγραφο 6ο 1257/9 Μαΐου 1877

Έγγραφο 7ο 1330/18 Μαΐου 1877

Ο Έπαρχος Σπετσών και Ερμιονίδος κοινοποιεί στο ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής σχετικό έγγραφο του Υπουργείου των Εσωτερικών. Σύμφωνα με αυτό στις Ι. Μονές του Προφήτη Ηλία, της Ζωοδόχου Πηγής και του Αγίου Αδριανού  Ύδρας καθώς και των Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης χορηγείται από το Υπουργείο το ποσό των 15 δραχμών μηνιαίως για τη συντήρηση των «φρενοβλαβών» που διαμένουν στις ανωτέρω Μονές. Επίσης, «διατάζει» τις Μονές κάθε άλλο έξοδο για την περίθαλψη των ασθενών να διατίθεται από την ίδια τη Μονή «διότι όσο γλίσχρα αν υποτεθώσι ότι είναι δεν είναι ποτέ δυνατόν να παραδεχθώμεν ότι δεν επαρκούν εις την διατήρησιν ενός δυστυχούς όντος!» (Φακ. 2, Νο 134).

Έγγραφο 8ο 804/5 Ιουνίου 1879

Πρόκειται για έγγραφο, μάλλον, του Δημάρχου Σπετσών ή του Δημοτικού Παρέδρου Γιάννουζα προς τον Έπαρχο, για να δώσει εντολή στον ηγούμενο της Μονής Δωρόθεο Δακουντρέ, να φιλοξενήσει προσωρινά στη Μονή τον «φρενοβλαβή» Κ.Μ., έως ότου το Υπουργείο Εσωτερικών κανονίσει το «φρενοκομείο», που θα πάει «προς θεραπείαν». Στο έγγραφο σημειώνεται και η απόφαση του Επάρχου (1525) που κοινοποιείται στο ηγουμενοσυμβούλιο (Φακ. 3, Νο 30).

Έγγραφο 9ο 145/12 Ιουνίου 1879

Το ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής απαντώντας στον Έπαρχο Σπετσών τον ενημερώνει ότι γνωρίζουν πολύ καλά τον σκοπό των Ι. Μονών αλλά αγνοούν ότι αυτές δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως «Παραρτήματα του φρενοκομείου Κερκύρας», καθότι ούτε Συνοδική απόφαση ούτε Υπουργικός Νόμος σχετικός υπάρχει. Ο συγκεκριμένος ασθενής Κ.Μ., για τον οποίο ενδιαφέρεται ο Πάρεδρος των Σπετσών, φιλοξενήθηκε στη Μονή για πενήντα (50) ημέρες και η διαμονή ήταν «αφόρητος». Στη συνέχεια έφυγε μόνος του και πλέον «επ’ ουδενί λόγω είναι δεκτός».

Επίσης τον ενημερώνουν ότι για κάθε τέτοια περίπτωση τη σχετική αλληλογραφία «την καθυποβάλλομεν υπό την εξέτασιν και την εκτίμησιν του Σεβαστού Υπουργείου των Εκκλησιαστικών, διότι παρατηρούμεν λοξοδρομικήν ενέργειαν». Το έγγραφο υπογράφει ο ηγούμενος της Μονής Δωρόθεος Δακουτρές και ο Σύμβουλος Γρηγόριος Δακουτρές (Φακ. 3, Νο 31).

Στο βιβλίο «Το προσκύνημα της Ερμιονίδος, σελ. 84» των Α. Θ. Γκάτσου, Γ. Α. Προκοπίου, Ι. Π. Γκερέκου αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα παρακάτω έγγραφα με τα οποία ζητήθηκε η συνδρομή της Μονής για κοινωφελείς σκοπούς που έχουν άμεση σχέση με θέματα υγείας.

  • Για το Άσυλο Ανιάτων 1895.
  • Την ενίσχυση του «Πανελληνίου Συνδέσμου κατά της φυματιώσεως» προς ανέγερσιν φθισιατρείου υπό την επίκληση «Παναγία η Γιάτρισσα», εν Ταϋγέτω, Ιούλιος 1905.
  • Τη μετατροπή του νοσοκομείου Ναυπλίου εις νοσοκομείο όλου του Νομού 1895.
  • Την ίδρυση του «Παρθεναγωγείου κωφαλάλων» στην Αθήνα από τον Δανιήλ Σουρμελή 1896.

Ωστόσο, κλείνοντας επισημαίνουμε, πως για τους Ερμιονίτες αλλά και όλους τους κατοίκους της Επαρχίας Ερμιονίδας οι Άγιοι Ανάργυροι είναι οι άγρυπνοι και θαυματουργοί προστάτες μας. Η βοήθειά τους μέσα στους αιώνες «ατελεύτητος», απλόχερη και άμεση κυρίως στα παιδιά, όταν αναπάντεχοι κίνδυνοι και επικίνδυνα νοσήματα κάθε είδους τα απειλούν.[2]

Ευχαριστούμε θερμά την ηγουμένη της Μονής γερόντισσα Καλλινίκη και τη μοναχή Θέκλα που παρά το βάρος των υποχρεώσεών τους μας επέτρεψαν να μελετήσουμε τα αρχεία της Μονής. Ευχαριστούμε, επίσης, τις κυρίες Ελένη Τράκη και Θέλξη Ζερβού που βοήθησαν στην έρευνά μας.

 

Υποσημειώσεις


[1] Να σημειώσουμε πως ο όρος «φρενοβλαβής», με τον οποίο δηλωνόταν τότε η διαταραχή της πνευματικής και ψυχικής λειτουργίας σήμερα δεν χρησιμοποιείται.

[2] Πριν από την Επανάσταση του 21 και κατά τη διάρκεια του 7/ετούς αγώνα τα Μοναστήρια ήσαν τα ασφαλή καταφύγια πολλών αγωνιστών που καταδίωκαν οι Τούρκοι. Σ’ αυτά όμως κατέφευγαν και ορισμένοι που αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας για να αναρρώσουν στο ήσυχο περιβάλλον τους. Έτσι στη Μονή των Αγίων Αναργύρων κατέφυγε ο Ιωσήφ Ανδρούσης διωκόμενος από τον Ιμπραήμ και αργότερα ο Νικηταράς, για να ανακτήσει τις δυνάμεις του από την πλευρίτιδα που τον ταλαιπωρούσε, προτού αναλάβει τα καθήκοντα του φρουράρχου που του εμπιστεύθηκε η Εθνοσυνέλευση Ερμιόνης.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

Συμβολή στη Νεότερη Ιστορία της Ερμιονίδας (1828 – 1899). Κείμενα – Μελέτες |Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου, Αθήνα, 2022.

 

Σχετικά θέματα:

Καταφύκι ή Μυγγυριστέα

$
0
0

Καταφύκι ή Μυγγυριστέα


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» επιπρόσθετες πληροφορίες για το φαράγγι Καταφύκι Αργολίδας, 5 χλμ. Β.Δ. της Ερμιόνης, από τον πρόεδρο του «Ερμιονικού Συνδέσμου», Γιάννη Σπετσιώτη.

 

Σε απόσταση 5 χλμ. Β.Δ. της Ερμιόνης βρίσκεται η γνωστή από την αρχαιότητα τοποθεσία του Καταφυκιού με το ομώνυμο φαράγγι ανάμεσα στην Ερμιόνη και τους Φούρνους.

Ο Βασίλης Γκάτσος δέχεται ότι «το φαράγγι λεγόταν κατά την αρχαιότητα καταφυγή, ρ. καταφεύγω = φεύγω προς τα κάτω. Έτσι «επιβεβαιώνεται» ο μύθος ότι εκεί έγινε η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, που γρήγορα έφυγε προς τα κάτω και χάθηκε στο θεοσκότεινο, ερεβώδες και δυσερμήνευτο βασίλειο για να διαφυλάξει το πολύτιμο λάφυρό του».

Ο Γιάννης Ησαΐας αναφέρει ότι «το όνομα της περιοχής είχε δοθεί τα χρόνια του Μεσαίωνα (5ος -15ος μ.Χ. αιώνας) και προέρχεται από τη λέξη «Καταφύγιον». Εκεί, όπως σημειώνει, ήταν ο τόπος όπου κατέφευγαν οι κάτοικοι προκειμένου να προφυλαχθούν από τις επιδρομές των κατακτητών και των πειρατών».

Είχα ακούσει, όμως, ότι κατά τους χρόνους των ληστρικών επιδρομών στις σπηλιές των βράχων κατέφευγαν οι ληστές ζητώντας ασφαλές καταφύγιο, όταν ένοπλα αποσπάσματα τους καταδίωκαν. Οι ανωτέρω απόψεις θεωρώ πως δικαιολογούν επιτυχώς την προέλευση της ονομασίας Καταφύκι (τοποθεσία και φαράγγι).

 

Το γεφύρι του Καταφυκίου.

 

Προ διετίας στο με αρ. 6/8 Φεβρουαρίου 1875 Φ.Ε.Κ. και στο διάταγμα «Περί παραχωρήσεως δικαιώματος…» διάβασα έκπληκτος ότι το Καταφύκ(γ)ι έχει και ένα δεύτερο όνομα, άγνωστο σε εμάς. Λέγεται και Μυγγυριστέα! Αμέσως κινητοποιήθηκα ρωτώντας αν έχει ξανακούσει κανείς αυτό το όνομα και αν γνωρίζει την προέλευσή του. Μερικοί ισχυρίζονταν πως είναι φυτό που φύεται στην περιοχή, άλλοι έκαναν λόγο για κάποια αρρώστια ενώ κάποιοι γελώντας αναφέρθηκαν σε μια γυναίκα με το όνομα …Αριστέα! Κανείς, ωστόσο, δεν το είχε ακούσει άλλη φορά. Έτσι η απορία μου παρέμενε και όσο περνούσε ο χρόνος και απάντηση δεν έβρισκα, τόσο προβληματιζόμουν. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιόμουν, εκείνοι που συνέταξαν το Διάταγμα να γνώριζαν το τοπωνύμιο «Μυγγυριστέα» κι εμείς στην Ερμιόνη να μην το γνωρίζουμε! Πού το ανακάλυψαν και τι άραγε να σημαίνει;

Έτσι απευθύνθηκα στους δύο κορυφαίους Έλληνες γλωσσολόγους, στους καθηγητές του Ε.Κ.Π.Α. Χριστόφορο Χαραλαμπάκη και Γεώργιο Μπαμπινιώτη, οι οποίοι με βάση τις πληροφορίες που τους έδωσα μου απέστειλαν τα εξής:

«Ανέτρεξα σε διάφορες βιβλιογραφικές πηγές και δεν βρήκα κάτι σχετικό με το ερώτημά σας. Ξέρετε ότι η ετυμολογία είναι από τα δυσκολότερα
ερευνητικά αντικείμενα. Ο συσχετισμός με τον «μυγμό» έχει λογική βάση, τα επόμενα όμως βήματα δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμα». (Χ.Χ.)

«Δυστυχώς δεν το γνωρίζω ούτε είναι εύκολο να το βρω. Χρειάζεται ειδική έρευνα και μάλιστα από επιτόπιους παράγοντες, οι οποίοι γνωρίζουν την ιστορία της περιοχής, πρόσωπα και πράγματα». (Γ.Μ.)

Με βάση τις απαντήσεις που έλαβα κατέφυγα συνδυαστικά στην ιστορία της περιοχής και του φαινομένου της ηχούς και της αντήχησης που παρουσιάζεται εκεί και θεωρώ πως προσέγγισα την ετυμολογία της λέξης.

 

Η στοά της Ηχούς.

 

Το όνομα Μυγγυριστέα φαίνεται να είναι σύνθετο. Το πρώτο συνθετικό πρέπει να έχει σχέση με το ουσιαστικό «μυγμός» που είναι ο ήχος που βγαίνει από τη μύτη, -ρις το δεύτερο συνθετικό, ενώ το στόμα είναι κλειστό. Το ρήμα είναι «μύζω», δηλαδή κάνω μου – μου ή μυ – μυ με τη μύτη, ενώ τα χείλη τα κρατώ κλειστά. Ακολουθεί το παραγωγικό επίθεμα των θηλυκών ουσιαστικών –εα, που έχει ποικίλες σημασίες και εδώ δείχνει το γεγονός που συμβαίνει.

Για το φαινόμενο της αντήχησης και της ηχούς (αντίλαλου) στο Καταφύκι πρώτος είχε μιλήσει ο Παυσανίας αναφερόμενος στη στοά της Ηχούς, που βρισκόταν εκεί. Μπορούσε να «δυναμώνει» τη φωνή εκείνου που μιλούσε (αντήχηση) αλλά και να την «επαναλαμβάνει» (ηχώ), ενώ η Μυθολογία είχε πλέξει τα δικά της σενάρια γι’ αυτό το φαινόμενο. Είναι γνωστό πως δυτικά από το εκκλησάκι του Αη-Νικόλα του νέου, του Μάη-Νικόλα, όπως τον λέει ο λαός και γιορτάζει στις 9 Μαΐου, υπάρχει ένας απότομος βράχος ύψους 120 περίπου μέτρων. Αν σταθείς εκεί έχοντας δυτικά τον γκρεμό και φωνάξεις δυνατά είτε με κλειστό το στόμα είτε λέγοντας μια συλλαβή ή μια λέξη, ακούς τη φωνή σου παλλόμενη να επιστρέφει, επαναλαμβάνοντάς την. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα ηχητικά κύματα πέφτουν σε εμπόδιο και ανακλώνται, δηλαδή γυρίζουν πίσω.

 

Το εκκλησάκι του Αη- Νικόλα.

 

Στον νου μου έφερα τον «κυρ» Μιχαλάκη που διδάσκοντας το σχετικό κεφάλαιο των Ηχητικών φαινομένων, θερμός υποστηρικτής της βιωματικής μάθησης, μας ανέβαζε στο Καταφύκι για να ακούσουμε τον ασυνήθιστο όσο και απόκοσμο αντίλαλο της ίδιας μας της φωνής!

Σ’ αυτόν, λοιπόν τον πανέμορφο μυστηριώδη, μαγικό αλλά και με φοβερή ενέργεια τόπο, το Καταφύκι, τη Μυγγυριστέα, συνέβαιναν από τα πανάρχαια χρόνια γεγονότα που «ο αντίλαλός τους» φτάνει ως τις ημέρες μας. Εκεί με κέντρο τους ψηλούς, άκαμπτους, «γλιστερούς, χαλκόχρωμους» βράχους αλλά και την περιώνυμη τρύπα κρύβονται μύθοι, θρύλοι και λαϊκές δοξασίες που ασφαλώς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εμπλουτίζουν τη Μυθολογία, την Ιστορία και τη Λαογραφία του τόπου μας.

Σημ. Οι φωτογραφίες από το Καταφύκι είναι της Ρίνας Λουμουσιώτη.

Ο αναγνώστης Νίκος Γεωργίου έγραψε πως έχει ακούσει το τοπωνύμιο στους Φούρνους ως Μυγυρίσια!

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

Μήτσας Αθανάσιος (Νάσος) Αντων. (1858-1923)

$
0
0

Μήτσας Αθανάσιος (Νάσος) Αντων. (1858-1923)


 

Αθανάσιος Μήτσας

Ο Αθανάσιος Μήτσας γεννήθηκε στην Ερμιόνη την 1η Ιουλίου 1858 ανήμερα της γιορτής των Αγίων Αναργύρων. Ήταν ένα από τα πέντε παιδιά (τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι) του Αντώνη και της Ελένης Μήτσα. [Τα αγόρια του Αντώνη Μήτσα ήταν ο Σταμάτης, ο Αθανάσιος, ο Κωνσταντίνος και ο Δήμος. Ο τρεις πρώτοι ήσαν αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και ο τέταρτος γιατρός. Το κορίτσι, η Μαργαρίτα, ήταν σύζυγος του αξιωματικού Νικόλαου Κατσαρού από τη Χαλκίδα].

Ακολούθησε τον στρατιωτικό κλάδο όπως ο πατέρας του Αντώνης και τα δύο του αδέλφια. Έτσι κατατάχθηκε, ως εθελοντής, στον Στρατό (δεκανέας) στις 8 Οκτωβρίου 1877, σε ηλικία 19 ετών και με Α.Μ. 3330. Tο 1881, μετά από επιτυχείς εξετάσεις, φοίτησε στη Σχολή Υπαξιωματικών (Σ.Υ.) του Στρατού και αποφοίτησε στις 22 Σεπτεμβρίου 1885 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πεζικού.

Συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Τότε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα υπηρετούσε στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού της 1ης Μεραρχίας και ως Ταγματάρχης, ήταν διοικητής του 2ου Τάγματος.

Παρουσιάζουμε στη συνέχεια τη συγκρότηση του 4ου Συντάγματος Πεζικού της 1ης Μεραρχίας:

Διοίκηση
Διοικητής: Σ/χης (ΠΖ) Παπακυριαζής Ιωάννης
1ο Τάγμα: Λοχαγός (ΠΖ) Βασακάρης Δημήτριος
2ο Τάγμα: Ταγματάρχης (ΠΖ) Μήτσας Αθανάσιος
3ο Τάγμα: Λοχαγός (ΠΖ) Φράγκου Αθανάσιος

Έλαβε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο και τη Μακεδονία, στις μάχες κατά των υψωμάτων Μάζι και στην κατάληψή τους (11/2/1913), στην απελευθέρωση του χωριού Δαφνούλα (21-2-1913) και σε πολλές άλλες. Αποστρατεύτηκε τον Μάρτιο του 1914 με τον βαθμό του Συνταγματάρχη.

Ο Αθανάσιος Μήτσας ήταν παντρεμένος και τη σύζυγό του την έλεγαν Πηνελόπη. Εντοπίσαμε το όνομά του στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Ερμιόνης, έτους 1906 – 1907, με αύξοντα αριθμό 253 και επάγγελμα γεωργός! Πέθανε το 1923 σε ηλικία 65 χρόνων. Αναπαύεται στον οικογενειακό τάφο των Μητσαίων στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

 

Πάμε για π(ί)-λ-ζες; 35 και 1 παραδοσιακά παιχνίδια της Ερμιόνης

$
0
0

Πάμε για π(ί)-λ-ζες; 35 και 1 παραδοσιακά παιχνίδια της Ερμιόνης – Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου


 

Νέο βιβλίο με τίτλο «Πάμε για π(ί)-λ-ζες; 35 και 1 παραδοσιακά παιχνίδια της Ερμιόνης», του Γιάννη Σπετσιώτη και της Τζένης Ντεστάκου.

Μικρές καθημερινές σκηνές, αταξίες, σκανταλιές και παιχνίδια! Μια αίσθηση ελευθερίας και αθωότητας απλωμένη παντού! Την επιστροφή στην ξεγνοιασιά και τη μαγεία των παιδικών χρόνων μοιραζόμαστε μαζί σας μέσα από τις περιγραφές 35 και 1 παραδοσιακών παιχνιδιών της Ερμιόνης. Σας καλούμε να συνταξιδεύσουμε στην ονειρεμένη και πολύχρωμη χώρα των παιχνιδιών, γιατί «Θέλουμε αυτές τις μνήμες να τις μοιραστούμε… Μακριά, στα πρώτα εφηβικά τα χρόνια κείνται».

 

Πάμε για π(ί)-λ-ζες;

35 και 1 παραδοσιακά παιχνίδια της Ερμιόνης

 

Πάμε για π(ί)-λ-ζες;

Όνειρο δεκαετιών η συγγραφή και η έκδοση του βιβλίου μας με τα παραδοσιακά παιχνίδια της Ερμιόνης!

Πολύτιμη κληρονομιά οι πρώτες καταγραφές της μητέρας μου Αικατερίνης Βρεττού- Σπετσιώτου, που θέλησε να διασώσει ερμιονίτικα παιχνίδια των παιδικών της χρόνων, όπως τον βαριανό και το ωραίο βρίντζο, που είχαν ξεχαστεί. Αργότερα συμπλήρωσε την πρώτη καταγραφή με τα παιχνίδια των δικών μου παιδικών χρόνων…

Η πρόκληση για εμάς ήταν μεγάλη, καθώς για άλλη μια φορά μάς δινόταν η ευκαιρία να πραγματοποιήσουμε ένα ακόμη όνειρό μας! Απογειώσαμε τις αναμνήσεις και τα βιώματά μας και με τη δύναμη που έχουν οι λέξεις τα …προσγειώσαμε στο χαρτί! Ξεκινήσαμε την παρουσίαση των τριάντα πέντε συν ένα παραδοσιακών παιχνιδιών της Ερμιόνης, μα καθώς ο χρόνος περνούσε το κίνητρο της συγγραφής απόκτησε και όνομα: ΜΥΡΤΩ! Το ενδιαφέρον της για τα σύγχρονα εκπαιδευτικά παιχνίδια αλλά και για κάποια παραδοσιακά που μάθαινε στο σχολείο ήταν το έναυσμα για να συνεχίσουμε τη συγγραφή του βιβλίου μεθοδικά και αποφασιστικά. Μεγαλύτερη η προσπάθεια, αμείωτο το ενδιαφέρον και η έμπνευση και κοντά σ’ αυτά μια τεράστια δύναμη αγάπης!

Μέσα από τις περιγραφές των παιχνιδιών πέρασαν με αβίαστο τρόπο μορφές και χαρακτήρες ανθρώπων, ντοπιολαλιές, το φυσικό τοπίο και οι γειτονιές όπου «διαδραματίζονταν τα γεγονότα και εξελίσσονταν οι καταστάσεις». Η συγγραφή του βιβλίου ήταν πραγματικά όχι μόνο ένα πλούσιο ψηφιδωτό δημιουργικής έκφρασης αλλά και μια λυτρωτική εμπειρία.

Θέλω να ευχαριστήσω τη Τζένη μου, που κατέθεσε όχι μόνο το αναμφισβήτητο λογοτεχνικό της χάρισμα και την υψηλή αισθητική της αλλά και τις γραφιστικές της γνώσεις για τον σχεδιασμό, τη διαμόρφωση και την έκδοση του βιβλίου.

Κλείνοντας με τους στίχους του αγαπημένου ποιητή «Θέλουμε αυτές τις μνήμες να τις μοιραστούμε… Μακριά, στα πρώτα εφηβικά τα χρόνια κείνται», ευχόμαστε να απολαύσετε και αυτό το «ταξίδι»!

Το βιβλίο μπορείτε να το αναζητήσετε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κρανιδίου, στη Βιβλιοθήκη Ερμιόνης και στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης

 

Περιεχόμενα


 

13 Η αφήγηση ενός ονείρου – Η μαγεία των παλαιών παιχνιδιών

14 Ιστορία αιώνων… «Έλληνες αεί παίδες εστέ…»

15 Το παιχνίδι σώζει ζωές

16 Στο «παιχνίδι» και οι γονείς – Δεμένοι με τις ρίζες μας

18 Των Χριστούγεννων, της Πρωτοχρονιάς, των Αγίων Ανάργυρων

19 Πολύτιμη κληρονομιά

20 Διάσωση ονείρων σε μια εποχή διαρκούς κρίσης

22 Πατίνια (τα)

27 Ουρέλι (το)

31 Ωραίο Βρίντζο (το)

34 Βαριανός (ο)

37 Π(ί)-λ-ζες (οι)

39 Σβούρες (οι)

44 Κουκούδι (το)

48 Κανάρια (τα)

51 Μερίδα-πατσαχούρι – Τόκας (ο)

55 Τσίγκινα καραβάκια (τα)

58 Στρατιώτες – Κλέφτες (οι)

62 Πρωτολιά (η)

66 Γουβίτσες (οι)

67 Στρουθίον και ιέραξ (το)

69 Φελάντρες (οι)

75 Μπιζζζζζζ!

77 Κουτσαλώνι (το)

78 Τζίτζι (το)

84 Χου-μ-ζα (η)

86 Καραγκιόζια (τα)

99 Τα μέντα – μέντα

101 Φούσια (τα)

103 Λουρί της μάνας (το)

106 Σχοινάκι με το κουμπί (το)

108 Βολάκια, μπίρες και μπίλιες (τα)

115 Στροπ ή Βεζίρης (το)

117 Βάρα ντουπ! (το)

119 Ξυλοπόδαρα (τα) – Πέταλα (τα)

124 Πίτσι (το)

129 Μπέ-ζ-ζα ή σφεντόνα (η)

131 Γωνίες (οι) ή Πίτουρα ένα, πίτουρα δύο….

133 Πρώτου, Δεύτερου, Τρίτου…

135 Ρόλος (ο)

142 Κροταλίες – Καρχαρίες (οι)

143 Ακροτελεύτιες σκέψεις

145 Φωτογραφίες

146 Βιβλιογραφία

 

Το βιβλίο διατίθεται σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Πάμε για π(ί)-λ-ζες;

 

Σβούρες

$
0
0

Σβούρες (οι)


 

«Πήρα στα χέρια μου τη σβούρα των παιδικών μου χρόνων. Δεν είχε την παλιά της λάμψη, αλλά παρ’ όλο που είχαν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια από τότε που είχε πάρει τη θέση της σ’ εκείνο το ψηφιδωτό που ονομάζουμε παρελθόν βρισκόταν σε καλή κατάσταση…».

Αλέξανδρος Ίσαρης

Η κατασκευή τους

 

Σβούρα: Μουσείο Παιχνιδιών Ερμιόνης. Φωτογραφία: Ρίνα Λουμουσιώτη.

Είναι ένα παιχνίδι – αντικείμενο κωνικό, όπως φαίνεται στο διπλανό σχήμα, φτιαγμένο από ξύλο. Η «κλασική» σβούρα έχει ύψος 5-6 εκατοστά. Στο κάτω μέρος, στην αιχμηρή άκρη του ξύλου, προεξέχει η μύτη ενός καρφιού που έχει χτυπηθεί προς τα μέσα, ενώ στο επάνω μέρος, στο κέντρο, υπάρχει μια μικρή ξύλινη προεξοχή. Μερικά παιδιά έφτιαχναν μόνα τους σβούρες. Χρησιμοποιούσαν σκληρά ξύλα π.χ. ελιάς, τα πελεκούσαν με το μαχαίρι και τους έδιναν το σχήμα του ανάποδου κώνου. Στο επάνω μέρος έφτιαχναν το κεφάλι της σβούρας και στο κάτω έβαζαν το καρφί.

Οι πρώτες σβούρες ήταν φτιαγμένες από ξύλο και ήταν βαμμένες άλλες με άχρωμο βερνίκι και άλλες με διάφορα χρώματα, μονόχρωμες ή πολύχρωμες. Υπήρχαν, βέβαια, και οι πιο περίτεχνες, που είχαν ζωγραφισμένα διάφορα σχέδια ή μικροσκοπικές παραστάσεις. Αυτές τις θεωρούσαμε πολύτιμες, καθώς όταν στροβιλίζονταν τα σχέδια αλλοιωνόταν, ξεγελώντας την ικανότητα του ματιού να συλλάβει την πραγματικότητα και τα βλέπαμε σαν απόκοσμες παραστάσεις!

Αργότερα,  κατασκευάστηκαν σβούρες από μέταλλο και πλαστικό σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Κύριο γνώρισμα όλων των ειδών και των τύπων της σβούρας είναι η ταχύτατη περιστροφή στο έδαφος ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια. Αυτή την ταχύτατη περιστροφή προσπαθούσε να επιτύχει όποιος «έριχνε», «έστριβε» ή «πετούσε» τη σβούρα.

Στο διακριτικό άκουσμα του φυσικού ήχου που κάνει η σβούρα όταν περιστρέφεται (σβιιιν), ασφαλώς, οφείλεται και το όνομά της. [Προσοχή: λέμε (ζ)βούρα αλλά γράφουμε σβούρα. Το ζ που ακούγεται, όπως είναι σωστό να ακούγεται στη σωστή εκφορά του λόγου, δεν γράφεται].

 

Παιχνίδι με τις σβούρες στην Ερμιόνη

 

Ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών. Το έπαιζαν μόνο αγόρια ηλικίας 8-14 χρόνων, κυρίως την άνοιξη, τα ελεύθερα απογεύματα, τα Σαββατοκύριακα και τις μέρες των διακοπών που δεν λειτουργούσε το σχολείο.

 

Σβούρα, από την Αναμνηστική Σειρά Γραμματοσήμων «Παιχνίδια της Παλιάς Γειτονιάς» που κυκλοφόρησε από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία το 2012 και σχεδίασε η Ανθούλα Λύγκα.

 

Για να «ρίξεις», έτσι λέγαμε, τη σβούρα και αυτή να περιστραφεί γρήγορα, έπρεπε να έχεις και ένα κομμάτι σπάγκο, περίπου 1 μέτρο, από παραγάδι συνήθως, ούτε λεπτό, ούτε χοντρό.

Στην άκρη του σπάγκου έφτιαχναν μια σταθερή θηλιά περίπου 1 εκατοστό, όμοια με τα διάκενα του διχτυού που την περνούσαν στην ξύλινη προεξοχή της σβούρας και κατέβαζαν τον σπάγκο στο κάτω μέρος, εκεί που ήταν η μύτη του καρφιού. Από εκεί, περιστρέφοντάς το κυκλικά το ανέβαζαν προς τα πάνω τυλίγοντας τον σπάγκο γύρω-γύρω στη σβούρα, στέρεα, φτάνοντας τρεις-τέσσερις κύκλους παραπάνω από τη μέση της.

Αφού τελείωνε το τύλιγμα, τον σπάγκο που περίσσευε τον περνούσαν στα τέσσερα δάχτυλα του χεριού τους, ενώ ταυτόχρονα με μαζεμένα τα τέσσερα δάχτυλα και τον δείχτη πάνω στην προεξοχή, αγκάλιαζαν τη σβούρα. Κατόπιν, με μια επιδέξια και απότομη κίνηση του χεριού, κυρίως του καρπού, που για να τη μάθεις και να την πετύχεις χρειαζόταν εξάσκηση και προσπάθεια, «έριχναν», «πετούσαν» τη σβούρα προς το έδαφος χωρίς όμως να αφήνουν την άκρη του σπάγκου από το χέρι τους.

Αν όλα ήταν καλά φτιαγμένα και το πέταγμα της σβούρας γινόταν σωστά, τότε ο σπάγκος ξετυλιγόταν γρήγορα και η σβούρα περιστρεφόταν στο έδαφος στηριζόμενη στη μύτη του καρφιού. Αντίθετα, αν κάτι δεν πήγαινε καλά, αυτή λικνιζόταν, έκανε μεγάλους κύκλους και τις περισσότερες φορές έπεφτε. Σε κάποιες περιπτώσεις έπεφτε, όπως πέφτει η πέτρα, κατευθείαν στο χώμα.

Όταν το στριφογύρισμα ήταν πολύ γρήγορο έλεγαν τη λέξη «έσβησε», που σημαίνει ότι η σβούρα κινείται τόσο γρήγορα, ώστε χάνεται και σβήνει η εικόνα της, το σχήμα της.

Παίζοντας σβούρα.

Μια δεξιοτεχνία που διέκρινε τον καλό παίχτη στο παιχνίδι της σβούρας ήταν να πάρει τη σβούρα στην παλάμη του, την ώρα που εκείνη γύριζε στο έδαφος. Άνοιγε την παλάμη του σαν ψαλίδι και προσεκτικά την έφερνε κάτω από τη σβούρα που γύριζε. Η σβούρα «ανάσαινε» στην παλάμη του παιδιού και συνέχιζε να γυρίζει! Άλλη δεξιοτεχνία ήταν να ρίξουν τη σβούρα πετώντας την με μια επιδέξια κίνηση προς τα επάνω και αφού ξετυλιχθεί όλος ο σπάγκος να πιάσουν τη σβούρα, ενώ αυτή άρχιζε να γυρίζει στην παλάμη, προτού ακουμπήσει στο έδαφος! Μερικές φορές, μάλιστα, προλάβαιναν να την αφήνουν και στο έδαφος και αυτή συνέχιζε να γυρίζει!

Σε ορισμένες σβούρες, αντί για τη μύτη των συνηθισμένων καρφιών, χρησιμοποιούσαν το κεφάλι των καρφιών, που είχαν οι σόλες στα παλιά στρατιωτικά παπούτσια, τις γνωστές αρβύλες. Έτσι πετύχαιναν το στριφογύρισμα ευκολότερα, γιατί η επιφάνεια της «αρβύλας» ήταν μεγαλύτερη από τη μύτη των άλλων καρφιών.

Άλλες φορές, αντί να ρίχνουν τη σβούρα με τη μύτη, την έριχναν με τέτοιο τρόπο ώστε να περιστρέφεται πάνω στην ξύλινή της προεξοχή. Τότε περνούσαν τη θηλιά στη μύτη της σβούρας και τύλιγαν τον σπάγκο ξεκινώντας από την ξύλινη προεξοχή.

Το «ανορθόδοξο» αυτό γύρισμα της σβούρας το ονομάζαμε «καπελού», προφανώς από το σχήμα που παρουσίαζε η σβούρα κατά την περιστροφή της. «Καπελού» μπορούσε να γυρίσει η σβούρα και όταν ο σπάγκος τυλιγόταν, όπως περιγράψαμε προηγουμένως, με την «ορθόδοξη» μέθοδο, αρκεί να την έριχνε ο παίχτης με τον ανάλογο τρόπο.

Ξύλινη σβούρα.

Το παιχνίδι παιζόταν από μια ομάδα 4-6 παιδιών. Έριχναν τις σβούρες ταυτόχρονα και όποιου παιδιού η σβούρα «έπεφτε» πρώτη, τελείωνε δηλαδή η περιστροφή της, ξεκινούσε βάζοντας τη σβούρα του σε έναν κύκλο που σχημάτιζαν στο έδαφος διαμέτρου 30-40 εκατοστών. Κάποιες άλλες φορές, σχημάτιζαν στο έδαφος μια γραμμή και πρώτος ξεκινούσε να βάζει τη σβούρα του, ήταν δηλαδή ο χαμένος, εκείνος που η σβούρα του έπεφτε πιο μακριά από το σημάδι της γραμμής.

Αν η σβούρα κάποιου παίχτη και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση του ξέφευγε την ώρα που την πετούσε και δεν γύριζε, αυτός ξεκινούσε πρώτος.

Ας επανέλθουμε. Οι άλλοι παίχτες που στέκονταν γύρω-γύρω από τον κύκλο και σε απόσταση περίπου 1-1,5 μέτρου έριχναν τις σβούρες προσπαθώντας να χτυπήσουν τη σβούρα που ήταν στον κύκλο και να τη βγάλουν έξω από αυτόν. Εκείνος που το πετύχαινε κέρδιζε τη σβούρα που ήταν στον κύκλο. Έτσι συνεχιζόταν το παιχνίδι, ενώ μέσα στον κύκλο έβαζε τη σβούρα του ο δεύτερος παίχτης, σύμφωνα με τη σειρά που αναφέραμε. Έχουν, όμως ενδιαφέρον και τα εξής:

Κάθε παίχτης είχε μαζί του περισσότερες από μια σβούρες, για να μπορεί να συνεχίσει το παιχνίδι.

Στον κύκλο έβαζαν οι παίχτες όχι την «καλή» σβούρα, αυτή δηλαδή που έριχναν αλλά τις πιο παλιές που είχαν. Ήταν σχεδόν «ατιμωτικό» να έπαιζε κάποιος με σβούρα σημαδεμένη από το «καρφί» του άλλου. Πολλές φορές μάλιστα, οι παίχτες ένιωθαν μεγαλύτερη ικανοποίηση, όταν το καρφί της δικής τους σβούρας άφηνε το σημάδι πάνω στη σβούρα του άλλου κι ας μην την κέρδιζαν, δηλαδή ας μην την έβγαζαν από τον κύκλο. «Πω-πω, ένα καρφί!» έλεγαν. Πάνω στο παιχνίδι γίνονταν και αγοραπωλησίες, όπως είπαμε.

Όποιοι κέρδιζαν τις πιο πολλές σβούρες τις πουλούσαν 1-2 δεκάρες τη μία σε αυτούς που τις έχαναν, για να συνεχιστεί το παιχνίδι. Κάποιες φορές όταν ένα παιδί που ήταν καλός παίχτης δεν είχε δικές του σβούρες να παίξει, τότε έπαιζε στη θέση άλλου παιδιού που ενώ είχε σβούρες, δεν τα κατάφερνε στο παιχνίδι. Αυτές που κέρδιζαν στο τέλος του παιχνιδιού τις μοιράζονταν. Κατά τη συμφωνία έλεγαν «θα παίξουμε μισακά ή μισιακά» δηλαδή στη μέση (δια 2). Αν κέρδιζαν μόνο μια σβούρα ή μονό αριθμό, για το ποιος θα πάρει τη σβούρα που περίσσευε, έπαιζαν «κορώνα – γράμματα», το γνωστό παιχνίδι με το νόμισμα και την έπαιρνε αυτός που έφερνε «κορώνα».

Μια καινούρια σβούρα στοίχιζε 50 λεπτά. Και για να καταλάβετε πόσο έχει ακριβύνει η ζωή, με 1 λεπτό του ευρώ θα αγοράζαμε τότε 6 σβούρες, ενώ σήμερα μια ξύλινη σβούρα στοιχίζει 10 ευρώ!

 

Ονοματολογία και άλλα στοιχεία

 

Το παιχνίδι με τις σβούρες, οι «σβουρομαχίες» είναι γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Παίζεται, μάλιστα, με πολλούς τρόπους στα διάφορα μέρη της πατρίδας μας. Αλλά και η σβούρα έχει αρκετά ονόματα.

Στην Κρήτη τη λένε «Βουρβούρα», στη Λέσβο «Αλουγρίδα», στη Χίο  «Ασγηβάδα». Στην αρχαιότητα την ονόμαζαν «κώνο» και «ρόμβο» από το σχήμα της, «στρόμβο» και «στρόβιλο» από το γρήγορο γύρισμά της, αλλά και «βόμβυκα» από τον ήχο που κάνει, όταν περιστρέφεται πάνω στην άκρη του καρφιού της.

Υπάρχουν, όμως, στη γλώσσα μας και χαρακτηριστικές μεταφορικές φράσεις για τη σβούρα. «Γυρίζει – λέμε – σαν τη σβούρα» για κάποιον που στιγμή δεν ησυχάζει, κάτι πάντα φτιάχνει και συνεχώς κινείται. Οι εκφράσεις «θα σου δώσω μια και θα έρθεις γύρω-γύρω σαν τη σβού­ρα», «του σβούριξε ένα χαστούκι» η «του έδωσε μια σβουριχτή σφαλιάρα» είναι γνωστές.

 

Γιάννης Μ. Σπετσιώτης Τζένη Δ. Ντεστάκου

Πάμε για π(ί)-λ-ζες; 35 και 1 παραδοσιακά παιχνίδια της Ερμιόνης, έκδοση 2023.

 

Viewing all 77 articles
Browse latest View live